23/11/09

Μίκαελ Ντιμπέικι (Michael Ellis DeBakey) [117]

Τα πρώτα τηλεγραφήματα των πρακτορείων έφτασαν από το Houston του Texas, στις 21 Απριλίου 1966. Επρόκειτο για ένα εγχείρημα που ασφαλώς θα το αναφέρει η Ιστορία της Ιατρικής: στο Presbyterian Hospital, τοποθέτησαν τεχνική καρδιά από πλαστικό υλικό στο κυκλοφορικό σύστημα ενός ασθενούς 65 ετών, του Marcel Derouder, και ο καθηγητής Μιχαήλ Ντιμπέικι (Michael DeBakey), ένας από τους μεγαλύτερους καρδιοχειρουργούς της Αμερικής, είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η επέμβαση είχε πετύχει, στις ουσιαστικές της γραμμές. Η πίεση του αίματος του αρρώστου κρατιόταν σε παραδεκτά επίπεδα, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν δυνατή η αντικατάσταση ή η ενίσχυση της καρδιάς με ένα είδος μικρής ηλεκτροκίνητης αντλίας για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Η «καρδιά» του Ντιμπέικι ήταν βελτιωμένη έκδοση του μηχανισμού που είχε κρατήσει το 1963 στη ζωή για 4 μέρες έναν άρρωστο που ψυχορραγούσε.
«Η αντλία που εγκαταστήσαμε έχει για έργο την ανακούφιση της εργασίας της αριστερής κοιλίας, που συνήθως εκτελεί το μεγαλύτερο μέρος της καρδιακής προσπάθειας. Πρόκειται για αντλία, βάρους μισού κιλού περίπου, που προορισμό της έχει την εκτέλεση, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, θεωρητικά ακόμα και για μήνες, όλων των λειτουργιών της καρδιάς. Η σημερινή εγχείρηση ανοίγει το δρόμο προς δύο μεγάλες εξελίξεις της ιατρικής του μέλλοντος. Η πρώτη είναι η βαθμιαία σμίκρυνση των μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία της τεχνητής καρδιάς. Η δεύτερη, σε απώτερο ασφαλώς χρονικό διάστημα, είναι η κατασκευή μιας αυτόνομης τεχνητής καρδιάς, ικανής να αντικαθιστά τις λειτουργίες της φυσικής. Την ημέρα που θα επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, οι καρδιακές παθήσεις θα πάψουν στην πραγματικότητα να είναι μοιραίες».
Η προσοχή όλου του κόσμου είχε στραφεί προς αυτή την πλαστική καρδιά που χτυπούσε στο στήθος του Μαρσέλ Ντιρούντερ από τις 11 και 18' της 21ης Απριλίου 1966. Στη λειτουργία της είχαν συμβάλλει γιατροί, βιολόγοι, φυσικοί, χημικοί, μηχανικοί. Στην Αμερική, τις έρευνες γύρω από την τεχνητή καρδιά χρηματοδοτούσαν η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και πολλά Ιδρύματα, μεταξύ των οποίων το Εθνικό Καρδιολογικό Ινστιτούτο κι η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία που είχαν ξοδέψει για το σκοπό αυτό μέσα σ’ ένα χρόνο, κάπου 15.000.000 δολάρια. «Δεν υπάρχει αναγκαστικά συσχετισμός μεταξύ χρήματος και ιδεών», υποστήριζε ο Ντιμπέικι, «είναι ωστόσο λογικό να υποθέτει κανείς ότι όπου διατίθενται περισσότερα χρήματα για την εκπαίδευση, τον εξοπλισμό και την επιχορήγηση μεγαλύτερου αριθμού τεχνικών αυξάνουν οι πιθανότητες μιας αποφασιστικής ανακάλυψης. Έως ότου λύσουμε το πρόβλημα της στεφανιαίας νόσου, το πιο σπουδαίο ζήτημα θα είναι η υποκατάσταση με οποιονδήποτε τρόπο της καρδιακής λειτουργίας. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να μην πρέπει να προχωρήσουμε στην πλήρη υποκατάσταση μιας άρρωστης καρδιάς. Στην ουσία η καρδιά είναι απλώς μια αντλία, μια πολύ ωραία αντλία, που δε δημιουργεί απολύτως τίποτα».
Η αεραντλία του Ντιμπέικι αναπληρώνει την αριστερή κοιλία, συμπιέζει, δηλαδή, ρυθμικά το αίμα που έχει οξυγονωθεί στους πνεύμονες και προέρχονται από τον αριστερό κόλπο για να το εξακοντίσει στην αορτή. Η μισή αυτή καρδιά, κατασκευασμένη από ειδική ρητίνη σιλικόνης ενισχυμένη με Dacron, τοποθετείται ανάμεσα στις πλευρές του πάσχοντος. Ένας πλαστικός σωλήνας που συγκοινωνεί με τον αριστερό κόλπο της φυσικής καρδιάς, δέχεται το αίμα που προέρχεται από την πνευμονική κυκλοφορία, ενώ ένας δεύτερος αγωγός εξόδου έχει συνδεθεί στην εξωτερική επιφάνεια της θωρακικής αορτής. Με τον τρόπο αυτό σχηματίζεται μια παρακαμπτήρια, που αποκλείει την καρδιακή κοιλία την οποία θέλουμε να θέσουμε εκτός λειτουργίας.
Στο θάλαμο 24 του καρδιοχειρουργικού τμήματος ο Μ. Ντιρούντερ, ο άνθρωπος ο οποίος χωρίς εκείνη την επέμβαση δεν είχε καμιά ελπίδα ζωής, δεν είχε ακόμα ανανήψει. Τα ανακοινωθέντα του Νοσοκομείου δε μιλούσαν για βελτίωση: «Ο ασθενής εξακολουθεί να μην έχει ανανήψει. Υπάρχουν φόβοι μήπως υπέστη βλάβες ο εγκέφαλος. Η πίεση του αίματος κι ο σφυγμός παραμένουν φυσιολογικά. Το υποκατάστατο της αριστερής κοιλίας εξακολουθεί να λειτουργεί κανονικά». Ύστερα όμως από 40 ώρες, η περίεργη αυτή καρδιά έπαυσε να χτυπά. Κάποιος κατηγόρησε τον Ντιμπέικι για ασπλαχνία και υπέρμετρο ζήλο για περιπέτειες. Οι σοβαροί «New York Times» έγραφαν: «Βρισκόμαστε μακριά από το κλίμα της περίσκεψης που επιβάλλει η επιστήμη, ειδικά όταν παίζονται ανθρώπινες ζωές». Ο Ντιμπέικι όμως εξακολουθούσε να πιστεύει στην ιδέα του.
«Εφόσον λειτούργησε για 48 ώρες», λέει σ’ ένα δημοσιογράφο, «θα μπορέσουμε κάποτε, αργά ή γρήγορα, να την κάνουμε να λειτουργήσει για 40 χρόνια. Δεν αμφισβητώ το δικαίωμα να έχει ο καθένας τη γνώμη του, αλλά δε βλέπω πώς είναι δυνατόν να αποδοκιμάζει κανείς μια νέα μέθοδο μόνο και μόνο επειδή είναι νέα. Η πρόοδος είναι ένα άθροισμα προσπαθειών, όλα όσα γίνονται σήμερα στο πεδίο της ιατρικής χρειάστηκε να τα πειραματιστούν μια πρώτη φορά. Ας θυμηθούμε τον πρώτο δαμαλισμό του Jenner ή τις μεγάλες επεμβάσεις των καινοτόμων. Επιχείρησα ένα πείραμα σε ανθρώπινο πλάσμα, αλλά η απόφαση ελήφθη με κοινή συναίνεση. Ο Μαρσέλ Ντιρούντερ πέθανε για λόγους που δεν εξαρτώντο από το μηχάνημα. Κάποια μέρα η μεταμόσχευση καρδιάς θα γίνει επέμβαση αρκετά απλή, αλλά πρέπει να λυθούν τα προβλήματα της πήξης του αίματος, τα προβλήματα της καταστροφής των κυττάρων που οφείλεται στη λειτουργία της αντλίας και του ασυμβίβαστου μεταξύ ιστών και ξένων υλών. Η καρδιά μας, που μέχρι τώρα χρησιμοποιήσαμε μόνο σε απελπιστικές περιπτώσεις και σε άτομα που δεν θα είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα επιβίωσης, θα χρησιμεύσει για να βοηθήσει τις άρρωστες καρδιές να αντέξουν στο βάρος του καθημερινού τους φορτίου, ώσπου να αναλάβουν τις δυνάμεις τους και να είναι πάλι σε θέση να προχωρήσουν μόνες τους».
Ο Μίκαελ Έλλις Ντιμπέικι, ασφαλώς ένας από τους πιο επιφανείς ειδικούς της χειρουργικής των αγγείων, ο άνθρωπος που εγκαινίασε ένα τολμηρότατο κεφάλαιο στη σχετικά πρόσφατη ιστορία των καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων, γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1908 στο Lake Charles της Λουϊζιάνας. Στη χειρουργική τον μύησε ένας μεγάλος διδάσκαλος, ο Ουίλιαμ Όφνερ (William Ofner), του Πανεπιστημίου Tulane της Νέας Ορλεάνης. Σε ηλικία σαράντα ετών διευθύνει το Χειρουργικό Τμήμα του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κολλεγίου Baylor στο Χιούστον. Τέσσερα χρόνια πριν, είχε σχεδιάσει ένα περιστροφικό μηχάνημα για τη μετάγγιση, την αντλία DeBakey, που εφαρμόζεται στις περισσότερες συσκευές εξωσωματικής κυκλοφορίας.
Το 1948 εγκαινιάζει τη χειρουργική θεραπεία των ανευρυσμάτων της θωρακικής αορτής με την τεχνική της εμφράξεως και το 1952 εκτελεί με επιτυχία την πρώτη εγχείρηση εκτομής και υποκατάστασης με μόσχευμα, ενός ατρακτοειδούς ανευρύσματος της κατιούσας αορτής. Σε σύντομα χρονικό διάστημα έγινε ο μεγαλύτερος ειδικός της χειρουργικής θεραπείας των ανευρυσμάτων της αορτής, ιδίως των τμημάτων της εκείνων που ο Ντιμπόστ, ο πρώτος που πραγματοποίησε την εκτομή και την υποκατάσταση με αυτομόσχευμα ενός ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής, χαμηλότερα από την έκφυση των νεφρικών αρτηριών, σε ανακοίνωσή του στο Διεθνές Ιατρικό Συνέδριο του 1952, είχε χαρακτηρίσει «χειρουργικά απροσπέλαστα».
Περισσότεροι από 10.000 ασθενείς, από τους πιο ταπεινούς ανθρώπους έως τον δούκα του Ουίνσδωρ,[1] έχουν καταγραφεί στο αρχείο του.
Ο Μίκαελ Έλλις Ντιμπέικι πέθανε το 2008 σε ηλικία 99 ετών.

Βλαντιμίρ Ντεμίκοβ (Vladimir Demikhov)
Μεταφερόμαστε μακριά από το Χιούστον του Τέξας, στο Ινστιτούτο Sklifosovsky της Μόσχας, που το διεύθυνε ο Βλαντιμίρ Ντεμίκοβ (Vladimir Demikhov) (1915-1998). Στο εργαστήριο μεταμόσχευσης οργάνων εκτελούνταν πειράματα μεγάλου ενδιαφέροντος. Επρόκειτο για μεταμοσχεύσεις σε ζώα, αλλά το όνειρο του Ντεμίκοβ ήταν να μεταμοσχεύσει μια μέρα την καρδιά ενός ανθρώπου στο θώρακα ενός άλλου. Το 1962, η φωτογραφία του Griska, του σκύλου με τις δυο καρδιές κάνει το γύρο του κόσμου. Ήταν ένα ωραίο τσοπανόσκυλο που έτρεχε και πηδούσε όπως όλα τα άλλα. Το γεγονός ότι είχε δυο καρδιές του έφερνε ως μόνη ενόχληση τα αδιάκοπα ηλεκτροκαρδιογραφήματα, εκτός από τις ακροάσεις και στις δυο πλευρές του θώρακά του από τους πιο δύσπιστους από τους επισκέπτες του Ινστιτούτου, για να βεβαιωθούν ότι μέσα του χτυπούν δυο καρδιές.
Ο Griska ήταν το αριστούργημα του Ντεμίκοβ, που, φοιτητής ακόμα, ονειρευόταν πειράματα μεταμόσχευσης καρδιάς, έναν τύπο επέμβασης που η ιατρική βιβλιογραφία του καιρού εκείνου δεν είχε λάβει καθόλου υπόψη της. Έπρεπε να προχωρήσει δοκιμαστικά, και όλοι οι σκύλοι που χρησιμοποίησε στα πρώτα του πειράματα πέθαιναν στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ντεμίκοβ, πολλά χρόνια αργότερα, διάλεξε ως «μότο» ενός κεφαλαίου του βιβλίου του, που ασχολείται με το πρόβλημα της μεταμόσχευσης οργάνων, τα εξής λόγια του Παβλόφ: «Να ποικίλλεις τα πειράματα επ’ άπειρον, όσο το επιτρέπει το πνεύμα του ανθρώπου, αυτός είναι ο θεμελιώδης κανόνας της εργασίας του φυσιολόγου».
Σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, τα ζώα που χειρουργούσε ο Ντεμίκοβ κατορθώνουν να ξεφύγουν το θάνατο, πρώτα για μερικές ώρες, ύστερα για μερικές μέρες, τέλος για κάμποσες εβδομάδες. Μια μέρα, στο εργαστήριο του Ινστιτούτου, εμφανίζεται ένα ζώο ασυνήθιστο: ένας σκύλος με δυο κεφάλια. Μεταμοσχεύτηκε στο λαιμό ενός τσοπανόσκυλου το κεφάλι ενός κουταβιού κυνηγετικού σκύλου. Οι θρεπτικές ουσίες και το οξυγόνο έφταναν στο μεταμοσχευμένο κεφάλι μέσω των αιμοφόρων αγγείων του σκύλου που το φιλοξενούσε. Ήταν τόσο αστείο να βλέπει κανείς αυτό το σκυλί να πίνει γάλα από δυο διαφορετικά κύπελλα ή να τρώει με όρεξη διπλή μερίδα λουκάνικα. Ένα από αυτά τα σκυλιά με τα δυο κεφάλια μπόρεσε να επιζήσει 29 ημέρες.
«Κι όμως», γράφει ο Ντεμίκοβ, «ακόμα και οι μεταμοσχεύσεις διαφόρων ιστών φαινόταν πράγμα αδύνατο εδώ και λίγο καιρό. Το αίμα π.χ. είναι ένας υγρός ιστός και πολλοί ασθενείς πέθαναν μετά από τη μετάγγιση, γιατί κανένας, πριν από τον Λαντστάινερ, δεν είχε ανακαλύψει ότι το ανθρώπινο αίμα μπορεί να ανήκει σε 4 διαφορετικές ομάδες, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μερικές μορφές ασυμβατότητας». Ο Ντεμίκοβ υποστήριζε ότι μπορεί να εξαλειφθεί η βιολογική ασυμβατότητα στις μεταμοσχεύσεις οργάνων σε ζώα του ίδιου είδους. Έπρεπε να ανακαλυφθούν όμως νέες και πιο ασφαλείς χειρουργικές τεχνικές. Ο σκύλος Griska άνοιξε ορίζοντες που, πριν λίγο καιρό ακόμα, φαίνονταν πολύ μακρινοί.
Ο μεγάλος στόχος του Ντεμίκοβ ήταν ο άνθρωπος. «Αλλά για την επιχείρηση αυτή - ασφαλώς την πιο συναρπαστική στην Ιστορία της Χειρουργικής - πρέπει να προετοιμαστούμε με επιμέλεια».
Ο Ντεμίκοβ άρχισε στη συνέχεια να πραγματοποιεί αναζωογονήσεις καρδιάς και πνευμόνων, παρμένων από θύματα ατυχημάτων. Είχε τη γνώμη ότι τέτοια ανθρώπινα όργανα μπορούν να αντικαταστήσουν τα άβολα και ατελή μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν τότε από τις διάφορες χειρουργικές σχολές. Σκέφτηκε να τοποθετήσει την καρδιά και τους πνεύμονες σε μια διαφανή πλαστική θήκη και να τα ενώσει με τα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία του κάτω άκρου. «Το ζωντανό αυτό μηχάνημα θα μπορούσε να λειτουργεί μέρες και μήνες, απαλλάσσοντας την καρδιά του ασθενούς από μεγάλο μέρος του έργου της.
»Αν καρδιές και πνεύμονες αναζωογονημένα λειτουργήσουν κανονικά, θα μπορούν να μεταμοσχεύονται στο θώρακα, αλλά», προσθέτει ο Ντεμίκοβ, «αυτό είναι θέμα που αφορά το αύριο, δηλαδή μια άλλη μέρα τη Ιατρικής». Η «άλλη» αυτή μέρα επρόκειτο όμως να έρθει πολύ πιο σύντομα από ό,τι περίμενε κανείς. Στους τελευταίους μήνες του 1968, ο Κρίστιαν Μπάρναρντ (Christiaan Barnard) (1922-2001) μεταμόσχευσε στην Πόλη του Ακρωτηρίου, στη Ν. Αφρική, την πρώτη ανθρώπινη καρδιά στο στήθος ενός άλλου ανθρώπου, που ήταν καταδικασμένος να πεθάνει. Σήμερα, αρκετές δεκάδες ανθρώπων ζουν σε όλο τον κόσμο με την καρδιά ενός νεκρού συνανθρώπου τους.

[1] Στον οποίον μέσα σε 77 λεπτά της ώρας, αντικατέστησε, το 1964, ένα τμήμα αρτηρίας με σωλήνα από Dacron.

Οι καρδιοχειρουργοί Christiaan Barnard και Michael DeΒakey

22/11/09

Αλβέρτος Σέιμπιν (Albert Sabin) [116]

Στο Cincinnati, τη δεύτερη πόλη του Οχάιο, όλοι πιστεύουν ότι η πόλη τους διαθέτει κάτι πιο σημαντικό από τα χαλυβουργεία της, τα εργοστάσια ουίσκι και το Ωδείο της που γιορτάζει την εκατονταετηρίδα του. Αυτό το πιο σημαντικό είναι ένας άνθρωπος: ο Άλμπερτ Σέιμπιν, ο Πολωνός που γεννήθηκε το 1906, στο Bialystok, που τότε ανήκε στη Ρωσία. Το 1921 άφησε τη γενέτειρά του, για να αποφύγει τους διωγμούς κατά των Εβραίων (ο ίδιος ήταν Εβραίος), και εγκαταστάθηκε στις Η.Π.Α.
Το 1930 πήρε την αμερικανική ιθαγένεια και τον επόμενο χρόνο το δίπλωμά του από την Ιατρική Σχολή της Νέας Υόρκης. Εκεί θα εργαστεί αρχικά ως ερευνητής στα εργαστήρια του Ινστιτούτου Ροκφέλερ.
Το 1939 τον προσέλαβε το Πανεπιστήμιο του Cincinnati ως υφηγητή, εντεταλμένο να διδάσκει το μάθημα της παιδιατρικής. Το 1946 τοποθετήθηκε επικεφαλής της ομάδας παιδιατρικών ερευνών. Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σύμβουλος της Αμερικανικής Στρατιωτικής Επιτροπής ιών (U.S. Army Epidemiological Board’s Virus Committee), δηλαδή των ιών που εντοπίζονται κατά προτίμηση στο νευρικό ιστό.
Ο νεαρός δόκτωρ Σέιμπιν είχε στην αρχή προσανατολίσει τις έρευνές του προς τα προβλήματα διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων. Πολύ σύντομα όμως συγκέντρωσε όλη του την προσοχή και την απίστευτη ικανότητά του για εργασία στο θέμα της πολιομυελίτιδας.
Την πολιομυελίτιδα, την τρομερή αυτή νόσο, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ακόμα μάστιζε αλύπητα τον κόσμο των παιδιών, είχε αναφέρει πρώτη φορά, το 1813, σε σύντομο κλινικό σημείωμα ο χειρουργός του Μιλάνου Τζιοβάνι Μπατίστα Μοντέτζια (Giovanni Battista Monteggia) (1762-1815). Την πρώτη πάντως πλήρη περιγραφή έκανε, το 1840, ο Γερμανός φον Χάινε (Jakob Georg Heine) (1800-1879). Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο παιδίατρος Καρλ Όσκαρ Μεντίν (Karl Oscar Medin) (1847-1927) δημοσίευσε με στοιχεία από τις επιδημίες του 1887 και του 1895 στη Σουηδία, μια πλήρη ανατομοκλινική περιγραφή της οξείας πρόσθιας πολιομυελίτιδας (δηλαδή βλάβη των προσθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού) ή παιδικής παράλυσης ή, όπως την έλεγαν άλλοι, της «νόσου των Heine-Medin».












Η επιστήμη απέδειξε έτσι ότι η μολυσματική αυτή νόσος με την επιδημική διαδρομή χαρακτηριζόταν, από ανατομική άποψη, από βλάβη της φαιάς ουσίας των προσθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού, από όπου ξεκινούν τα νωτιαία κινητικά νεύρα και, από κλινική άποψη, από πορεία που εκδηλώνεται με δύο εξάρσεις της θερμοκρασίας και ένα σύντομο ενδιάμεσο διάστημα χωρίς πυρετό (τη λεγόμενη «θερμομετρική καμπύλη εν είδη δρομάδας»).
Το 1913, ο παθολόγος Σίμων Φλέξνερ (Simon Flexner) (1863-1944), διευθυντής του Ινστιτούτου Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, και ο Ιάπωνας μικροβιολόγος Χιντέγιο Νογκούκι,[1] κατόρθωσαν να καλλιεργήσουν σε ειδικό υπόστρωμα από εκχύλισμα του νευρικού ιστού ατόμων που πέθαναν από πολιομυελίτιδα, «κάτι» που μπορούσε να αναπαραγάγει τη νόσο σε πιθήκους.
Σήμερα η φύση αυτού του μυστηριώδους παράγοντα είναι γνωστή στην επιστήμη: πρόκειται για το διηθητό ιό που μπορεί να φωτογραφηθεί με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, οπότε αποκαλύπτει όψη σφαιρικού ή ελλειψοειδούς σωματιδίου, με διάμετρο από 8 έως 37 εκατομμυριοστά του χιλιοστομέτρου.
Επί πολλά χρόνια πίστευαν ότι ο ιός της πολιομυελίτιδας μπαίνει στο σώμα μόνο από τη ρινική οδό, επειδή την πειραματική μόλυνση την είχαν πετύχει με ενστάλαξη του ιού στη μύτη του πειραματόζωου με συνέπεια την ιστολογική βλάβη του οσφρητικού νεύρου.
Ο Σέιμπιν (1940-41) ασχολήθηκε με το πρόβλημα αυτό και μαζί μ' άλλους Αμερικανούς ερευνητές, άλλαξε τη γνώμη αυτή. Απέδειξε ότι ο ιός της πολιομυελίτιδας - στον άνθρωπο καθώς και στους ανώτερους πιθήκους - διεισδύει από το στόμα και αποβάλλεται με τα κόπρανα. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στη σκέψη ότι ο ιός, ύστερα από μια αρχική εντόπιση στα έντερα, περνά στο αίμα και τέλος, αλλά όχι πάντοτε, εντοπίζεται στο νευρικό ιστό.
Επί χρόνια οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ιολόγοι προσπαθούσαν να αναγάγουν σε μερικούς θεμελιώδεις τύπους τον αιτιολογικό παράγοντα της πολιομυελίτιδας. Διέκριναν και ξεχώρισαν τρία στελέχη ιού πολιομυελίτιδας: τον τύπο Ι, ή τύπο Brunhilde (από το όνομα της πιθήκου από την οποία τον απομόνωσαν), που είναι ο πιο συνηθισμένος (το 85% των περιπτώσεων, κατά την αμερικανική στατιστική του Μπόνπαν), τον τύπο ΙΙ, ή τύπο Lansing (από το όνομα της πόλης στο Μίσιγκαν, όπου για πρώτη δορά απομονώθηκε), που συναντάται στο 12% των περιπτώσεων, και, τέλος, τον τύπο ΙΙΙ, ή τύπο Leon (από το όνομα του μικρού παιδιού από το οποίο απομονώθηκε), που είναι ο πιο σπάνιος (συναντάται μόνο στο 3% των περιπτώσεων).
Ύστερα απ’ όλα αυτά ήταν φυσικό, στην επικείμενη μεγάλη μάχη κατά της πολιομυελίτιδας, να σκεφτούν τον προληπτικό εμβολιασμό με μίγμα των τριών αυτών ιών.
Αυτό το δρόμο ακολούθησε, το 1954, ο Ιωνάς Σολκ (Jonas Salk) (1914-1995), διευθυντής του μικροβιολογικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου του Pittsburg. Ο ορός κατά της πολιομυελίτιδας αποτελείτο από νεκρούς ιούς. Σύντομα όμως και χωρίς να αρνούνται την εξαιρετική σημασία αυτού του πρώτου συστήματος, οι επιστήμονες αντέτειναν, μαζί με τον Σέιμπιν, ότι το όπλο του Σολκ κατευθυνόταν περισσότερο κατά των παραλυτικών εκδηλώσεων, παρά κατά της ίδιας της νόσου. Ο Άλμπερτ Σέιμπιν, πράγματι, από το 1952, προσανατόλισε την έρευνά του προς μια ιδιαίτερη κατεύθυνση.
Από το 1955-57, στα εργαστήριά του έγιναν πειράματα σε 8.000 πιθήκους, 146 χιμπατζήδες και 133 ανθρώπους, ηλικίας από 21-27 ετών, όλους εθελοντές που προέρχονταν από τις αμερικανικές φυλακές. Ο Σέιμπιν, τον Αύγουστο του 1956, ανέπτυξε προσωπικά στο Διεθνές Συνέδριο Παιδιατρικής, που έγινε στην Κοπεγχάγη ένα από τα πιο σπουδαία μεταπολεμικά συνέδρια - τη θεωρία του: «Ποια υπήρξε, θα διερωτηθεί κανείς, η αφετηρία των ερευνών μας;». «Είναι γνωστό», λέει ο Σέιμπιν, «ότι ο ιός της πολιομυελίτιδας μπορεί να μεταδοθεί με δυο τρόπους: με τις τροφές, οι οποίες ενδεχομένως είναι μολυσμένες, ή από άλλο δρόμο, που μπορεί να είναι τα παρίσθμια, με άμεση δίοδο του ιού στο αίμα. Στην ειδική αυτή περίπτωση, το εμβόλιο του καθηγητή Σολκ, που η πείρα του βοήθησε βέβαια την πορεία της δικής μου εργασίας, αποδείχθηκε αποτελεσματικό, γιατί τα αντισώματα, που δημιουργούνται, εμποδίζουν τον ιό να φθάσει στα νευρικά κέντρα, που είναι το πιο τρωτό σημείο των ατόμων που προσβλήθηκαν από πολιομυελίτιδα. Απομένει όμως η πιο διάχυτη λοίμωξη, η εντερική, εκείνη δηλαδή που επέρχεται με τη λήψη των τροφών. Είναι η περίπτωση ακριβώς που αποδεικνύει τη χρησιμότητά του το νέο μου εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας, που δίνεται από το στόμα. Ενώ το εμβόλιο του καθηγητή Σολκ έχει παρασκευαστεί από νεκρούς ιούς, εμείς χρησιμοποιούμε ζωντανούς ιούς που εμποδίζουν το φορέα της μόλυνσης να φθάσει στα ζωτικά μέρη του οργανισμού, όπως είναι ο νωτιαίος μυελός.» Αυτό δε σημαίνει - όπως θέλησαν να πουν μερικοί δημοσιογράφοι που κυνηγούν φανταστικές υποθέσεις - ότι δεν εκτιμώ τη σημασία της ανακάλυψης του εμβολίου του Σολκ. Απλά τόνισα ένα σημαντικό γεγονός, το εξής: το εμβόλιό του έχει αποτελεσματικότητα περιορισμένη σ’ ένα έτος, και, συνεπώς, επιβάλλεται ο περιοδικός εκ νέου εμβολιασμός. Επί πλέον, ένα λίτρο νεκρού εμβολίου μόλις και μετά βίας αρκεί για 300 άτομα και μπορεί να ανοσοποιήσει μόνο για τρεις τύπους ιού πολιομυελίτιδας, ενώ η λοιμώδης κλίμακα νομίζω ότι είναι ευρύτερη. Αντίθετα, ένα λίτρο του δικού μου εμβολίου μπορεί να ανοσοποιήσει 100.000 άτομα. Αρκεί μια σταγόνα διαλυμένη σε μια κουτάλα γάλα ή σιρόπι. Είναι πάμφθηνο. Καμιά χώρα δε θα έπρεπε να παραμελήσει τη μαζική χορήγηση του προϊόντος αυτού».
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για μια από τις τόσες εμπορικές μάχες τις μεταμφιεσμένες σε επιστημονικό αλτρουισμό. Αλλά ο Άλμπερτ Σέμπιν, αφού πρώτα πρόσφερε στον κόσμο τη σωτηρία για εκατομμύρια παιδάκια, έκανε μια χειρονομία εξίσου υψηλή στο ηθικό επίπεδο. Αρνείται να πάρει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την ανακάλυψή του, παραιτείται από κάθε κέρδος, προσφέρει την ανακάλυψή του στα παιδάκια όλου του κόσμου και εξακολουθεί να ζει με το μισθό του πανεπιστημιακού καθηγητή. «Δε θέλω», λέει, «η συμβολή μου στην ευημερία της ανθρωπότητας να πληρωθεί με χρήματα».
Και η συμβολή αυτή είναι πράγματι ανυπολόγιστη. «Ο μισθός μου του καθηγητή μου φθάνει», θα πει σε συνέντευξη στην τηλεόραση. «Κατά τη σταδιοδρομία μου έλαβα πολλές επιστημονικές αναγνωρίσεις κι ένα μόνο βραβείο σε χρήματα: τα 25 εκατομμύρια λιρέτες του Φελτρινέλλο που μου απένειμε η ιταλική Ακαδημία των Λίντσι. Τα χρησιμοποιώ για μερικές οικογενειακές υποθέσεις. Παντρεύτηκα αργά και πρέπει να κάνω λίγες οικονομίες για τα παιδιά μου».
Κάθε πρωί άφηνε το σπίτι του στα προάστια του Cincinnati, και περνούσε όλη την ημέρα του στο εργαστήριό του, στον 5ο όροφο του Νοσοκομείου των Παίδων του Cincinnati.
Πολλές ώρες της ημέρας περνούσε ο Σέιμπιν στο μικροσκόπιο, με τα πειραματόζωα και στη βιβλιοθήκη για συνεχή ενημέρωση. «Η εργασία», έλεγε, «είναι η μόνη μου αναψυχή, η πραγματική μου διασκέδαση». Δεν του άρεσε η ομαδική εργασία, αλλά προτιμούσε να προχωρά μόνος του. Είχε λίγους βοηθούς, από τους οποίους μερικοί ήρθαν από πολύ μακριά για να μπορέσουν να εργαστούν μαζί του.
Δυο φορές την εβδομάδα το αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου γέμιζε ασφυκτικά για τα μαθήματά του. Η Amy και η Debora, οι κόρες του, βοηθούσαν κάπου-κάπου τον πατέρα τους να τακτοποιεί τον τεράστιο όγκο αλληλογραφίας, που έφτανε καθημερινά απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Ο άνθρωπος που νίκησε την πολιομυελίτιδα και που, ως γνησιότερη αμοιβή γι’ αυτό, αρκέστηκε στο χαμόγελο των μικρών παιδιών, καταπιάστηκε αργότερα με το πρόβλημα του καρκίνου. Είχε εμπιστοσύνη και προπαντός ελπίδα. Το επανέλαβε σ’ ένα του ταξίδι του στην Ιταλία:
«Η ανακάλυψη νέων γνώσεων που οφείλονται στους κόπους και στην αφοσίωση χιλιάδων ατόμων σε όλο τον κόσμο, είναι διαδικασία αργή, αλλά, ευτυχώς, αθροιστική και μπορεί να πει κανείς ότι τον τελευταίο αιώνα ο άνθρωπος μπόρεσε να μάθει σχετικά με τον εαυτό του και με τον κόσμο που τον περιβάλλει πιο πολλά από όσα είχε μάθει στους δεκάδες αιώνες που προηγήθηκαν.» Η εκρηκτική αυτή ανάπτυξη της επιστήμης συνεχίζεται με ρυθμό όλο και πιο ταχύ και δίνει στον άνθρωπο την ικανότητα ελέγχου πάνω στην ίδια του τη ζωή και στις δυνάμεις που τον περιβάλλουν. Κάποτε πίστευαν ότι οι αρρώστιες είναι τιμωρία που επιβάλλεται στον άνθρωπο για τα αμαρτήματά του και ότι ο πόνος, το άγχος και ο πρόωρος θάνατος αποτελούν μέρος της ανθρώπινης μοίρας. Δεν είναι πολύς καιρός που η μέση διάρκεια της ζωής δεν ξεπερνούσε τα 25-30 χρόνια έναντι των 70, που σημειώνονται τώρα στις οικονομικά πιο προοδευμένες χώρες. Πάνω από τα μισά παιδιά που γεννιόνταν ζωντανά πέθαιναν προτού φθάσουν τα 5 χρόνια της ηλικίας τους και μπορώ να βεβαιώσω ότι η μεγαλύτερη συμβολή μιας νεώτερης ιατρικής στην επιβίωση του ανθρώπου έχει τις ρίζες της στη βαθύτερη γνώση της φύσης των λοιμωδών νοσημάτων».
Πόση είναι η μερίδα του Άλμπερτ Σέιμπιν σ’ αυτή τη συμβολή είναι φανερό σε όλους: ο Αμερικανός σοφός συνδύασε πράγματι τη δύναμη του πνεύματος με την ευγένεια της καρδιάς. Ο Σέιμπιν πέθανε το 1993, σε ηλικία 87 ετών, από καρδιακή ανεπάρκεια.

[1] Είναι ο πρώτος που πέτυχε την καλλιέργεια της ωχρής σπειροχαίτης και απέδειξε τη παρουσία της στον εγκεφαλικό ιστό ατόμων που είχαν πεθάνει από προϊούσα γενική παράλυση.
Ο Albert Sabin (αριστερά) και ο Jonas Salk (κέντρο), μαζί με τον Basil O’Connor το 1961.

20/11/09

Σέλμαν Βάκσμαν (Selman A. Waksman) [115]

Μέσα στις 500 μονογραφίες και τα πάρα πολλά επιστημονικά δημοσιεύματα του Σέλμαν Βάκσμαν (Selman A. Waksman) υπάρχει και μια εργασία που και οι μη ειδικοί μπορούν να διαβάσουν με ενδιαφέρον: «Η ζωή μου με τα μικρόβια». Είναι εκτός από μια εξομολόγηση, και μια μαρτυρία ταπείνωσης.
«Δεν είμαι γιατρός, είμαι μικροβιολόγος. Δεν έχω δίπλωμα ιατρικής και χειρουργικής, είμαι διδάκτορας της γεωπονικής. Είναι αλήθεια ότι το 1952 μου έδωσαν το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, όμως δεν είμαι παθολόγος, είμαι μόνο μικροβιολόγος».
Με το όνομα του Βάκσμαν συνδέεται, ωστόσο, μια σπουδαία σελίδα του αγώνα κατά των ασθενειών. Ο Βάκσμαν γεννήθηκε στη Ρωσία το 1888, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1910 και μετά από 6 χρόνια έγινε Αμερικανός πολίτης.
Όταν το 1952 οι εφημερίδες όλου του κόσμου μιλούσαν γι’ αυτόν ως το «νικητή της φυματίωσης», ο επιστήμονας με την παροιμιώδη σεμνότητα, έκοψε το στόμφο πολλών δημοσιογράφων δηλώνοντας τα εξής: «Το να αποδίδεται μόνο σε μένα η τιμή της νίκης την οποία η ιατρική επιστήμη κέρδισε στον αγώνα κατά της φυματίωσης, θα ήταν σαν να έσβησε από την ιστορία της ιατρικής 60 χρόνια προσπαθειών και λαμπρών προόδων. Τα ονόματα του Παστέρ, του Κοχ και του Έρλιχ αποτελούν πάντοτε την αφετηρία κάθε σοβαρής έρευνας».
Η συμβολή όμως του Βάκσμαν στον αγώνα αυτόν είναι αναμφισβήτητη: αυτός έθεσε στη διάθεση της ιατρικής το πρώτο πραγματικά αποτελεσματικό φάρμακο κατά του βακίλου του Κοχ: τη στρεπτομυκίνη (Streptomycin).

«Εγώ, το επαναλαμβάνω, είμαι διδάκτορας της γεωπονικής. Πάνω από 30 χρόνια ασχολούμαι με τα μικρόβια που ζουν στο έδαφος, με τα αντιβιοτικά που δρουν πάνω στους μύκητες. Ζήτησα πάντοτε να βρω τη χημική σύνθεση για πολλούς ευρώτες και έχω την πεποίθηση ότι τη μεγάλη εποχή των Αμερικανών χρυσοθήρων μπορεί να ακολουθήσει η πολύ πιο ευγενική, και ασφαλώς πιο γοητευτική, εποχή των ερευνητών της ζωής».
Ερευνητής της ζωής: αυτό υπήρξε ο Σέλμαν Βάκσμαν, ένας ανιδιοτελής ερευνητής που παραιτήθηκε από τα εκατομμύρια των δολαρίων που θα του απέφεραν οι ανακαλύψεις του, από μια ανυπολόγιστη περιουσία, που προτίμησε να την διαθέσει για την ίδρυση και την επιχορήγηση κέντρων μελέτης της χημειοθεραπείας της φυματίωσης και των άλλων νόσων που δεν μπόρεσε ακόμα να κατανικήσει ο άνθρωπος.
«Όταν προσέξουμε», του άρεσε να επαναλαμβάνει ο Βάκσμαν, «όταν λάβουμε υπόψη μας ότι μόνο ελάχιστοι μικροοργανισμοί, απ’ όσους υπάρχουν στα διάφορα εδάφη του κόσμου, έχουν μέχρι σήμερα εξεταστεί ως προς την ικανότητά τους να παράγουν αντιβιοτικά, όταν φανταστούμε την τεράστια ποικιλία των χημικών προϊόντων που έχουν απομονωθεί κι έχουν την ικανότητα να εμποδίζουν την ανάπτυξη και να φονεύουν ορισμένους παθογόνους μικροοργανισμούς, όταν σκεφτούμε ότι μερικές από αυτές τις ενώσεις δεν είναι τοξικές για τα ζώα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χημειοθεραπευτικά μέσα, τότε, μα την αλήθεια, ανοίγεται η καρδιά στην ελπίδα και μπορούμε να πιστέψουμε ότι δεν θα αργήσει να έρθει η ημέρα που με τη χρήση των αντιβιοτικών θα μπορούν τουλάχιστον να καταπολεμούνται, αν όχι και να εκριζωθούν τελείως, όλες οι αρρώστιες του ανθρώπου και των ζώων και των φυτών επίσης».
Τα λόγια αυτά είπε ο Βάκσμαν τον Αύγουστο του 1953 στη Μεγάλη Αίθουσα της Ιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου του Μιλάνου.
Από τότε η νεαρή ιστορία των αντιβιοτικών έχει πλουτιστεί με άλλα βασικά κεφάλαια. Οι «ερευνητές της ζωής» εξακολουθούν να παρατηρούν το έδαφος, το μυστηριώδη αυτόν παραγωγό, για να βρουν όλο και νέους μικροοργανισμούς, ικανούς να προσφέρουν και άλλες ουσίες με αντιβιοτική δράση.
Η αγωνία, το πραγματικό άγχος στην έρευνα αυτή, έγινε πιο έντονο, όταν άρχισε να διαφαίνεται το ανησυχητικό φαινόμενο της αντίστασης που αναπτύσσουν μερικά παθογόνα μικρόβια στο αντίστοιχο αντιβιοτικό, είτε αυτό δρα απευθείας στο μικρόβιο, είτε έμμεσα διακόπτοντας κάποιο κρίκο της εξελικτικής του αλυσίδας.
Αλλά συνεχείς διορθώσεις και επαληθεύσεις είναι η παντοτινή μοίρα της επιστήμης. Ο Βάκσμαν υποδεικνύει την ανάγκη αυτή σε ομιλία του στις 11 Ιουνίου 1947 στο Atlantic City,[1] όπου σκιαγραφούσε την ιδέα της καταπολέμησης της πνευμονικής φυματίωσης με μικρόβια που να έχουν καταστεί αβλαβή για τον ασθενή.
Αν η πενικιλίνη είναι καρπός της οξύτατης, αλλά και τυχαίας παρατήρησης του Φλέμινγκ και της επιμονής του χημικού Μπόρις Τσέιν, η στρεπτομυκίνη και πολλά άλλα γνωστά σήμερα αντιβιοτικά, είναι στενά συνδεδεμένα με το όνομα του Βάκσμαν. Ο φυσιοδίφης και μικροβιολόγος αυτός ήθελε να διαπιστώσει πώς τα φυτά κατορθώνουν να αμύνονται κατά των μικροβίων. Ο Σέλμαν Βάκσμαν, μελετώντας τους διάφορους ευρώτες, κατόρθωσε να βρει την αντιμικροβιακή δύναμη καθενός, ώσπου το Σεπτέμβριο του 1942, καθώς εργαζόταν στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας του Σταθμού Πειραματικής Γεωπονικής του New Jersey, κατόρθωσε να βγάλει από έναν αερόβιο ακτινομύκητα, το «στρεπτομύκητα τον φαιό» (Streptomyces griseus), μια υδροδιαλυτή ουσία με σαφή αντιμικροβιακή δράση. Ο στρεπτομύκητας αυτός είναι μια μούχλα γνωστή ήδη στον Βάκσμαν, που την είχε απομονώσει στο αμερικανικό έδαφος το 1916. Από το 1924 ο Αντρέ Γκράτια είχε αντιληφθεί την ικανότητα αυτής της μούχλας να σκοτώνει ορισμένα μικρόβια. Όμως ο Βάκσμαν είναι ο άνθρωπος που, το 1942, θα διαπιστώσει ότι η στρεπτομυκίνη δρα και κατά του βακίλου του Κοχ.

Στις αρχές, που οι ποσότητες του νέου φαρμάκου ήταν περιορισμένες, το διέθεταν μόνο σε αρρώστους που βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο, σε πάσχοντες από κεγχροειδή φυματίωση και φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Πρέπει να θυμηθούμε ότι λίγους μήνες νωρίτερα, ο συντελεστής της θνησιμότητας από φυματιώδη μηνιγγίτιδα ήταν 100% και η θνησιμότητα από φυματίωση γενικά το 1900 ήταν 40,3%. Το 1947 η θνησιμότητα αυτή έπεσε στο 0.6%!
Η φυματίωση δεν ήταν πια ο «καπετάνιος του πληρώματος του θανάτου», όπως είχε πει κάποιος. Όμως την ευφορία των πρώτων ετών ακολούθησε μια κατάσταση αβεβαιότητας: ο βάκιλος του Κοχ φαινόταν σε ορισμένες περιπτώσεις να αντιστέκεται στη στρεπτομυκίνη. Τότε όμως σε κάποιο σουηδικό εργαστήριο ο Λέμαν απέδειξε ότι το PAS (παρα-αμινο-σαλικυλικό οξύ), που δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό όταν χρησιμοποιείτο μόνο του, αποκτούσε εξαιρετική ισχύ αν δινόταν σε συνδυασμό με τη στρεπτομυκίνη: καθυστερεί σχεδόν επ’ αόριστο την εμφάνιση φαινομένων ανθεκτικότητας από τη μεριά του μικροβίου.
Από τότε, το 70% των περιπτώσεων φυματίωσης μπορεί να θεραπευτεί, με τον όρο ότι η θεραπεία θα γίνεται συστηματικά και θα διαρκεί όσο χρονικό διάστημα απαιτείται. Και νέα απογοήτευση παρουσιάστηκε όταν σημειώθηκαν νέες περιπτώσεις βακίλων του Κοχ που ήταν ανθεκτικοί όχι μόνο στη στρεπτομυκίνη, αλλά και στο PAS.
Όμως, λίγο αργότερα, ένα νέο προϊόν, το «ριμιφόν» (υδραζίνη του ισονικοτινικού οξέος) φέρνει μια νέα οριστική τώρα πρόοδο. Κανένας επιστήμονας δεν μπορεί σήμερα να διεκδικήσει την τιμή της ανακάλυψης του φαρμάκου αυτού. Πολλοί είχαν επισημάνει την ευεργετική δράση της βιταμίνης ΡΡ (νικοτινικού οξέος) στη θεραπεία της φυματίωσης και το «ριμιφόν» δεν ήταν άλλο από το ακαθάριστο ίζημα (κατακάθι) των πρώτων δειγμάτων του νικοτινικού οξέος. Το λάθος των ερευνητών ήταν ότι καθάριζαν τα προϊόντα που χρησιμοποιούσαν. Φαίνεται ότι οι συνεργάτες του Ντόμαγκ βρίσκονταν παρά πολύ κοντά στην ανακάλυψη του φαρμάκου αυτού και πιθανώς θα το είχαν βρει αν δεν είχαν διακοπεί οι έρευνές τους, λόγω των γεγονότων που εξάρθρωσαν τη Γερμανία το 1944-45. Οι πολύτιμες ανακοινώσεις του Ντόμαγκ έπεσαν όμως στα χέρια των συμμάχων, που ξανάρχισαν τις έρευνες αυτές και τις έφεραν σε αίσιο τέρμα, ταυτόχρονα στην Ευρώπη και την Αμερική.Το βραβείο Νόμπελ της Φυσιολογίας και της Ιατρικής, καθιερώνει, το 1952, τη φήμη του Σέλμαν Α. Βάκσμαν, του διδάκτορα της γεωπονικής, που κατόρθωσε να βρει στη γη τη σωτηρία για εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Βάκσμαν πέθανε το 1973.

[1] Μόνο λίγα επιστημονικά περιοδικά της Αμερικής δημοσίευσαν την ομιλία αυτή.
Πίσω σειρά, από τα αριστερά: S. Waksman, H. Florey, J. Trefouel, E. Chain, A. Gratia. Μπροστινή σειρά, από τα αριστερά: P. Fredericq και Maurice Welsch.

19/11/09

Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Gerhard Domagk) [114]

Βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1939. Η σκιά του αγκυλωτού σταυρού πέφτει βαριά πάνω στην Ευρώπη. Η Βαρσοβία καίγεται. Στη Σουηδία όμως απονέμονται τα βραβεία Νόμπελ, όπως πάντοτε. Θα είναι τα τελευταία πριν από την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Νόμπελ ειρήνης – εύγλωττη προαναγγελία - δεν απονεμήθηκε. Το Νόμπελ της λογοτεχνίας πήρε ο Φιλανδός Σίλλανπεε (Frans Eemil Sillanpaa). Ο Αμερικανός Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Ernest Lawrence), που είχε ανακαλύψει το κύκλοτρο, πήρε το Νόμπελ της φυσικής. Ο Ελβετός Ρούζιτσκα (Leopold Stephen Ruzicka) και ο Γερμανός Άντολφ Μπούτεναντ (Adolf Butenandt) πήραν το Νόμπελ της Χημείας. Τέλος, ένας άλλος Γερμανός, ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Gerhard Domagk) πήρε το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική και τη φυσιολογία.
Όμως στην τελετή της απονομής των βραβείων, στη Στοκχόλμη, δυο καθίσματα ήταν άδεια: ο Μπούτεναντ και ο Ντόμαγκ δεν μπόρεσαν να έρθουν. Ο Führer, με διάταγμά του της 31 Ιανουαρίου 1937 είχε απαγορεύσει σε «όλους τους πολίτες του Ράιχ» να δέχονται αναγνωρίσεις από το Κληροδότημα Νόμπελ.
Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έστειλε μια βαθύτατα θλιμμένη επιστολή, με την οποία ευχαριστούσε και ταυτόχρονα έλεγε ότι παραιτείται από την ανώτατη αυτή τιμή.
Η βασική ανακάλυψη του Ντόμαγκ που έγινε το 1935 και αφορούσε την αντιμικροβιακή επίδραση του «προντοζίλ», της πρώτης σουλφοναμίδης, είχε εγκαινιάσει την εποχή της χημειοθεραπείας.
Αποδεικνύοντας ότι μια νέα αζωτούχος χρωστική, το «προντοζίλ», είχε την ικανότητα να θεραπεύει στα ποντίκια τις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, ο Ντόμαγκ είχε κάνει άλλο ένα βήμα προς το μεγάλο όνειρο του Πάουλ Έρλιχ: τη «μεγάλη αποστειρωτική θεραπεία» που, με μια και μόνη μεγάλη δόση, θα φόνευε όλα τα μικρόβια. Η ανακάλυψη του Ντόμαγκ προερχόταν κατευθείαν από τις ιδέες του Έρλιχ, ο οποίος, με τις περίφημες ιστολογικές του μελέτες, είχε ανακαλύψει ότι μερικές χρωστικές της ανιλίνης έχουν αξιόλογη μικροβιοκτόνο επίδραση, ταυτόχρονα όμως ήταν δυστυχώς πολύ τοξικές για τον οργανισμό των ζώων. Ο εφευρέτης της σαλβαρσάνης (πρώτη αρσενικούχος ένωση με πρακτική αξία) έλπιζε ότι, όπως υπάρχουν χρωστικές με βάση την ανιλίνη, που χρωματίζουν ειδικά ορισμένα κύτταρα, ενώ δεν έχουν καμιά επίδραση σε άλλα, έτσι θα μπορούσε κάποτε να ανακαλυφθεί κάποια μικροβιοκτόνος χρηστική που να παρουσιάζει συγγένεια μόνο με τα σώματα των μικροβίων, χωρίς να έχει καμιά επίδραση στα κύτταρα των ιστών του ζώου.
Η ανάγκη μάλιστα να ανακαλυφθεί μια τέτοια ουσία γινόταν, από χρόνο σε χρόνο, πιο επιτακτική. Οι εχθροί που έπρεπε να καταπολεμηθούν ήταν ο πνευμονιόκοκκος, ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος, οι μεγάλοι υπεύθυνοι των λοιμώξεων, των σηψαιμιών, των πνευμονιών, των μηνιγγίτιδων. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η τρομερή επιδημία της «ισπανικής» γρίπης, μόνη, είχε μέσα σε 18 μήνες πιο πολλά θύματα από όσα τα 4 χρόνια της σφαγής στα πεδία των μαχών. Οι νεκροί ήταν 15.000.000. Αλλά πόσες περιπτώσεις θανάτου έπρεπε να αποδοθούν στην ισπανική γρίπη και πόσες στις λοιμώδεις επιπλοκές της;
Τα χρόνια εκείνα ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ ήταν ακόμα φοιτητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Kiel. Είχε γεννηθεί στις 30 Οκτωβρίου 1895 στο Lagow του Brandenburg. Το 1921 πήρε το δίπλωμά του, με καθυστέρηση μερικών ετών, γιατί ο πόλεμος τον είχε αναγκάσει να διακόψει τις σπουδές του. Ο πόλεμος όμως εκείνος ήταν που με τη φρίκη του τον ώθησε να αφιερώσει τις πρώτες εργασίες του στην παθολογία των λοιμώξεων.
Το 1924 ονομάστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου του Greifswald και μετά από μια περίοδο εργασίας στο Παθολογοανατομικό Ινστιτούτο του Münster, κατέλαβε την έδρα της γενικής Παθολογίας και της Παθολογικής Ανατομικής.
Όμως η θέση που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σταδιοδρομία του Ντόμαγκ υπήρξε αυτή του διευθυντή του Εργαστηρίου Πειραματικής Παθολογίας και Μικροβιολογίας της I. G. Farbenindustrie στο Wuppertal – Elberfeld, του μεγαλύτερου χημικού εργοστασιακού συγκροτήματος της Γερμανίας.
Από τον καιρό της ανακάλυψης της σαλβαρσάνης, η ομάδα των Γερμανών επιστημόνων που μελετούσαν τις χρωστικές εργαζόταν αδιάκοπα με αφετηρία το «ερυθρό του τρυπανίου» του Έρλιχ.
Με την αζωτούχα αυτή χρωστική που δεν είχε αποδώσει, κατά του τρυπανοσώματος της «νόσου του ύπνου», είχαν επιχειρηθεί κάθε είδους συνθετικές προσπάθειες. Η έρευνα άρχισε το 1910 και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1920, με το «Bayer 205», φαίνεται ότι η γερμανική βιομηχανία έχει λύσει οριστικά το πρόβλημα της ασθένειας του ύπνου. Το προϊόν αυτό, που είχε εμφαντικά ονομαστεί «γερμανίνη», ήταν μια από τις πρώτες ενδείξεις της επιστημονικής και βιομηχανικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Αλλά το Bayer 205, ουσιαστικά, δε διέφερε πολύ από τα άλλα παράγωγα της πίσσας. Πάντοτε, από τις πρώτες ανακαλύψεις του 1910, κάθε τέτοιο παράγωγο χαιρετιζόταν ως νέο βήμα στην ιστορία της χημειοθεραπείας. Την ιστορία αυτή πλουτίζει ο Ντόμαγκ το 1935 με το κεφάλαιο του «προντοζίλ». Στις 19 Φεβρουαρίου του έτους αυτού, η «Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση», το πιο έγκυρο γερμανικό περιοδικό, δημοσιεύει τρεις ανακοινώσεις: η πρώτη είναι του Ντόμαγκ, με τον τίτλο «Συμβολή στη χημειοθεραπεία της μικροβιακής λοίμωξης», η δεύτερη των Κλέε (Klee) και Ρέμερ (Römer), για το «Προντοζίλ στις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις» και η τρίτη του Τεόντορ Σρόις (Theodor Schreus), περί της «Χημειοθεραπείας του ερυσιπέλατος και άλλων λοιμώξεων με το προντοζίλ».
Όμως, τι ήταν αυτό το προντοζίλ; Επρόκειτο για μια νέα χρωστική, όμοια στη χημική της σύνθεση με μια καστανή χρωστική, τη «χρυσοϊδίνη», που από ένα σχεδόν αιώνα ήταν γνωστή για τις αντιμικροβιακές της ιδιότητες. Οι άνθρωποι που την είχαν ανακαλύψει - ο Φριτς Μιτς (Fritz Mietzsch) (1896-1958) και ο Γιόζεφ Κλάρερ (Josef Klarer) (1898-1953), που εργάζονταν στο παράρτημα της I. G. Farbenindustrie - είχαν καταθέσει αίτηση για την κατοχύρωση της ανακάλυψής τους, ενός παραγώγου της σουλφανιλαμίδης, το Δεκέμβριο του 1932. Κανείς όμως δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην υπόθεση αυτή και, κυρίως, κανείς δεν είχε διανοηθεί να τη χρησιμοποιήσει στον τομέα της φαρμακευτικής: ούτε καν όταν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είχε μεταβιβαστεί στην Αμερική, στη Winthrop Chemical Company, που αντιπροσώπευε στην Αμερική την Farbenindustrie. Βασικά, επρόκειτο για μια από τις τόσες χρωστικές που παράγονται από τη σουλφανιλαμίδη, το παράγωγο αυτό της πίσσας, που είχε ανακαλυφθεί το 1908 από ένα νεαρό φοιτητή της Χημείας, τον Πάουλ Γκέλμο (Paul Gelmo). Ακόμα και σήμερα διατηρείται στο Πολυτεχνείο της Βιέννης η διδακτορική διατριβή του νεαρού φοιτητή, που περιγράφει τη σύνθεση της νέας ένωσης. Ήταν μια άσπρη σκόνη της οποίας ο Γκέλμο είχε καθορίσει τη χημική ονομασία (παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη). Αργότερα θα γίνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο ως «σουλφανιλαμίδη», ως μητρική ουσία των σουλφοναμιδών.
Ο δόκτωρ Χάινριχ Χέρλαϊν (Heinrich Hörlein), διευθυντής των φαρμακευτικών ερευνών του μεγάλου οίκου του Elberfeld, πρόσεξε την εργασία του Γκέλμο. Ο οίκος αυτός, τον καιρό εκείνο είχε αρχίσει ένα συστηματικό πρόγραμμα ερευνών των αζωτούχων χρωστικών. Μια ομάδα ερευνητών ασχολείτο με τη σύνθεση κάθε είδους αζωτούχων ενώσεων και παραγώγων, των οποίων εξέταζε τις χρωστικές και μικροβιοκτόνες ιδιότητες. Είχαν εντολή να μη παραβλέπουν καμιά νέα ένωση, καμιά χρωστική, κανένα φάρμακο, ό,τι κι αν ήταν. Έκαναν λοιπόν πειράματα και με την παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη του Γκέλμο. Έτσι πέτυχαν να παράγουν μια χρωστική με χρώμα κόκκινο-μπρικ, την πρώτη μιας νέας σειράς αζωσουλφοναμιδικών χρωστικών, που η υφαντουργική βιομηχανία εκτίμησε πολύ για τις καλές της ιδιότητες στη βαφή του μαλλιού.
Κανένας, ωστόσο, δεν αντιλήφθηκε ότι η σουλφανιλαμίδη, εκτός από το ότι ήταν καλή χρωστική, ήταν και φοβερός καταστροφέας των στρεπτόκοκκων. Η λύση του μεγάλου προβλήματος, όπως συμβαίνει συχνά, βρισκόταν πολύ κοντά. Στα εργαστήρια όλου του κόσμου είχαν αρχίσει να την πλησιάζουν. Στην Αμερική, π.χ., ο Heidelberger και ο Jacobs, εργάζονταν πάνω σε μια σειρά χημικών προϊόντων που μπορούσαν να καταπολεμήσουν τον πνευμονιόκοκκο. Ο ένας από τους ερευνητές αυτούς, ο Jacobs, είχε σπουδάσει στο Βερολίνο, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και γνώριζε τις εργασίες του Πάουλ Γκέλμο. Προσθέτοντας λοιπόν στη σουλφανιλαμίδη δύο άτομα αζώτου πέτυχαν να παράγουν μια νέα σειρά χρωστικών που αποδείχθηκαν κάπως αποτελεσματικές κατά των πνευμονιόκοκκων «in vitro». Αλλά οι βιοχημικοί του Ινστιτούτου Ροκφέλερ δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν το μηχανισμό με τον οποίον οι σουλφονιλαμιδικές ενώσεις ενεργούσαν κατά των βακτηριδίων και όπως έγραψε κάποιος «προσέκρουσαν σ’ αυτό το μυστικό». Στη μεγάλη αυτή μάχη των χρωστικών η γερμανική χημεία υπερείχε κι έτσι βρήκε την απάντηση που περίμενε η πάσχουσα ανθρωπότητα.
Σε μια συνάντηση δερματολόγων, που έγινε στο Düsseldorf τον Μάιο του 1933, ένας γιατρός, ο δόκτωρ Φέρστερ (Förster), ανακοίνωσε ότι με τη βοήθεια του νέου προϊόντος, που παρασκεύασαν οι Μιτς και Κλάρερ, θεράπευσε ένα παιδάκι από μόλυνση του αίματος που οφειλόταν σε σταφυλόκοκκο.
Πρόκειται για μια σπουδαία ημερομηνία, έστω κι αν είναι τυχαία στην ιστορία της ιατρικής: άρχισαν τότε να διαφαίνονται οι θεραπευτικές ιδιότητες του νέου προϊόντος, το οποίο η Farbenindustrie είχε ονομάσει αρχικά «στρεπτοζόν» (streptozon) για να το μετονομάσει αργότερα σε «προντοζίλ» (prontosil).
Για το προντοζίλ δεν υπήρχε ακόμα η καθιερωμένη βιβλιογραφία, δεν είχε ακόμα εκτελεστεί κάποια πειραματική εργασία σε πειραματόζωα και καμιά ιατρική επιθεώρηση δεν είχε δημοσιεύσει λεπτομερείς ανακοινώσεις για την κλινική του χρησιμοποίηση. Ήταν η στιγμή του Ντόμαγκ.
Ο Κλάρερ και ο Μιτς εργάζονταν μαζί του σε λεπτομερείς έρευνες για τις μικροβιοκτόνες ιδιότητες του προντοζίλ, έρευνες που ο Γερμανός επιστήμονας είχε αρχίσει από το 1933, αμέσως μετά την έκδοση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τη νέα ουσία. Έκαναν ενέσεις καθαρής καλλιέργειας στρεπτόκοκκου σε χίλια άσπρα ποντίκια. Κανένα από τα γνωστά φάρμακα δεν μπορούσε να τα σώσει. Χίλια ποντίκια θα πέθαιναν μέσα σε τρεις μέρες, μια σφαγή όμως που μετατράπηκε σε θρίαμβο, χάρις στις τεράστιες δόσεις του προντοζίλ που χρησιμοποίησε ο Ντόμαγκ. Το πείραμα επαναλαμβάνεται σε κουνέλια και τα αποτελέσματα είναι κι εδώ καταπληκτικά. Ο Ντόμαγκ παρατηρεί ότι οι μεγάλες δόσεις του προντοζίλ έθεταν εκτός μάχης τους στρεπτόκοκκους, χωρίς να προκαλούν καμιά βλάβη στον οργανισμό των πειραματόζωων. Το όνειρο του Πάουλ Έρλιχ είχε πραγματοποιηθεί. Και την ουσία που μέχρι τότε ο Ντόμαγκ χρησιμοποιούσε στα πειραματόζωα, θέλησε η μοίρα να την χρησιμοποιήσει στο κοριτσάκι του που πέθαινε, από τα ίσια εκείνα μικρόβια που αυτός πολεμούσε στο εργαστήριό του. Η μικρή είχε πάθει στρεπτοκοκκική λοίμωξη από το τρύπημα μιας βελόνας του ραψίματος. Ο χειρουργός, στο νοσοκομείο, ήταν ανίσχυρος μπροστά στην πρόοδο του κακού. Ο Ντόμαγκ, που είχε παραστεί στα θαύμα των χιλίων ποντικών του, τολμά να δοκιμάσει μια πολύ ισχυρή δόση προντοζίλ στο παιδάκι του που πέθαινε. Και στο προσκέφαλο της μικρής, αναστατωμένος και αγωνιώντας, έχει τελικά τη χαρά να παραβρεθεί στη σωτηρία της.
Το σύντομο άρθρο του, που δημοσιεύθηκε, το 1935, στη Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση, αναστάτωσε όλο τον επιστημονικό κόσμο. Βιοχημικοί, παθολόγοι, γιατροί από όλα τα έθνη στην αρχή δίστασαν να πιστέψουν τα αποτελέσματα αυτά, τα ποσοστά της θεραπείας που τους φαίνονταν σαν θαύματα. Βέβαια, το προντοζίλ δεν το δέχονταν όλοι οι οργανισμοί και δε νικούσε όλους τους μικροβιακούς εχθρούς του ανθρώπου. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι στρεπτόκοκκοι αντιστέκονταν. Οι περισσότερες όμως μολύνσεις, ακόμα και οι πιο βαριές, μπορούσαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ιατρικής να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά. Όμως ο Ντόμαγκ δεν είχε ξεχωρίσει στη μοριακή δομή του προντοζίλ την ειδική μικροβιοκτόνο ομάδα. Αυτό το πέτυχε, ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα μια ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι.
Θα αδικούσε κανείς την ιστορία της ιατρικής αν δεν ανέφερε στο κεφάλαιο για τις σουλφοναμίδες, τα ονόματα των Τρεφουέλ (J. Trefouël), Ντανιέλ Μποβέ (Daniel Bovet) και Φρεντερίκο Νίτι (Frederico Nitti). Οι επιστήμονες αυτοί απέδειξαν ότι η αντιμικροβιακή δράση του μορίου του προντοζίλ συνδεόταν με το άχρωμο σουλφοναμιδικό τμήμα του παρασκευάσματος.
Γύρω από τη σουλφανιλαμίδη άρχισαν να εργάζονται ομάδες Άγγλων και Αμερικανών ερευνητών. Αυτό που ανακάλυψαν οι Γάλλοι ερευνητές του Ινστιτούτου Παστέρ θα το επιβεβαιώσει τον Ιανουάριο του 1936 το πείραμα του Λέοναρντ Κόλεμπουργκ (Leonard Kohleburg) και του βοηθού του Νίβε Κάνι. Στο νοσοκομείο Queen Charlotte του Λονδίνου, οι δυο αυτοί επιστήμονες εφάρμοσαν τη θεραπεία με το προντοζίλ σε 38 γυναίκες που είχαν πάθει επιλόχειο πυρετό: από αυτές οι 35 επέζησαν.
Η χημική αυτή ουσία αποτέλεσε το ιδεώδες πεδίο για τις μελλοντικές συνθέσεις των ειδικών της οργανικής χημείας.Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έζησε αρκετά (πέθανε τον Απρίλιο του 1964), ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει την απίστευτη εξέλιξη των ερευνών, στις οποίες είχε συμβάλει με τόσο αποφασιστικό τρόπο.

16/11/09

Γεώργιος Παπανικολάου (George Papanicolaou) [113]

Ο Γιώργος Παπανικολάου, ο διάσημος Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος κι ερευνητής, γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας το 1883 και πέθανε στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το 1962. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1904 και το 1907 πήγε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα βιολογίας στο πανεπιστήμια της Ιένας (με τον καθηγητή Haeckel) και του Φράιμπουργκ (με τον καθηγητή Weisman). Στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του καθηγητή Ρίχαρντ Έρτβιχ (Richard Ertwich), στο εργαστήριο του οποίου άρχισε την πρώτη βιολογική του έρευνα «επί του καθορισμού του φύλου εις τα οστρακόδερμα της οικογενείας των δαφνιδών». Αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας των φυσικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε το 1910 στην Αθήνα. Στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε ως βιολόγος στο ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, συμμετέχοντας και σε ωκεανογραφική εξερεύνηση του πρίγκιπα του Μονακό το 1911. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1913 αναχώρησε για τις ΗΠΑ, όπου (έπειτα από μια σύντομη θητεία βοηθού στο παθολογοανατομικό τμήμα του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης) εργάστηκε ως βοηθός στον κλάδο της ανατομίας στο πανεπιστήμιο Cornel της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια εκλέχθηκε υφηγητής, έκτακτος καθηγητής και τέλος τακτικός καθηγητής της ανατομίας και ιστολογίας στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου αυτού, όπου παρέμεινε 47 χρόνια.
Μετά από σειρά εργασιών πάνω στην εκφυλιστική κληρονομική επίδραση του οινοπνεύματος στα ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε προς την έρευνα προβλημάτων που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των φυλετικών ορμονών. Κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών εφάρμοσε μια πρωτότυπη μέθοδο, που ο ίδιος επινόησε, τη μέθοδο των επιχρισμάτων με διάφορα υγρά του οργανισμού, ειδικά παρασκευασμένα και χρωματισμένα αρχικά στα ινδικά χοιρίδια και μετά σε άλλα θηλαστικά. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής, που την τελειοποίησε τεχνικά, απέδειξε την ύπαρξη τακτικής περιοδικότητας στο γεννητικό σύστημα των θηλέων στα τρωκτικά και σε άλλα κατώτερα θηλαστικά. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε ευρύτερη κλίμακα άνοιξε νέα περίοδο μεγάλης δραστηριότητας στην ενδοκρινολογία και τη μελέτη και απομόνωση των φυλετικών ορμονών.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, αρχικά για μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας και η οποία συνίσταται στην κυτταρολογική μελέτη των προϊόντων της αποφολίδωσης των επιθηλίων. Η μέθοδος αυτή, γνωστή διεθνώς ως μέθοδος Παπανικολάου (Pap test) εφαρμόζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών, ιδιαίτερα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμότητα της κυτταρολογικής μεθόδου για τη διάγνωση του καρκίνου του αυχένα της μήτρας, που έγινε το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, επειδή η γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν ότι η διάγνωση του καρκίνου με τη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη. Τέτοια διάγνωση θεωρείτο δυνατή μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Η εργασία του, που βοηθήθηκε από το «Commonwealth Fund», επεκτάθηκε σε ευρύτερη μελέτη των κυτταρολογικών αλλοιώσεων σε περιπτώσεις καρκίνου του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, και τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1943 μαζί με αυτά του καθηγητή της γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουτ (Herbert Traut) (1894-1972) σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». Η δημοσίευση της εργασίας αυτής δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον και προκάλεσε τη δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή της μεθόδου στη διάγνωση του καρκίνου των οργάνων του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια του αναπνευστικού, πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες τους αυτές θεωρείται ότι έγινε θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας», που βασίζεται στη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Η εφαρμογή της μεθόδου, που χρησιμοποίησε στις έρευνές του, και η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Μέθοδος Παπανικολάου», άνοιξε νέους ευρείς ορίζοντες στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία, όπως και στη μελέτη και διάγνωση του καρκίνου.
Οι επιστημονικές εργασίες του Παπανικολάου που δημοσιεύθηκαν υπερβαίνουν τις 100, μεταξύ των οποίων τρεις ειδικές μονογραφίες.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και επιστημονικών βραβείων, μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι: το μετάλλιο τιμής της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκινολογίας, το 1952 και το βραβείο Λάσκαρ (Lasker Award), η μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε επίσης μέλος της Ιατρικής Ακαδημίας Νέας Υόρκης, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Κυτταρολογικής Εταιρείας Νέας Υόρκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων ξένων πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1960 η Ακαδημία Αθηνών, μαζί με άλλα επιστημονικά Αμερικανικά ιδρύματα, υπέβαλε γι’ αυτόν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Τελικά όμως δεν του απονεμήθηκε με την αιτιολογία ότι ο Παπανικολάου υπήρξε επινοητής της μεθόδου και όχι εφευρέτης φαρμάκου. Στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών «Παπανικολάου», που ιδρύθηκε προς τιμή του στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Στενός συνεργάτης στις επιστημονικές του δραστηριότητες υπήρξε η γυναίκα του Μάχη Μαυρογένη, η οποία προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του, μετά τον θάνατό του.
Στη μνήμη του διάσημου Έλληνα ιατρού κυκλοφόρησαν γραμματόσημα στην Ελλάδα (1973) και στις ΗΠΑ (1977).

Χρώση κατά Παπανικολάου
Είναι μια κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος χρώσης διαφόρων εκκριμάτων του σώματος προς αναζήτηση κυττάρων κακοήθων εξεργασιών, ιδιαίτερα των νεοπλασματικών. Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται τα εκκρίματα από το αναπνευστικό, το πεπτικό, το ουρογεννητικό κλπ. Συστήματα, τα οποία πάντοτε περιέχουν ελεύθερα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα παραπάνω συστήματα, τα οποία με διάφορες ειδικές χρωστικές ουσίες χρωματίζονται και έτσι γίνονται ευδιάκριτα για να μελετηθούν με το μικροσκόπιο. Μεταξύ των κυττάρων αυτών βρίσκονται μερικές φορές και κύτταρα που αποχωρίστηκαν από κάποια νεοπλασματική εστία. Ιδιαίτερη αξιοπιστία παρουσιάζει η μέθοδος στην εξακρίβωση ύπαρξης καρκίνου της μήτρας και μάλιστα στο στάδιο πριν την εξάπλωσή του, οπότε και η εγχείρηση απαλλάσσει την άρρωστη από τον θανάσιμο κίνδυνο. Το έκκριμα λαμβάνεται με αναρρόφηση και με επιπόλαια απόξεση του τραχήλου της μήτρας, όπου συνηθέστερα αναπτύσσεται αρχικά ο καρκίνος της μήτρας. Και αφενός μεν το υλικό που λαμβάνεται με απόξεση δίνει υψηλού βαθμού ακρίβεια διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου, αφετέρου δε με αναρρόφηση, μικρότερης ακρίβειας διάγνωση από την προηγούμενη, αποκαλύπτει καρκίνο όχι μόνον του τραχήλου, αλλά και του ενδομητρίου, των σαλπίγγων και της ωοθήκης. Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, τα εξεταζόμενα κύτταρα διαιρούνται σε 4 κατηγορίες από πλευράς κακοήθειας. Από αυτές οι δυο πρώτες στερούνται κακοήθειας, η δε τρίτη και τέταρτη αντιπροσωπεύουν κύτταρα αυξανόμενου βαθμού κακοήθειας.
Ευνόητη είναι η τεράστια σημασία της μεθόδου για την αποκάλυψη νεοπλασματικών αλλοιώσεων στα αρχικά τους στάδια, οπότε και η χειρουργική θεραπεία είναι αποτελεσματική. Κάθε εξέλκωση του τραχήλου της μήτρας πρέπει να θεωρείται ύποπτη κακοήθειας, να ελέγχεται εγκαίρως και ο έλεγχος αυτός να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρι πλήρους ίασης της εξέλκωσης. Επίσης, ασυνήθιστη εκροή από τη θηλή των μαστών πρέπει αμέσως να υποβάλλεται στην κατά Παπανικολάου εξέταση, το Pap test, όπως εν συντομία λέγεται στο εξωτερικό. Η εξέταση αυτή γίνεται από εξειδικευμένους στην κυτταρολογία ιατρούς.

Pap test
Κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος που επινοήθηκε από τον Έλληνα ιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (στον οποίον οφείλει και τη διεθνή της ονομασία) για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας, επιστρώνονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μονιμοποιούνται, χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές για την ανάδειξη των πυρήνων και του κυτταροπλάσματος και εξετάζονται στο μικροσκόπιο, για να ανιχνευθούν ανώμαλα κύτταρα τα οποία είναι ή μπορούν να γίνουν καρκινικά.
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι χάρη στις κυτταρολογικές εξετάσεις οι θάνατοι από καρκίνο της μήτρας έχουν υποδιπλασιαστεί, ενώ η αναλογία των καρκίνων που ανιχνεύονται στα αρχικά στάδια διπλασιάστηκε. Χάρη στο τεστ, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος αποτελούσε άλλοτε το συχνότερο είδος καρκίνου στις γυναίκες, σήμερα βρίσκεται στη 13η θέση. Κάτω από άριστες συνθήκες λήψης και μονιμοποίησης του υλικού, όσον αφορά τη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου, δηλαδή της ενδοεπιθηλιακής βλάβης, η αξιοπιστία του τεστ κυμαίνεται διεθνώς από 70% έως 80%.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας, οι οποίες εκπονήθηκαν ύστερα από μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες, το πρώτο τεστ πρέπει να γίνεται τρία χρόνια μετά την πρώτη πλήρη σεξουαλική επαφή και πάντως όχι αργότερα από το 21ο έτος. Επίσης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως, εφόσον τα ευρήματα δεν υπαγορεύουν συντομότερα την επανεκτίμηση. Μετά το 30ο έτος της ηλικίας, γυναίκες οι οποίες είχαν τρία συνεχή αρνητικά τεστ (δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα) μπορούν να ελέγχονται ανά διετία, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ιατρική οδηγία. Γυναίκες άνω των 70 ετών μπορούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ όταν έχουν επισκοπικά άψογο τράχηλο, έχουν προηγηθεί τουλάχιστον τρία αρνητικά τεστ και δεν έχει διαπιστωθεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια οποιαδήποτε κυτταρολογική ανωμαλία που συνηγορεί για ενδοεπιθηλιακή βλάβη.Τελευταία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες τεχνολογίες, που αυξάνουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης, όπως η κυτταρολογία υγρής φάσης, που διαφέρει από το συμβατικό τεστ ως προς τη μέθοδο παρασκευής του υλικού.

13/11/09

Αλεξάντερ Φλέμινγκ (Alexander Fleming) [112]

Στην κρύπτη του Αγίου Παύλου, στο Λονδίνο, πλάι στον δούκα του Ουέλινγκτον και τον Οράτιο Νέλσον, αναπαύεται, από το 1955, ο σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πενικιλίνη. Όπως ο Ουέλινγκτον και ο Νέλσον, έτσι και ο μεγάλος Σκωτσέζος μικροβιολόγος κέρδισε κάποια μάχη, ασφαλώς μια από τις πιο αποφασιστικές στον 20ο αιώνα. Ο βιολόγος Αλεξάντερ Φλέμινγκ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1881, σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Lochfield της Σκωτίας. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Στη ζωή των διάσημων ανδρών, η τύχη παίζει συχνά περίεργο ρόλο. Αυτό συνέβη και με το νεαρό Αλέξανδρο, που 15 ετών άφησε το πατρικό αγρόκτημα και πήγε στο Λονδίνο κοντά στον αδελφό του Tom, που ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο του Λονδίνου το 1897, βρήκε μια δουλειά γραφείου, όπου παρέμεινε έως το 1901. Το μέλλον του Αλέξανδρου Φλέμινγκ θα έμοιαζε με το μέλλον κάθε υπαλλήλου του Λογιστηρίου της American Life: προαγωγές, επιδόματα πολυετίας, σύνταξη. Όμως η κληρονομιά από κάποιο θείο του και οι στοργικές υποδείξεις του αδελφού του τον έκαναν να αφήσει τα λογιστικά, για να σπουδάσει κι αυτός Ιατρική στο Νοσοκομείο Saint Mary.
«Στο Λονδίνο», θα γράψει αργότερα, «είχα να διαλέξω μεταξύ 12 Ιατρικών Σχολών. Κατοικούσα σχεδόν σε ίση απόσταση από τρεις από αυτές. Δε γνώριζα καμία, αλλά παίζοντας σ’ ένα παιχνίδι είχα κερδίσει μια αξιομνημόνευτη παρτίδα κατατροπώνοντας τους φοιτητές της Σχολής Saint Mary. Γι’ αυτό διάλεξα αυτή τη σχολή».
Βρισκόμαστε στο 1901. Στην αυγή του νέου αιώνα ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ έχει τη βεβαιότητα ότι θα γίνει χειρουργός στο Saint Mary. Όμως και πάλι η τύχη τροποποιεί τα σχέδιά του.
Το 1906, το εργαστήριο μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου χρειάζεται για την ομάδα του ένα καλό σκοπευτή καραμπίνας. Ο Freeman, προσφιλής μαθητής του Άλμορθ Ράιτ (Almorth Edward Wright), του πιο σοβαρού μικροβιολόγου του Λονδίνου, προτείνει στον Φλέμινγκ να σώσει την τιμή του Ινστιτούτου παίρνοντας την καραμπίνα, όπλο που ο Άλεξ χειριζόταν με μεγάλη ικανότητα από την εποχή των κυνηγών στο πατρικό αγρόκτημα. Ο νεαρός χειρουργός πετυχαίνει εκατό στους εκατό στόχους ως πειστικό προοίμιο, «πρώτη συμβολή κάποιας αξίας», θα πει αργότερα αστειευόμενος ο Φλέμινγκ, «που πρόσφερα στο Ινστιτούτο Μικροβιολογίας. Ως εκείνη τη στιγμή η μελέτη των μικροβίων δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αν στις αρχές δεν είχα παίξει σ’ εκείνο το παιχνίδι, δε θα είχα μπει στο Saint Mary. Αν δεν είχα σκοπεύσει τόσο καλά με την καραμπίνα μου, δε θα είχα γίνει βοηθός του καθηγητή Ράιτ και, επομένως, μικροβιολόγος».
Το 1906 λοιπόν, ύστερα από εκείνο το σκοπευτικό αγώνα, ο Φλέμινγκ αρχίζει να μελετά μικροβιολογία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως βοηθός στην ερευνητική ομάδα του Άλμορθ Ράιτ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βακτηριολογία.
Όμως, άλλες ήταν οι τουφεκιές που τον έκαναν να στοχαστεί πάνω στο νόημα και τη σπουδαιότητα των ερευνών του. Ήταν οι τουφεκιές των εμπόλεμων, ύστερα από το επεισόδιο του Σαράγιεβο.
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της Γερμανίας, ο Φλέμινγκ κατατάχθηκε στο ιατρικό σώμα του βασιλικού στρατού. Μπροστά στα μάτια του περνούσαν οι φρικτές εικόνες του πολέμου, ενώ παραβρίσκεται ανίσχυρος μπροστά στο θάνατο χιλιάδων τραυματιών. Εκείνες τις ημέρες, γράφει σ’ ένα ημερολόγιό του: «...με περικυκλώνουν πληγές μολυσμένες, άνθρωποι που ουρλιάζουν και πεθαίνουν, ζωές που δε μπορούμε να σώσουμε. Μια μόνο ελπίδα έχω: να ανακαλύψουμε κάτι που να νικάει αυτές τις φρικτές μολύνσεις». Εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας θεραπείας που θα μείωνε τους θανάτους στρατιωτών από τις διάφορες μολύνσεις, υποστηρίζοντας ότι τα αντισηπτικά δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά. Ωστόσο, το εγχείρημά του απορρίφθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φλέμινγκ επιστρέφει στο Νοσοκομείο Saint Mary. Και πάλι η τύχη, μια σύμπτωση, θα έρθει σε βοήθεια του επιστήμονα. Μια μέρα του 1922, εκεί που παρακολουθούσε κάποια καλλιέργεια μικροβίων, παρατήρησε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Ο μαθητής του Άλλισον (Allison) τον ακούει να φωνάζει: «Απίστευτο!».
Ο ίδιος αυτός δόκτωρ Άλλισον θα διηγηθεί αργότερα: «Η καλλιέργεια των μικροβίων ήταν σκεπασμένη από μεγάλες κίτρινες αποικίες. Αλλά το καταπληκτικό ήταν ότι υπήρχε μια ευρεία ζώνη χωρίς μικροοργανισμούς. Ο Φλέμινγκ μου εξήγησε ότι στο μέρος εκείνο είχε πέσει - μια μέρα που ήταν πολύ κρυωμένος - μια σταγόνα από τη μύτη του. Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: η σταγόνα εκείνη θα πρέπει να περιείχε κάποια ουσία ικανή να σκοτώνει τα μικρόβια». Ο καθηγητής Ράιτ είναι εκείνος που ονόμασε την ουσία «λυσοζύμη».[1]
Δυστυχώς, όμως, η ουσία που είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ, δρούσε μόνο εναντίον κοινών μικροβίων και όχι εκείνων που προκαλούσαν τις κυριότερες μικροβιακές νόσους.
«Πρέπει να προχωρήσουμε την έρευνα», λέει ο Φλέμινγκ, «να πειραματιστούμε με νέες ουσίες. Ας δοκιμάσουμε με τα δάκρυα». Ένα και μόνο δάκρυ αρκεί για να διαλύσει μια αποικία μικροβίων. Στο δοκιμαστικό σωλήνα το εναιώρημα των μικροβίων γίνεται «διαυγές όπως το τζιν», γράφει ο Φλέμινγκ στο σημειωματάριό του. Και συνεχίζει: «Επί πέντε εβδομάδες τα δάκρυά μου και τα δάκρυα του δόκτορα Άλλισον υπήρξαν η πρώτη ύλη της πυρετώδους μας έρευνας. Και ποτέ άλλοτε οι μανάβηδες της γειτονιάς δεν πούλησαν τόσα κρεμμύδια όσα εκείνες τις ημέρες. Τα χρησιμοποιούσαμε για να δακρύζουμε στους δοκιμαστικούς σωλήνες».
Παρά την αδιαφορία του επιστημονικού του περιβάλλοντος και μερικά σαρκαστικά σχόλια, ο Φλέμινγκ δε χάνει το θάρρος του και συνεχίζει επίμονα να ζητάει να βρει την ουσία εκείνη που καταστρέφει τα παθογόνα μικρόβια, χωρίς να προσβάλλει τα κύτταρα του ασθενούς.
Κάνει πειράματα με διάφορους τύπους μυκήτων. Η μελέτη του μύκητα «penicillium notatum» (ενός μύκητα με έντονους αντιμικροβιακούς χαρακτήρες) του φαίνεται, από το 1917 ήδη, μια παρήγορη αρχή. Δεν είναι τοξικός για τα ζώα, και αυτό αποτελεί πρόοδο απέναντι στα έως τότε γνωστά αντισηπτικά. Παρ’ όλα αυτά, η μυστηριώδης ουσία που εκκρίνει αυτός ο μύκητας είναι εξαιρετικά ασταθής και χάνει τη δραστικότητά του μέσα σε λίγες ώρες. Ο Φλέμινγκ την αποκαλεί «πενικιλίνη» κι επιχειρεί μάταια, μαζί με τους συνεργάτες του, να την παράγει στο εργαστήριο.
Σχεδόν σε όλες τις επιστημονικές ανακαλύψεις, ένα μέρος της επιτυχίας οφείλεται στην έρευνα κι ένα άλλο στην τύχη.
Το 1928 η τύχη παρουσιάζεται ξανά στον Φλέμινγκ με τη μορφή της μούχλας: η θαυματουργική ουσία που ψάχνει εδώ και 15 χρόνια, μπαίνει μια μέρα στο γραφείο του από το ανοικτό παράθυρο. Ελαφριά και σιωπηλή πάει και κάθεται σ’ ένα τρυβλίο που περιείχε μια αποικία σταφυλόκοκκων. Πρόκειται για έναν πολύ κοινό μύκητα, που ποιος ξέρει από ήρθε.
Και στις 15 Σεπτεμβρίου έκανε τυχαία τη μεγάλη ανακάλυψη. Λίγο πριν καταστρέψει ένα δοκιμαστικό σωλήνα με την καλλιέργεια κάποιων βακτηριδίων, ο Φλέμινγκ σκύβει και παρατηρεί την καλλιέργεια και προσέχει έκπληκτος ότι γύρω από αυτόν τον μύκητα οι σταφυλόκοκκοι έχουν εξαφανιστεί: αντί να έχουν τη συνηθισμένη όψη αδιαφανών και κίτρινων μαζών έμοιαζαν τώρα με διαυγείς σταγόνες δροσιάς. Ένα είδος μπλε μούχλας είχε αναπτυχθεί, που φαινόταν να είναι σε θέση να σκοτώνει τους επιβλαβείς οργανισμούς. Μια σειρά πειραμάτων απέδειξε αργότερα τα συμπεράσματά του και οδήγησε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1929 ο Φλέμινγκ ανακοινώνει τα πρώτα αποτελέσματα της ανακάλυψής του: «Η πενικιλίνη σε δόσεις τεράστιες δεν είναι τοξική, ούτε ερεθιστική... μπορεί, είτε σε τοπική εφαρμογή είτε με ένεση, να αποτελέσει αποτελεσματικό αντισηπτικό κατά των μικροβίων».
Δυστυχώς, η ανακοίνωση αυτή συνάντησε πλήρη αδιαφορία και η έρευνά του έπρεπε να σταματήσει, καθώς δεν κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια ώσπου να πειραματιστούν στον άνθρωπο με το θαυμάσιο αυτό φάρμακο.
Το έργο του ολοκλήρωσαν άλλοι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μετά από πολλές προσπάθειες και δοκιμές, μια ομάδα χημικών και μικροβιολόγων της Οξφόρδης, με επικεφαλής τους Χάουαρντ Φλόρεϊ (Howard Walter Florey) (1898-1968) και Ερνστ Τσέιν (Ernst Boris Chain) (1906-1979), πέτυχε να απομονώσει ένα παρασκεύασμα πενικιλίνης που αποδείχθηκε εξαιρετικά δραστικό.












Στις 12 Φεβρουαρίου 1941 κάποιος αστυφύλακας της Οξφόρδης, ο Albert Alexander, 43 ετών, είναι ετοιμοθάνατος από σηψαιμία. Η μοίρα του είχε κριθεί, όταν του κάνουν μερικές ενέσεις πενικιλίνης. Σε λιγότερο από 24 ώρες παρουσιάζει καταπληκτική βελτίωση.
Αλλά η ιστορία του πρώτου ασθενή του Φλέμινγκ τελειώνει πικρά. Η παρακαταθήκη της πενικιλίνης που διέθετε η επιστήμη ήταν ελάχιστη: διακόπτεται η θεραπεία, ο ασθενής αρχίζει να πηγαίνει πάλι άσχημα, και στις 19 Μαρτίου πεθαίνει.
Η δυσκολία εξαγωγής της πολύτιμης αντιμικροβιακής ουσίας από το μύκητα ήταν το πρώτο κεφάλαιο, ίσως το πιο δραματικό και περιπετειώδες, στην ιστορία της πενικιλίνης.
Ο θάνατος του αστυφύλακα ταράζει βαθιά τη συνείδηση των πρώτων ανθρώπων που εργάζονταν για το νέο φάρμακο. Αποφασίζουν λοιπόν να μην επιχειρήσουν θεραπεία μέχρις ότου να έχουν τη βεβαιότητα ότι διαθέτουν αρκετό απόθεμα πενικιλίνης.
Από το Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 1941, άλλοι 8 ασθενείς (κυρίως παιδάκια, που τους έδιναν ελάχιστες δόσεις) αντιδρούν θετικά στη θεραπεία με την πενικιλίνη. Σύντομα γίνεται φανερό ότι αν η πενικιλίνη πρόκειται να κλείσει τα τμήματα λοιμωδών των νοσοκομείων, αν πρόκειται να σώζει τη ζωή εκατομμυρίων ατόμων, που αλλιώς θα ήταν καταδικασμένα, πρέπει να παράγεται σε ποσότητες πολύ μεγάλες. Σε δύο περίπου χρόνια έχουν παραχθεί 4 εκατομμύρια μονάδες, όσες δηλαδή χρησιμοποιούνται σήμερα για τη θεραπεία ενός απλού πονόλαιμου. Η φαρμακοβιομηχανία της Αγγλίας που ήταν καταφορτωμένη από την πολεμική εργασία και συναντούσε δυσκολίες ανυπέρβλητες από την ανεπάρκεια εξοπλισμού, δεν ήταν σε θέση να παράγει πενικιλίνη σε μεγάλη κλίμακα. Μόνη ελπίδα απέμενε η Αμερική.
Τον Ιούλιο του 1941 η ομάδα των ερευνητών της Οξφόρδης συνεχίζει τις έρευνές της στα εργαστήρια της Peoria (Ιλινόις). Οι Αμερικανοί επιστήμονες βρίσκουν τον τρόπο να αυξηθεί κατά 20 φορές η απόδοση του αρχικού αντιβιοτικού στελέχους και αρχίζουν μια σειρά λεπτομερών ερευνών σε ευρύτατη κλίμακα πάνω στους μύκητες, οπότε οι αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες άρχισαν τη μαζική παραγωγή πενικιλίνης.
Στις 27 Αυγούστου 1942 οι «Times», στο κύριο άρθρο τους, κάνουν για πρώτη φορά νύξη για την πενικιλίνη, αλλά δεν αναφέρουν το όνομα του Φλέμινγκ.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο σερ Άλμορθ Ράιτ επισημαίνει με γράμμα του αυτή την ακατανόητη παράλειψη. Πρόκειται για τον ίδιο Ράιτ που ποτέ δεν είχε κρύψει το σκεπτικισμό του απέναντι στις μελέτες του μαθητή του.
Το 1943 τα αμερικανικά εργαστήρια άρχισαν να παράγουν πενικιλίνη σε αξιόλογες ποσότητες. Το νέο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώτα στα στρατιωτικά νοσοκομεία, για την αντιμετώπιση πολλών μολύνσεων. Σιγά-σιγά το νέο φάρμακο άρχισε να φθάνει λαθραία και στα πολιτικά νοσοκομεία. Στο τέλος ήρθε η δόξα για τον Φλέμινγκ και τους συνεργάτες του. Ο Σκωτσέζος επιστήμονας εκλέγεται, το 1943, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας της Αγγλίας. Τον Ιούνιο του 1944 ο βασιλιάς του απονέμει τον τίτλο του «σερ».
Στις 25 Οκτωβρίου 1945, όταν είχε κιόλας αρχίσει η πενικιλίνη να ανακουφίζει τις αναρίθμητες πληγές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ απονέμει το βραβείο της Ιατρικής στον σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, τον σερ Χάουαρντ Φλόρεϊ και τον καθηγητή Τσέιν. Όταν ο Φλέμινγκ βραβεύτηκε το 1945 με το Νόμπελ Ιατρικής δήλωσε ταπεινά: «Η φύση δημιούργησε την πενικιλίνη. Εγώ απλώς τη βρήκα». Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψή του έφερε τα πάνω κάτω στη σύγχρονη ιατρική, αφού άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία πολλών αντιβιοτικών και την αντιμετώπιση δεκάδων ασθενειών.Όταν, στις 11 Μαρτίου του 1955, ο σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ πέθανε, από καρδιακή προσβολή, είχε σώσει περισσότερες ζωές από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη Γη.

[1] Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που έχει λυτικές ιδιότητες, είναι δηλαδή ικανό να καταστρέφει ορισμένα μικρόβια παθογόνα και μη. Βρίσκεται στον ορό του αίματος και σε άλλα οργανικά υγρά, ιδιαίτερα στα δάκρυα και στο σάλιο

11/11/09

Ουάιλντερ Πένφιλντ (Wilder Graves Penfield) [111]

«Θα είχε γίνει ένας θαυμάσιος παίκτης του ράγκμπι και στα πανεπιστημιακά πρωταθλήματα του Πρίνστον θα είχε και πάλι νικήσει την ομάδα του Χάρβαρντ, αν, αντί να ασχοληθεί με τη νευροχειρουργική, είχε μείνει προπονητής μαζί μας». Η φράση αυτή ειπώθηκε το 1952 σε μια πρόποση προς τιμή του Ουάιλντερ Πένφιλντ, στον οποίο ο βασιλιάς της Αγγλίας απένειμε τον ερυθρό και κυανού σταυρό, με το αυτοκρατορικό στέμμα, του Τάγματος της Αξίας, τιμή που μόνο λίγοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν το προνόμιο να κατέχουν. Ο Πένφιλντ, που για πολλά χρόνια κατείχε την πρώτη θέση στη σφυγμομέτρηση του κοινού για τους «μεγαλύτερους εν ζωή Καναδούς», απάντησε με απλότητα: «Βεβαίως ένας παίκτης του ράγκμπι, όσο καλός κι αν ήταν, δεν θα είχε ποτέ γίνει δεκτός μεταξύ των Ιπποτών του Τάγματος της Αξίας, πλάι στον Αϊζενχάουερ και τον Ουίστον Τσόρτσιλ. Όταν όμως αναλογίζομαι εκείνες τις αξέχαστες συναντήσεις, οφείλω να ομολογήσω ότι το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν βέβαιος τότε, ήταν ότι δεν είχα σκοπό να σπουδάσω ιατρική».
Παρ’ όλα αυτά ο Ουάιλντερ Πένφιλντ, που γεννήθηκε το 1891 στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, έγινε ένας από τους πιο διάσημους νευροχειρουργούς του κόσμου. Ο πατέρας του, γιατρός ο ίδιος, τον είχε ωθήσει προς το δικό του επάγγελμα, παρόλο που ο Ουάιλντερ κάτοχος ήδη του διπλώματος του «bachelor» των γραμμάτων, που δίνεται στο τέλος του δεύτερου πανεπιστημιακού έτους, είχε προτιμήσει τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Το 1913 ο Πένφιλντ βρίσκεται μεταξύ των 32 Αμερικανών φοιτητών, που, με την υποτροφία Cecil Rhodes, είχαν γίνει δεκτοί στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αλλά για ένα ολόκληρο χρόνο ο Πένφιλντ, χωρίς να νοιάζεται για τις 600 στερλίνες της υποτροφίας, προτιμούσε να μένει στο Πρίνστον και να προπονεί την ομάδα του ράγκμπι. Τον τρίτο χρόνο, ωστόσο, αποφασίζει να εγγραφεί στην ιατρική, δέχεται την υποτροφία και γίνεται, στην Οξφόρδη πια, ένας από τους καλύτερους και πιο αγαπητούς μαθητές του σερ Ουίλιαμ Όσλερ, του καθηγητή της Ιατρικής Κλινικής που υπήρξε και διδάσκαλος του Χάρβεϊ Κάσινγκ, του αρχηγού της νεώτερης αμερικανικής νευρολογικής σχολής. Και ο Πένφιλντ, όπως και ο Κάσινγκ, πήγε εθελοντής στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και πρόσφερε στη Φλάνδρα τις υπηρεσίες του ως νοσοκόμος σε γαλλικό νοσοκομείο εκστρατείας. Το 1916 το πλοίο με το οποίο περνούσε τη Μάγχη τορπιλίστηκε. Ο Πένφιλντ, βαριά τραυματισμένος, καταφέρνει να φτάσει στο Ντόβερ με μια βάρκα.
Γυρίζοντας στην Αμερική αποφάσισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Τζον Χόπκινς, τη μεγάλη σχολή που είχε ιδρυθεί στη Βαλτιμόρη το 1876, όπου δεν μπορούσε να μπει κανείς χωρίς το δίπλωμα του «bachelor», χωρίς να ξέρει γαλλικά και γερμανικά και χωρίς να έχει αρκετές γνώσεις Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας.
Σε ηλικία 27 ετών, το 1918, ο Πένφιλντ αναγορεύεται διδάκτωρ της Ιατρικής και επιστρέφει στην Οξφόρδη, όπου ο Ουίλιαμ Όσλερ (William Osler), υφηγητής ήδη στο Τζον Χόπκινς, διδάσκει με τον τίτλο του «regions professor».
Στην Οξφόρδη ο Πένφιλντ γνωρίζει τον σερ Τσαρλς Σέρινγκτον (Sir Charles Scott Sherrington), το μεγάλο ειδικό του νευρικού συστήματος, και νοιώθει ότι το έργο όλης της ζωής του θα είναι η νευροχειρουργική.
Τα χρόνια αυτά είναι χρόνια εντατικής μελέτης και εργασίας. Το μυστήριο του εγκεφάλου γοητεύει τον Πένφιλντ. Ο εγκέφαλος είναι μια θαυμαστή μηχανή που μέσα από δοκιμές και σφάλματα κατορθώνει να επιλέγει τις πληροφορίες και να τις αποθηκεύει για να τις χρησιμοποιήσει στον κατάλληλο χρόνο. Πώς όμως γίνεται αυτό; Πρόκειται για ένα από τα βασικά προβλήματα της νεότερης νευρολογικής έρευνας της οποίας ο Πένφιλντ προτρέχει με τα πειράματά του.
Το 1924, στο Πρεσβυτεριανό Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, ιδρύει ένα εργαστήριο Νευροκυτταρολογίας για τη μελέτη των νευρικών κυττάρων και η φήμη του ως χειρουργού και πειραματιστή κάνουν το Πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ να του προσφέρει, το 1928, την έδρα της Νευρολογίας και Νευροχειρουργικής, με την ειδική υποχρέωση να ιδρύσει τμήμα εξειδίκευσης στην παθολογία και τη χειρουργική των νεύρων και του εγκεφάλου. Αποτέλεσμα υπήρξε το περίφημο πια Νευρολογικό Ινστιτούτο του Μόντρεαλ (Montreal Neurological Institute), που εγκαινιάστηκε το 1934, τη χρονιά που ο Πένφιλντ, έχοντας ήδη πάρει την καναδική υπηκοότητα, ανακηρύχθηκε «ο μεγαλύτερος εν ζωή Καναδός».
Στο Νευρολογικό Ινστιτούτο του Μόντρεαλ, ένα κτίριο 8 ορόφων στις πλαγιές του Mont Royal, φτάνουν άρρωστοι από όλα τα μέρη του κόσμου για να υποβληθούν στη χειρουργική θεραπεία της επιληψίας, τη γνωστή σε όλες τις νευροχειρουργικές σχολές ως «μέθοδος Πένφιλντ».
Σχετικά με τη μέθοδο αυτή, ένας διάσημος Άγγλος νευροχειρουργός, ο σερ Τζ. Τζέφερσον, γράφει: «Ο Πένφιλντ αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στη μελέτη του φαινομένου της επιληψίας, παρά το γεγονός ότι η επίσημη ιατρική θεωρούσε το θέμα αυτό χαμένο χρόνο. Είχε τη δύναμη να επιμένει επί 20 χρόνια σ’ ένα τομέα που είχαν εγκαταλείψει οι γιατροί, έχοντας υποστεί κάθε είδους αποθαρρύνσεις».
Ο Τζον Χάγκλινγκς Τζάκσον (John Hughlings Jackson) (1835-1911), ο μεγάλος Άγγλος νευρολόγος, που περιέγραψε την ομώνυμη μορφή της επιληψίας, είχε ήδη στις αρχές του αιώνα ορίσει την επιληψία ως «συμπτωματική, απρόβλεπτη, βίαιη και ταχεία ηλεκτρική εκκένωση στους κόλπους της φαιάς ουσίας».
Ο Πένφιλντ πέτυχε να αποδείξει την ορθότητα αυτής της ιδέας. Την επιληπτική έκρηξη προκαλεί η συσσώρευση ενέργειας σε μια περιοχή του εγκεφάλου με βλάβη που, τις περισσότερες φορές, οφείλεται σε έλλειψη οξυγόνου ή συμπίεση των εγκεφαλικών περιοχών τη στιγμή του τοκετού. Συνεπώς, η χειρουργική θεραπεία της επιληψίας θα πρέπει να απομακρύνει το τμήμα εκείνο της εγκεφαλικής ουσίας που ευθύνεται για τις προσβολές.
Να, πώς περιγράφει ο Μάρεϊ Τέι Μπλουμ, απεσταλμένος της εφημερίδας «Ο Ελισαβετιανός» μια επέμβαση του Ουάιλντερ Πένφιλντ:
«Ύστερα από την τοπική αναισθησία ένα τμήμα από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής που προηγουμένως είχε ξεραθεί, ανασηκώνεται με το υποκείμενο οστό και το συγκρατεί προς τα πίσω με λαβίδες. Ανοίγεται η σκληρή μήνιγγα, η μεμβράνη από συνδετικό ιστό που καλύπτει τον εγκέφαλο και μια περιοχή του εγκεφάλου λίγο πιο μεγάλη από ένα ρολόι αποκαλύπτεται. Η φαιά ουσία των ελίκων διασχίζεται από τους ερυθρούς παλμούς των αρτηριών. Πλάι στο χειρουργικό τραπέζι ο δόκτωρ Χέρμπερτ Τζάσπερ με τον ηλεκτροεγκεφαλογράφο, που ερμηνεύει τα διαγράμματα των ηλεκτρικών ρευμάτων που παράγονται από τον εγκέφαλο ως αντίδραση των ερεθισμάτων του χειρουργού. Ο ασθενής είναι ξύπνιος. Ο Πένφιλντ χτυπά ένα σημείο: ‘Ένοιωσα σαν ένα τσίμπημα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη’, λέει ο ασθενής. Στερεώνουν μια αποστειρωμένη ταμπελίτσα με τον αριθμό 1, σ’ εκείνο το σημείο του εγκεφαλικού φλοιού. Το ηλεκτρόδιο ερευνά και άλλα σημεία και οι ταμπελίτσες με τους αριθμούς που αυξάνονται προοδευτικά επισημαίνουν τις περιοχές που έχουν θιγεί. Ξαφνικά, αντίστοιχα με μια περιοχή όπου μόλις έχει μπει η ταμπελίτσα αριθμός 26, ο ασθενής λέει: ‘Νοιώθω ότι θα μου έρθει προσβολή, ασφαλώς η πιο δυνατή από όσες είχα μέχρι τώρα’.
»Δεν έχει καλά-καλά στερεώσει ο καθηγητής Πένφιλντ την ταμπελίτσα 30 και ο ηλεκτροεγκεφαλογράφος του δόκτορα Τζάσπερ αναγράφει το σκίρτημα μιας ελαφριάς επιληπτικής προσβολής. Σιγά-σιγά εντοπίζεται η περιοχή του κροταφικού λοβού όπου γεννιούνται οι επιληπτικές προσβολές. Ευτυχώς δεν πρόκειται για περιοχές που εποπτεύουν σπουδαίες ή ζωτικές λειτουργίες και ο καθηγητής Πένφιλντ, χρησιμοποιώντας ένα μεταλλικό μυζητήρα, αφαιρεί τον παθολογικό ιστό, που η σύστασή του είναι κολλώδης
».
Σήμερα η εισαγωγή μικροηλεκτροδίων στον εγκέφαλο έχει για τους νευρολόγους και τους ψυχολόγους την ίδια μεγάλη σημασία που είχε για την ιατρική το μικροσκόπιο.
Η αρχή είναι σχετικά απλή. Ανοίγουν στο κρανίο οπές διαμέτρου 3 εκατοστών και εισάγουν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος ηλεκτρόδια με το αμβλύ τους άκρο που απομακρύνουν τις νευρικές ίνες, όπως θα έκανε μια βελόνα πλεξίματος σ’ ένα κουβάρι μαλλί. Στη συνέχεια διαβιβάζουν εκεί ηλεκτρικές διεγέρσεις, μέσα από πολύ λεπτά σύρματα.
Η ιδέα αυτή δεν είναι νέα. Το 1932 ο Βάλτερ Ρούντολφ Χες (Walter Rudolf Hess) (1881-1973), που το 1949 έλαβε το Βραβείο Νόμπελ για τις μελέτες του στον εγκέφαλο, είχε προτείνει την ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου.
Η χρήση αυτής της τεχνικής, που επιτρέπει την ηλεκτροφυσιολογική διέγερση και των βαθύτερων περιοχών του εγκεφάλου, επέτρεψε στον Πένφιλντ να αφιερωθεί, μαζί με τον Χέρμπερτ Τζάσπερ (Herbert Jasper) (1906-1999), για άλλο ένα τέταρτο του αιώνα, στη χειρουργική θεραπεία της επιληψίας και στη λειτουργική ανατομική των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
Τα συμπεράσματα αυτής της μακρόχρονης συνεργασίας με τον Τζάσπερ διατυπώθηκαν σε πολυάριθμα επιστημονικά δημοσιεύματα, που εκδόθηκαν σε μνημειώδες έργο με τον τίτλο «Η επιληψία και η λειτουργική ανατομική του εγκεφάλου», που αποτελεί μια θαυμάσια συλλογή παρατηρήσεων που έγιναν στον εγκέφαλο κατά τη χειρουργική διερεύνηση, ιδίως των κροταφικών λοβών. Η ανακάλυψη των νευρωτικών κυκλωμάτων που συνδέονται με τη μνήμη σ’ αυτές τις κροταφικές περιοχές αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προόδους που έχουν γίνει στην τοπογραφία του εγκεφάλου.
«Συνέβαινε κάποτε, κατά τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις υπό τοπική αναισθησία», γράφει ο Πένφιλντ, «ένας μικρός ηλεκτρικός ερεθισμός στο κροταφικό αυτό πεδίο, το δεξιό ή αριστερό, να ξυπνά στον ασθενή τη συνείδηση κάποιας προηγούμενης εμπειρίας. Η εμπειρία αυτή φαίνεται να ανήκε σε γεγονός του παρελθόντος, αλλά επανερχόταν με τις μικρότερες λεπτομέρειές της. Η ανάμνηση αυτή σταματά απότομα όταν διακοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα ή όταν το ηλεκτρόδιο απομακρυνθεί από το φλοιό. Μια φορά ένας ασθενής, όταν το ηλεκτρόδιο ήρθε σε επαφή με τη δεξιά άνω κροταφική έλικα, είπε: ‘Κάποιος έπαιζε πιάνο και μπορούσα να ακούω το τραγούδι’. Όταν ερεθίστηκε και πάλι ο φλοιός, χωρίς προειδοποίηση, σχεδόν στο ίδιο σημείο, ο ασθενής είχε διαφορετική εμπειρία. Είπε: ‘Κάποιος μιλούσε με κάποιον άλλον και πρόφερε ένα όνομα, μα δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιο’. Ερεθίσαμε πάλι το ίδιο σημείο, χωρίς να το ξέρει, και εκείνος είπε με ήσυχο ύφος: ‘Ναι, Όϊ Μαρί, Όϊ Μαρί! Κάποιος το τραγουδάει’. Όταν πήγαμε το ηλεκτρόδιο 4 εκατοστά πιο πέρα ο ασθενής είπε: ‘Βλέπω την Harrison Baker και τη Seven Up Bottling Company’. Προφανώς έβλεπε δύο από τις μεγάλες φωτεινές ρεκλάμες του Μόντρεαλ».
Ο Πένφιλντ αποκάλυψε ότι στην περιοχή αυτή του εγκεφάλου οι ηλεκτρικοί ερεθισμοί μπορούν να ανακαλούν στη μνήμη σειρές περασμένων εμπειριών, φαινόμενο παρόμοιο με το φαινόμενο της επιληπτικής διέγερσης. Είναι σαν ένας καταχωριστής, ένα τεμάχιο κινηματογραφικής ταινίας και η ηχητική της στήλη να έμπαιναν σε κίνηση μέσα στον εγκέφαλο, σαν να τον διαπερνούσαν και πάλι με τις εικόνες τους ήχους και τα συναισθήματα μιας μέρας που ανήκε στο παρελθόν.Μέσα από τα εκατομμύρια νευρικά κύτταρα που καλύπτουν ένα μέρος του εγκεφάλου περνά μόνο το λεπτό νήμα του χρόνου: ο γέρος πια καθηγητής Πένφιλντ, που από το 1956 παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή του Royal Victoria Hospital και από την έδρα της Νευρολογίας του Πανεπιστημίου McGill βάλθηκε υπομονετικά να αναζητήσει την αρχή του νήματος αυτού. Κατέληξε να γράψει μια «Ιστορία του Αβραάμ» και φαίνεται ότι η παλιά του λογοτεχνική κλίση τον έσπρωξε στην αναζήτηση εκείνου του «χαμένου χρόνου» που τα συνδεδεμένα με τη μνήμη νευρωτικά κυκλώματα και προπαντός η θέα μιας μπάλας του ράγκμπι έκαναν να ξαναζεί μέσα του. Πέθανε το 1976.