19/8/08

Οι ιατρικές σχολές στους Ρωμαϊκούς χρόνους [8]

Πώς δέχτηκε η Ρώμη την ιατρική, όπως και τα άλλα αγαθά του πολιτισμού από τις χώρες που υπέταξε, φαίνεται από τα ακόλουθα λόγια του Κάτωνα του Πρεσβυτέρου,[1] χαρακτηριστικού εκπροσώπου των παλαιών Ρωμαίων: οι Έλληνες «αποφάσισαν να εξοντώσουν με την ιατρική όλους τους βαρβάρους και μάλιστα έπ’ αμοιβή». Όταν λένε «βαρβάρους», θεωρούν τέτοιους και τους Ρωμαίους και μάλιστα «πιο πολύ από τους άλλους», αποκαλώντας τους «άξεστους κι απολίτιστους», επειδή προέρχονται από έναν αγροτικό πληθυσμό, ιδιαίτερα οπισθοδρομικό κι αμόρφωτο. Και τελειώνει ο Κάτων την επιστολή στο γιο του σε κατηγορηματικό ύφος: «σου απαγορεύω να καταφύγεις σε ιατρούς…».
Βέβαια ο Κάτων δεν διακρινόταν για το πλατύ πνεύμα του
[2] ούτε κι η Ρώμη για την ιατρική της παράδοση. Για πολλούς αιώνες το ρόλο του ιατρού έπαιξε ο «πάτερ φαμίλιας», με πλούσια… κτηνιατρική εμπειρία, πτωχή επιστημονική κατάρτιση και ελάχιστες φαρμακολογικές γνώσεις. Το πράγμα όμως ερμηνεύεται και από τη γενικότερη θέση της Ρώμης, που δεν ήταν ακόμα παρά μια δύναμη «εν τω γεννάσθαι». Αργότερα, όταν έγινε κυρία της Μεσογείου κι επέκτεινε το όνομά της από τα όρια μιας πόλης στα πέρατα μιας αχανούς αυτοκρατορίας, έγινε και πόλος έλξης για πλήθη καλλιεργημένων ανθρώπων, που συνέρεαν εκεί από κάθε σημείο των κτήσεών της. Τότε ο Ρωμαίος αισθάνθηκε την ανάγκη να συναγωνιστεί και στον πολιτιστικό τομέα τους λαούς που είχε υποτάξει με το ξίφος του και συνεπώς να προσχωρήσει στην επιστημονική αντίληψη για τον ιατρό και το έργο του.
Ίσως όμως ο Κάτων να μην είχε γνωρίσει ένα πραγματικό ιατρό, αλλά ανθρώπους όπως ο Αρχάγαθος, πρώτος Έλληνας ιατρός στη Ρώμη, για τον οποίον υπάρχουν πληροφορίες ότι άφησε πολύ δυσάρεστες αναμνήσεις στο ρωμαϊκό λαό. Ο πρώτος, άλλωστε, διακεκριμένος Έλληνας ιατρός έφτασε στη Ρώμη αργότερα, μόλις το 91 π.Χ. Πρόκειται για τον Ασκληπιάδη τον Προυσαέα.

ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΗΣ Ο ΠΡΟΥΣΑΕΥΣ
Ο Ασκληπιάδης ήταν οπαδός των αντιλήψεων του Ηρακλείδη του Ποντικού, φιλοσόφου κατά 3 αιώνες αρχαιότερού του, γνωστού για τη μοριακή του θεωρία, που ξεπερνούσε την ατομική θεωρία του Δημόκριτου, την οποία είχε σαν αφετηρία της: ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από ποικίλους συνδυασμούς ατόμων, τα μόρια, που οι μορφές και οι μαθηματικά υπολογίσιμες κινήσεις τους δίνουν γένεση σε όλα τα φαινόμενα τής φύσης. Έτσι ο Ασκληπιάδης, εγκαταλείποντας την ιπποκρατική θεωρία των «χυμών», υποστήριξε ότι το ανθρώπινο σώμα σχηματίζεται από σωλήνες και πόρους, αλλού στενότερους και αλλού πλατύτερους, καμωμένους από συνδυασμούς ατόμων κι ότι μέσα στο σύστημα αυτό κινούνταν αδιάκοπα άλλα άτομα. Η υγεία, κατά τον Ασκληπιάδη, συμπίπτει με την ανεμπόδιστη ροή των ατόμων αυτών, ενώ η καθυστέρηση ή η διακοπή της, για οποιονδήποτε λόγο, αποτελεί τη νόσο. Τις αντιλήψεις τού Ασκληπιάδη συστηματοποιεί, μετά το θάνατό του, ο μαθητής του Θεμίσων ο Λαοδικέας, που θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής της λεγόμενης «μεθοδικής» σχολής, σε αντίθεση προς τις άλλες 2 σχολές της εποχής: τη «δογματική» και την «εμπειρική», στην οποία φοίτησαν πολλοί κατοπινοί διάσημοι ιατροί. Ο Θεμίσων έζησε στη Ρώμη τον καιρό τού Πομπήιου (1ος αιών μ.Χ.).

ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ
Ποια υπήρξε η στάση των Ρωμαίων απέναντι στις τάσεις αυτές που επικρατούσαν στην Ιατρική; Δε πρέπει να λησμονούμε ότι ο ρωμαϊκός χαρακτήρας δύσκολα ικανοποιούταν με τις αφηρημένες έννοιες, ήταν κατεξοχήν ρεαλιστικός και είχε τις δικές του αντιλήψεις για τη ζωή και τον άνθρωπο. Για τον Ρωμαίο, ο άνθρωπος είναι κυρίως «πολίτης», δηλαδή κοινωνικό και νομικό πλάσμα, αντίληψη, πάνω στην οποία άλλωστε οικοδομείται όλος ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Ο κατεξοχήν Ρωμαίος ιατρός του τέλους του 1ου π.Χ. και της αρχής του 2ου μ.Χ. αιώνα είναι ένας «εμπειρικός»: ο Αντώνιος Μούσας. Η θεραπευτική του βασιζόταν κυρίως στην υδροθεραπεία: συνιστούσε λουτρά με παγωμένο νερό σε συνδυασμό με διάφορες διαιτητικές συμβουλές. Με τη μέθοδο αυτή θεράπευσε τον Αύγουστο και τιμήθηκε με χάλκινη προτομή στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης, ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Η ίδια θεραπεία απέτυχε στο γιο τού Αύγουστου, Μάρκελλο, στον οποίον ο πατέρας του στήριζε όλες τις ελπίδες του για τη διαδοχή του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Το γεγονός όμως αυτό δεν μείωσε καθόλου τη φήμη τού αυτοκρατορικού ιατρού, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να πείσει και τον Οράτιο, το μεγάλο ποιητή της εποχής του, να υποβληθεί στην ίδια θεραπεία για τη χρόνια επιπεφυκίτιδα, την αρθρίτιδα και την αϋπνία, από την οποία υπέφερε.
Την ίδια περίπου εποχή συναντούμε στη Ρώμη και μια «δογματική» σχολή, τη λεγόμενη «πνευματική», ο ιδρυτής της δεν είναι Ρωμαίος, αλλά ξένος. Πρόκειται για τον Αθηναίο από την Αττάλεια (μέσα 1ου αιώνα π.Χ.), που στην ιπποκρατική θεωρία των χυμών πρόσθεσε την αντίληψη για το «πνεύμα», κάτι ενδιάμεσο μεταξύ σώματος και ψυχής, που από την ένωσή του μαζί τους εξαρτιόταν η ίδια η ζωή. Όταν το πνεύμα αυτό, που εισπνεόταν με τον αέρα, ήταν μολυσμένο, προκαλούσε μια νόσο.
Μισό αιώνα αργότερα, ιδρύεται στη Ρώμη η «εκλεκτική» σχολή. Ιδρυτής της είναι και πάλι Έλληνας: ο Σπαρτιάτης Αγαθίνος, μαθητής του Αθηναίου από την Αττάλεια και του στωικού φιλοσόφου Ανναίου Κορνούτου.
[3] Ο Αγαθίνος συνδυάζει κι εναρμονίζει τις αντιλήψεις της εμπειρικής με τις διδασκαλίες της μεθοδικής σχολής, χωρίς όμως και να απορρίπτει τελείως τη θεωρία της πνευματικής σχολής του δασκάλου του. Η «εκλεκτική» σχολή ανέδειξε μεγάλους ιατρούς: το Ρούφο τον Εφέσιο,[4] τον Αρεταίο τον Καππαδόκη[5] και τους λιγότερο γνωστούς, Άντυλλο [6] και Μαρίνο.[7]

