26/9/08

Η τεχνική των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων [35]

Το 1645 ο Μ. Α. Σεβερίνο δημοσίευσε στη Νυρεμβέργη τη «Δημοκρίτεια Ζωοτομία» του, στο κείμενο της οποίας, παρετυμολογώντας τον όρο «ανατομία», χαρακτήριζε την ανερχόμενη επιστήμη σαν αναγωγή στα αδιαίρετα μόρια, που θεωρούσε σαν βασικά κομμάτια οποιασδήποτε ζωντανής μηχανής. Ο Σεβερίνο παρομοιάζει τον ανατόμο με τον ωρολογοποιό, που λύνοντας ένα ρολόι έκανε ορατά όλα του τα τμήματα και γνωρίζοντάς τα ήταν σε θέση να γνωρίζει και τη λειτουργία του ρολογιού αυτού. Οι επιθυμίες του στρέφονταν προς μια «τεχνική και λεπτολόγο» ανατομική, ικανή να οδηγήσει τον μελετητή μέχρι των «ατόμων», δηλαδή ως τις στοιχειώδεις μονάδες της οργανικής μηχανής. Φυσικά δεν του διέφευγε η σημασία της βοήθειας του μικροσκοπίου. Κατά τις προβλέψεις του, η τεχνική και λεπτολόγος ανατομική του θα έφτανε στους σκοπούς της και τη μεγαλύτερή της απόδοση μόνο πλαισιωμένη με το μικροσκόπιο.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν οι προσπάθειες των ερευνητών, προκειμένου να αποκτηθεί η δυνατότητα της παρατήρησης των απειροελάχιστων μορφολογικών σχηματισμών, πράγμα που θα επέτρεπε την κατανόησή τους και τη σύλληψη του τρόπου της λειτουργίας τους. Πρόκειται για τους σχηματισμούς που ο Μαλπίγγι χαρακτήριζε σαν «χορδές, ίνες, δοκίδες, μοχλούς, φίλτρα, ηθμούς» και που «αποτελούν τη βάση της μηχανής του σώματός μας». Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον συνδυασμό των προσπαθειών της τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής και της οπτικής μεγέθυνσης. Έτσι αφενός παρατηρούμε αδιάκοπες προσπάθειες για τη μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση του μικροσκοπίου, την ανακάλυψη των πιθανών σφαλμάτων του και την επινόηση τρόπων για την εξουδετέρωσή τους. Αφετέρου συναντάμε όλο και λεπτότερες μεθόδους ετοιμασίας των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων, με την απώτερη επιδίωξη μιας ακριβέστερης και ζωηρότερης εικόνας, χωρίς αυτή να διαφέρει πολύ από την αρχική, τη φυσική μορφή των ιστολογικών στοιχείων.

ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
Μια υπόνοια, που δεν άργησε να διατυπωθεί, έπαιξε εδώ σπουδαίο ρόλο. Σκέφτηκαν ότι το υπό εξέταση τεμαχίδιο, προτού τοποθετηθεί κάτω από το φακό ή το σύνθετο μικροσκόπιο, υφίστατο πολλές καταστροφές, που δεν αφορούσαν μόνο τα τμήματά του που πήγαιναν χαμένα. Παραμόρφωναν επί πλέον και τα τμήματα που απέμεναν και τα απομάκρυναν τόσο από τη φυσική τους μορφή, ώστε ο ερευνητής παρατηρώντας τα έπεφτε σε σοβαρές πλάνες και κατέληγε σε εσφαλμένες ερμηνείες. Έτσι το πρόβλημα τίθεται ωμά και βλέπουμε πράγματι τις μεγαλύτερες διάνοιες του αιώνα να απασχολούνται με τη λύση του. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Μαλπίγγι, απέκτησαν τέτοια τεχνική δεξιότητα, ώστε να εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα.
Προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή έκαναν και οι άμεσοι συνεχιστές του Βεσάλιου και ιδίως ο Μπαρτολομέο Εουστάκι (Ευστάχιος), που αφού γνώρισε πολλές απογοητεύσεις κατέληγε σε αποτελέσματα που υποχρέωσαν τον Μαλπίγγι να ομολογήσει: «Ο Ευστάχιος, αν είχε ερευνήσει τη λεπτή κατασκευή όλων των άλλων αγγείων και σπλάγχνων, χρησιμοποιώντας όχι μόνο το νυστέρι, αλλά καταφεύγοντας και στο μικροσκόπιο και τις ενέσεις υγρών, που χρησιμοποίησε μόνο στη μελέτη των νεφρών, θα είχε ασφαλώς απαλλάξει όλους τους μεταγενέστερους του από κάθε άλλη ανατομική έρευνα».
Η παράγραφος όμως αυτή του Μαλπίγγι, εκτός από τη δίκαιη τιμή που απονέμει στον Εουστάκι, υποδεικνύει και τα δυο βασικά μέσα που θα έπρεπε να συνεργάζονται με το μικροσκόπιο στην ανατομική έρευνα: το νυστέρι και τις εγχύσεις υγρών.
Η τελευταία αυτή τεχνική ήταν η μέθοδος στην οποία κατέφευγαν κατά προτίμηση οι ερευνητές του 17ου αιώνα, αφού είχαν επιχειρήσει προηγουμένως να εφαρμόσουν πλήθος άλλες. Η χρησιμοποίηση της μεθόδου αυτής, όχι μόνο αποκάλυπτε ένα πλήθος από λεπτότατους μορφολογικούς σχηματισμούς, αλλά προσέφερε και τη βεβαιότητα ότι δεν άλλαξε τη μορφή των ανατομικών παρασκευασμάτων, πράγμα που συνέβαινε με τις παλαιότερες μεθόδους. Είχε μάλιστα κι ένα ακόμα πλεονέκτημα: ξανάδινε στα αγγεία, στα οποία γινόταν η έκχυση, τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής, τα παρουσίαζε δηλαδή γεμάτα κι όχι όπως παρουσιάζονται μετά το θάνατο κενά, με τα τοιχώματά τους σε σύμπτωση. Το κενό άλλωστε των αρτηριών μετά θάνατον είχε παρατηρηθεί από την αρχαιότητα: σ’ αυτό απέδιδε ο Γαληνός το σφάλμα του Ερασίστρατου. Που πίστευε ότι οι αρτηρίες δεν περιείχαν αίμα, αλλά αέρα (από όπου και το όνομά).
Η κενότητα των αγγείων και η ανάγκη να παρατηρηθεί η κίνηση των υγρών μέσα τους, υπήρξε μια βασική αιτία που οδήγησε τον άνθρωπο, από την αρχαιότητα ακόμα, στην ανατομή ζωντανών ζώων, τη ζωοτομία. Αλλά και η ζωοτομία δεν μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα τις προθέσεις των ερευνητών: το ζώο που ανατεμνόταν εν ζωή δεν επιζούσε σε όλη τη διάρκεια του πειράματος, αλλά ούτε και οι απαραίτητοι χειρισμοί μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και ακρίβεια. Το βασικό όμως μειονέκτημα ήταν ότι η μέθοδος της ζωοτομίας δεν επέτρεπε στην παρατήρηση να φτάσει ως τους απειροελάχιστους σχηματισμούς του οργανισμού, ως τα «άτομα» του Σεβερίνο. Συνεπώς, ήταν ανώφελη για τη σύλληψη της λειτουργίας της ανθρώπινης μηχανής.
Οι τεχνικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να παρακαμφτούν οι ατέλειες της ζωοτομίας, δηλαδή οι σκαριφισμοί, η εμβροχή, η επιπέδωση και η χαλάρωση του υπό παρατήρηση ιστού, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Βέβαια οι μέθοδοι αυτές που χρησιμοποιήθηκαν πολύ κατά τον 16ο αιώνα και μάλιστα από τον Εουστάκι, είχαν το μερίδιό τους στην προσφορά ανατομικών γνώσεων στον άνθρωπο, που δεν ήταν μάλιστα μικρό. Οι ίδιες όμως μέθοδοι στάθηκαν εμπόδιο στην απόκτηση άλλων τόσων γνώσεων, επιτρέποντας συγχρόνως και την υπόνοια ότι οι παρατηρήσεις που έγιναν, μπορεί να οφείλονταν σε τεχνικές αλλοιώσεις του υπό παρατήρηση παρασκευάσματος. Έτσι η έγχυση υγρών στα αγγεία, εκτελούμενη με επιδεξιότητα, ήταν η καλύτερη λύση. Οι πρώτες σχετικές προσπάθειες αρχίζουν με τον ντα Βίντσι και τον Μπερενγκάριο ντα Κάρπι. Ο πρώτος έκανε έγχυση λειωμένου κεριού στις κοιλίες του εγκεφάλου, ενώ ο δεύτερος μεταχειριζόταν απλό νερό. Η τεχνική της έγχυσης έφτασε σε τελειότητα τον 17ο αιώνα.

Ο ΓΙΑΝ ΣΒΑΜΜΕΡΝΤΑΜ
Η τιμή για την εισαγωγή της έγχυσης λειωμένου κεριού στα αγγεία ανήκει στον Ολλανδό Γιαν Σβάμμερνταμ (Άμστερνταμ, 1637-1680), γιο φαρμακοποιού και φανατικού συλλέκτη ζωολογικών και βοτανικών περίεργων. Τις πρώτες του γνώσεις και την έφεση για έρευνα απέκτησε βοηθώντας τον πατέρα του στην ταξινόμηση των ειδών του μουσείου του. Ύστερα σπούδασε ιατρική στο Λέιντεν από το 1661 ως το 1667. Υπήρξε μαθητής μιας μεγάλης διάνοιας του καιρού του, του χημικού και ανατόμου Φρανσουά ντε λα Μποέ, για τον οποίον έχουμε κιόλας λίγο μιλήσει. Στο διάστημα των σπουδών του στο Λέιντεν συνδέθηκε φιλικά με ορισμένα από τα μεγάλα ονόματα της εποχής του: τον Στένονα και τον Ρενιέ ντε Γκράαφ. Παρόλα αυτά, με τον τελευταίο ήρθε σε ρήξη για την προτεραιότητα μερικών ανακαλύψεων. Η πικρία για την καταστροφή της παλιάς αυτής μεγάλης φιλίας άφησε τα αποτυπώματά της στον ψυχικό του κόσμο. Το γεγονός αυτό, η στενοχώρια για τις αδιάκοπες επιπλήξεις του πατέρα του και τα κακά οικονομικά του, τον έκαναν εύκολη λεία του θρησκευτικού φανατισμού της Αντουανέττας Μπουρινιόν. Εξαντλημένος σωματικά και εξουθενωμένος ψυχικά, πέθανε τρελός, αφού έκαψε ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων του. Διασώθηκαν μόνον όσα είχε εμπιστευθεί στον αδελφικό του φίλο Μ. Τεβενό στο Παρίσι, ένα Μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής, που στην ιστορία της τέχνης είναι γνωστή ως εποχή του μπαρόκ.
Εν ζωή δημοσίευσε δυο βιβλία: τη «Γενική πραγματεία περί των άνευ αίματος ζώων» (1669) και τον «Βίο των εφήμερων» (1675). Μετά το θάνατό του, τα διασωθέντα χειρόγραφά του δημοσιεύθηκαν αναθεωρημένα μεταξύ 1737 και 1738 με τον τίτλο «Βιβλία της φύσης». Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται ως αληθινό μνημείο. Ποτέ πριν ή μετά από τον Σβάμμερνταμ δεν έγιναν τόσο φροντισμένες παρατηρήσεις, τέτοια σπάνιας ωραιότητας σχήματα, τόσο μεγάλος όγκος εργασίας. Στο έργο του Σβάμμερνταμ και η πιο περιληπτική εξέταση ενός αντικειμένου καταλαμβάνει δεκάδες σελίδες, μέσα στις οποίες συναντά κανείς τις βάσεις πάρα πολλών κεφαλαίων της σύγχρονης ζωολογίας κι εμβρυολογίας.
Εκτός από την άποψη αυτή, το έργο του Σβάμμερνταμ έχει και μια εξαιρετική ενδιαφέρουσα τεχνική πλευρά. Η επιδεξιότητά του στην ανατομή εντόμων και την έγχυση έγχρωμων κηρωδών ουσιών στο αγγειακό σύστημα, έτσι που να γίνονται ορατές κι οι πιο λεπτές του διακλαδώσεις, κρίνονται ανυπέρβλητες. Υπήρξε ο δάσκαλος του φίλου και συμπατριώτη, αργότερα δε και αντιπάλου του, Ρούις, στην τεχνική αυτή, που στη συνέχεια ο δεύτερος ανήγαγε σε επίπεδο, που κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φτάσει.

Ο ΦΡΙΝΤΕΡΙΚ ΡΟΥΙΣ
Γεννήθηκε στη Χάγη το 1638. Στο Λέιντεν, από όπου πήρε το πτυχίο της ιατρικής το 1664, υπήρξε μαθητής του Ντε λα Μποέ. Από το 1666 τον συναντάμε στο Άμστερνταμ με τη σειρά, λέκτορα της ανατομικής, καθηγητή της μαιευτικής και τέλος καθηγητή της βοτανικής το 1685. Ανεξάρτητα όμως από την ειδικότητα της έδρας που κατείχε κάθε φορά, ο Ρουίς αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του στην «παρασκευή» πτωμάτων για ανατομικές μελέτες. Ήταν τέτοια η επιτυχία της τεχνικής του, ώστε οι «μούμιες» του, όπως ονόμασαν τότε τα πτώματά του, έδιναν, φτάνει να είχε κανείς λίγη καλή θέληση, την εντύπωση πως ζούσαν, σε αντίθεση με τις μακρινές τους αδελφές της Αιγύπτου που απέπνεαν έντονη την ιδέα του θανάτου. Γιατί κοντά στα άλλα, ο Ρουίς είχε ισχυρό το συναίσθημα του μακάβριου και το αποτύπωνε στις ανατομικές του συνθέσεις. Μπορούσες να δεις απίθανα συμπλέγματα σκελετών, τεμάχια από επίπλουν κι έντερα να καλύπτουν ένα δάπεδο από χολόλιθους και λίθους του νεφρού στο πλαίσιο ενός τοπίου, που σκιαζόταν από πολύχρωμες, χάρις στο χρωματιστό κερί που ήταν χυμένο μέσα τους, διακλαδώσεις αρτηριών και φλεβών! Και ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον του πλήθους, που ο Ρουίς έκοβε κανονικό εισιτήριο. Ανάμεσα στους επισκέπτες, ήταν κι ο Μεγάλος Πέτρος της Ρωσίας, που αργότερα, το 1717, απέκτησε όλη τη συλλογή και τη μετέφερε στην Πετρούπολη. Τότε ο Ρουίς ετοίμασε μια δεύτερη συλλογή, που την πούλησε στον βασιλιά της Πολωνίας Ιωάννη Σομπιέσκι, ο οποίος αργότερα τη χάρισε στο πανεπιστήμιο της Βυττεμβέργης.
Την εντύπωση που έδιναν τα ανατομικά του παρασκευάσματα, οι «μούμιες» του, αποδίδει θαυμάσια ο ποιητής Λεοπάρντι στον παρακάτω διάλογο που φαντάζεται ανάμεσα στον Ρούις και τα δημιουργήματά του:
«Ω, διάβολε! Ποιος δίδαξε τη μουσική σ’ αυτούς τους πεθαμένους που τραγουδούν μες στα μεσάνυχτα σαν πετεινοί; Στα αλήθεια, κρύος ιδρώτας με περιβρέχει κι ακόμα λίγο θα ήμουν πιο νεκρός από αυτούς. Δεν ξέρω γιατί τους φύλαξα από τη φθορά... Δεν ξέρω τι να κάνω. Αν τους αφήσω εδώ κλεισμένους, ποιος ξέρει αν δεν σπάσουν την πόρτα ή δεν δραπετεύσουν από την κλειδαρότρυπα κι έρθουν να με βρούνε στο κρεβάτι; Να ζητήσω βοήθεια από φόβο για τους νεκρούς, δεν μου πάει καλά. Εμπρός, ας κάνουμε κουράγιο κι ας δοκιμάσουμε να τους τρομάξουμε.
(Μπαίνοντας) Ε! παιδιά! Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζουμε; Λησμονάτε πως είστε νεκροί; Τι θόρυβος είναι αυτός; Ξιπαστήκατε μήπως από την επίσκεψη του τσάρου και συλλογίζεστε πως δεν σας πιάνουν πια οι νόμοι οι πρωτύτεροι; Να ξέρετε πως θα πάρω την μπάρα της πόρτας και θα σας σκοτώσω όλους».
Ο ποιητής φανταζόταν τις «μούμιες» να ξυπνούν ξαφνικά και να τραγουδούν το μακάβριο τραγούδι του θανάτου!
Στη μακρά του ζωή (πέθανε το 1731 σε ηλικία 93 ετών), ο Ρουίς μελετώντας και παρασκευάζοντας πτώματα, έφτασε την τεχνική των ανατομικών παρασκευασμάτων στο υπέρτατο σημείο. Τις σπουδαιότατες παρατηρήσεις του ανακοίνωσε με μια επιβλητική σειρά κειμένων. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζουν οι «Εικονογραφήσεις των βαλβίδων των λεμφικών και των χοληφόρων αγγείων» και οι «Δέκα ανατομικοί θησαυροί», που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά λατινικά το 1737 και στη συνέχεια ολλανδικά το 1747 στο Άμστερνταμ μετά το θάνατό του.Οι πολλές ανακαλύψεις του Ρούις ξεσήκωναν αρκετές φορές άγρια πολεμική και ειδικότερα ο ισχυρισμός του ότι, κάνοντας εγχύσεις στο αγγειακό σύστημα, μπορούσε να του δώσει το μορφή που είχε εν ζωή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν απόλυτο και στάθηκε αφορμή πλανών για τον Ρούις. Οι παρατηρήσεις όμως που έκανε σε παρασκευάσματα λεμφαγγείων, του οφθαλμού, των όρχεων και των νεφρών, στα οποία δεν έκανε μόνον εγχύσεις υγρών, αλλά φρόντιζε και να τα συντηρεί με αλκοόλη, τερεβινθίνη κ.ά. συντηρητικά, του εξασφαλίζουν εξαίρετη θέση ανάμεσα στους ερευνητές της εποχής του. Ο Ρούις έχει τη θέση του πλάι στον Μαλπίγγι, τον Γκριού, τον Σβάμμερνταμ και τον Λέβενχουκ, ως συνιδρυτής της μικροσκοπικής ανατομικής. Στο πρόσωπό του η τεχνική και λεπτολόγος ανατομική του Σεβερίνο γίνεται πραγματικότητα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που πρόσφερε η εποχή του.

22/9/08

Το μικροσκόπιο στην υπόλοιπη Ευρώπη [34]

«Πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό και μια διαίρεση των σωμάτων, όχι βέβαια χρησιμοποιώντας τη φωτιά, αλλά μεταχειριζόμενοι τη λογική και την επαγωγική μέθοδο, που οδηγεί στην αλήθεια με τη βοήθεια του πειράματος και συγκρίνοντας με άλλα σώματα και ανάγοντάς τα στα απλά φυσικά στοιχεία και τις μορφές τους, που αθροίζονται και μπαίνουν σε αμοιβαία σχέση μέσα στο σύνθετο όργανο».
Οι γραμμές αυτές, που θα μπορούσαν και σήμερα να προλογίσουν ένα επιστημονικό σύγγραμμα, προέρχονται από ένα από τα «ιερά βιβλία» της επιστήμης, τα οποία γράφηκαν τον 17ο αιώνα, από το «Νέο Όργανο» του Βάκωνα (Francis Bacon), που δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1620.
Να όμως που κι ο Γαλιλαίος, σ’ ένα «απόσπασμά» του με ακαθόριστη χρονολογία, γράφει τα ίδια πράγματα συζητώντας τη διαδικασία της ωρίμανσης των καρπών, κάτω από την επίδραση της θερμότητας και του ψύχους. Έτσι και στα δυο κείμενα συναντάμε τα πρώτα σπέρματα της συγκριτικής ανατομικής: την εφαρμογή της ατομικής αρχής (τη διαίρεση σε απλά σώματα που προτείνει ο Βάκων) και της μηχανιστικής αρχής στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Στα κείμενα του Γαλιλαίου, η ωρίμανση των οπωρικών γίνεται με τελείως μηχανικό τρόπο, με βάση την κοινή λεπτή κατασκευή όλων των καρπών.
Ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο θ’ ανακαλύψει ο Μαλπίγγι σαν βάση της κατασκευής του ήπατος λοβία, κοινό στοιχείο στο ήπαρ κάθε ζώου που είναι άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ομοιογενές, χωρίς να παύει να περιέχει τα ίδια αυτά βασικά στοιχεία κατασκευής.
Η παρατήρηση αυτή του Μαλπίγγι («Περί της λεπτής υφής των σπλάγχνων», Μπολόνια, 1666), ό,τι αναφέρει ο Γαλιλαίος για τα «κυστίδια» που αποτελούν όλους τους καρπούς και η επαγωγική μέθοδος που τοποθετείται από το Βάκωνα σαν βάση της νέας επιστήμης, όλα κινούνται στον ίδιο κύκλο της ανανέωσης που σείει από τα θεμέλια την επιστημονική Ευρώπη του 17ου αιώνα.
Σε μια τέτοια κίνηση κανείς δεν μπορούσε να μείνει απαθής, εκτός αν θεληματικά έκλεινε τα μάτια ή ήταν τόσο κοντόφθαλμος και είχε τέτοια πνευματική τεμπελιά ώστε να αρκείται στην επιβεβαίωση των δεδομένων της παράδοσης. Από εδώ ξεκίνησαν σκληροί αγώνες και τραχιές πολεμικές, κάποτε γεμάτες από την πίκρα του φθόνου, που δεν ήταν κάτι το σπάνιο για τους συντηρητικούς της εποχής εκείνης: η μεγαλοφυΐα που καινοτομεί ενοχλεί πάντα την ειρηνική μετριότητα, όταν την προσκαλεί να υποβληθεί στον κόπο να σκεφτεί, να ερευνήσει, να αποκαλύψει!
Πολλοί ενοχλήθηκαν, και τότε, στο μακάριο ύπνο τους. Αλλά και πολλοί κατόρθωσαν να συλλάβουν το νόημα του σαλπίσματος του Βάκωνα, του Καρτέσιου και του Γαλιλαίου. Κι έδωσαν στο αναγεννητικό κίνημα ολόκληρη τη ψυχή τους.

Ο ΝΕΕΜΙΑΣ ΓΚΡΙΟΥ
Άγγλος φυτοανατόμος, υπήρξε από τους πρώτους που συνέλαβαν τη σημασία της μελέτης των προβλημάτων των ζωντανών οργανισμών επί συγκριτικής βάσης. Ο Ν. Γκριού (1641-1712) ήταν από τα πρώτα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου. Η σύλληψή του αυτή δεν περιέχεται όπως θα περίμενε κανείς στο έργο του «Συγκριτική ανατομική των κορμών» (1685), αλλά στην «Ανατομική των φυτών» του.
Αν και ο όρος «συγκριτική ανατομική» βρίσκεται για πρώτη φορά στον τίτλο του πρώτου έργου, όμως ο καρπός των οξυδερκών και λεπτότατων παρατηρήσεων του συγγραφέα, που συγκεντρώθηκαν με το πνεύμα αυτής της μορφής της ανατομικής, παρουσιάζεται στο δεύτερο έργο του: στη σειρά των ομολόγων οργάνων, που ανακαλύπτει στα διάφορα φυτά, διαπιστώνει την κοινή βασική κατασκευή τους.
Βέβαια, τα φυτικά κύτταρα, που ο Γκριού ερμηνεύει σαν «φυσαλίδες» που προέρχονται από κάποια ζύμωση, είχαν κιόλας παρατηρηθεί από τον Μαλπίγγι. Υπάρχει όμως και η εντελώς προσωπική του προσφορά, που του εξασφαλίζει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της ενθουσιώδους εκείνης εποχής. Είναι οι αρχές της συγκριτικής μεθόδου και οι μελέτες του πάνω στις γεννητικές λειτουργίες στα φυτά, με την αναγνώριση της αποστολής της γύρης στην αναπαραγωγή τους.

Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΧΟΥΚ
Δυο περίεργες ιδιοφυίες έχει ακόμα να μας παρουσιάσει η ιστορία της εποχής που συζητάμε. Είναι ο Ολλανδός Άντον Βαν Λέβενχουκ (Anton van Leeuwenhoek) και ο Άγγλος Ρόμπερτ Χουκ (Robert Hooke). Μετριοπαθής και σχολαστικός ο πρώτος, ζωηρός χαρακτήρας ο δεύτερος, αποτέλεσαν βασικούς συντελεστές προόδου της νέας επιστήμης.
Ο Χουκ (νησί Ουάιτ, 1637) είχε δείξει από την παιδική του ηλικία μια ιδιαίτερη επίδοση στη μηχανική. Οι σπουδές του υπήρξαν ακατάστατες, όπως ήταν και όλα τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, αν και ποτέ δεν τους έλειψε το γνώρισμα του μεγαλοφυούς. Το 1662 έγινε βοηθός της Βασιλικής Εταιρείας στα επιστημονικά πειράματα και ύστερα από ένα χρόνο μέλος της.
Ο Χουκ, μαθηματικός, φυσικός και εξαίρετος μηχανικός, είχε μια απέραντη σειρά από εμπνεύσεις, που έφταναν μέχρι την ιδέα της «παγκόσμιας βαρύτητας», σχετικά με την οποία έφτασε να διεκδικήσει, άδικα βέβαια, την προτεραιότητα από τον Νεύτωνα. Το έργο του, που ενδιαφέρει ειδικότερα το δικό μας θέμα, δημοσιεύθηκε δυο χρόνια μετά την είσοδό του σαν μέλος στη Βασιλική Εταιρεία, έχει τον τίτλο «Μικρογραφία» και περιέχει έναν ολόκληρο θησαυρό παρατηρήσεων και πιο πολύ θαυμάσιων εικόνων. Η πιο αξιοσημείωτη είναι αυτή που παριστάνει τη λεπτή κατασκευή του φλοιού ενός είδους βελανιδιάς (Querqus suber), γνωστού ως φελλόδρυς, στον οποίον ο Χουκ ανακάλυψε τη μεμβράνη που περιβάλλει κάθε κύτταρο, ονομασία που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται, αν και όχι τελείως με τη σημερινή έννοια.
Για την ακρίβεια, ο Χουκ υπήρξε στο πεδίο των φυσικών επιστημών ένας περίεργος, παρά ένας επιστήμονας. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι η ανθρωπότητα είχε ανάγκη και από τέτοια πνεύματα. Ήταν τόσα αυτά που έπρεπε να ανακαλυφθούν στον κόσμο, ώστε όσο περισσότερα βλέμματα τον ερευνούσαν τόσο πιο πολλές θα ήταν κι οι πληροφορίες που θα αποκτώντο.

Ο ΑΝΤΟΝ ΒΑΝ ΛΕΒΕΝΧΟΥΚ (1632-1723)
Ευφυής παρατηρητής και σχολαστικά μεθοδικός, ιδιότητες που απαιτούνται από κάποιον που έχει να συγκεντρώσει παρατηρήσεις, να τις οργανώσει μεθοδικά και να τους δώσει σωστή ερμηνεία, ήταν ο Λέβενχουκ. Γεννήθηκε το 1632 στο Ντελφτ της Ολλανδίας κι ήταν ένας απλός δημοτικός υπάλληλος που αγνοούσε τη λατινική γλώσσα και δεν είχε λάβει ποτέ συστηματική μόρφωση. Από τα στοιχεία αυτά εξηγούνται ορισμένα χαρακτηριστικά του έργου του. Πρώτον, το ότι όλα του τα βιβλία γράφτηκαν στα φλαμανδικά, για να μεταφραστούν αργότερα στα λατινικά και τα αγγλικά για χάρη άλλων ερευνητών της Ευρώπης. Δεύτερον, το ότι ο χαρακτήρας των λεπτολόγων και σχολαστικών ερευνών του είναι αποσπασματικός και φέρει τη σφραγίδα περισσότερο μιας ευφυούς περιέργειας παρά ενός επιστημονικού σχεδιασμού. Εκτός των άλλων, ο Λέβενχουκ ήταν ένας εξαιρετικά επιδέξιος κατασκευαστής φακών. Για να επιτύχει το καλύτερο όργανο δε δίστασε να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο υλικό, ακόμα και διαμάντια. Μελέτησε επίσης έναν ειδικό τύπο μικροσκοπίου με μια αντικειμενοφόρο τράπεζα, πάνω στην οποία προσαρμοζόταν το προς παρατήρηση αντικείμενο: το σύνολο μπορούσε να μετακινηθεί πιο κοντά ή πιο μακριά από το φακό.
Με το πολύ απλό αυτό όργανο ο Λέβενχουκ πραγματοποίησε θαυμάσιες παρατηρήσεις, τις οποίες περιέγραψε, παρά το αποσπασματικό κι ανοργάνωτο των ερευνών του, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια στη φλαμανδική γλώσσα, όπως ήδη αναφέραμε. Για την ευρύτητα των παρατηρήσεών του και τον λεπτολόγο τους χαρακτήρα, ο Λέβενχουκ μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας από τους ιδρυτές της μικροσκοπίας και της μικρογραφίας με τη μεγαλύτερη προσφορά στο νέο αυτόν επιστημονικό κλάδο. Τα αποτελέσματα των ερευνών του ανακοίνωσε ο Λέβενχουκ με επιστολές του στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, της οποίας αργότερα ονομάστηκε μέλος. Στις επιστολές αυτές βρίσκουμε αξιοθαύμαστες περιγραφές των παρατηρήσεων που είχαν γίνει όλες με τα απλά όργανα που διέθετε: η μεγεθυντική τους ικανότητα έφτανε τις 200 φορές. Με τα μέσα αυτά παρατήρησε και περιέγραψε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος, την κυκλοφορία του αίματος στα τριχοειδή αγγεία της ουράς του γυρίνου του βατράχου, τις ραβδώσεις των μυών, την πορώδη κατασκευή του ελεφαντοστού και πλήθος άλλων λεπτομερειών σχετικών με τη λεπτή υφή των ιστών. Παρακινημένος από την παρατήρηση ενός φοιτητή της Ιατρικής με το όνομα Χαμ, έστρεψε το θαυματουργό του μικροσκόπιο προς το σπέρμα του ανθρώπου κι εκεί ανακάλυψε τα σπερματοζωάρια: στη περιγραφή τους, που περιείχε πάντως αρκετή δόση φαντασίας, υπάρχουν οι καταβολές μιας πολεμικής που απέκτησε αργότερα πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Τα παρουσίαζε σαν να υπήρχε μέσα στο καθένα τους ένας τέλειος άνθρωπος σε μικροσκοπικές διαστάσεις, παίρνοντας έτσι τη θέση της θεωρίας του προσχηματισμού, που αποτέλεσε τον 18ο αιώνα το επίκεντρο μιας από τις ζωηρότερες επιστημονικές διαμάχες.
Αλλά οι παρατηρήσεις του δεν περιορίζονται μέχρις εδώ. Παρατήρησε για πρώτη φορά πρωτόζωα στα λιμνάζοντα νερά, έφτασε ακόμα να δει και μικρόβια, πιθανότατα τη σπειροχαίτη του στόματος. Μελέτησε τα σύνθετα μάτια των εντόμων και στη συνέχεια ανακάλυψε, εκτελώντας τομές και μικροσκοπώντας, ότι η φυτόψειρα είναι ζωοτόκος και ότι αναπαράγεται με παρθενογένεση, άποψη που στήριξε στο γεγονός ότι ανάμεσα στα ζώα αυτά δεν είχε βρει ούτε ένα αρσενικό. Παρατήρησε ακόμα τη λεπτή κατασκευή και την ανάπτυξη των αραχνών, των μυρμηγκιών, των ψύλλων και άλλων πολλών εντόμων. Δραστηριότητα αξιοθαύμαστη που εμπνεόταν μόνο από φλογερό ενθουσιασμό, χωρίς να στηρίζεται στην ανάλογη επιστημονική κατάρτιση. Παρόλα αυτά, ο Λέβενχουκ συγκινείται από τα επιστημονικά ρεύματα της εποχής του: παίρνει θέση υπέρ της θεωρίας του προσχηματισμού και συντάσσεται με τον Ρέντι εναντίον της άποψης που παραδεχόταν την αυτόματη γένεση.
Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε τους χαρακτηρισμούς που ανήκουν στο Λέβενχουκ, θα έπρεπε να αναφέρουμε την ικανότητά του να είναι λεπτός δέκτης των ρευμάτων της εποχής του, ακούραστος παρατηρητής, σχολαστικός και ακριβολόγος στις περιγραφές και τα σχέδιά του και ευφυής ερμηνευτής των παρατηρήσεών του. Όταν του απονέμανε τον τίτλο του πατέρα της πρωτοζωολογίας και της μικροβιολογίας, δεν έπεφταν έξω. Όταν ο Λέβενχουκ πέθανε το 1723, σε ηλικία 91 ετών, ο όγκος των παρατηρήσεων που άφηνε ήταν πρωτοφανής.

Ο ΡΕΝΙΕ ΝΤΕ ΓΚΡΑΑΦ (Renie de Graaf) (1641-1673)
Ήταν συνάδελφος και θαυμαστής του Λέβενχουκ, καθώς και συμπατριώτης του. Γεννήθηκε στο Σόνχαβεν το 1641. Ύστερα από σπουδές στην Ουτρέχτη και το Λέιντεν κι επηρεασμένος από τις ιατροχημικές θεωρίες του Φρανσουά ντε λα Μποέ, δημοσιεύει το πρώτο του έργο «Περί της φύσης και της λειτουργία του παγκρεατικού υγρού», βιβλίο στο οποίο δεν αποκαλύπτεται ακόμα η μεγαλοφυΐα του. Παρόλα αυτά, αυτό του χάρισε τόση φήμη, ώστε το ταξίδι του στη Γαλλία, το 1665, να πάρει τη μορφή θριαμβευτικής πορείας. Επιστρέφοντας στην Ολλανδία έγινε δημοτικός ιατρός στο Ντελφτ και συγχρόνως αφοσιώθηκε στις έρευνές του, που τα αποτελέσματά τους περιλαμβάνονται σε τρία έργα του: «Περί των αναπαραγωγικών οργάνων του ανθρώπου» (το σπουδαιότερο), «Περί κλυσμάτων» και «Περί της χρήσης της σύριγγας στην ανατομική».
Ο Ντε Γκράαφ είναι αυτός που παρουσίασε τον Λέβενχουκ στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου. Εφάρμοσε και ο ίδιος το μικροσκόπιο στις ανατομικές του έρευνες, ανακαλύπτοντας στην ωοθήκη τα ωοθυλάκια που φέρουν μέχρι σήμερα τα όνομά του (Γρααφιανά ωοθυλάκια), παρόλο που εσφαλμένα τα θεώρησε σαν ωάρια. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την ανακάλυψή του να παίξει το ρόλο της στην ανάπτυξη της εμβρυολογίας (2ο μισό του 16ου και 17ου αιώνα).
Ο Ντε Γκράαφ είχε όπως ήταν φυσικό και τους εχθρούς του, ένας από τους οποίους, ο Σβάμμερνταμ, τον κατηγόρησε ότι οικειοποιήθηκε τις ανακαλύψεις τού ντε λα Μποέ. Στη διαμάχη αυτή πάντως η νίκη του Ντε Γκράαφ υπήρξε εύκολη. Αν μένει κάτι από αυτή την υπόθεση, είναι ότι οι μεγάλες διάνοιες έχουν μια δύσκολη ζωή, πράγμα που συχνά ξεκινά από τα πρόσωπα εκείνα που έπρεπε αντίθετα να είναι οι στενοί τους σύμμαχοι. Είδαμε τον Ταλιακότσι να δέχεται τις επιθέσεις του Παρέ. Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και με τον Γκράαφ από το Γιάν Σβάμμερνταμ. Ιστορίες παράλληλες!

18/9/08

Ο δρόμος προς τη μικροσκοπική ανατομική [33]

Από ό,τι γράφουμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μπορούμε να τοποθετήσουμε τη γενέθλια χρονολογία της μικροσκοπικής ανατομικής στη χρονιά που ο Μαλπίγγι δημοσίευσε, με διαφορά δύο μηνών τη μία από την άλλη, τις δυο επιστολές του «Περί πνευμόνων», δηλαδή το 1661. Στις επιστολές αυτές περιέγραφε τις ανακαλύψεις που έκανε με τη βοήθεια της οπτικής μεγέθυνσης στους πνεύμονες του βατράχου: αφενός τις πνευμονικές κυψελίδες, βάση της λεπτής κατασκευής του πνεύμονα κι αφετέρου τα τριχοειδή τους αγγεία, με τα οποία αποδεικνυόταν αναμφισβήτητα η κυκλοφορία του αίματος.
Η χρονολογία αυτή έρχεται από πλευράς σημασίας για τη γέννηση της νέας επιστήμης πολύ κοντά σε μια άλλη, το 1610, που ο Γαλιλαίος δημοσίευσε τον «Αστρικό αγγελιοφόρο» του, ένα είδος ιδρυτικής πράξης της νέας αστρονομίας. Ό,τι συνέβη και στις δυο χρονολογίες είχε τις προεκτάσεις του στον τρόπο της τοποθέτησης και της λύσης των προβλημάτων από την επιστήμη γενικά, με βάση το έργο του Γαλιλαίου (από την ανατομική, τη φυσιολογία και την ιατρική ειδικότερα με βάση το έργο του Μαλπίγγι). Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στις δυο χρονολογίες, περίπου μισός αιώνας, είναι αυτός που επέτρεψε να ωριμάσουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επανάσταση του Μαλπίγγι.
Έχουμε κιόλας παρατηρήσει ότι η εφαρμογή των μηχανιστικών αντιλήψεων στον ανόργανο κόσμο είχε να υπερνικήσει σημαντικά λιγότερες δυσκολίες από εκείνες που συνάντησε στα θέματα του οργανικού κόσμου, είτε επρόκειτο για την έρευνα της ανατομικής κατασκευής είτε για την ερμηνεία των φυσιολογικών φαινομένων. Αυτό είχε βέβαια το λόγο του. Ο οργανικός κόσμος συνδεόταν, για κάθε μελετητή, με κάτι μυστηριώδες. Κι αυτό ήταν η ζωή τού υπό παρατήρηση αντικειμένου, που φαινόταν δύσκολο να βρει ικανοποιητική εξήγηση στο χώρο των «μαθηματικών αποδείξεων».
Δεν ήταν όμως αυτό η μοναδική δυσκολία. Ήταν ακόμα το γεγονός ότι η εφαρμογή της νέας τεχνικής μεθόδου, της οπτικής μεγέθυνσης, στην έρευνα του απειροελάχιστου δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση, όσο η μελέτη του υπερμεγέθους. Με άλλα λόγια η έρευνα με το μικροσκόπιο δεν ήταν τόσο εύκολη, όσο η έρευνα με το τηλεσκόπιο. Το ουράνιο σώμα μπορούσε να παρατηρηθεί όπως ήταν στον ουρανό, άσχετα από λεπτομέρειες τόπου και χρόνου, θέμα βέβαια αρκετά πολύπλοκο, αλλά που δεν απαιτούσε καμιά προετοιμασία από τη μεριά του παρατηρητή. Για να παρατηρηθούν όμως οι απειροελάχιστοι σχηματισμοί του σώματος με το αντίστοιχο του τηλεσκοπίου όργανο, το μικροσκόπιο, απαιτείτο ειδική λεπτή προετοιμασία του αντικειμένου που καλείτο να αποκαλύψει τα μυστικά της κατασκευής του.

Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ
Ο Γαλιλαίος, που πρώτος χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιο για την έρευνα του απείρως μεγάλου κόσμου των άστρων, είναι εκείνος που εισήγαγε το μικροσκόπιο και στη μελέτη του απείρως μικρού. Το υιοθέτησε, όπως λέει ο βιογράφος του, για τη «λεπτολόγο παρατήρηση των ελάχιστων στοιχείων της ύλης και της θαυμαστής λεπτής υφής των τμημάτων και των μελών των εντόμων, στη σμικρότητα των οποίων μπορούσε να δει κανείς με θαυμασμό το μεγαλείο του Θεού και τα θαυμαστά έργα της φύσης».
Η μελέτη πρώτων των εντόμων, εκτός από την καλύτερη γνώση της θαυμαστής κατασκευής τους, καθόρισε τις πραγματικές δυνατότητες του νέου τρόπου της έρευνας και βοήθησε στη δημιουργία ενός ειδικού τρόπου σκέψης, χωρίς τον οποίο δε θα μπορούσε ποτέ η μικροσκοπική ανατομική να ωριμάσει τελείως.
Δεν ήταν μόνον οι μικρές κατασκευές του σώματος των εντόμων, αλλά και μια σειρά ζώων, που η ύπαρξή τους ήταν άγνωστη μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε το μικροσκόπιο. Σ’ ένα κομμάτι τυριού ανακάλυπτε, π.χ. ο παρατηρητής ένα πλήθος μικροσκοπικών σκουληκιών και σε μια σταγόνα ξυδιού ένα πλήθος πλασμάτων που θύμιζαν μικρά χέλια. Όλα αυτά οδηγούσαν βέβαια σε νέους, άγνωστους κόσμους. Συγχρόνως όμως ενώ απ’ τη μια υπόσχονταν πλήρη αναθεώρηση των παλιών αντιλήψεων, από την άλλη δημιουργούσαν πλήθος νέων προβλημάτων, τόσο στον επιστημονικό όσο και στον τεχνικό τομέα. Κυρίως όμως δημιουργούσαν νέες προοπτικές στην ενατένιση κάθε προβλήματος του οργανικού κόσμου, με το να κατευθύνουν τη σκέψη προς την ανακάλυψη του απειροελάχιστου. Εκεί ήταν η έδρα των λειτουργιών κάθε ζωντανού οργανισμού.

Ο ΝΕΟΑΤΟΜΙΣΜΟΣ
Από τη στιγμή που το μικροσκόπιο μπαίνει σαν όργανο στη διάθεση του ερευνητή, το μικροσκόπιο εγκαθίσταται στη διάνοιά του σαν ιδέα. Η ιδέα, καρπός του οργάνου, βρίσκει σ’ αυτόν τον ισχυρότερο σύμμαχο, αλλά και τον πιστότερο υπηρέτη. Εμπνευσμένη από αυτό, του καθόριζε με τη σειρά της τη χρήση και τις εφαρμογές. Δεν περιορίζεται τώρα πια κανείς να παρατηρεί θαυμάζοντας και να διασκεδάζει ικανοποιώντας την περιέργειά του. Ερευνά, δηλαδή κάνει επιστήμη. Μια επιστήμη τελείως νέα, όχι μόνο για τις μεθόδους της, αλλά και για τις αντιλήψεις και τις προοπτικές της, που δεν έχουν τίποτε το κοινό με εκείνες που τροφοδοτούσαν την επιστημονική έρευνα στους αιώνες που πέρασαν.
Κάτι σαν προφητεία, συγχρόνως και διακήρυξη για μια τέτοια επιστήμη, βρίσκουμε σε μια σελίδα του Βάκωνα, εκεί που αναφέρει τους καρπούς που μπορεί κανείς να προσδοκά από την εφαρμογή της οπτικής μεγέθυνσης. Λέει ο Βάκων ότι όσο περισσότερο ανακαλύπτουμε με το μικροσκόπιο τη τελειότητα των έργων της φύσης, τόσο περισσότερο βεβαιωνόμαστε για την ατέλεια των δικών μας έργων. Και καταλήγει λέγοντας πως: «αν ο Δημόκριτος είχε δει το μικροσκόπιο, θα είχε ίσως πηδήσει από χαρά και θα υποστήριζε ότι είχε βρει τον τρόπο να δει το άτομο, που διαβεβαίωνε πως ήταν τελείως αόρατο».
Έτσι βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια ατομική θεωρία, βασισμένη όχι πια στην ενόραση και τη θεωρία, αλλά στηριγμένη στη θετική καθημερινή προσφορά του μικροσκοπίου. Αν το όργανο αυτό επιτρέπει την ανακάλυψη σχηματισμών στο σώμα των πολύ ελάχιστων ζωυφίων, αν ακόμα επιτρέπει την ανακάλυψη αόρατων όντων, όπως το άκαρι του τυριού και το σκουλήκι του ξυδιού, που διαβάζουμε στις «Παρατηρήσεις» του Φοντάνα και τη «Μεγάλη τέχνη του φωτός και της σκιάς» του Κίρχερ (και τα δυο εκδόθηκαν το 1646), γιατί να μη προσφέρει άλλες τόσες ανακαλύψεις, εφαρμοζόμενο στην έρευνα της κατασκευής του σώματος των ζώων; Η αναζήτηση «μικρών μηχανών» τείνει να μεταφερθεί από το σώμα του εντόμου στα σπλάγχνα του ανθρώπου.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Στο σημείο όμως αυτό βλέπουμε να παρουσιάζονται τρομερές δυσκολίες. Η έρευνα των σπλάγχνων των ανώτερων ζώων, και φυσικά του ανθρώπου, με το μικροσκό-πιο επιβάλλει λεπτολόγο προετοιμασία, απαιτεί επιδεξιότητα και τεχνική τελειότητα κι ατέλειωτες προσπάθειες, δοκιμασίες κι απογοητεύσεις. Έπρεπε να γίνουν τεχνικές επινοήσεις ικανές να κάνουν εμφανείς τους μικρότερους σχηματισμούς, χωρίς να τους αλλοιώσουν, οδηγώντας τον ερευνητή σε εσφαλμένες ερμηνείες. Ακόμα δε περισσότερο τη στιγμή που ήξεραν κιόλας (ο Βάκων είχε προειδοποιήσει σχετικά) ότι τα οπτικά όργανα έδιναν συχνά αλλοιωμένες εικόνες.
Έτσι ήταν υποχρεωμένοι να επαναλάβουν στο πεδίο της μικροσκοπικής παρατήρησης ό,τι είχαν κάνει οι ανατόμοι του 16ου αιώνα στο πεδίο της μακροσκοπικής ανατομικής: ο Κανάνο, ο Βεσάλιος, οι συνεχιστές του έργου τους. Ο Μπερενγκάριο ντα Κάπρι κι ο Μπαρτολομέο Εουστάκι είχαν χρησιμοποιήσει την τεχνική των ενέσεων με έγχρωμα υγρά, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι την έγχυση λειωμένου κεριού στις κοιλίες του εγκεφάλου. Ήταν ανάγκη και τώρα να επινοηθούν μέθοδοι που να επιτρέπουν στον ερευνητή να διεισδύει στα μυστικά σχηματισμών απείρως λεπτότερων από εκείνους που ερευνούσε ο Μπερενγκάριο κι ο Εουστάκι.
Πρόκειται να διεισδύσουμε στο απειροελάχιστο, τονίζει ο Μάρκο Αουρέλιο Σεβερίνο στο έργο του «Δημοκρίτειος Ζωοτομία ή γενική ανατομική ολόκληρου του συγκροτήματος των ζώντων οργανισμών» (Νυρεμβέργη, 1645). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ανατέμνοντας θα μπορέσουμε να φτάσουμε μέχρι τα τελευταία τεμαχίδια της ύλης, που δεν μπορούν να διαιρεθούν περισσότερο, και παρετυμολογώντας τον όρο «ανατομία» τον ερμηνεύει ως «αναγωγή στο άτομο». Τα άτομα αυτά είναι οι στοιχειώδεις μηχανές που απαρτίζουν τη μεγάλη μηχανή του ζωντανού σώματος.
Προφανώς, στις διαβεβαιώσεις αυτές δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει ο Σεβερίνο, αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυνατότητα της οπτικής μεγέθυνσης και δεν είχε προχωρήσει αρκετά η τεχνική των παρασκευασμάτων, μέσα που χάρη στην ύπαρξή τους έγινε δυνατή η μικροσκοπική ανατομική.

ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΟΝΤΙΕΡΝΑ
Οι προβλέψεις του Σεβερίνο, που επαληθεύθηκαν από τον Μαλπίγγι, είχαν εν μέρει πραγματοποιηθεί στον κόσμο των εντόμων. Στο έργο αυτό συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο Σικελός Τζιοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα (1597-1660), που προώθησε τη τεχνική των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων σε σημείο που να κάνει τέσσερις τομές στο μήκος του ματιού της μύγας και να περιγράψει τη λεπτή κατασκευή του στο έργο «Ο οφθαλμός της μύγας» (Παλέρμο, 1644).
Δεν έχει όμως ακόμα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λεπτής κατασκευής των οργάνων στα ανώτερα ζώα. Προτού αυτή γίνει δυνατή με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, μεσολαβεί ένα ακόμα βήμα: όταν η διερεύνηση ορισμένου οργάνου σε μερικά ζώα είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των μικρών του διαστάσεων, ερευνάται το ομόλογο όργανο ενός άλλου ζώου, που τυχαίνει να διαθέτει μεγαλύτερο μέγεθος και από εκεί συνάγονται συμπεράσματα σχετικά με τα πρώτα. Κάτι τέτοιο ακριβώς είχε κάνει ο Στελλούτι για τη ψείρα, παρουσιάζοντας στο «Πέρσιό» του τη σιταρόψειρα, τόσο σε φυσικό μέγεθος όσο και υπό μεγέθυνση. Η σχολή της Πίζας είναι εκείνη που κατάφυγε πρώτη σ’ αυτή τη μέθοδο, που πολύ έξυπνα χαρακτηρίστηκε «μικροσκόπιο της φύσης».

Ο ΚΛΩΝΤ ΩΜΠΕΡΥ
Με το πνεύμα αυτό ο Κλωντ Ωμπερύ από τη Λορένη (Lorraine) δημοσίευσε την εικόνα όρχεως ενός κάπρου και ενός ανθρώπου, με την παρατήρηση ότι ο πρώτος αποτελούσε μια φυσική μεγέθυνση του ανθρώπινου. Η ανατομική αυτή έρευνα έγινε στο εργαστήριο του Μπορέλλι και μάλιστα μπροστά στον Μαλπίγγι.
Ο πίνακας του Ωμπερύ, συνοδευμένος από ένα φύλλο κειμένου, δημοσιεύτηκε το 1658 με τον τίτλο «Εξέταση του όρχεως». Η λιγόλογη εισαγωγή του τελείωνε με τις εξής χαρακτηριστικές φράσεις: «Από τη στιγμή λοιπόν που οι γνώμες των συγγραφέων, αντίθετες μεταξύ τους, με ωθούσαν προς τα εδώ και προς τα εκεί, θέλησα να βγω από κάθε αμφιβολία και πήρα να αναλύσω με μεγάλη ακρίβεια τον όρχι, να τον τεμαχίσω με απέραντη υπομονή και να τον ερευνήσω εσωτερικά με πολλή προσοχή. Και να εδώ, παρουσιαζόμενο σε δυο εικόνες, ό,τι κατόρθωσα να παρατηρήσω. Από αυτές η πρώτη παριστάνει τον ανθρώπινο όρχι, η δεύτερη τον όρχι του κάπρου, με το σκοπό να φανεί κάθε λεπτομέρεια πιο καθαρά στις μεγαλύτερες διαστάσεις του δεύτερου». Είναι σαν να διαβάζει κανείς τα λόγια με τα οποία ο Στελλούτι παρουσιάζει την εικόνα του με τη σιταρόψειρα, τόσο στις φυσικές διαστάσεις της όσο και στις διαστάσεις υπό τις οποίες παρουσιαζόταν στο μικροσκόπιο: «με το σκοπό να μπορέσει να φανεί καλύτερα κάθε της λεπτομέρεια».

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Ο Γκασπάρ Μποέν (1560-1624) επαναλαμβάνει τις απόψεις του Εουστάκι, μετά το θάνατό του, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Τζιοβάνι Ριολάνο (1577-1657) που αμφισβητεί τις απόψεις του για τη σωληνωτή κατασκευή των νεφρών, επειδή δεν βασιζόταν σε παρατηρήσεις στο μικροσκόπιο, δηλαδή τη μοναδική πηγή κάθε πληροφορίας για τη λεπτή κατασκευή των οργάνων του σώματος.
Στην πορεία της όμως προς την επικράτηση, η μικροσκοπική ανατομική συναντά και δυσφημιστές: ο Γκλίσον (1597-1677) θεωρεί αμφίβολα τόσο τα αποτελέσματα που μπορούσαν να προκύψουν από την έγχυση ενός χρωματιστού υγρού στους ιστούς, όσο και τις πληροφορίες που προέρχονταν από την παρατήρηση στο μικροσκόπιο.Παρόλα αυτά η νέα επιστήμη προχωρεί με αποφασιστικά βήματα, έτσι που να συναντά κανείς στο έργο κιόλας του Μαρτσέλο Μαλπίγγι συνενωμένα την τεχνική πείρα, την ατομική θεωρία, το μικροσκόπιο σαν όργανο παράλληλα με το μικροσκόπιο της φύσης και το μικροσκόπιο σαν ιδέα. Η μικροσκοπική ανατομική υπήρξε ο καρπός του αρμονικού συνδυασμού όλων αυτών των παραγόντων, η βάση της σύγχρονης επιστήμης.

16/9/08

Ο Μαρτσέλο Μαλπίγγι [32]

Όταν ο Καλιάρντι μιλώντας για τον Μαλπίγγι στην «Ανατομική των οστών» (Ρώμη, 1689), πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του, τον παρομοίαζε με τον Χριστόφορο Κολόμβο, δεν επρόκειτο για ρητορική μεγαλοστομία ή ποιητική υπερβολή. Ο Μαλπίγγι, «δεύτερος Κολόμβος του μικρόκοσμου, ανακάλυψε στη λεπτή μόνο υφή των σπλάγχνων όχι έναν αλλά αναρίθμητους νέους κόσμους». Κι είναι πραγματικότητα ότι καμιά άλλη παρομοίωση δε θα μπορούσε να αποδώσει τόσο εμφαντικά τη μορφή και το έργο του μεγάλου ερευνητή. Ο Μαλπίγγι πράγματι υπήρξε εκείνος που ανακάλυψε τους νέους κόσμους της μικροσκοπικής ανατομικής και επάνω τους θεμελίωσε τη σύγχρονη ιατρική επιστήμη.

ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΛΠΙΓΓΙ
Η σύνοψη των σκέψεων και των ιδεών αυτής της μεγαλοφυΐας είναι χωρίς αμφιβολία πράγμα, αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να επαναλάβουμε ό,τι κάναμε και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις: να αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει μέσα από τις σελίδες των κειμένων του, εκείνες ακριβώς που αποκαλύπτουν με αρκετά σαφή τρόπο τα βασικά σημεία των αντιλήψεων και των ιδεών του. Αντιλήψεων και ιδεών που μοιάζουν σαν ώριμοι καρποί των αρχών που έσπειραν ο Βάκων, ο Καρτέσιος, ο Γαλιλαίος κι ο δάσκαλός του Μπορέλλι. Με τον Μπορέλλι μάλιστα ο δεσμός τους είχε αναπτυχθεί τόσο βαθιά, ώστε να γράφει ο Μαλπίγγι στην «Αυτοβιογραφία» του τα παρακάτω λόγια: «Αφού είχε αρχίσει μαζί του μια στενή οικειότητα, συζητούσαμε συχνά για ανατομική. Με απέραντη λοιπόν καλοσύνη ήθελε εκείνος να με διδάσκει ελεύθερη φιλοσοφία, έτσι που ομολογώ ότι είμαι οφειλέτης σ’ αυτόν τον εξαιρετικά ανθρωπιστή διδάσκαλό μου για όλες τις προόδους που σημείωσα σ’ αυτήν. Αλλά για να ικανοποιήσω, ανταποδίδοντας τις χάρες, την εξαιρετική περιέργεια ενός τέτοιου ανθρώπου, πολύ συχνά εκτελούσα στο σπίτι του ανατομές». Και πράγματι οι βασικές γραμμές της σκέψης του Μαλπίγγι φέρουν τη σφραγίδα των ιδεών του Μπορέλλι. Αρκεί να διαβάσει κανείς έστω μια σελίδα από το έργο του, κι ειδικά το «Απάντηση του ιατρού Μαρτσέλλο Μαλπίγγι στην επιστολή την τιτλοφορούμενη: Επιστολιμαία διατριβή,
[1] αφιερωμένη σε φίλο αναφορικά με τις σπουδές των σύγχρονων ιατρών», για να ανακαλύψει ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν η πιο σαφής και πιο σύνθετη έκφραση της νέας σκέψης, μια περίληψη των ιατρομηχανιστικών θεωριών:
«Στα πράγματα… της φύσης, που ενεργεί πάντοτε ομοιόμορφα εξ ανάγκης, η διορατικότητα του ανθρώπου δεν είναι τόσο μικρή, ώστε να μη μπορεί να φτάσει στην ανακάλυψη ενός μεγάλου μέρους από τα τεχνάσματά της». Έτσι «οι μηχανές του σώματός μας, που αποτελούν τη βάση της ιατρικής», μπορούν να κατανοηθούν απόλυτα από το ανθρώπινο πνεύμα, «αν λάβουμε υπόψη ότι αυτές αποτελούνται από χορδές, ίνες, ταινίες, μοχλούς, ιστούς, υγρά που ρέουν, δεξαμενές, πόρους… ηθμούς και παρόμοιες μηχανές. Ο άνθρωπος, εξετάζοντας τα μέρη αυτά με την ανατομική, τη φιλοσοφία και τη μηχανική, εφόσον κατέχει τη λεπτή κατασκευή και τη χρήση τους, προβαίνοντας έστω και προκατειλημμένα, έφτασε να κατασκευάσει ‘μοντέλα’, με τα οποία μπορεί να αντιληφθεί την αιτία του τάδε αποτελέσματος και να τη δικαιολογήσει εκ των προτέρων, και… βοηθούμενος από τον λόγο, κατανοώντας τον τρόπο που ενεργεί η φύση, να θεμελιώσει τη φυσιολογία και την παθολογία και την ιατρική τέχνη».
Δύο είναι τα θεμελιώδη συμπεράσματα που μπορεί κανείς να συναγάγει: Το ανθρώπινο σώμα απαρτίζεται από μηχανές που λειτουργούν με βάση ακριβείς φυσικούς, δηλαδή μαθηματικούς, νόμους. Το ανθρώπινο πνεύμα, ικανό να συλλογίζεται με μαθηματικό τρόπο, μπορεί να εννοήσει πλήρως τη λειτουργία αυτών των μηχανών. Συνεπώς, μπορεί και να αποκαταστήσει κάθε διαταραχή της λειτουργίας τους, που με την επίδραση εξωτερικών παραγόντων τείνει να εκτραπεί από την ισχύουσα μαθηματική τάξη.
Με αυτήν την προοπτική ο Μαλπίγγι διαβεβαιώνει: «Είναι… βέβαιο ότι στα φαινόμενα της βλάστησης, της αίσθησης, της κίνησης, η ψυχή (η μυστηριώδης αρχή που κινεί τη μηχανή κάθε ζωντανού σώματος) είναι υποχρεωμένη να ενεργήσει σύμφωνα με τη μηχανή (σύμφωνα με τις δυνατότητες κατασκευής της) στην οποία είναι εφαρμοσμένη, με τον τρόπο που ένα ρολόι ή ένας μύλος κινείται το ίδιο από ένα μολυβένιο εκκρεμές ή μια πέτρα ή ένα ζώο ή έναν άνθρωπο». Συνεπώς, η ψυχή είναι υποχρεωμένη να συμπεριφερθεί κατά τις δυνατότητες της μηχανής που κινεί, όπως, προκειμένου να θέσει σε κίνηση ένα μύλο, θα ήταν υποχρεωμένη να εκτελέσει τις κινήσεις του υποζυγίου που γυρίζει τη μυλόπετρα.
«Επομένως», συνεχίζει, «μη γνωρίζοντας τον τρόπο που ενεργεί (η μηχανή), αλλά την ακριβή κατασκευή του μύλου, θα εννοήσω την κίνηση… και σε περίπτωση που θα πάθαινε ο μύλος βλάβη, θα προσπαθούσα να επισκευάσω τους τροχούς ή το σφάλμα στη σύνδεσή τους, αφήνοντας κατά μέρος την έρευνα του τρόπου λειτουργίας».
Στα λόγια αυτά διαγράφεται η απομάκρυνση της νέας επιστήμης από αφηρημένες υποθέσεις, φιλοσοφικού ή θεολογικού τύπου, και αυτό στο όνομα μιας ελεύθερης φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας της φύσης. Το όραμα του Νικολά Κουζάνο παίρνει σάρκα και οστά: τα φαινόμενα του κόσμου μελετώνται «σύμφωνα με τις σωστές δικές τους αρχές».

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΩΝ ΚΥΨΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΧΟΕΙΔΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ
Στην «Αυτοβιογραφία», πάντοτε του Μαλπίγγι, διαβάζουμε ότι μετά από 3 χρόνια διαμονής στην Πίζα ξαναγύρισε το 1659 στη Μπολόνια, «μεστός από τα διδάγματα της ελεύθερης φιλοσοφίας», και το 1660 «διεξάγοντας έρευνες για την κίνηση του αίματος και τη λεπτή κατασκευή της περιοχής εμπρός από την καρδιά», έτυχε να παρατηρήσει «στους πνεύμονες, μια ουσία τελείως διαφορετική από εκείνη που ομόφωνα περιέγραφαν οι ανατόμοι και ότι οι πνεύμονες αποτελούνταν μόνο από μεμβράνες με τη μορφή μικρών κυστιδίων και κυψελίδων».
Με την ανακάλυψη της υμενώδους – κυψελιδωτής υφής του πνεύμονα, ο Μαλπίγγι ίδρυσε τη μικροσκοπική ανατομική. Ταυτόχρονα όμως έδωσε το τελειωτικό κτύπημα κατά της αντίληψης του Γαληνού σχετικά με το παρέγχυμα, ανατρέποντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις εκ θεμελίων. Έτσι ο δρόμος προς την πρόοδο ήταν ανοικτός κι ασφαλώς εκείνος που θα δίσταζε να τον ακολουθήσει δεν θα ήταν ποτέ ο Μαλπίγγι, «μεστός από τα διδάγματα της ελεύθερης φιλοσοφίας».
Την ανακάλυψή του αυτή ανακοίνωσε αμέσως στο φίλο του Κάρλο Φρακασάτι, που τον διαδέχτηκε στη Μεσσήνη, όταν εκείνος γύρισε το 1670 στην Μπολόνια. Αγωνίστηκε, όμως για να τον πείσει για την ακρίβεια της παρατήρησής του. Την ανακάλυψή του ανακοίνωσε εν συντομία και στον Μπορέλλι που, συλλαμβάνοντας αμέσως τη σημασία της, παρακίνησε τον νεαρό συνάδελφό του να προβεί έστω και σε μια περιληπτική γραπτή ανακοίνωση. Ο Μαλπίγγι συμμορφώθηκε με την υπόδειξη του σοφού φίλου του και τον Ιανουάριο του 1661 έγινε η έκδοση της πρώτης από τις δυο επιστολές του, που είχαν τον τίτλο «Ανατομικές παρατηρήσεις επί των πνευμόνων» κι όπου ο συγγραφέας περιέγραφε την υμενώδη – κυψελιδωτή κατασκευή των πνευμόνων.
Σε δυο μήνες ακολούθησε η δεύτερη επιστολή, στην οποία ο Μαλπίγγι ανακοινώνει την άλλη αποφασιστική ανακάλυψη που πέτυχε συνεχίζοντας τις έρευνές του επί της λεπτής κατασκευής των πνευμόνων: επρόκειτο για το δίκτυο των τριχοειδών αγγείων που έθετε σε επικοινωνία τα αρτηρίδια με τα φλεβίδια των πνευμόνων. Έτσι συμπληρώνεται η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της Ιατρικής. Βέβαια, η ανακάλυψη του Μαλπίγγι πραγματοποιήθηκε σε βάτραχο, δηλαδή ένα ζώο ψυχρόαιμο. Τότε ο σοφός ήταν 33 ετών. Στα θερμόαιμα ζώα θα επιβεβαιωθεί αργότερα από τον Λάζαρο Σπαλαντσάνι. Η ανακάλυψη, παρά το γεγονός ότι, όπως εξομολογείτο ο Μπορέλλι στον διάσημο φίλο του, δεν είχε κατορθώσει να την επιβεβαιώσει ο ίδιος, είχε εν τούτοις διεγείρει τον ενθουσιασμό του. Συνάντησε όμως και σκληρούς πολέμιους και αμετάπειστους σκεπτικιστές. Αυτό βέβαια δεν πρέπει να το αποδώσουμε μόνο στη στενότητα των αντιλήψεων των ανθρώπων της εποχής. Η ανοιχτή ομολογία στην οποία προβαίνει ο Μπορέλλι προς τον Μαλπίγγι, λέγοντάς του ότι «ακόμα κι όταν χρησιμοποίησα τους καλύτερους φακούς και μικροσκόπια… δεν μπόρεσα να δω τα πολύ λεπτά εκείνα πράγματα που η αυθεντία σας λέει ότι παρατήρησε στον πυθμένα εκείνων των κυψελίδων που υπάρχουν στους πνεύμονες των εν λόγω βατράχων», μπορεί να εξηγήσει ένα μέρος της πολεμικής. Εξάλλου, ο Μπορέλλι εξομολογείται ακόμα ότι δεν μπόρεσε να δει ούτε «εκείνη την παλινδρόμηση του αίματος, που λέτε πως είδατε», δηλαδή το πέρασμα του αίματος από τα αρτηρίδια στα φλεβίδια, δια μέσου των τριχοειδών, πράγμα που δικαιολογεί με «την αδυναμία της όρασής μου, καθώς και του νεαρού εκείνου που με βοήθησε στην ανατομή» (πρόκειται προφανώς για τον Μπελίνι). Από τα δύο αυτά γεγονότα διαπιστώνει κανείς τις δυσκολίες των μικροσκοπήσεων τα χρόνια εκείνα, ιδίως στην προετοιμασία των παρασκευασμάτων: η τεχνική ήταν ατελής, στο στάδιο ακόμα των αναζητήσεων. Ήταν ακόμα οι παρασιτικές εικόνες που έδιναν τα πρωτόγονα μικροσκόπια της εποχής, οδηγώντας τους ερευνητές σε εσφαλμένες ερμηνείες. Έτσι ένα μέρος των αντιδράσεων κατά των ανακαλύψεων του Μαλπίγγι φαίνεται δικαιολογημένο.
Την ίδια περίοδο, μια άλλη τεχνική παρατήρησης τελειοποιείται, για να οδηγήσει σύντομα σε καταπληκτικά αποτελέσματα: είναι η έγχυση χρωστικών ουσιών στα αγγεία, που είχαν κιόλας επιχειρήσει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μπερενγκάριο ντα Κάπρι. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνονται παρατηρήσεις που ήταν αδύνατο να γίνουν με μόνο το μικροσκόπιο, εξασφαλισμένες μάλιστα από παρασιτικές εικόνες.
Οι επιθέσεις κατά του Μαλπίγγι, που προσπαθήσαμε εν μέρει να αιτιολογήσουμε με τις τεχνικές ατέλειες της εποχής, συνεχίστηκαν όμως και μετά το θάνατό του, όταν πια δεν υπήρχαν οι δικαιολογίες για τις οποίες μιλήσαμε.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ
Τη δημοσίευση της 2ης επιστολής «Περί πνευμόνων» ακολούθησαν τα έργα της περιόδου που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Μεσσήνης: «Περί γλώσσας», «Περί εγκεφάλου», «Περί επιπλόου», «Περί του εξωτερικού οργάνου της αφής», που δημοσιεύτηκαν όλα το 1665. Το 1666 ακολουθεί η πραγματεία «Περί της λεπτής κατασκευής των σπλάγχνων», με μελέτες για την υφή του ήπατος, του φλοιού του εγκεφάλου, των νεφρών και του σπλήνα. Σε λίγους μήνες εκδόθηκε το «Περί πολύποδος της καρδιάς».
Καθένα από τα έργα αυτά είναι και μια ανακάλυψη ενός νέου κόσμου, όσον αφορά την ιστολογία των διαφόρων σπλάγχνων και συγχρόνως πλήγμα κατά της παλιάς αντίληψης για το παρέγχυμα. Στα έργα αυτά περιγράφονται για πρώτη φορά οι γευστικές θηλές της γλώσσας με τις αντίστοιχες νευρικές απολήξεις, τα ερυθρά αιμοσφαίρια, που ο Μαλπίγγι λανθασμένα ερμήνευσε σαν λιποσταγονίδια, και μια ολόκληρη σειρά αδένων, γύρω από τους οποίους θα δώσει τις μεγαλύτερες μάχες.
Η μεγαλοφυΐα όμως του Μαλπίγγι δεν σταματά εκεί. Το έργο του «Περί του σχηματισμού του ορνιθιού στο αυγό» θα μπορούσε να του εξασφαλίσει έναν ακόμα τίτλο: τους πατέρα της εμβρυολογίας. Τα όσα γράφει ξεπερνούν κατά πολύ όσα είχε προσφέρει ο Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε και ο Ουίλλιαμ Χάρβεΰ. Οι ερμηνείες που δίνει εξακολουθούν σε πολλά σημεία να θεωρούνται ακόμα και σήμερα ως ικανοποιητικές. Και στο τομέα όμως της εμβρυολογίας οι ανακαλύψεις του βασίζονται στη χρήση του μικροσκοπίου, πράγμα που και ο ίδιος επιβεβαιώνει στο έργο του «Περί επωασθέντος αυγού», που δημοσιεύτηκε το 1675. Υπήρξε ακόμα ζωολόγος. Στον τομέα αυτόν έκανε επίσης καταπληκτικές ανακαλύψεις. Στο έργο του «Περί βόμβυκα» (Λονδίνο, 16669) αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι και τα κατώτερα ζώα έχουν «μικροΰφή» και τα έντομα «σπλάγχνα» με τέλεια λειτουργία. Κι εκεί ακόμα αναζητούσε «μικρές μηχανές» και τις εύρισκε, όχι μόνο στα ζώα, αλλά και στα φυτά, στα οποία αφιέρωσε δυο βιβλία που εκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1675 και το 1679.
Στην «Ανατομία των φυτών», που διαιρείται σε δυο μέρη, βλέπουμε να ανοίγεται ο δρόμος για τη διατύπωση της κυτταρικής θεωρίας, που δικαίωσε την αναζήτηση μιας στοιχειώδους μορφολογικής μονάδας σε κάθε φαινόμενο του ζωντανού κόσμου. Στην πραγματικότητα ο Μαλπίγγι διέκρινε τα φυτικά κύτταρα, παρόλο που, μη μπορώντας να τα ερμηνεύσει, τα θεώρησε «μικροασκούς».
Από όλα αυτά συνάγεται ότι διάνοια του Μαλπίγγι προπορεύεται κατά πολύ των κάθε είδους δυνατοτήτων της εποχής του. Αυτό άλλωστε ήταν το χαρακτηριστικό που του χάρισε το θαυμασμό ανθρώπων όπως ο Μπορέλλι, αλλά και την εχθρότητα και το μίσος των μετριοτήτων της εποχής του. Είναι η μοίρα των μεγαλοφυών! Κι ένας ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρξε για την ανθρωπότητα ο Μαλπίγγι.


[1] Δηλαδή: Η εν είδη επιστολής διατριβή.

12/9/08

Το μικροσκόπιο και η «Νέα Επιστήμη» [31]

Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το πρώτο πράγμα που επέσυρε την προσοχή των σκαπανέων της νέας γενιάς, που κατανόησαν τη σημασία της οπτικής μεγέθυνσης σαν μέσο επιστημονικής έρευνας, ήταν τα έντομα, στην παρατήρηση των οποίων στράφηκαν με γεμάτη πάθος περιέργεια.

ΤΑ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Να συνεννοούμεθα όμως! Τα μικροσκόπια, που οι άνθρωποι εκείνοι διέθεταν, δεν είχαν τίποτε το κοινό με τα σημερινά μικροσκόπια. Τις περισσότερες φορές ήταν απλοί μεγεθυντικοί φακοί συναρμολογημένοι κατά διαφόρους τρόπους. Πιο συνηθισμένος τύπος ήταν εκείνος που αποτελείτο από έναν κόλουρο κώνο με διαφανές τοίχωμα. Στη μικρή βάση, ήταν στερεωμένος ο φακός, ενώ με τη μεγάλη ακουμπούσε γύρω από το προς παρατήρηση αντικείμενο, κρατώντας έτσι τη σωστή εστιακή απόσταση.
Ούτε ο βαθμός της μεγέθυνσης ήταν βέβαια αξιόλογος. Το πάθος της παρατήρησης όμως ήταν τόσο μεγάλο, που οι άνθρωποι της εποχής εκείνης κατόρθωσαν να ανακαλύπτουν ένα πλήθος λεπτομέρειες στις μικρές, αλλά αξιοθαύμαστες «μηχανές» που αποτελούσαν τα σώματα των εντόμων: ο κοινός μεγεθυντικός φακός πήρε ονόματα όπως «φακός για ψύλλους», «φακός για μύγες» κλπ.
Μεταξύ όμως εκείνων που απλά ψυχαγωγούνταν, υπήρχαν κι οι άλλοι που ήξεραν να μεταθέτουν τη γεμάτη θαυμασμό έκπληξη στο χώρο του επιστημονικού προβληματισμού. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αντιληφθεί την ωφέλεια που μπορούσε να προσφέρει το μικροσκόπιο σαν όργανο έρευνας. Πρόκειται ειδικότερα για τον Τσέζι και τον Στελλούτι, στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ
Παρόλο που τα έντομα κράτησαν για καιρό το πρώτο ενδιαφέρον, άλλα αντικείμενα έρχονται να πάρουν τη θέση τους στο χώρο των μικροσκοπικών παρατηρήσεων. Στις «Νέες Παρατηρήσεις» του Φραντζέσκο Φοντάνα, που δημοσιεύτηκαν το 1646 και στο κεφάλαιο «Μερικές παρατηρήσεις με το μικροσκόπιο», βλέπουμε πλάι στα απαραίτητα έντομα να περιγράφονται τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου κι «οι πόροι του δέρματος, απ' όπου βγαίνουν ο ιδρώτας κι οι τρίχες». Έτσι η παρατήρηση από τη μελέτη των εντόμων περνά σιγά – σιγά στη σπουδή της ανθρώπινης ανατομικής. Στο βιβλίο του Πιέρ Μπορέλ «Εκατό μικροσκοπικές παρατηρήσεις» (Παρίσι, 1656) παράλληλα με τις περιγραφές και τις εικονογραφήσεις των εντόμων που αναμφίβολα κρατούν τη μερίδα του λέοντος, υπάρχουν και παρατηρήσεις που αξίζει τον κόπο να διαβαστούν. Η πρώτη απ’ αυτές (αριθμ.75) περιλαμβάνει περιγραφές χυμών του ζωικού οργανισμού, τις πρώτες ίσως που έγιναν υπό οπτική μεγέθυνση: «Στο ανατομικό πεδίο μπορούν να παρατηρηθούν μέσω του μικροσκοπίου πολλά πράγματα, όπως π.χ. λευκά σωματίδια στον ορό του αίματος και τη λέμφο, σωματίδια που αντιθέτως δε βρίσκονται στα ούρα, οι βαλβίδες των πόρων, της ουροδόχου κύστης και των φλεβών κλπ., που μπορούν να συγκρατούν τα υγρά, όταν κρατούν τη θέση που τις δίδαξε η φύση. Έτσι που, αν αναστραφεί η ουροδόχος κύστη, δεν θα είναι πια σε θέση να συγκρατεί τα υγρά. Όσον αφορά πάλι τη διαφορά του ορού από τα ούρα, αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ορός, άμα μπει στη φωτιά, εξατμίζεται και πήζει όπως το ασπράδι του αβγού».

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΠΑΡΕΓΧΥΜΑ
Στη δεύτερη παρατήρηση (αριθμ.76), που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, βρίσκουμε έναν υπαινιγμό σχετικά με κάποια έννοια που κατείχε ουσιαστική θέση τόσο στην ιστορία της παλαιότερης ιατρικής, όσο και στο πλαίσιο του αγώνα που κέρδισαν οι επιστήμονες της νέας γενιάς: την έννοια του παρεγχύματος. Καλύτερα, όμως, ας διαβάσουμε τα λόγια του Μπορέλ:
«Η καρδιά, οι νεφροί, οι όρχεις, το ήπαρ, οι πνεύμονες και τα άλλα παρεγχύματα του σώματος πρόσεξε ότι είναι συμπλέγματα μικρών οργάνων ή ηθμοί, μέσα απ' τους οποίους εκκρίνονται απ' τη φύση οι διάφορες ουσίες, ανάλογα με τη μορφή των πόρων, μέσα από τους οποίους αφήνονται να περάσουν μόνον ορισμένα άτομα που έχουν εκ φύσεως ορισμένη μορφή».

ΟΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΑΣΙΣΤΡΑΤΟΥ
Στο κείμενο αυτό υπάρχουν υπαινιγμοί για τα βασικά σημεία της νέας επιστήμης, αλλά και για τις θέσεις στις οποίες αντιστεκόταν ακόμα η παράδοση υπερασπίζοντας τον εαυτό της απέναντι στην πρόοδο των νέων ιδεών.
Πρώτα απ' όλα τα διάφορα όργανα χαρακτηρίζονται ως παρεγχύματα, έννοια που εισήχθηκε στην ανατομική και τη φυσιολογία από τον Αλεξανδρινό σοφό Ερασίστρατο: όλα τα σπλάγχνα ήταν καμωμένα από ένα πλέγμα, ένα δίκτυο αγγείων, απ' τα τοιχώματα των οποίων περνούσε αίμα, μέσα από πολύ μικρές οπές, που, πήζοντας ανάμεσα στα κενά του αγγειακού δικτύου, σχημάτιζε την άνυφη μάζα του παρεγχύματος. Οι λειτουργίες του ήταν πολλές: στήριζε το αγγειακό δίκτυο, διηθούσε τους διάφορους χυμούς, ασκώντας επάνω τους ένα είδος έλξης, σε συνεργασία με τα τοιχώματα των αγγείων, μέσα από τα οποία έρεαν οι χυμοί για ανάλογο λόγο. Με τη διήθηση που έκανε το παρέγχυμα στους χυμούς, ανάλογα με το αν ήταν περισσότερο ή λιγότερο πυκνοί, εξηγούσε ο Ερασίστρατος την έκκριση των ούρων, της χολής κι άλλων υγρών, που οι αρχαίοι είχαν παρατηρήσει.
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο αν η θεωρία αυτή είναι πέρα για πέρα έργο του Ερασίστρατου ή αν στη τελική της μορφή υπήρξε καρπός συμπληρώσεων που προήλθαν από μεταγενέστερους, ιδίως το Γαληνό, που συμπεριέλαβε στο ανατομο-φυσιολογικό του σύστημα και την έννοια του παρεγχύματος. Το σύστημα αυτό κληρονομήθηκε απ' τη μεταγενέστερη ανατομο-φυσιολογική σκέψη, που το προσυπογράφουν και ανατόμοι του 16ου αιώνα. Βέβαια αυτοί διόρθωσαν σε μεγάλη έκταση τις περιγραφές του Γαληνού για την «κατασκευή» του ανθρωπίνου σώματος, χωρίς όμως και να απορρίψουν τίποτε από τις βιταλιστικές απόψεις του αρχαίου διδασκάλου, κατά τις οποίες σε κάθε όργανο (και στο παρέγχυμα), ενυπήρχε κάποια «δύναμη», χάρη στην οποία εκτελούνταν οι διάφορες λειτουργίες του οργανισμού. Η αντίληψη αυτή ανακαλύπτεται στη παρατήρηση (αριθμ.76) του Πιέρ Μπορέλ, επιζεί δηλαδή στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα.

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
Εκτός όμως απ’ τις επιβεβαιώσεις των παραδοσιακών αντιλήψεων, σ’ αυτήν διατυπώνονται, υποτυπωδώς, βασικές απόψεις της νέας επιστήμης. Πρώτα απ’ όλα η παρατήρηση των οργάνων γίνεται πια με το μικροσκόπιο, κάτι που θα ανέτρεπε στο μέλλον τη παλιά αντίληψη για το παρέγχυμα. Κατά δεύτερο λόγο, στην ίδια παρατήρηση διατυπώνεται, έστω και με στοιχειώδη τρόπο, η ατομική θεωρία που, δοσμένη για πρώτη φορά απ' τον Δημόκριτο, τον μεγάλο Αβδηρίτη φιλόσοφο (494-404 π.Χ.), ξαναζεί τον 17ο αιώνα. Ο Δημόκριτος είναι αυτός που τελειοποίησε τις ενοράσεις του δασκάλου του Λευκίππου, διδάσκοντας ότι η πραγματικότητα των φαινομένων είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης απείρως μικρών μορίων, που τα ονόμασε ά τ ο μ α, αδιαίρετα. Στην ιατρική η θεωρία αυτή εφαρμόστηκε από τον Ασκληπιάδη τον Προυσαέα (1ος αιών π.Χ.) και στη συνέχεια αναπτύχθηκε περισσότερο απ' το μαθητή του, Θεμίσωνα το Λαοδικέα, για να εγκαταλειφθεί τελικά για χάρη του γαληνικού συστήματος.


Ο ΝΕΟ-ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ
Στα πλαίσια όμως της νέας μηχανιστικής ιατρικής, στην οποία από εδώ και εμπρός ενσωματώνονται σιγά – σιγά όλα τα επιστημονικά προβλήματα και οι προσπάθειες ερμηνείας του κόσμου των φαινομένων, βλέπουμε να αναβιώνει με τρόπο θριαμβευτικό η ατομική θεωρία. Οι επιστήμονες του 17ου αιώνα συλλαμβάνουν το φαινόμενο της έκκρισης σαν δίοδο πολύ μικρών μορίων των χυμών μέσω ελαχιστότατων πόρων, που βρίσκονται στους ιστούς των διαφόρων οργάνων. Η άποψη αυτή ήταν το πρώτο πλήγμα στα θεμέλια του θεωρητικού οικοδομήματος που αιώνες ιατρικής προσπάθειας είχαν αναγείρει. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτοι εκπρόσωποι κι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής είναι ιατρομηχανικοί, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα ονόματα: του Μπορέλλι και του Μαλπίγγι.
Κατά τα άλλα, η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων ήταν αναπόφευκτη: η χρήση του μικροσκοπίου στις ανατομικές παρατηρήσεις αποκάλυπτε όλο και πιο λεπτές κατασκευές, στο επίπεδο των οποίων εκτυλίσσονταν διάφορα φυσιολογικά φαινόμενα. Η ερμηνεία τους κατά την ιατρομηχανική προοπτική οδηγούσε μοιραίως στην ατομική αντίληψη.

ΜΑΡΤΣΕΛΛΟ ΜΑΛΠΙΓΓΙ
Ο Μαρτσέλο Μαλπίγγι γεννήθηκε κοντά στην Μπολόνια το 1628, τη χρονιά που ο Χάρβεϋ δημοσίευε την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος και τρία χρόνια μετά την εισαγωγή από τον Λίντσεϊ του μικροσκοπίου στην επιστημονική έρευνα.
Ο Μαλπίγγι, από τους μεγαλύτερους ερευνητές των αιώνων, είναι αφενός ο ιδρυτής της σύγχρονης μικροσκοπικής ανατομικής κι αφετέρου αυτός που έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο της κυκλοφορίας του αίματος, δίνοντας στην ανακάλυψη του Χάρβεϋ την οριστική της απόδειξη. Άρχισε τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, τις διέκοψε για οικογενειακούς λόγους κι όταν, μετά από 6 χρόνια, τις επανέλαβε, ήταν στην ιατρική σχολή. Ύστερα από άλλα 5 χρόνια διαδέχθηκε στην πανεπιστημιακή έδρα τον διδάσκαλο και πεθερό του. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε από τον Φερδινάνδο Β΄, μεγάλο δούκα της Τοσκάνης, στην Πίζα, πρόσκληση που αποδέχθηκε με πολλή ευχαρίστηση, εντυπωσιασμένος προφανώς από τα μεγάλα ονόματα που εργάζονταν εκεί, ιδίως του Τζοβάνι Αλφόνσο Μπορέλλι. Η επίδραση του τελευταίου στον Μαλπίγγι, που ήταν κιόλας προσανατολισμένος στο πείραμα και τη μηχανιστική ερμηνεία, υπήρξε καταλυτική. Με τη σειρά του ο Μαλπίγγι, αν και ήταν 20 χρόνια μικρότερος, άσκησε τη δική του επιρροή στον Μπορέλλι, με την έννοια ότι τον παρακίνησε αποφασιστικά στη μελέτη της φυσιολογίας, που θα βρει το αποκορύφωμά της στο μνημειώδες έργο του «Περί της κινήσεως των ζώων». Ύστερα από 3 χρόνια ο Μαλπίγγι ξαναγυρίζει στη Μπολόνια και δημοσιεύει τις πρώτες επαναστατικές ανακαλύψεις τους και κυρίως όσες αφορούσαν τα τριχοειδή αγγεία του αίματος (1661). Σύντομα, η φήμη του θα ξεπερνούσε τα όρια της πατρίδας του: η νεοϊδρυμένη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου θα τον ανακηρύξει αντεπιστέλλον μέλος της και θα δημοσιεύσει πολλά από τα έργα του στα «Πρακτικά» της.
Ανάλογη όμως με τη φήμη που του χάρισαν οι ανακαλύψεις του ήταν και η πολεμική που αντιμετώπισε εξαιτίας τους, ειδικά στην Μπολόνια, κάτι που του έκανε τη ζωή δύσκολη. Μεταξύ των εκπροσώπων αυτών της παράδοσης και των βιταλιστικών αντιλήψεων του Γαληνού είναι ένας πρώην μαθητής του. Πρέπει αυτό να έπαιξε μεγάλο ρόλο στην απόφασή του να δεχθεί ευχαρίστως την έδρα της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Μεσσήνης (1662). Ξαναγύρισε στη Μπολόνια σε 7 χρόνια, όπου έλαβε την ανακοίνωση της ανακήρυξής του σε μέλος της Ιατρικής Εταιρείας του Λονδίνου. Η οργή όμως των φανατικών έφτασε ως τη βίλα όπου είχε αποσυρθεί, συνεχίζοντας τις μελέτες και τις έρευνές του. Η βίλα του καταστράφηκε εξ εφόδου. Μετά από πολλά χρόνια τον κάλεσε στην Ρώμη ο Ιννοκέντιος ΙΒ΄ και τον ονόμασε αρχίατρό του. Η διαμονή του στην παπική αυλή δεν κράτησε πολύ. Το 1694 πέθανε, αφήνοντας για τελευταία του παραγγελία να ταφή στην Μπολόνια. Το έργο, πάντως, που άφησε είναι τέτοιο, που να γεμίζει σεβασμό τον μελετητή και δέος τον αναγνώστη.

11/9/08

Το μικροσκόπιο [30]

Όσο αποφασιστική υπήρξε η συμβολή το Γαλιλαίου στη διατύπωση νέων επιστημονικών αντιλήψεων και τη διαμόρφωση νέων μεθόδων έρευνας, που έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των αντιλήψεων για το Σύμπαν και τα φαινόμενα που διαδραματίζονται μέσα σ’ αυτό, άλλο τόσο σπουδαία υπήρξε και σε άλλες καινοτομίες, οι οποίες έδωσαν μια ακόμα θαρραλέα ώθηση στην επιστήμη προς το δρόμο που μαζί του είχαν χαράξει ο Βάκων κι ο Καρτέσιος.
Κατ’ αρχήν δεν είναι σωστό ότι ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την οπτική μεγέθυνση στα οπτικά όργανα. Είναι γνωστή η διαμάχη γύρω απ' το θέμα τής ανακάλυψης του τηλεσκοπίου κι είναι ξεκαθαρισμένο πως δεν το ανακάλυψε εκείνος και πως το πρώτο δείγμα τηλεσκοπίου έφτασε στα χέρια του γύρω στο 1609. Το χρόνο αυτό ο Γαλιλαίος επιχείρησε να το ξανακατασκευάσει, με σημαντικές τώρα, τελειοποιήσεις.
Οι περιπέτειες του πολύτιμου αυτού οργάνου, που ο Γαλιλαίος είχε παραχωρήσει στη Γαληνότατη Δημοκρατία τής Βενετίας ως δική του επινόηση, ξεσηκώνοντας μεγάλο ψίθυρο εναντίον του, είναι γνωστές και δεν ενδιαφέρουν το θέμα μας. Όμως δεν πρέπει να αποδοθεί ουσιαστική σημασία στο γεγονός ότι ο Γαλιλαίος δεν είναι ο εφευρέτης του τηλεσκοπίου. Μέχρι τότε το τηλεσκόπιο ήταν ένα αξιοπερίεργο αντικείμενο των σαλονιών, που ψυχαγωγούσε μικρούς και μεγάλους. Ο Γαλιλαίος είναι εκείνος που συνέλαβε την ιδέα της χρησιμοποίησής του για την επιστημονική έρευνα. Κι ήταν ο πρώτος που, παρά τη σχετική πολεμική, είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στην ακρίβεια της οπτικής μεγέθυνσης, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα πραγματικό θησαυρό.

ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ
Και κάτι ακόμα: ο Γαλιλαίος, έχοντας σαν αφετηρία το τηλεσκόπιο, κατέληξε, αν όχι στην ανακάλυψη, πάντως στην τελειοποίηση του μικροσκοπίου, υποδεικνύοντας έτσι τις δυνατότητες του οργάνου ως μέσου επιστημονικής έρευνας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οπτική μεγέθυνση πρέπει να ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, από παρατηρήσεις σε τεμάχια διαφανών κρυστάλλων, που θα συνέβαινε να πάρουν τυχαία σχήμα φακού κατά την επεξεργασία τους. Είναι ακόμα γνωστό ότι η κατασκευή ματογυαλιών είχε αρχίσει από τον 14ο αιώνα. Η ανακάλυψή τους είχε αποδοθεί στον Φλωρεντινό Σαλβίνο ντέλι Αρμάτι, που πέθανε το 1317. Σήμερα όμως η ανακάλυψή τους τοποθετείται πιο πίσω, γύρω στην αρχή του 13ου αιώνα κι αποδίδεται στους υαλουργούς του Μουράνο. Η διάδοσή τους πάντως, ύστερα μάλιστα απ' την εκ νέου ανακάλυψή τους απ' το δομινικανό Αλεσσάντρο ντέλλα Σπίνα, υπήρξε η προϋπόθεση της κατασκευής τόσο του τηλεσκοπίου, όσο και του μικροσκοπίου.
Το μικροσκόπιο ανακαλύφθηκε κατά πάσα πιθανότητα στην Ολλανδία το 1590, απ' τον Γιοχάνες και τον Ζαχαρία Γιάνσεν. Εκείνος όμως που ανήγαγε το όργανο αυτό σ’ ένα τόσο αξιόλογο μέσο επιστημονικής έρευνας ήταν ο Γαλιλαίος, με τη καταπληκτική ευφυία του.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του νέου οργάνου στην έρευνα δε θα αργήσουν να γίνουν αισθητά. Με τη βοήθεια της οπτικής μεγέθυνσης ανακαλύπτονται πράγματα που για πρώτη φορά παρατηρούσε ο άνθρωπος, και που η φαντασία του δε μπορούσε να συλλάβει. Κυρίως, με τις ανακαλύψεις αυτές, ο επιστήμονας τοποθετείται εμπρός σε νέα προβλήματα και προοπτικές όλο και πιο επαναστατικές.
Έτσι η μελέτη της μορφολογίας διαφόρων ζωυφίων, όπως διαφόρων εντόμων, προς τα οποία στράφηκε προπαντός η μικροσκοπική έρευνα, οδήγησε στην ανακάλυψη μικρότατων σχηματισμών μες στο σώμα τους με τελειότατη λειτουργία: μικροσκοπικών μηχανών που λειτουργούσαν μ’ ένα θαυμάσιο μηχανισμό. Οι ανακαλύψεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα να ενισχύσουν τις απόψεις της ιατρομηχανικής σχολής και πιο πολύ να ευνοήσουν τη γένεση και την ενίσχυση των «ατομικών» θεωριών, που έτειναν να αναγάγουν τα φαινόμενα τής ζωής στο επίπεδο της λειτουργίας απείρως μικρών μορφολογικών σχηματισμών.
Η γένεση των νέων απόψεων συμπίπτει με τις ακριβόλογες μελέτες που έγιναν με ενθουσιασμό από τους θιασώτες του νέου επιστημονικού οργάνου επάνω στις μέλισσες.

ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ
Το ζωύφιο αυτό είχε γοητεύσει τον άνθρωπο από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης, ο Βιργίλιος και ο Πλίνιος, είχαν εξυμνήσει τις αρετές των μελισσών, καθένας από τη δική του άποψη και με το δικό του τρόπο. Τα έντομα αυτά έδειχναν να είναι προικισμένα με μια σαφή αντίληψη της κοινωνικής ζωής. Φαίνονταν ικανά να κατασκευάζουν την κηρύθρα με υποδειγματική τελειότητα στον υπολογισμό γωνιών και διαμέτρων. Ήταν σε θέση να παράγουν μέλι και κερί. Ζούσαν κι εργάζονταν μέσα σ’ ένα τόσο καλά οργανωμένο πλαίσιο, ώστε κάθε ένα τους να κατέχει και να εκτελεί στην εντέλεια το ρόλο του. Ο Πλίνιος διαβεβαίωνε πως στα πολύ μικρά αυτά ζωύφια, η φύση αποκαλυπτόταν θαυμάσιος δημιουργός και καλλιτέχνης.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να φανταστεί ποιον θαυμασμό θα είχε προκαλέσει στους πρώτους παρατηρητές, η θέα του εντόμου αυτού υπό μεγέθυνση στο μικροσκόπιο. Στο μικρό πόνημα του Ρουτσελλάι με τίτλο «Οι μέλισσες», υπάρχουν κιόλας ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τα μέρη του σώματος των μελισσών, που ο συγγραφέας είχε παρατηρήσει σε μικρή μεγέθυνση με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου. Οι πρώτες πάντως λεπτομερείς περιγραφές των μελισσών όπως φαίνονται στο μικροσκόπιο, προέρχονται από τους Τσέζι και Στελλούτι. Ο Τσέζι (1585-1630) ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ρώμης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του πατέρα του, που συχνά έπαιρναν το χαρακτήρα δραματικής σύγκρουσης, ο νεαρός Τσέζι ακολούθησε το δρόμο της επιστήμης και σε ηλικία 19 μόλις ετών συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης μιας Ακαδημίας, στην οποία και αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του. Με το έργο του προηγήθηκε έναν ολόκληρο αιώνα απ' τη «Βοτανική Φιλοσοφία» του Λινναίου.
Ο Στελλούτι (1577-1651), παρόλο που ήταν μεγαλύτερος απ’ το φίλο του Τσέζι, όμως δεν υστερούσε σε ενθουσιασμό. Γόνος και αυτός ευγενούς οικογενείας, δεν ενέπνεε και μεγάλη εμπιστοσύνη στην οικογένεια Τσέζι, που τον θεωρούσε συνεργό στις ανοησίες του γιου της. Η εχθρότητα αυτή του στοίχισε την απομάκρυνσή του από τη Ρώμη κι έτσι ύστερα από λίγο καιρό τον βρίσκουμε στην αυλή του δούκα της Πάρμας, όπου φιλοξενείται με ιδιαίτερες τιμές. Όταν επιτέλους, ξαναγύρισε στη Ρώμη, αφοσιώθηκε κι αυτός, όπως και ο Τσέζι, στην υπόθεση της Ακαδημίας, της οποίας ένα νέο τμήμα ίδρυσε στη Νάπολη. Τη διεύθυνση του τμήματος αυτού ανέλαβε τότε ένας απ' τους καλύτερους σχεδιαστές οπτικών οργάνων, ειδικότερα των τηλεσκοπίων, ο Τζιοβάνι Μπαττίστα ντέλλα Πόρτα. Μετά το θάνατο του Τσέζι, ο Στελλούτι, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να διασώσει την ενότητα τής Ακαδημίας. Μπόρεσε όμως να συνεχίσει τη δημοσίευση του «Μεξικανού Θησαυρού», στον οποίον ο νεκρός φίλος του είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του.
Για τους δύο αυτούς μεγαλοφυείς κι ενθουσιώδεις Ιταλούς φυσιοδίφες του 17ου αιώνα, θα αναφερθούμε κι αργότερα. Προς το παρόν όμως μας ενδιαφέρουν οι έρευνες για τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ένα μικροσκόπιο, σταλμένο απ' το Γαλιλαίο. Ήταν ασφαλώς κατασκευασμένο, όπως κι όλα τα μικροσκόπια της εποχής, από ξύλο και χαρτόνι, με φακούς, βέβαια, όχι τέλειους και χωρίς κανένα μηχανισμό ικανό να εξουδετερώνει παραμορφώσεις που προκαλεί στην εικόνα κάθε απλός φακός. Παρόλα αυτά οι περιγραφές κι η εικονογράφηση, τόσο του «Μελισσολογίου» του Τσέζι (έκδοση 1625) όσο και του βιβλίου του Στελλούτι (έκδοση 1630), μπορούν να χαρακτηριστούν σαν πρώτες μαρτυρίες μιας επανάστασης στη μέθοδο της παρατήρησης, εμπνευσμένης από το πνεύμα του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου και του Βάκωνα και κατευθυνόμενης από τις αρχές που έθεσε για την ιατρική έρευνα ο Μπορέλλι. Μιας επανάστασης που τα μέσα για τη συνέχισή της βρίσκονται στο μικροσκόπιο και η δύναμη για την ολοκλήρωσή της υπάρχει στη φλόγα του ενθουσιασμού όλων όσων συνέλαβαν το νόημα και κατανόησαν την αξία της νέας επιστήμης. Στις σελίδες του «Μελισσολογίου» του Τσέζι αναπτύσσονται ακριβώς οι νέες αντιλήψεις, που θα εμπνεύσουν τους επιστήμονες τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Στο έργο αυτό ο συγγραφέας διαβεβαιώνει ότι πριν τη χρήση του τηλεσκοπίου και την παρατήρηση στο μικροσκόπιο, κανενός η φαντασία δεν μπορούσε να συλλάβει την ύπαρξη τόσο μακρινών κόσμων και τη μορφή τόσο απειροελάχιστων πραγμάτων. Έτσι δεν απομένει, παρά με κάθε νέο κόσμο που ανακαλύπτουμε, είτε μακρινό, μέσω του τηλεσκοπίου, είτε απειροελάχιστο με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, να κάνουμε τη σκέψη πως πρέπει να υπάρχει κι άλλος κόσμος πιο μακρινός, όπως κι άλλος κόσμος πιο μικροσκοπικός που διαφεύγουν ακόμα από την όρασή μας.
Στις διαβεβαιώσεις αυτές βρίσκουμε κιόλας τις θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες θα στηριχθεί αργότερα η ατομική θεωρία. Προς την ίδια θεωρία οδηγεί κι ολόκληρη η σειρά των ανακαλύψεων, που έκανε ο Γαλιλαίος στην ανόργανη φύση, αποκαλύπτοντας όλο και σαφέστερα, αφενός τη μηχανική κατασκευή του κόσμου κι αφετέρου τα πλεονεκτήματα του δρόμου, στον οποίο ήταν οδηγοί το πείραμα και η μαθηματική απόδειξη. Από τις ανακαλύψεις του Γαλιλαίου και την «ελεύθερη φιλοσοφία», που στάθηκαν οδηγοί των ιδρυτών της νέας εποχής, η επιστήμη δέχεται την τελική ώθηση προς συνταρακτικές κι επαναστατικές ανακαλύψεις. Ο πρώτος καρπός της εξέλιξης αυτής είναι η ιατρομηχανική σχολή, που στο πρόσωπο του Μαλπίγγι βρίσκει ένα εκπληκτικό πνεύμα σαν εκπρόσωπο. Η παλαιά βιολογία και μαζί της η αρχαία ιατρική καταρρέουν, μιας και τα θεμέλιά τους σείστηκαν ανεπανόρθωτα.

10/9/08

Η επανάσταση του 16ου αιώνα σε εξέλιξη [29]

«Ξέρω καλά πως, με το να μην είμαι λογοτέχνης, κάποιος προπετής θα θεωρήσει λογικό να με κατηγορήσει που ανακατεύομαι, χωρίς να είμαι άνθρωπος των γραμμάτων (σε τέτοια πράγματα). Κουτός κόσμος! Δεν ξέρουν πως όσα γράφω προέρχονται περισσότερο από την εμπειρία, παρά από τα λόγια των άλλων. Αυτή υπήρξε ο διδάσκαλος όποιου έγραψε καλά, και έτσι την παίρνω και θα την μεταχειρίζομαι σε κάθε περίπτωση. Αν δεν ξέρω να χρησιμοποιήσω τους συγγραφείς όπως αυτοί, κάνω κάτι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο, διαβάζοντας την εμπειρία, που υπήρξε διδάσκαλος των διδασκάλων τους. Αυτοί έρχονται παραφουσκωμένοι και κομπάζοντας, ντυμένοι και στολισμένοι όχι με τους δικούς τους, αλλά με τους κόπους άλλων. Και τους δικούς μου κι εμένα δεν μας αναγνωρίζουν. Κι αν με περιφρονούν ως εφευρέτη, θα πρέπει να κατηγορήσουν πιο πολύ τους εαυτούς τους, που δεν είναι εφευρέτες, αλλά φερέφωνα και αφηγητές των έργων των άλλων».
Οι γραμμές αυτές, που ανήκουν στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, διαγράφουν, έναν αιώνα πριν την πραγματοποίησή της, τους χαρακτήρες της επανάστασης, που ετοιμαζόταν σε ολόκληρο τον 16ο αιώνα ετοιμαζόταν, για να ωριμάσει στις αρχές του 17ου. Κάπου αλλού έγραφε πάλι ο ντα Βίντσι: «Η φιλοσοφία είναι γραμμένη στο πελώριο αυτό βιβλίο, που στέκει συνεχώς ανοικτό εμπρός στα μάτια μας: εγώ λέω στο Σύμπαν». Ό,τι δηλαδή γράφει κι ο Γαλιλαίος στον «Πειραματιστή» του, έναν αιώνα μετά, πράγμα που γεννά το ερώτημα: Γιατί άραγε η επανάσταση του Γαλιλαίου να μην εκδηλωθεί έναν αιώνα νωρίτερα, σαν επανάσταση του Λεονάρντο ντα Βίντσι;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας είναι η ίδια η φύση του ντα Βίντσι: το έργο του, δοσμένο ακατάστατα, δεν μπόρεσε ποτέ να συγκροτηθεί σ’ ένα ενιαίο σύστημα, να συγκεντρωθεί σ’ ένα έργο. Γι’ αυτό και έμεινε ουσιαστικά χωρίς επιδράσεις. Εξάλλου, ο κόσμος ποτέ δε μπορεί να ακολουθήσει αμέσως στο δρόμο της μια μεγαλοφυία που πάντα προτρέχει της εποχής της, ώστε να μη γίνονται κατανοητοί απ' τους συγχρόνους οι οραματισμοί της, που είναι στραμμένοι σ' ένα απώτερο μέλλον. Επίσης, η επανάσταση, που υπονοείται στα λόγια του Λεονάρντο ντα Βίντσι, φαινομενικά μόνο συμπίπτει με την επανάσταση του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου. Στην πραγματικότητα είναι μόνο «μεταρρύθμιση», ανάλογη με την ομώνυμή της στο θρησκευτικό πεδίο, που μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη μες στον 16ο αιώνα, με κύριους εκπροσώπους της τον Κανάνο, τον Βεσάλιο, τον Κολόμπο, τον Τσεζαλπίνο κι όλους τους αναμορφωτές του αιώνα εκείνου.
Κάτι που ξεχωρίζει τη μεταρρύθμιση του 16ου απ' την επανάσταση του 17ου αιώνα είναι η απουσία από την πρώτη της σαφούς κι αποφασιστικής αντίληψης ότι ο κόσμος με τα φαινόμενά του, κι άρα και ο άνθρωπος, είναι «μηχανές». Το ανθρώπινο σώμα εξακολουθεί να είναι μια «κατασκευή» αξιοθαύμαστη από μόνη της, που ζωογονείται απλώς απ' άγνωστες «ζωτικές δυνάμεις», με τις οποίες ερμηνεύονται όλες οι λειτουργίες της. Εξάλλου, η «εμπειρία» του 16ου αιώνα είναι καθαρά «εμπειρική παρατήρηση» και όχι «πείραμα».
Βέβαια για να φτάσουμε στις επαναστατικές αντιλήψεις του 17ου αιώνα, έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσουμε απ' τις μεταρρυθμιστικές θέσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που επιτέλους έκανε και κάποιο πείραμα, όταν έχυνε στις κοιλίες του εγκεφάλου κερί, για να μελετήσει το ακριβές τους σχήμα. Αλλά αυτές πολύ απέχουν απ' τις αντιλήψεις του Γαλιλαίου, που τις βρίσκει κανείς τέλεια διατυπωμένες στο έργο του.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ
Εκείνο το ιδιαίτερο, που συναντάμε στον Γαλιλαίο, είναι η αντίληψη ότι η φύση είναι αποτέλεσμα του σιδηρού νόμου της αναγκαιότητας, έχει δηλαδή μηχανική συγκρότηση. Στο βιβλίο του «Διάλογος περί των δύο μεγίστων συστημάτων τού κόσμου» διαβάζουμε πράγματι: «Για να θεωρηθούν τα αποτελέσματα αυτά ως συνέπεια των κινήσεων, που λαμβάνουν φυσικά χώρα στη γη, είναι απαραίτητο όχι μόνο να μη βρίσκουν αντίσταση ή εμπόδιο, αλλά και να πραγματοποιούνται με ευκολία, κι όχι μόνο με ευκολία, αλλά και από αναγκαιότητα, ώστε να είναι αδύνατο να ακολουθήσουν άλλον τρόπο πραγματοποίησης. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιότητα και η κατάσταση των φυσικών και των αληθινών πραγμάτων».
Η αναγκαία αυτή σχέση αιτίας και αποτελέσματος που βρίσκεται πίσω από κάθε φυσικό φαινόμενο, αντιστοιχεί στη λογική αναγκαιότητα τής σκέψης που ακολουθεί το δρόμο της μαθηματικής απόδειξης, που γι’ αυτό είναι η μόνη ικανή να προσφέρει ακριβή γνώση τής φύσης. Δεν αρκούν οι αισθήσεις και οι εμπειρίες, για να προσφέρουν πραγματική γνώση. Πρέπει να μεσολαβήσει η λογική. Αυτό το γνωρίζει ο Γαλιλαίος, όταν γράφει στον Λιντσέτο: «Εδώ δεν θα ήθελα να μου πουν πως επαναπαύομαι για την αλήθεια ενός γεγονότος σε όσα μου δείχνει να ακολουθήσω η εμπειρία, που θα μπορούσα να πω ότι με διαβεβαιώνει μεν για την ύπαρξη κάθε γεγονότος της φύσης, που θαυμάζω, αλλά δεν ωφελεί καθόλου στην ερμηνεία του τρόπου (με τον οποίον αυτό παράγεται)».
Η εμπειρία, δηλαδή, κατά τον Γαλιλαίο, μαρτυρεί το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά δεν το ερμηνεύει. Αυτό είναι έργο της μαθηματικής απόδειξης, που είναι δυνατή, επειδή τα γεγονότα της πραγματικότητας χαρακτηρίζονται από ποσοτικές κι όχι ποιοτικές σχέσεις, συνυφασμένες με τη φύση τους και όχι με τη διάθεση του παρατηρητή. Αυτό το διαβάζουμε σε μια σελίδα του «Πειραματιστή» του: «Λέω πως αισθάνομαι να έλκομαι απ' την ανάγκη, αμέσως μόλις συλλάβω την ύπαρξη κάποιας ύλης ή ουσίας του σώματος, να αντιληφθώ ταυτόχρονα αν είναι ολοκληρωμένη και διαμορφωμένη υπό αυτήν ή εκείνη τη μορφή, αν, σε σύγκριση με άλλες, είναι η μεγάλη ή μικρή, αν βρίσκεται σ’ αυτόν ή εκείνο τον τόπο, σ’ αυτόν ή εκείνο το χρόνο, αν κινείται ή μένει ακίνητη, αν βρίσκεται ή όχι σε επαφή με άλλο σώμα, αν είναι μια ή πολλές, και για χάρη καμιάς φανταστικής επινόησης δε θα μπορούσα να τη ξεχωρίσω απ' τις καταστάσεις αυτές. Αλλά, αν μπορεί να είναι λευκή ή κόκκινη, πικρή ή γλυκιά, ηχηρή ή βουβή, με οσμή ευχάριστη ή δυσάρεστη, δεν αισθάνομαι πως πρέπει να κουράσω το μυαλό μου για να μπορέσω να γνωρίσω όλες αυτές τις καταστάσεις, που αναγκαστικά τη συνδέουν. Μάλιστα, αν οι αισθήσεις δεν μας καθοδηγούσαν, ίσως η λογική και η φαντασία να μην έφθαναν ποτέ εκεί μόνες τους».
Προφανώς, η επιστήμη θεμελιώνεται στους χαρακτήρες εκείνους της πραγματικότητας, που δεν εξαρτώνται από τον παρατηρητή, αλλά αποτελούν στοιχεία της ύπαρξής της. Γι’ αυτό, επιστήμη είναι η γνώση των μαθηματικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα, σχέσεων γεωμετρικών, χώρου, χρόνου κλπ. Αφού λοιπόν η πραγματικότητα στηρίζεται σε μαθηματικές σχέσεις, μπορεί να μετρηθεί και να γίνει νοητή με τη βοήθεια των μαθηματικών αποδείξεων.
Ο Γαλιλαίος είχε πλήρη επίγνωση των δυσχερειών που έπρεπε να υπερνικηθούν, για να πραγματοποιηθεί η επιστημονική επανάσταση. Επρόκειτο για την αντίδραση των ανθρώπων εκείνων, που ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αποκαλούσε φερέφωνα και έπρεπε να πεισθούν ότι «εμείς δεν επιθυμούμε να προσαρμοστεί η φύση σε ό,τι μας φαίνεται καλύτερα τοποθετημένο, αλλά συμφέρει να προσαρμόσουμε το πνεύμα μας σ’ εκείνο που πράγματι υπάρχει, σίγουροι πως αυτό κι όχι άλλο είναι το καλύτερο».
[1] Γιατί, όπως βεβαιώνει ο Σαγρέδο στον «Διάλογο περί των δύο μέγιστων συστημάτων»: «η φύση έκανε πρώτα τα πράγματα με τον τρόπο της και μετά έγινε ο ανθρώπινος λόγος ικανός να δυνηθεί να εννοήσει μερικά απ' τα μυστικά της». Να πειστεί πως «ό,τι συμβαίνει στα συγκεκριμένα, συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο και στα αφηρημένα: και θα ήταν κάτι το πρωτοφανές αν οι υπολογισμοί και οι πράξεις, που γίνονται με αφηρημένους αριθμούς, δεν αντιστοιχούν στα χρυσά κι ασημένια νομίσματα και στο συγκεκριμένο εμπόριο». Ότι «τα σφάλματα δεν οφείλονται ούτε στο αφηρημένο ούτε στο συγκεκριμένο, ούτε στη γεωμετρία ούτε στη φυσική, αλλά σ’ εκείνον που κάνει τους υπολογισμούς, που δεν ξέρει να τους κάνει σωστούς».
Οι υπολογισμοί αυτοί είναι η ίδια η επιστήμη. Ο Γαλιλαίος ξέρει πολύ καλά ότι «η σκέψη εκείνου που θα πίστευε ότι εισάγει μια καινούργια επιστήμη, ασκώντας κριτική επί αυτού ή εκείνου του συγγραφέα, θα ήταν μάταιη: είναι πρώτα ανάγκη να μάθουμε να ξαναφτιάξουμε εγκεφάλους και να τους κάνουμε ικανούς να ξεχωρίζουν το σωστό από το εσφαλμένο».

ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ
Το γεγονός ότι ο Γαλιλαίος πρόσθεσε στη φράση που μόλις αναφέραμε, την απαισιόδοξη άποψη «πράγμα, που μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει», δε σημαίνει αναγκαστικά ότι ήταν απελπισμένος για κάθε δυνατότητα ανανέωσης της επιστήμης. Απλώς αποκαλύπτει την απόλυτη επίγνωση που είχε σχετικά με τις δυσκολίες που θα συναντούσε το έργο του κι αυτό των επιγόνων του. Πάντως, τα πρώτα αξιοθαύμαστα αποτελέσματα της νέας νοοτροπίας έδειχναν πως μερικοί εγκέφαλοι είχαν κιόλας αναγεννηθεί και μάλιστα σε τομείς που δύσκολα μπορούσε να πεισθεί κανείς ότι το παν ανάγεται σε μαθηματικούς υπολογισμούς και μαθηματικές αποδείξεις, δηλαδή στους τομείς της ιατρικής, της βιολογίας και της φυσιολογίας. Σ’ αυτούς τους τομείς, η «μηχανή» αντικαθιστούσε κιόλας την «κατασκευή» κι υφίστατο μετρήσεις. Το πρώτο, δηλαδή, ρήγμα στις παλιές αντιλήψεις είχε γίνει. Η κατεδάφιση του τείχους μπορεί να μην ήταν εύκολη υπόθεση, θα ακολουθούσε όμως αναπόφευκτα.

Ο ΣΑΝΤΟΡΙΟ ΣΑΝΤΟΡΙΟ
Φαίνεται βέβαιο ότι ο Γαλιλαίος περισυνέλεξε με ενθουσιασμό τις ιδέες και τα κείμενα του Σαντόριο, συναδέλφου του στο Πανεπιστήμιο τής Πάντοβας (Κάπο ντ’ Ίστρια, 1561 – Βενετία, 1636). Ο Σαντόριο αφού υπηρέτησε για ένα διάστημα στην Πολωνία ως ιατρός του βασιλιά Μαξιμιλιανού, ξαναγύρισε στην Πάντοβα σαν καθηγητής στο Πανεπιστήμιό της, για να ασκήσει τελικά στη Βενετία το ιατρικό επάγγελμα μέχρι το θάνατό του.
Ή ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε στον ιατρικό τομέα τις ιδέες του Γαλιλαίου, μεταφέροντας στην ιατρική την έννοια των μετρήσεων με το «σφυγμολόγιο» που ανακάλυψε: επρόκειτο για ένα εκκρεμές με το οποίο μετρούσε τους σφυγμούς. Καθιέρωσε και το θερμόμετρο που είχε ανακαλύψει ο Γαλιλαίος,
[2] για τη λήψη της «θερμοκρασίας» του ανθρωπίνου σώματος. Φυσικά δεν επρόκειτο για τη θερμοκρασία, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά για τη μέτρηση της υποτιθέμενης «ζωτικής θερμότητας», που ήταν το αποτέλεσμα της ανάμιξης των χυμών του σώματος κι ανάλογων εννοιών της παραδοσιακής ιατρικής για τις οποίες μιλήσαμε ήδη.
Με τέτοιες προοπτικές ο Σαντόριο εκτέλεσε σπουδαία πειράματα επάνω στο ανθρώπινο σώμα, ζυγίζοντας το υπό ποικίλες τοπικές και χρονικές συνθήκες, με τη βοήθεια ειδικών συσκευών που είχε επινοήσει: του «στατήρα μετά έδρας» και της «τεχνικής κλίνης». Έτσι παρατήρησε ότι το βάρος των απεκκρίσεων του ανθρωπίνου σώματος, μετά τη λήψη ορισμένης ποσότητας τροφής, ήταν μικρότερο απ' τη συνολική απώλεια του βάρους, που είχε συνολικά το σώμα. Απ' αυτό συμπέρανε ότι μέρος της τροφής που καταναλώνει ο άνθρωπος αποβάλλεται, εκτός απ' τις ορατές οδούς (ούρα, ιδρώτας) μέσω της α δ ή λ ο υ δ ι α π ν ο ή ς. Έτσι ο Σαντόριο συνέλαβε πρώτος την έννοια του βασικού μεταβολισμού.
Οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του, όμως, δεν άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση στην ιατρική του καιρού του και μάλλον πέρασαν απαρατήρητα. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι ότι ο Σαντόριο είχε επιχειρήσει να ερμηνεύσει δεδομένα του ανθρωπίνου οργανισμού σε μαθηματικές βάσεις. Έτσι το αίτημα του Γαλιλαίου γι' αναμόρφωση των εγκεφάλων, σαν προϋπόθεση ανανέωσης της επιστήμης φαίνεται να πραγματοποιείται, έστω κι εν μέρει.

Η ΙΑΤΡΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Θρίαμβος των ιδεών τού Γαλιλαίου αποτελεί η προοδευτική καθιέρωση στην ιατρική των αρχών της λεγομένης ιατρομηχανικής σχολής, που στο πρόσωπο του Τζιοβάνι Αλφόνσο Μπορέλλι βρήκε τον πιο αξιόλογο εκπρόσωπό της.
Ο Μπορέλλι (Νεάπολη, 1608 – Ρώμη, 1679) ήταν μαθηματικός. Χάρις στη φήμη που απέκτησε στο Πανεπιστήμιο της Μεσσήνης, προσκλήθηκε να αναλάβει την έδρα των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας. Τόσο, όμως, γοητεύθηκε απ' την ανατομία και τη φυσιολογία και απ' τα πειράματα του Μαρτσέλο Μαλπίγγι, που από τότε αφοσιώθηκε στη μελέτη τους, μεταφέροντας στο ιατρικό πεδίο τη μαθηματική του πείρα κι εργαζόμενος αδιάκοπα μέχρι το θάνατό του στη Ρώμη, όπου είχε καταφύγει λόγω της ανάμιξής του σε συνωμοσία κατά της Ισπανίας.
Το έργο του «Περί της κινήσεως των ζώων», ένα είδος σύνοψης των ιατρομηχανικών απόψεων, δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του. Στο βιβλίο αυτό ο Μπορέλλι χαρακτηρίζει τη φυσιολογία ως μέρος της φυσικής κι επιχειρεί να θεμελιώσει σε μαθηματικές βάσεις τη φυσιολογία των μυών σε όλες τις λειτουργικές εκδηλώσεις τους, από το πέταγμα των πουλιών, μέχρι τη στάση που παίρνει το ανθρώπινο σώμα για να κρατηθεί όρθιο, κι απ' τη κολύμβηση των ψαριών μέχρι τις κινήσεις των τετραπόδων.
Η παρακολούθηση των ιδεών του Μπορέλλι σελίδα - σελίδα θα ήταν αδύνατη. Άλλωστε, ένα μόνο ενδιαφέρει εδώ. Κι αυτό είναι το ότι η επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί: οι εγκέφαλοι έχουν αλλάξει, η παράδοση καταρρέει και μια νέα φιλοσοφία κι επιστήμη οικοδομείται. Η «εκ βάθρων» ανακαίνιση, που ο Βάκων είχε προαναγγείλει, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τα είδωλα, που για αιώνες δέσμευαν την ανθρώπινη σκέψη, γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο. Νέοι δρόμοι ανοίγονται για την ανθρώπινη σκέψη και μια καινούργια εποχή για την επιστήμη.


[1] Επιστολή προς το Λίντσεο Τσέζι, 1612.[2] Ο Γαλιλαίος είχε μελετήσει και τους νόμους του εκκρεμούς.

9/9/08

Ο Δέκατος Έβδομος Αιώνας [28]

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ
Ο Ντε Σάνκτις στην εισαγωγή του στην «Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας», δίνει μια σύντομη, αλλά ανάγλυφη περιγραφή της μεταρρύθμισης του Γαλιλαίου, γράφοντας: «Η φιλοσοφία της φύσης νικούσε πλέον τις τελευταίες αντιστάσεις της κοινής γνώμης. Δεν επρόκειτο πια για υποθέσεις κι αφηρημένους συλλογισμούς: τα γεγονότα ήταν παρόντα και μιλούσαν πιο εύγλωττα από τους συλλογισμούς των θεολόγων και των σχολαστικών. Η ‘πραγματικότητα’ του Μακιαβέλι, το ‘φυσικό φως’ του Μπρούνο, η ‘πειραματική μέθοδος’ του Τελέζιο, η ‘γλυκιά ελευθερία της αλήθειας’ του Καμπανέλα, έσμιξαν στους ωραίους λόγους του Γαλιλαίου: ‘Παράδοξη ζωή των δουλοπρεπών πνευμάτων, να γίνεται κανείς με τη θέλησή του δούλος!’ Ο καλός Σιμπλίτσιο,
[1] ο αριστοτελικός σχολαστικός… ρωτούσε: ‘Μα όταν αφήσουμε τον Αριστοτέλη, ποιος θα είναι οδηγός μας στη φιλοσοφία;’ Κι ο Γαλιλαίος απαντούσε με ηρεμία: ‘…Μόνον οι τυφλοί έχουν ανάγκη οδηγού… Εκείνος όμως που έχει μάτια στο μέτωπο και στο μυαλό, γιατί να χρησιμοποιεί τυφλοσούρτες;’ Το υπερφυσικό φως, η απόκρυφη επιστήμη, το μυστήριο, το θαύμα, θα εξαφανιστούν μπρος στη λάμψη αυτού του φυσικού φωτός των ματιών και της διάνοιας: η μαγεία, η αστρολογία, η αλχημεία, η καββάλα, θα φανούν φτωχά πράγματα μπρος στα θαύματα του τηλεσκοπίου. Ο Γαλιλαίος κι ο Κολόμβος θα δώσουν νέα γη και νέους ουρανούς».
Στην περιγραφή αυτή ο ντε Σάνκτις διαβλέπει το θρίαμβο αυτών που λίγες σελίδες πριν αποκαλούσε «νέους ανθρώπους του Βάκωνα», «πρώτους αγίους του νέου κόσμου», έχοντας προφανώς κατά νου την τραγική μοίρα του Τζιορντάνο Μπρούνο.
Τι είχαν κάνει όμως οι άνθρωποι αυτοί; Απλούστατα είχαν δει πιο μπρος απ' τους συγχρόνους τους, είχαν επαναστατήσει κατά της παράδοσης στο όνομα μιας νέας τοποθέτησης απέναντι στη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Η νέα θέση, που οι ρίζες της υπάρχουν στη σκέψη του Κουζάνο και του Τελέζιο, έχει σαν κύριο συστατικό της την απόρριψη της απαγωγικής μεθόδου και την αντικατάστασή της με την επαγωγική: η αληθινή γνώση του κόσμου δεν πρέπει πια να οικοδομείται με αφετηρία γενικές αρχές, αλλά ξεκινώντας από την εμπειρία, μόνη ικανή να εγγυηθεί την αλήθεια κάθε επιστημονικής ή φιλοσοφικής διαβεβαίωσης. Η παράδοση, υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν πρέπει πια να δεσμεύει τη σκέψη, που οφείλει να εξελίσσεται ελεύθερα, ακολουθώντας την εμπειρία, που όχι μόνο αποκάλυπτε έναν άγνωστο μέχρι τότε και θαυμαστό κόσμο, αλλά και τα τρομερά λάθη της παραδοσιακής φιλοσοφίας κι επιστήμης. Αυτό που ο Γαληνός αποκαλούσε «ουρανό του Αριστοτέλη», αποκαλύπτεται πως δεν αντιστοιχεί στον «φυσικό ουρανό». Και όμως σ’ αυτόν πίστευαν για αιώνες ολόκληρους κι όχι στον ουρανό της φύσης!
Γιατί όμως ο «ουρανός του Αριστοτέλη» να μην είναι αληθινός; Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ανταποκρινόταν σε όσα αποκάλυπτε η εμπειρία, δεν ήταν προϊόν δικό της, αλλά νοητικό κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο η λογική στηρίζεται μόνο στον εαυτό της. Δεν καταδικάζει φυσικά κανείς με τα λόγια αυτά τη λογική, που αποτελεί το μοναδικό όργανο για την κατάκτηση της γνώσης, αλλά μόνο την απαγωγική μέθοδο, στο όνομα της επαγωγικής. Η λογική δεν παύει να είναι το όργανο για την οικοδόμηση της αλήθειας, δεν μπορεί όμως να οικοδομήσει παρά μόνον αν στηρίζεται στην εμπειρία.
Αυτή ήταν η πρώτη πράξη της επανάστασης, που πρωτεργάτες της υπήρξαν οι μεγάλες φυσιογνωμίες της Αναγέννησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα λόγια που έγραψε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι: «Καμιά ανθρώπινη έρευνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή επιστήμη, αν δεν υποστεί τη μαθηματική απόδειξη, κι αν πεις ότι οι επιστήμες που αρχίζουν και τελειώνουν μέσα στη διάνοια, είναι αληθινές, αυτό δε το παραδεχόμαστε, αλλά το απορρίπτουμε για πολλούς λόγους και πρώτα – πρώτα γιατί σε τέτοιες διανοητικές συζητήσεις λείπει η εμπειρία, χωρίς την οποία τίποτα δεν μπορεί από μόνο του να προσφέρει βεβαιότητα».
Τα λόγια αυτά αποτελούσαν την ιδρυτική πράξη της νέας επιστημονικής σκέψης που θεμελιωνόταν στην ε μ π ε ι ρ ί α και τη μ α θ η μ α τ ι κ ή α π ό δ ε ι ξ η.

Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΒΑΚΩΝ
Όταν, το 1620, ο Φραγκίσκος Βάκων (1561-1626) δημοσίευσε το βιβλίο του «Νέο Όργανο», οι μεμονωμένες απόπειρες εξέγερσης κατά της κυριαρχίας του αριστοτελικού πνεύματος έπαιρναν οργανωμένη μορφή και μεταβάλλονταν σε μάχη με τακτική διάταξη και στρατηγικές επιδιώξεις. Ο τίτλος και μόνον αρκούσε για να εκφράσει το πνεύμα του έργου: «Όργανο» ήταν η συλλογή των κυριότερων έργων του Αριστοτέλη και «Νέο Όργανο» οι νέες φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις, που έρχονταν να αντιπαραταχθούν στις παλιές. Στα ίδια περίπου χρόνια ο Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), γνωστός περισσότερο με το εκλατινισμένο όνομα Καρτέσιος, συλλάμβανε την ιδέα της νέας επιστήμης και πραγματοποιούσε, συγχρόνως με τον Γαλιλαίο, τη δική του επανάσταση.

ΓΚΑΛΙΛΕΟ ΓΚΑΛΙΛΕΪ
Ο Γαλιλαίος γεννήθηκε στην Πίζα το 1564 και πέθανε φυλακισμένος στη Βίλλα ντ’ Αρτσέτρι το 1642.
Στον λίγο χώρο που διαθέτουμε, κάθε προσπάθεια για βιογραφία του Γαλιλαίου θα αποτελούσε προσβολή, τόσο για τη μεγαλοφυία του, όσο και την ευφυία του αναγνώστη. Άλλωστε εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι πιο πολύ η σκέψη του Γαλιλαίου και οι επιδράσεις που άσκησε σχεδόν σε κάθε κλάδο της ιατρικής.
Για καιρό είχε εγκολπωθεί τη θεωρία του Κοπέρνικού κι είχε μάλιστα το θάρρος, γράφοντας το 1613 από την Πίζα στο μαθητή του Αντόνιο Καστέλλι,
[2] λέκτορα των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, να διατυπώσει τις ακόλουθες, εκπληκτικές για τη νοοτροπία της εποχής του, σκέψεις: «Δεδομένου ότι… η Γρα-φή σε πολλά χωρία δεν είναι μόνη ικανή, αλλά έχει απαραιτήτως ανάγκη διατυπώσεων, διαφορετικών απ' τη φαινομενική σημασία των λεγομένων, έχω τη γνώμη ότι στα ζητήματα που αφορούν τη φύση, θα έπρεπε να τοποθετείται στην τελευταία θέση: γιατί μπορούμε να εξομοιώσουμε το Λόγο του Θεού με την Αγία Γραφή και τη φύση, εκείνη ως υπαγόρευση του Αγίου Πνεύματος κι αυτή σαν πειθήνιο εκτελεστή των εντολών του Θεού, και γιατί, επιπλέον, συνέφερε στις Γραφές, για να προσαρμοσθούν στην αντίληψη των πολλών, να λέγουν πολλά πράγματα διαφορετικά, στη μορφή και τη σημασία των λόγων, απ' την απόλυτη αλήθεια. Αντιθέτως, με το να είναι η φύση αδυσώπητη και αμετάβλητη και να μην ενδιαφέρεται παρά μόνον για τους κρυφούς σκοπούς της και τρόπους ενεργείας, είτε είναι προσιτοί είτε δεν είναι στις ικανότητες των ανθρώπων, γι’ αυτό και δε παραβαίνει ποτέ τους όρους των νόμων που της έχουν επιβληθεί. Φαίνεται ότι τα φυσικά γεγονότα, που ή η εμπειρία των αισθήσεων θέτει εμπρός στα μάτια μας ή προκύπτουν από αναγκαίες αποδείξεις, δεν πρέπει για κανένα λόγο να αμφισβητούνται λόγω χωρίων της Γραφής, επειδή έχουν οι λόγοι της διαφορετική μορφή…». Και πιο κάτω θέτει την επαναστατική ερώτηση: «Ποιος μπορεί να θέσει όρια στις ανθρώπινες διάνοιες; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει πως είναι κιόλας γνωστό κάθε τι που έχει ενδιαφέρον μέσα στον κόσμο;»
Στις γραμμές αυτές, διακρίνεται όλο το νόημα κι η αξία της επανάστασης του Γαλιλαίου: η εμπειρία και η λογική τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο, αναφορικά με την οικοδόμηση της επιστήμης, συνδεδεμένες αποφασιστικά, σε αντιπαράταξη προς κάθε δογματική τοποθέτηση στο τομέα τής γνώσης. Η φύση γίνεται αντιληπτή σαν μηχανικά αναγκαία διαδοχή γεγονότων. Στην ανθρώπινη διάνοια αποδίδονται απεριόριστες δυνατότητες. Έτσι φτάνουμε σε μια πιο ακριβή διατύπωση των νέων αρχών. Μετά το ξεκαθάρισμα των σχέσεων μεταξύ αλήθειας της πίστης και αλήθειας της επιστήμης, στις οποίες ο Γαλιλαίος αναγνωρίζει ισοτιμία, αλλά σε διαφορετικά πεδία, έτσι που να μη μπορεί η πίστη να θέτει φραγμούς κι όρια στις αλήθειες της επιστήμης, ο Γαλιλαίος προχωράει ακόμη πιο πολύ. Στον ΣΤ΄ τόμο (σελ.232), της εθνικής έκδοσης των Απάντων του Γαλιλαίου («Πειραματιστής», 1623) αναφέρεται: «Η φιλοσοφία είναι γραμμένη στο τεράστιο αυτό βιβλίο, που βρίσκεται συνεχώς ανοικτό εμπρός στα μάτια όλων, αλλά δε μπορεί να γίνει αντιληπτή, αν δε μάθει κανείς να εννοεί προηγουμένως τη γλώσσα και να αναγνωρίζει τους χαρακτήρες, με τους οποίους είναι γραμμένη. Είναι γραμμένη σε μια γλώσσα μαθηματική κι οι χαρακτήρες είναι τρίγωνα, κύκλοι και άλλα γεωμετρικά σχήματα, μέσα χωρίς τα οποία είναι ανθρωπίνως αδύνατο να εννοήσει κανείς έστω και μια λέξη. Χωρίς αυτά είναι σαν να περιστρέφεται κανείς μάταια σ’ ένα σκοτεινό λαβύρινθο».
Να λοιπόν η ορολογία των νέων αντιλήψεων: ο κόσμος και ό,τι βρίσκεται μέσα του, από τα μικρότερα μέχρι τα μεγαλύτερα φαινόμενα, είναι ένας θαυμάσιος μηχανισμός, που ρυθμίζεται με μαθηματικούς νόμους και, συνεπώς, είναι απόλυτα κατανοητός απ' την ανθρώπινη λογική, με την προϋπόθεση ότι θα γνωρίζει κανείς τη γλώσσα του και τη γραφή του, δηλαδή τα μαθηματικά.
Απ' εδώ προκύπτουν όσα διαβάζουμε στον Ζ΄ τόμο των Απάντων (σελ.545) του Γαλιλαίου: «Σας παραχωρώ στη θεολογία τόσα, όσα παραχωρώ στον τομέα τής γλυπτικής στο Μεγάλο Δούκα. Εν πάση περιπτώσει, έχω ένα μόνο μικρό πολύτιμο λίθο, ωραιότερο απ' όλους τους λίθους του Μεγάλου Δούκα… να γνωρίζω τι συμφέρει να θεσπιστεί σχετικά με τη γνώμη του Κοπέρνικου, πιστεύω, εξάλλου, πως υπερτερώ από κάποιον πολύ μεγάλο γνώστη των Γραφών». Προς αυτούς, τους δήθεν γνώστες των Γραφών, απευθυνόταν ο Γαλιλαίος όταν, στον ίδιο τόμο (σελ.541), λέει: «Προσέξτε, θεολόγοι, που, θέλοντας να κάνετε αντικείμενο πίστης τις υποθέσεις που αναφέρονται στην κίνηση και την ακινησία τού ήλιου και της γης, εκτίθεστε στον κίνδυνο να πρέπει με τον καιρό να καταδικάσετε για αίρεση εκείνους που θα υποστηρίζουν ότι η γη είναι ακίνητη και ότι κινείται από τη θέση του ο ήλιος. Λέω με τον καιρό, όταν θα έχει αποδειχθεί καθαρά και κατ’ ανάγκη ότι η γη κινείται κι ο ήλιος μένει ακίνητος».

Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΑΤΡΙΚΗ
Είναι φανερό ότι σκοπός των γραμμάτων αυτών δεν είναι η έκθεση όλων των σκέψεων και του έργου του Γαλιλαίου. Αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να εκθέσουμε τη σημασία της επανάστασης των «νέων ανθρώπων» για την ιατρική. Το 1638 δημοσίευσε το βιβλίο του «Λόγοι και μαθηματικές αποδείξεις περί δύο νέων επιστημών, που αφορούν τη μηχανική και τις εν τόπω κινήσεις». Το βιβλίο αυτό, με το όνομα του Σαλβιάτι, θέτει στον Σαγρέδο το πρόβλημα πώς είναι δυνατόν μια σφαίρα από κερί, που μόνη της δεν βυθίζεται, να αποκτήσει με τη προσθήκη κόκκων άμμου βάρος ίσο μ' εκείνο του νερού, έτσι που να αιωρείται στο κέντρο του. Στη δυσκολία του Σαγρέδο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ο Σαλβιάτι απαντά ως εξής: «Συμβαίνει κι εδώ, όπως σε χιλιάδες άλλες πράξεις, να είναι πολλά ζώα πολύ πιο ευφυή απ' ό,τι είμαστε εμείς οι άλλοι. Και στην περίπτωσή σας, θα μπορούσαν τα ψάρια να προσφέρουν κάποια απόδειξη, με το να είναι στην άσκηση αυτή έτσι εκπαιδευμένα, ώστε να ισορροπούν κατά βούληση όχι μόνο στο νερό, αλλά και σε διάφορα διαλύματα… με τα οποία έχουν αρκετά μεγάλη διαφορά. Ισορροπούν, λέγω, τέλεια, ώστε, χωρίς να κινούνται καθόλου, μένουν οπουδήποτε εν ηρεμία. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, το πετυχαίνουν χρησιμοποιώντας το όργανο με το οποίο τα έχει εφοδιάσει η φύση προς αυτό το σκοπό, δηλαδή εκείνο το κυστίδιο που έχουν στο σώμα τους κι ανοίγεται στο στόμα τους δια μέσου ενός στενού πόρου, δια του οποίου είτε εκσφενδονίζουν προς τα έξω ένα μέρος του αέρα, που περιέχεται στο εν λόγω κυστίδιο, ή, ερχόμενα κολυμπώντας στην επιφάνεια, τραβούν μέσα τους αέρα και γίνονται έτσι περισσότερο ή λιγότερο βαριά από το νερό και ισορροπούν κατά βούληση».
Ο διαθέσιμος χώρος δεν επιτρέπει, βέβαια, να σχολιάσουμε την ακρίβεια της περιγραφής του κυστιδίου αυτού και της επικοινωνίας του με το στόμα του ψαριού, όπως τη δίνει ο Γαλιλαίος, ούτε και αν αυτή ισχύει για κάθε είδος ψαριού. Εκείνο που έχει ουσιαστική σημασία εδώ είναι άλλο: είναι η διαπίστωση ότι τα ψάρια διαθέτουν ένα φυσικό μηχανισμό, με συγκεκριμένο σκοπό την εκτέλεση κάποιας λειτουργίας, που πραγματοποιείται μηχανικά, δηλαδή με βάση μαθηματικούς νόμους.

Ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Το 1632 ο Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος) έγραψε την «Πραγματεία περί του ανθρώπου». Αντικείμενο του έργου αυτού φαίνεται ότι ήταν η μελέτη της κατασκευής του ανθρώπου: φανταζόταν το ανθρώπινο σώμα σαν μια σύνθετη μηχανή, που αποτελείται από μικρότερες μηχανές, που στο σύνολό τους λειτουργούσαν τέλεια, με βάση ορισμένους λογικούς και μαθηματικούς νόμους.
Έφθανε ακόμα στη περίφημη παρομοίωση του νευρικού συστήματος του ανθρώπου με το εκκλησιαστικό όργανο, του οποίου ο αέρας, που περιέχεται στο φυσερό, ξαποστέλλεται στους διάφορους σωλήνες του οργάνου, με την ενέργεια των δακτύλων του οργανίστα. Γιατί ο Καρτέσιος έμενε πιστός στη γαληνική ανατομική και φυσιολογία: τα νεύρα ήταν σωλήνες, στους οποίους κινιόταν το ζωικό πνεύμα, που παράγεται στο «θαυμάσιο δίκτυο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό δημοσιεύθηκε 30 χρόνια μετά τη συγγραφή του, το 1662.

Η ΜΗΧΑΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο Καρτέσιος και ο Γαλιλαίος, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, φθάνουν σχεδόν ταυτόχρονα στα ίδια συμπεράσματα, έστω κι αν βλέπουν τον κόσμο από διαφορετική γωνία: ότι μπορεί να γίνει κατανοητός χάρις στο γεγονός ότι κυβερνάται από νόμους μηχανικούς. Είναι, με άλλα λόγια, μια απέραντη και θαυμάσια μηχανή, όπως ακριβώς και κάθε ζωντανό πλάσμα. Μόνο υπό την επίδραση των νέων αυτών αντιλήψεων και χάρις στις οξυδερκείς παρατηρήσεις των ανατόμων του 16ου αιώνα, μπόρεσε να ωριμάσει τελικά η ανακάλυψη εκείνη που ανέτρεψε εκ θεμελίων την ανατόμο-φυσιολογία του Γαληνού κι άνοιξε νέους δρόμους στην ιατρική. Πρόκειται για την ανακάλυψη της κυκλοφορίας τού αίματος.
Τώρα η καρδιά δεν είναι ο χώρος όπου γίνεται η μετατροπή του «ζωικού» σε «ζωτικό πνεύμα», υπό την επίδραση μυστηριωδών δυνάμεων. Είναι, όπως ολόκληρος ο οργανισμός, μια αντλία που εκσφενδονίζει αίμα στις αρτηρίες. Από αυτές το αίμα περνά στις φλέβες, επικοινωνώντας μαζί τους με τα τριχοειδή, που πρώτος θα παρατηρήσει ο Μαλπίγγι. Μέσα στις φλέβες, οι βαλβίδες δεν είναι και αυτές τίποτε άλλο από μικρές μηχανές, που εμποδίζουν τη παλινδρόμηση του αίματος, ενώ ταυτόχρονα το υποχρεώνουν να επιστρέψει στην καρδιά, για να προχωρήσει από εκεί στους πνεύμονες και πάλι στην καρδιά, όπου θα αρχίσει έναν καινούργιο κύκλο.
Οι ανακαλύψεις των μεγάλων ανατόμων του προηγούμενου αιώνα βρίσκουν την ακριβή ερμηνεία τους και ενσωματώνονται σ' ένα τέλειο λογικό σύστημα, που βασίζεται σε αναλλοίωτες μαθηματικές αλήθειες. Το 1610, ο Γαλιλαίος δημοσιεύει τον «Αστρικό Αγγελιαφόρο», όπου ανακοινώνει στον επιστημονικό κόσμο τις ανακαλύψεις τού τηλεσκοπίου του. Και το 1623, δημοσιεύει τον «Πειραματιστή».
Το «Νέο Όργανο» του Βάκωνα δημοσιεύεται το 1620, και το 1628 τυπώνεται η «Ανατομική άσκηση επί της κινήσεως της καρδιάς και του αίματος εις τα ζώα», τού Ουίλλιαμ Χάρβεϋ.
Αυτοί οι άνδρες κι αυτά τα έργα άλλαξαν την όψη της επιστήμης κι άνοιξαν το δρόμο της σύγχρονης εποχής.
[1] Ένα από τα πρόσωπα του γαλιλαιιανού διαλόγου.[2] Που όταν έγινε Βενεδικτίνος πήρε το μοναχικό όνομα Βενέδικτος.