ΣΩΡΑΝΟΣ Ο ΕΦΕΣΙΟΣ
Ένας από τους σπουδαιότερους ιατρούς τής ρωμαϊκής εποχής ήταν ο Σωρανός ο Εφέσιος, οπαδός της μεθοδικής σχολής, που σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και άσκησε το επάγγελμα στη Ρώμη την εποχή του Τραϊανού (αρχές 2ου μ.Χ. αιώνα). Τα συγγράμματά του, τόσο στο πρωτότυπο όσο και σε λατινική μετάφραση, ήταν τόσα, ώστε να αποτελούν ολόκληρη βιβλιογραφία. Δυο απ’ αυτά γνώρισαν δόξα κι εκτίμηση που απέμεινε μνημειώδης: το «Περί επιδέσμων» και το «Περί γυναικείων νοσημάτων». Το τελευταίο ίσχυσε ως κλασικό σύγγραμμα Γυναικολογίας και Βρεφοκομίας μέχρι το 1400 μ.Χ. Στο σύγγραμμα αυτό ο Σωρανός μετά τη περιγραφή του γεννητικού συστήματος αναφέρεται στις συζυγικές σχέσεις, μελετά τη γενετήσια ζωή στις διάφορες φάσεις της, προχωράει στη μελέτη της εγκυμοσύνης και των θέσεων τού εμβρύου στη μήτρα και καταλήγει σε πρακτικές υποδείξεις για την αντιμετώπιση του ομαλού και ανώμαλου τοκετού. Ασχολείται επίσης με την καθυστέρηση της υστεροτοκίας και τη λοχεία και τελειώνει το σύγγραμμά του με 23 κεφάλαια, αφιερωμένα στην περιποίηση του νεογέννητου τους πρώτους μήνες της ζωής του. Φανατικός μελετητής της ιστορίας της ιατρικής, ο Σωρανός γράφει και το βιβλίο «Βίοι ιατρών», που απέκτησε μεγάλη φήμη. Το βιβλίο για τη ζωή τού Ιπποκράτη, που έφτασε μέχρι των ημερών μας, ενώ φέρεται υπό το όνομά του, δεν αποτελεί παρά περίληψη ενός μέρους από προηγούμενο βιβλίο τού Σωρανού.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
Μέχρι την εγκατάσταση του οικουμενικού κράτους τής Ρώμης, ο οποιοσδήποτε μπορούσε να ασκήσει την Ιατρική. Γι’ αυτό και το επάγγελμα ήταν γεμάτο από κομπογιαννίτες κι απατεώνες. Το οργανωτικό ρωμαϊκό πνεύμα όμως με μια σειρά μέτρων επαγγελματικής προστασίας των ιατρών, κάνει δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη ζωή για τους τσαρλατάνους.
Συχνά οι γιατροί ήταν δούλοι. Στον καιρό τού Ιουστινιανού π.χ. η αγορά τους στοίχιζε γύρω στα 3.000 Ευρώ, ενώ ένας κοινός ευνούχος μπορούσε να αγοραστεί αντί 2.500 Ευρώ. Αν όμως ήταν ελεύθερος, τον καιρό τού Αυγούστου είχαν πλήρη απαλλαγή από τους φόρους.
Έμμισθοι κρατικοί ιατροί υπήρχαν και πριν τον Αύγουστο. Οι μισθοί τους, συγκριτικά με τη μεγάλη αγοραστική αξία τού νομίσματος την εποχή εκείνη, πρέπει να χαρακτηριστούν ανεκτοί. Ο μισθός τους υπολογίζεται, την εποχή του Καίσαρα σε 500, στα χρόνια του Δομιτιανού
[8] σε 660 και τον καιρό του Σεπτίμιου Σεβήρου[9] σε 1.100 Ευρώ. Οι έμμισθες αυτές θέσεις υπήρχαν στο στρατό ξηράς και στο ναυτικό, στις σχολές των μονομάχων, στα θέατρα και τα δημαρχεία (είδος κοινοτικών ιατρείων). Ο Αδριανός[10] απάλλαξε τους γιατρούς απ' τη στρατιωτική υπηρεσία. Μετά όμως ακολούθησε τέτοια συρροή στους διαγωνισμούς για τη θέση του δημοτικού ιατρού που ο διάδοχός του Αντωνίνος ο Ευσεβής [11]αναγκάστηκε να περιορίσει τον αριθμό των γιατρών.[12] Κοινοτικοί ιατροί υπήρχαν και στην πρωτεύουσα. Ο Βαλεντινιανός[13] εισάγει (368), το θεσμό του αρχίατρου, απ' τους οποίους υπήρχε ένας για κάθε συνοικία της Ρώμης.
Εκτός απ’ τους κρατικούς ιατρούς υπάρχουν κι οι ελευθεροεπαγγελματίες. Τους βλέπουμε, όμως, να αντιμετωπίζουν τον καιρό τού Σεπτίμιου Σεβήρου πολύ αυστηρό κρατικό έλεγχο πριν πάρουν την άδεια ασκήσεως τού επαγγέλματος. Λίγα χρόνια μετά, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος
[14] κρατικοποιεί την ιατρική τελείως, ενώ ταυτόχρονα χορηγεί επιδόματα και υποτροφίες σε φτωχούς κι άξιους σπουδαστές. Όσοι σπουδάζουν έτσι, αναλαμβάνουν, μετά από διάταγμα του Βαλεντινιανού Α΄, την υποχρέωση να παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους στους φτωχούς και να περιορίσουν την ελεύθερη άσκηση τού επαγγέλματος μόνο στους πλούσιους. Νέος νόμος ρυθμίζει τα σχετικά με την άσκηση τού ιατρικού επαγγέλματος και προβλέπει σοβαρές ποινές, ακόμα και σωματικές, για τους παραβάτες. Διώκονται οι γιατροί που κάνουν αμβλώσεις, που αρνούνται τη παροχή ιατρικής περίθαλψης ή που περιθάλπουν ανεπαρκώς έναν ασθενή κλπ. Όπως βλέπουμε, πρόκειται για τα ίδια αδικήματα, που και σήμερα αποτελούν σοβαρά παραπτώματα, τόσο απέναντι στο νόμο, όσο κι απέναντι τής ηθικής τού ιατρικού επαγγέλματος.
Το 370 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος
[15] εκδίδει διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο κάθε υποψήφιος για εγγραφή σε ιατρική σχολή, υποχρεωνόταν να παρουσιάσει πιστοποιητικό καλής διαγωγής, που εξέδιδαν οι αστυνομικές αρχές του τόπου γέννησής του. Όλοι οι σπουδαστές των ιατρικών σχολών υποβάλλονταν σ' ετήσιο έλεγχο τής πορείας των σπουδών τους, τα αποτελέσματα του οποίου υποβάλλονταν απευθείας στις αυτοκρατορικές αρχές.
Από όλες αυτές τις πληροφορίες μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ιατρικό επάγγελμα παρουσιάζεται στη Ρώμη, ιδίως μεταξύ Δυτικού κι Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους (που σύντομα θα εξελιχθεί σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία), με μορφή όμοια εντελώς με τη σημερινή κι ίσως από πολλές πλευρές, καλύτερα οργανωμένο από ό,τι εμφανίζεται σήμερα.


[1] Marcus Porcius Cato (234-149 π.Χ.), Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας.[2] Πίστευε πως το κουνουπίδι μπορούσε να θεραπεύσει όλες σχεδόν τις ασθένειες.[3] Lucius Αnneus Cornutus, Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος του 1ου μ.Χ. αιώνα. Υπήρξε δάσκαλος του ποιητή Λουκανού. Εξορίστηκε από το Νέρωνα το 66 ή 68 μ.Χ. σ' ένα νησί, όπου αργότερα σκοτώθηκε.[4] Έζησε το β' μισό 1ου αιώνα - α' μισό 2ου αιώνα μ.Χ. και έγραψε πολλά ιατρικά συγγράμματα και πραγματείες.[5] Έλληνας ιατρός από την Καππαδοκία (2ος μ.Χ. αιών). Εργάστηκε στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια, αποκτώντας τη φήμη του πιο σημαντικού ιατρού της αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό.[6] Έζησε πριν τον Γαληνό, τον 2ο αιώνα μ.Χ. Επιδόθηκε ιδιαίτερα στη χειρουργική, ασχολήθηκε όμως και με την υγιεινή και τη θεραπευτική. Ανήκε στην Πνευματική σχολή.[7] Ανατόμος (τέλη 2ου-αρχές 1ου αιώνα π.Χ.). Άκμασε γύρω στο 90 π.Χ. και υπήρξε δάσκαλος του εμπειρικού Κόιντου. Ο Γαληνός τον αποκαλούσε «επανορθωτή τής ανατομίας». Σ' αυτόν αποδίδονται οι τίτλοι 20 βιβλίων σχετικών με τις εγχειρήσεις, τα οποία δεν διασώθηκαν.[8] Titus Flavius Domitianus (51-96 μ.Χ.), Ρωμαίος αυτοκράτορας (81-96), γιος του Βεσπασιανού. Καταδίωξε Εβραίους και Χριστιανούς. Ήταν αυτός που εξόρισε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.[9] Lucius Septimius Severus (146-211 μ.Χ.), Ρωμαίος αυτοκράτορας.[10] Publius Aelius Hadrianus (76-138 μ.Χ.), Ρωμαίος αυτοκράτορας (117-138), που διαδέχθηκε τον αυτοκράτορα Τραϊανό.[11] Antoninus Pius (86-161 μ.Χ.), Ρωμαίος αυτοκράτορας (138-161).[12] 10 στους μεγάλους, 7 στους μεσαίους και 5 στους μικρούς δήμους.[13] Valentinian Α' (321-375 μ.Χ.), αυτοκράτορας του Δ. Ρωμαϊκού κράτους.[14] Marcus Aurelius Alexander Severus (208-235 μ.Χ.), Ρωμαίος αυτοκράτορας (222-235 μ.Χ.). Έδειξε ανεκτικότητα στο Χριστιανισμό.[15] Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (379-395) και της Ρώμης (388-395).

Δεν υπάρχουν σχόλια: