21/1/09

Κοινωνική ιατρική και ιατροδικαστική [49]

Ένας από τους ιδιαίτερους χαρακτήρες του πλούσιου σε ενδιαφέροντα, γόνιμου σε καινοτομίες κι ενθουσιασμένου από τα επιτεύγματά του 17ου αιώνα, ήταν η αντίθεση ως προς τη πραγματική φύση της ιατρικής, αντίθεση που έφτασε τα όρια μιας σφοδρής πολεμικής. Άλλοι ήθελαν το γιατρό καθαρό ερευνητή και άλλοι τον προτιμούσαν συμπαραστάτη του αρρώστου και θεραπευτή, όπως τον ήθελε ο μεγάλος Ιπποκράτης. Έτσι φούντωσε η αντίθεση μεταξύ ιατρομηχανικών και ιατροφυσικών από τη μια και ιατρών, με την ευρύτερη ανθρωπιστική έννοια της λέξης, από την άλλη.
Σημαιοφόρος της ιπποκρατικής αντίληψης για την ιατρική, χωρίς όμως να παραγνωρίζει την αξία της σαν καθαρή επιστήμη, ήταν ο Τόμας Σύντενχαμ (1624-1689), που γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «Άγγλο Ιπποκράτη». Με την απήχηση που βρήκαν οι ιδέες του σε όλη την Ευρώπη, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σχολή ιατρών, που ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για την ανάγκη να είναι ο γιατρός, κυρίως και πριν από κάθε τι άλλο, γιατρός.
Τα ελατήρια πάντως που υπαγόρευσαν την πολεμική μεταξύ των δύο σχολών δεν μπορούν να θεωρηθούν πάντοτε ειλικρινή. Έτσι έχουμε την περίπτωση του Σμπαράλια, που τον βλέπουμε να αντιστρατεύεται με σφοδρότητα τις γνώσεις του Μαλπίγγι. Και για μεν τα σημαντικά λάθη που περιείχε η πολεμική του, είχε από τον Μαλπίγγι την έγγραφη απάντηση. Το βάρος όμως της επίθεσής του αφορούσε την απομάκρυνση του Μαλπίγγι από το πραγματικό ιατρικό επάγγελμα και την αφοσίωσή του σε έρευνες, κατά τη γνώμη του ανώφελες, που παραποιούσαν τη φυσιογνωμία και την αποστολή του ιατρού. Ανάμεσα όμως από τις ευλογοφανείς αυτές θέσεις του Σμπαράλια ξεχώριζε ο φθόνος, μερικές φορές τόσο πολύ, ώστε να κινεί την αγανάκτηση όχι μόνο του περιβάλλοντος του Μαλπίγγι, αλλά και ανθρώπων που συμμερίζονταν στο θεωρητικό επίπεδο τις απόψεις του: ότι δηλαδή ο γιατρός πρέπει να ξαναγίνει κυρίως εκείνο που ήταν κάποτε.
Στις απόψεις του Σύντενχαμ βλέπουμε προοδευτικά να προσχωρούν (χωρίς να τις νοθεύουν με τα ιδιοτελή ελατήρια του Σμπαράλια) όχι μόνον ο Λαντσίζι, για τον οποίον έχουμε κιόλας μιλήσει, αλλά και μερικοί από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ιατρομηχανικής σχολής, όπως ο Μπαλίβι.

Η ανανέωση της κοινωνίας
Στο «νεο-ιπποκρατικό» αυτό πνεύμα δεν ήταν δυνατόν να μην έχουν ασκήσει την επίδρασή τους οι ιδέες που την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει να επικρατούν στα πολιτικά και τα κοινωνικά πλαίσια. Η κρίση του Μεσαίωνα και η ουμανιστική επανάσταση δεν ήταν απλώς φαινόμενα του λόγιου, του επιστημονικού κόσμου, αλλά εκδηλώσεις που ξεκινούσαν από την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο, καλύπτοντας κάθε της πλευρά, και φυσικά και την κοινωνική και την πολιτική.
Μια αναδρομή στα κείμενα του περίφημου Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) είναι στο σημείο αυτό πολύ διαφωτιστική. Η εξουσία δε θεωρείται πια «χάρη του Θεού», αλλά καρπός ανθρώπινων ικανοτήτων.
[1] Βρισκόμαστε δηλαδή κιόλας πολύ μακριά από τη μεσαιωνική αντίληψη για την εξουσία και την κοινωνία που της ήταν υποταγμένη.
Η κρίση της ιδέας που είχε ο άνθρωπος για την εξουσία, έφερε κοντά της, όπως ήταν επόμενο, σαν κάτι το αναπόφευκτο, την κρίση της ιδέας της κοινωνίας. Στο βιβλίο του «Ομιλίες στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λιβίου», ο Μακιαβέλι σκιαγραφεί με το ρωμαλέο του ύφος την ιδεώδη δημοκρατία, ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων πολιτών.
Το κατακτημένο από τον Ουμανισμό άτομο, αρχίζει να κατακτά με τη σειρά του την κοινωνία, που δεν την παραδέχεται σαν εκμηδενισμό του ατόμου και υποταγή του στον «χάριτι θεία» εξουσιαστή της. Έτσι τα προβλήματα της κοινωνίας καταλαμβάνουν κι αυτά πρωταρχική θέση στο πλαίσιο του 17ου αιώνα, βρίσκοντας μάλιστα θεωρητικά, τις πιο τολμηρές και προοδευτικές λύσεις, χωρίς τη μεσολάβηση μιας επανάστασης. Στο 17ο αιώνα είναι που υποστηρίζεται για πρώτη φορά, αν και σε διαφορετικές βάσεις, ανάλογα με το συγγραφέα, η αντίληψη ότι το θεμέλιο της κοινωνίας αποτελεί ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι την αντίληψη αυτή δεν εκφράζουν μόνον οι κληρονόμοι της διδασκαλίας του Βάκωνα Άγγλοι εμπειριστές (ο Χομπς, 1588-1679 και κυρίως ο Λοκ, 1632-1704), αλλά και φιλόσοφοι, όπως ο Σπινόζα (1623-1677), που τοποθετούσαν τα προβλήματα της συνείδησης σε ορθολογιστική και όχι σε εμπειρική βάση.

Ο αντίκτυπος στην ιατρική
Τέτοιες ιδέες δεν μπορούσαν να μείνουν νεκρό γράμμα για την επιστήμη και μάλιστα για το γιατρό που ήταν στην κυριολεξία ιατροφιλόσοφος, με την κάθε του ιδιότητα να είναι προϋπόθεση, αλλά και επακόλουθο της άλλης.
Έτσι η ιατρική του 17ου αιώνα στρέφει τα βλέμματά της προσεκτικά στα κοινωνικά προβλήματα. Καρπός του ενδιαφέροντός της θα είναι η γέννηση δύο νέων ιατρικών κλάδων: της κοινωνικής ιατρικής και της ιατροδικαστικής. Οι νέοι αυτοί κλάδοι ή ήταν τελείως ανύπαρκτοι στο παρελθόν ή υπήρχαν γι’ αυτούς απλοί υπαινιγμοί, που δε βεβαίωναν το ότι ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν σε ιδιαίτερες ιατρικές ειδικότητες.
Η αρχαιότητα είχε ασφαλώς ασχοληθεί με τις νόσους που οι κοινωνικές τους επιπτώσεις και προεκτάσεις ήταν αρκετά εμφανείς, όπως με τους «λοιμούς», επιδημίες μαζί και ενδημίες. Το ίδιο ισχύει και για το Μεσαίωνα, ιδίως στην περίοδο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, όταν η σύφιλη, σαν φοβερή επιδημία, μάστιζε την Ευρώπη και η ανακάλυψη ότι μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, δημιουργούσε μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών προβλημάτων. Όμως, το ιατρικό ενδιαφέρον, ούτε στην αρχαιότητα, ούτε κατά το Μεσαίωνα, έφτασε στο σημείο να διαμορφώσει ειδικό ιατρικό κλάδο.
Τα ίδια συνέβαιναν και με τα ιατροδικαστικά προβλήματα. Βέβαια στις σελίδες του Μπενιβιένι βρίσκει κανείς περιγραφές νεκροτομών για τη διαπίστωση της αιτίας του θανάτου, όταν υπήρχαν στη μέση ζητήματα κληρονομιάς ή υποψίες δηλητηρίασης. Αλλά αυτές δεν αποτελούν μαρτυρία ότι πριν από τον 17ο αιώνα υπήρχε ιδιαίτερος ιατροδικαστικός κλάδος.
Πράγματι, τόσο η κοινωνική ιατρική, όσο και η ιατροδικαστική έκαναν την αυτοτελή τους εμφάνιση στην ιστορία της ιατρικής μεταξύ του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα. Η εξέλιξή τους όμως στους αιώνες που ακολούθησαν, υπήρξε ραγδαία.

Οι πρωτοπόροιΣημειώσαμε ήδη στην προηγούμενη ανάρτηση το έργο του Γκέοργκ ΜπάουερΑγκρίκολα) «Περί μεταλλείων», στο οποίο ο συγγραφέας προσφέρει έναν όγκο γνώσεων και αντιμετωπίζει κάθε είδους προβλήματα κοινωνικής υγιεινής, που σχετίζονται με το επάγγελμα των εργατών ορυχείων. Παράλληλα με το έργο αυτό έχουμε και άλλες μαρτυρίες, μερικές από τις οποίες είναι πράγματι αξιόλογες. Ο Παράκελσος, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, στη διάρκεια μιας παραμονής του στο Τιρόλο και την Κορινθία, είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό με ανάλογες παρατηρήσεις.
Μια άλλη επαγγελματική ασθένεια που έπληττε κατά προτίμηση τους εργάτες μαρμάρου, γνωστή τότε σαν «νόσος του αγίου Ρόκκου», απασχόλησε ειδικά έναν άλλον από τους πρωτοπόρους της κοινωνικής ιατρικής: τον Ολλανδό Ύσμπραντ Ντίμερμπραϊκ (1608-1704). Στον ερευνητή αυτόν οφείλονται πολλά: περίφημες κλινικές περιγραφές της πανώλης, η πρώτη ακριβής ανατομική περιγραφή της επίφυσης,
[2] την οποία, σύμφωνα με τα λόγια του περίφημου Ζέλιε, δε γνωρίζουμε σήμερα καλύτερα, και τέλος η αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με τις κοινωνικές νόσους.
Η κοινωνική όμως ιατρική, σαν ιδιαίτερος κλάδος, θεμελιωμένος σε νεωτεριστικές αντιλήψεις, εγκαινιάζεται από τον Μπερναρντίνο Ραματσίνι (Κάρπι, 1633 - Μοδένα, 1714), με το έργο του «Περί των νόσων των τεχνιτών», που δημοσιεύτηκε στη Μοδένα το 1700. Το βιβλίο αυτό είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας αυτής επιστήμης.
Ο Ραματσίνι, στην πρώτη έκδοση του έργου του περιγράφει τις επαγγελματικές νόσους 40 περίπου διαφορετικών επαγγελμάτων. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 53, στη δεύτερη έκδοση του έργου του!
Στο βιβλίο του Ραματσίνι υπάρχουν οι ακριβείς περιγραφές νόσων που συνεχίζουν και σήμερα ακόμα να αποτελούν αντικείμενα μελέτης, όπως η μολυβδίαση, οι πυριτιάσεις, η δηλητηρίαση από αντιμόνιο (τυπική στους εργάτες χρωματιστών υαλοπινάκων), από κασσίτερο και από υδράργυρο. Η εξέταση των νόσων αυτών γίνεται σε συσχέτιση με διάφορα επαγγέλματα, όπως του τυπογράφου, του ιατρού, του ζωγράφου, του εργάτη ορυχείων, του φαρμακοποιού κοκ.
Ο Ραματσίνι δεν περιορίζεται στην κλινική περιγραφή των επαγγελματικών νόσων. Ενώ δεν αρνείται τη δυνατότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης, υποστηρίζει όμως την ανάγκη της προφύλαξης. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη κανονισμών για την κάθε εργασία και απαιτεί την εκπόνηση θεσμών συλλογικής υγιεινής, απαραίτητες για την προστασία των εργατών από την επαγγελματική νόσο. Όταν, με το τέλος του 18ου αιώνα, θα πραγματοποιηθεί η βιομηχανική επανάσταση και τα προβλήματα της υγιεινής της εργασίας θα αποκτήσουν δραματική επικαιρότητα, οι Άγγλοι θα ανακαλύψουν και πάλι τον Ραματσίνι, που με τόση ευφυΐα είχε αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα και είχε προτείνει τόσο διορατικές λύσεις.

Η Ιατροδικαστική
Δεν έχει φυσικά να παρουσιάσει τις προόδους της υγιεινής της εργασίας. Ό,τι όμως πέτυχε στον αιώνα αυτόν των καινοτομιών και των ανακατατάξεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο. Και μόνο το γεγονός ότι τα κάθε άλλο παρά εύκολα προβλήματά της απασχόλησαν τν επιστήμη του 17ου αιώνα δεν είναι μικρή υπόθεση.
Η τιμή ανήκει κυρίως στον Φορτουνάτο Φέντελε (1551-1630), όχι μόνο για τις αξιόλογες πληροφορίες που δίνει σχετικά με την υδραργυρίαση υδατικής προέλευσης, αλλά γιατί αντιμετώπισε με ευφυή τρόπο το θέμα των σχέσεων ιατρικής και δικαίου, σκιαγραφώντας έτσι τα βασικά προβλήματα της ιατροδικαστικής. Τιμή ανήκει και στον Πάολο Ζακκία (1584-1659), που με τα μνημειώδη του «Ιατροδικαστικά προβλήματα» πρέπει να θεωρηθεί ο πραγματικός ιδρυτής του ιατρικού αυτού κλάδου. Είναι ακόμα ο Ισπανός Ροντρίγκο ντε Κάστρο (1557-1631), που με τους δύο προηγούμενους συνθέτει τη μεγάλη τριάδα των ιατροδικαστών του 17ου αιώνα.Λίγο μεταγενέστερος, ο Γερμανός Γιόχαν Μπον (1640-1718) δίνει περαιτέρω ανάπτυξη σε ό,τι είχαν αρχίσει οι μεγάλοι πρόδρομοί του και ιδίως ο Ζακκία. Ο Μπον είναι εκείνος που πρώτος κατά κάποιο τρόπο κωδικοποίησε τα σχετικά με τη διενέργεια της νεκροτομής.


[1] Ό,τι ονομάζουμε μακιαβελισμό, δηλαδή πολιτικό κυνισμό, δεν ταυτίζεται με τη σκέψη του Μακιαβέλι.[2] Αδένας που υπάρχει στον εγκέφαλο κατά την παιδική ηλικία.

Η μελέτη των απολιθωμάτων [48]

Για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος μέχρι το 17ο αιώνα τοποθετούσε και έλυνε το πρόβλημα που δημιουργούσε η ανεύρεση απολιθωμάτων, που για τους αρχαίους στάθηκαν αφορμές μεγάλου θαυμασμού, πρέπει να γυρίσουμε δεκάδες αιώνες πίσω, στο Ρωμαίο ποιητή Λουκρήτιο. Ο ποιητής πίστευε απόλυτα στην αυτόματη γένεση που θεωρούσε σαν τη μοναδική εξήγηση της προέλευσης των ζωντανών πλασμάτων μέσα στο σύμπαν.
«Όπου», κατά τον Λουκρήτιο, «η φύση του τόπου ήταν κατάλληλη, φύτρωναν μήτρες, στερεωμένες στη γη με ρίζες». Μέσα στις μήτρες αυτές γεννιόνταν κι έπαιρναν μορφή τα έμβρυα. Σε ορισμένη στιγμή οι μήτρες άνοιγαν κι από μέσα τους ξεπετάγονταν τα ζωντανά πλάσματα: «Γι’ αυτό, δίκαια η Γη ονομάστηκε Μητέρα, επειδή αυτή ακριβώς δημιούργησε το ανθρώπινο γένος στον κατάλληλο χρόνο και όλα τα γένη των θηρίων που τριγυρίζουν εδώ κι εκεί στα βουνά, καθώς και τα πουλιά, κατοίκους των αιθέρων, με την τόση ποικιλία των μορφών τους».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα του Λουκρήτιου η Γη δε γεννά μόνο ζωντανά πλάσματα, αλλά τους δίνει και τη μορφή. Συνεπώς διαθέτει όχι μόνο «γενετική», αλλά και «μορφοποιό» δύναμη.
Παρακάτω ο Λουκρήτιος βεβαιώνει ότι οι πρώτοι άνθρωποι είχαν σκελετό «πιο μεγάλο και καμωμένο από οστά πιο σκληρά» σε σύγκριση με τους ανθρώπους της εποχής του. Από πού άραγε να προέρχεται ο ισχυρισμός αυτός του Λουκρήτιου; Προφανώς από την ανακάλυψη απολιθωμάτων που το σχήμα τους θύμιζε οστά ανθρώπινα, αλλά οι διαστάσεις τους ήταν πολύ μεγαλύτερες από τον ανθρώπινο σκελετό της εποχής του. Δεν είναι αυτό αρκετό για να πιστέψει ο ποιητής στην παλαιότερη παρουσία ενός γένους γιγάντων επάνω στη γη; Την ίδια άλλωστε παρατήρηση, πολλούς αιώνες αργότερα, κάνει ο Τζ. Μπ. Βίκο, στηρίζοντάς την στην ανεύρεση πελώριων οστών στα βουνά, άσχετα από το γεγονός ότι αυτά πολύ πιθανόν να μην ήταν ανθρώπινα, αλλά να ανήκαν σε κάποιο από τα πελώρια θηλαστικά που τους προϊστορικούς χρόνους ήταν οι κύριοι της επιφάνειας της γης.

ΤΑ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Η ύπαρξη των απολιθωμάτων ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Κάτι που αποδεικνύεται από πολλά σημεία των κειμένων του Ηρόδοτου κι άλλων ιστορικών, γεωγράφων και φυσιοδιφών της αρχαιότητας, φυσικά δε και του Αριστοτέλη. Ήταν ένα ακόμα πρόβλημα από εκείνα που απασχολούσαν ζωηρά τη σκέψη των σοφών της αρχαιότητας.
Κάθε απόπειρα να τα εξηγήσουν ισοδυναμούσε φυσικά με βήματα στο σκοτάδι. Το αρχαίο όμως ελληνικό πνεύμα διαισθανόταν την αλήθεια: ο Ηρόδοτος θεωρεί τα απολιθώματα υπολείμματα ζωντανών πλασμάτων, τα οποία έζησαν τα πολύ παλαιά χρόνια.
Στο Μεσαίωνα, τα απολιθώματα ερμηνεύονται στο πνεύμα των Γραφών, ως μαρτυρίες του κατακλυσμού. Η ερμηνεία αυτή αναγνώριζε βέβαια την οργανική προέλευση των απολιθωμάτων. Επειδή όμως δεν υπήρχε το απαραίτητο απόθεμα γεωλογικών γνώσεων, που ήταν τότε ελάχιστες ή ανύπαρκτες κι επειδή οι άνθρωποι πίστευαν στο αναλλοίωτο των ζωικών ειδών και της ίδιας της όψης της γης, δεν μπορούσαν να βγουν γόνιμα συμπεράσματα από ό,τι είχε διαισθητικά συλλάβει ο άνθρωπος.
Παράλληλα με την ερμηνεία αυτή που ήταν η επικρατέστερη, κυκλοφορούσαν και άλλες, που έξω απ’ το πλαίσιο των Γραφών ζητούσαν να στηριχθούν στο βιταλισμό του Γαληνού και σε μερικές ενδείξεις, που τις έπαιρναν χωρίς δυσκολία από τα κείμενα του Αριστοτέλη. Ξεκινώντας από την πανταχού παρουσία μιας «ψυχικής θερμότητας» και του «ζωτικού πνεύματος», πάνω στα οποία στηριζόταν η «βιταλιστική» θεωρία του Γαληνού, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η γη διαθέτει μια «πλαστουργό δύναμη», χαρακτηριστική κάθε εκδήλωσης της φύσης. Μήπως το νεογέννητα των ανθρώπων και τα νεογνά των ζώων δεν γεννιούνται τελείως διαμορφωμένα; Μήπως τα φυτά δεν ξεπετάγονται από το σπόρο με την τελική τους μορφή; Συνεπώς η φύση έπρεπε να έχει στο εσωτερικό της μια δύναμη, ικανή να δίνει μορφή στα άμορφα, στην ύλη, παρά το γεγονός ότι κάθε προϊόν της «πλαστουργού δύναμης» δε διαθέτει ζωή.
Έτσι εξηγούσαν πολλοί επιστήμονες του Μεσαίωνα και μάλιστα ο μεγάλος Άραβας, ο Αβικέννας, ο «πρίγκιπας» της επιστήμης κατά τους μεταγενέστερούς του, την ύπαρξη απολιθωμάτων. Κι από αυτήν του ακριβώς την προσωνυμία, μπορεί κανείς να υπολογίσει την έκταση της επίδρασής του στις επόμενες γενιές και στο ζήτημα των απολιθωμάτων.

ΜΕΓΑΛΟΦΥΕΙΣ ΕΝΟΡΑΣΕΙΣ
Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που δεν ακολούθησαν την ερμηνεία του Αβικέννα, η οποία ήταν γενικά δεκτή απ’ όλους όσους δεν ήθελαν να παραδεχτούν την ύπαρξη κατακλυσμού.
Έτσι ο Ριστόρο ντ’ Αρέτσο (13ος - 14ος αιώνας), ξεκινώντας από την παρουσία των απολιθωμάτων στα βουνά, υποστήριξε ότι ανεξάρτητα από το αν συνέβηκε ή όχι κατακλυσμός, πρέπει κάποτε τα βουνά αυτά να βρίσκονταν κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Με την υπόθεση αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά η τολμηρή ιδέα των γεωλογικών μεταβολών, αντίθετα προς την επικρατούσα βολική άποψη για το αμετάβλητο, όχι μόνον των ζωντανών πλασμάτων, αλλά και της όψης της γης. Παρόλο όμως που η υπόθεση του Ριστόρο έγινε δεκτή από πρόσωπα περιωπής του Βοκάκιου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, δεν προσέχθηκε μέχρι τον 17ο αιώνα.
Η αποδοχή της υπόθεσης αυτής από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι ή η διατύπωσή της από αυτόν από την αρχή, άσχετα με το αν γνώριζε ή όχι τις ιδέες του Ριστόρο, δεν πρέπει να εκπλήττει. Ανεξάρτητα από την προσφορά του Λεονάρντο σε τομείς της γνώσης, όπως η ανατομική κι η μηχανική, δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά προβλήματα της γεωλογίας και της χαρτογραφίας. Οι σημειώσεις και τα σχέδια που άφησε, προκαλούν έκπληξη για την πρωτοτυπία και το νεωτεριστικό πνεύμα τους. Δυστυχώς κι εδώ, όπως σε κάθε άλλη εκδήλωση της μεγαλοφυΐας του Λεονάρντο ντα Βίντσι, έλειπε τελείως κάθε τάξη στις έρευνές του, αλλά και κάθε απόπειρα για οργανική συστηματοποίηση των ανακαλύψεών του. Αυτό στέρησε το έργο του από την επίδραση που θα έπρεπε να ασκήσει στις μεταγενέστερες εποχές. Οι αξιοθαύμαστες του σημειώσεις, οι καταπληκτικές του παρατηρήσεις και τα υπέροχα σχέδιά του έμειναν θαμμένα στα ογκώδη του σημειωματάρια, ενώ σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι εξακολουθούσαν να μιλούν για την «πλαστουργό δύναμη της φύσης», το «θρεπτικό χυμό που τείνει προς την απολίθωση» και το «λιθοποιό πνεύμα».

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
Αν οι παρατηρήσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι έμειναν άγονες στα χρόνια που ακολούθησαν, δε συνέβη το ίδιο με τις παρατηρήσεις ενός ευφυούς ιατρού και φυσιοδίφη: του Γερμανού Γκέοργκ Μπάουερ (1454-1555). Αυτός, με το να ζήσει για πολύ στα ορυχεία, δεν παρατήρησε απλώς τη βλαβερή επίδραση του μολυσμένου αέρα τους στην υγεία των μεταλλωρύχων και των ανθρακωρύχων, αλλά είδε και πολλά απολιθώματα και μάλιστα την ώρα ακριβώς που τα έβγαζαν από το έδαφος. Η λατινική ονομασία «φοσσίλια» που τους έδωσε στο έργο του «Περί μεταλλείων» (πήρε το εκλατινισμένο όνομα Αγκρίκολα) σημαίνει ακριβώς το πράγμα που έρχεται στο φως με το σκάψιμο της γης. Δεν περιορίστηκε όμως εκεί. Με την ίδια οξύτητα πνεύματος που συνέλαβε τα αίτια των επαγγελματικών νόσων των μεταλλωρύχων, αντιλήφθηκε και την οργανική φύση των απολιθωμάτων. Επρόκειτο για το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς εκτόπιση των «πλαστουργών δυνάμεων» και των «λιθοποιών πνευμάτων».
Στο έργο αυτό της ανανέωσης συνεργάστηκε με πάθος μια ταπεινή αλλά μεγαλοφυής φυσιογνωμία: ο Γάλλος αυτοδίδακτος Μπερνάρ Παλισσύ (1510-1589). Αυτός δεν ικανοποιείτο με την ερμηνεία του κατακλυσμού ούτε με την εξήγηση της «πλαστουργού δύναμης» και τις ιδέες περί «αστείων της φύσης». Υποστήριζε λοιπόν αποφασιστικά ότι καμιά απόκρυφη «δύναμη» δεν ήταν σε θέση να δώσει στους βράχους το σχήμα του κοχυλιού, αν τα ίδια τα κοχύλια δεν το είχαν αποτυπώσει πάνω τους.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο Παλισσύ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας συνηθισμένος αγγειοπλάστης, για να καταλάβει το τι μπορεί να πετύχει το πνεύμα που δε δεσμεύεται από προκαταλήψεις. Ίσως αυτό να το οφείλει ο Παλισσύ στο ότι έμεινε αγγειοπλάστης και δεν έκανε συστηματικές σπουδές που θα τον διαπότιζαν με το ακαδημαϊκό πνεύμα, η αλαζονεία του οποίου πήγαινε παράλληλα με τον παραλογισμό και την απλοϊκότητά του!

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΕΝΩΝ
Και πάλι όμως έπρεπε να έρθει ο 17ος αιώνας για να βρουν οι μεγαλοφυείς αυτές ιδέες τη δικαίωση και την ένταξή τους σ’ ένα νέο ευρύ επιστημονικό πλαίσιο. Εκείνος που έδωσε την πιο νεωτεριστική λύση στο πρόβλημα της προέλευσης των απολιθωμάτων ήταν ο Δανός Στένσεν, με το εκλατινισμένο όνομα Στενόνιους και το εξελληνισμένο Στένων.
Τη στιγμή που εγκατέλειπε τη Φλωρεντία για να γυρίσει στην πατρίδα του, ο Στένων θέλησε να δείξει στο φωτισμένο ηγεμόνα και προστάτη του, μεγάλο δούκα Φερδινάνδο Β', την ευγνωμοσύνη του. Και του αφιέρωσε το έργο, στο οποίο είχε συγκεντρώσει τα πορίσματα των μακροχρόνιων ερευνών του γύρω από τα απολιθώματα. Το έδαφος της Τοσκάνης, από τα πλουσιότερα της Ιταλίας σε τέτοια ευρήματα, προσφερόταν ιδιαίτερα για τις μελέτες του. Το έργο αυτό (Φλωρεντία 1669) είχε τον τίτλο «Προοίμιο περί των στερεών των περιεχομένων εν τη φύσει εντός στερεών». Στις σελίδες του, τεκμηριωμένες με ακριβείς και οξυδερκείς παρατηρήσεις και αναλύσεις κάθε είδους απολιθωμάτων (κοχυλιών, οστών, φυτών κλπ.), ο Στένων υποστηρίζει κι αποδεικνύει με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφιβολία την οργανωτική τους προέλευση. Κατόρθωσε να αναγνωρίσει ότι οι «πέτρινες γλώσσες» όπως τις έλεγαν, ιδιαίτερα άφθονες στο νησί της Μάλτας, δεν ήταν άλλο από δόντια καρχαριών απολιθωμένα.
Το έργο του Στένωνα υπήρξε έργο θεμελιώδους σημασίας για την εποχή του. Είναι αλήθεια ότι ο απήχησή του υπήρξε στον αιώνα του ασήμαντη. Δεν παύει όμως να αποτελεί το πρώτο λιθάρι στο οικοδόμημα της σύγχρονης παλαιοντολογίας, της επιστήμης που τόσο συνέβαλε στη διατύπωση των εξελικτικών θεωριών.Όπως σημειώσαμε, οι σύγχρονοι του Στένωνα δεν στάθηκαν ικανοί να συλλάβουν τη σημασία του έργου του και των ιδεών του. Έτσι μετά έναν αιώνα ξαναγύρισαν στην ερμηνεία των απολιθωμάτων με τον κατακλυσμό. Για άλλη μια φορά δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε μια από τις τόσο συνηθισμένες αντιφάσεις των γόνιμων και γεμάτων ζωή εποχών.

18/1/09

Η βοτανική [47]

Η ανάγκη για ταξινόμηση όχι μόνο των ζώων, αλλά και των φυτών είχε γίνει, όπως είδαμε ήδη, αισθητή από την αρχαιότητα. Η αριστοτελική σχολή, με κύριους εκπροσώπους το Θεόφραστο και αργότερα το Διοσκουρίδη, είχε εκτελέσει μεγάλο όγκο εργασίας προς την κατεύθυνση αυτή και είχε καταστρώσει ένα διάγραμμα ταξινόμησης που ικανοποιούσε απόλυτα τις απαιτήσεις της εποχής εκείνης. Έπρεπε να συγκεντρωθούν νέα δεδομένα για να επισημανθούν τα λάθη της ταξινόμησης αυτής και να γίνουν αντιληπτά τα όριά της.

Ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ
Ήταν ο πρώτος διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής και ένας από τους πιο σημαντικούς επιστημονικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Και σήμερα ακόμα το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι τόσο για την πρωτοτυπία του, αλλά γιατί δεν έχει διασωθεί κανένα έργο του Αριστοτέλη που να αναφέρεται στη βοτανική. Έτσι τα βιβλία του Θεόφραστου «Περί φυτών ιστορίες» και «Περί φυτών αιτιών» αποτελούν την αρχαιότερη πηγή πληροφοριών για τις βοτανικές γνώσεις της αρχαιότητας και σημαντικό τεκμήριο της εφαρμογής της αριστοτελικής μεθόδου στη μελέτη του φυσικού κόσμου.
Δυστυχώς όμως ο Θεόφραστος κληρονόμησε από το διδάσκαλό του μόνο τη μέθοδο, δηλαδή κυρίως τον τρόπο της ταξινόμησης των δεδομένων. Του λείπει η πλατειά κι οργανωτική σύλληψη που χαρίζει στο ζωολογικό σύστημα του Αριστοτέλη, όσο κι αν είναι εσφαλμένο, εκείνη την ιδιαίτερη δύναμη και σαφήνεια που το χαρακτηρίζει. Δεν απουσιάζει φυσικά τελείως η οξύτητα της παρατήρησης, λείπει όμως το βαθύτερο κριτικό πνεύμα με το οποίο ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα φαινόμενα της φύσης. Έτσι το έργο του Θεόφραστου δε διαφέρει σε πολλά σημεία από απλό κατάλογο, στον οποίον αναφέρονται οι ιδιότητες, οι θεραπευτικές ικανότητες, όταν υπάρχουν, ο τρόπος της συλλογής, της συντήρησης, της πώλησης και η μέθοδος της εξαγωγής των δραστικών ουσιών κάθε φυτού.
Στην περιγραφή αυτή συναντά κανείς πολλές φορές ανάμικτα, αντικειμενικές παρατηρήσεις και παράλογους μύθους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το βιβλίο είναι αδύνατο να κόψεις ελλέβορο αν δεν έχεις φάει προηγουμένως σκόρδο μουσκεμένο στο κρασί!
Η παρουσία όμως ανοησιών τέτοιου είδους, που προέρχονται από μύθους και προλήψεις των σκοτεινών χρόνων της ιστορίας του ανθρώπου, έχει κι αυτή την αξία της για το μελετητή. Όταν άνθρωπος σαν το Θεόφραστο, που υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και διέθετε τόσο πλατειά μόρφωση (ιστορικός της φιλοσοφίας, ηθογράφος, φυσιοδίφης και ρήτορας), δέχεται τέτοια πράγματα, μπορεί να φανταστεί κανείς τη δύναμη που διέθεταν οι μύθοι του αρχαίου κόσμου.
Υπάρχει όμως στο έργο του Θεόφραστου και μια όψη πιο θετική. Πρώτον, υπάρχει η προσπάθεια της ταξινόμησης που στηρίζεται στο χαρακτήρα των φυτών που τα διέκρινε σε δέντρα, θάμνους και χόρτα. Υπάρχει ακόμα η διάκριση ορισμένων φυτικών ομάδων που εξακολουθεί πάντοτε να ισχύει (αγρωστώδη, χεδρωπά, κωνοφόρα, φοινικοειδή) και η προσπάθεια της δημιουργίας ενός επιστημονικού βοτανικού λεξικού με την ακριβή ονοματολογία των φυτών. Ο Θεόφραστος είναι ο πρώτος που ανακάλυψε τη βασική σημασία του φλοιού για τη ζωή του φυτού, με την παρατήρησή του ότι υπερβολική αποφλοίωση του κορμού ισοδυναμεί με θανάτωση του φυτού.
Ο Θεόφραστος παραδέχεται φυσικά για πολλά φυτά την αυτόματη γένεση, με τη διατύπωση που της έδινε ο διδάσκαλός του. Έχει κάνει όμως και σπουδαίες παρατηρήσεις σχετικά με τη γένεση φυτών από τη βλάστηση μιας ρίζας, ενός κλαδιού, που προέρχεται από ώριμο φυτό, ή μιας απλής παρασχίδας (σκλήθρας) ξύλου. Δεν μπόρεσε πάντως να συλλάβει την ύπαρξη φύλου στα φυτά, εκτός από τις χουρμαδιές. Αλλά αυτό αποτελούσε παλιά παρατήρηση των λαών - Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων - που είχαν τις χουρμαδιές στον τόπο τους και εκμεταλλεύονταν κατάλληλα το φαινόμενο. Ο Θεόφραστος κάνει βέβαια λόγο για «αρσενικά» και «θηλυκά» φυτά. Αλλά η έννοια που δίνει στους όρους αυτούς, δε διαφέρει από αυτή που επικρατούσε στο Μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία το φύλο των φυτών ήταν ή καθαρή επινόηση, όπως στην περίπτωση του μανδραγόρα, ή θεωρούνταν φυτά διαφορετικού είδους ως αρσενική και θηλυκή μορφή του ίδιου φυτού.
Στο έργο του Θεόφραστου υπάρχουν ακόμα παρατηρήσεις που αναφέρονται στις διαφορές ανάμεσα στα μονοκοτυλήδονα και στα δικοτυλήδονα φυτά. Παρόλο όμως που ανακατεύονται με σφάλματα και προλήψεις, δεν παύουν να κάνουν το έργο αυτό, όσο κι αν τα όριά του είναι περιορισμένα, πηγή πολύτιμων πληροφοριών για το επίπεδο των βοτανολογικών γνώσεων του αρχαίου κόσμου.

Ο ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Πολύ πιο σπουδαίο ρόλο στην Ιστορία των επιστημών έπαιξε ο Πεδάκιος Διοσκουρίδης, όχι τόσο για το μεγαλύτερο πλούτο των γνώσεών του, όσο για την επίδραση που άσκησε στους μεταγενέστερους. Γεννημένος στα Ανάζαβρα της Κιλικίας, ο Διοσκουρίδης άκμασε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Σύγχρονός του στο ρωμαϊκό κόσμο ήταν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, που, όπως παρατηρείται, όφειλε όλες τις φαρμακολογικές και βοτανικές γνώσεις του στο έργο του Διοσκουρίδη «Περί ύλης ιατρικής».
Το έργο αυτό είναι μια μεγάλη πραγματεία φαρμακολογίας, όπου περιγράφονται όχι μόνον πραγματικά, αλλά και φανταστικά φυτά, παρμένα από τους μύθους, με όλες τις γνώσεις σχετικά με τη συλλογή τους και την παρασκευή των φαρμάκων. Εκτός από τα φυτά περιγράφονται και ζώα, όσα βέβαια μπορούσαν να προσφέρουν ουσίες με φαρμακευτική ενέργεια, πραγματική ή φανταστική. Ένα από αυτά ήταν ο κάστορας, που το σπέρμα του αποτελούσε για αιώνες το βασικό συστατικό αλοιφών, που θεωρούνταν θαυματουργές: αυτές ήταν τα περίφημα «καστόρια».
Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς στο έργο του Διοσκουρίδη μια προσπάθεια ταξινόμησης που να υπερβαίνει τα όρια εκείνης του Θεόφραστου. Παρόλα αυτά ο Διοσκουρίδης είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιατρική του Μεσαίωνα και δυο τουλάχιστον ακόμα αιώνων, χάρη στη μεσολάβηση του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Αυτός, αντιγράφοντας μέχρι ένα σημείο το Διοσκουρίδη στη «Φυσική Ιστορία» του, που για το Μεσαίωνα και τους δυο επόμενους αιώνες αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιατρική εγκυκλοπαίδεια, επέδρασε σταθερά στη διαμόρφωση των αντιλήψεων της μεσαιωνικής, αλλά και της μεταγενέστερης επιστήμης. Έτσι, βλέπουμε ακόμα και το Λεονιτσένο (που με τόσο σαρκασμό υποβάλλει το κείμενο του Πλινίου σε σκληρή κριτική, λησμονώντας συγχρόνως να αναφέρει τη σημαντική συμβολή των Αράβων στον τομέα της φαρμακολογίας) να υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στο έργο του Διοσκουρίδη.
Ας μη λησμονήσουμε ακόμα ότι σε πλήρη 16ο αιώνα, ο Πιέτρο Ματτιόλι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του στην ερμηνεία και το σχολιασμό του έργου του Διοσκουρίδη, παρά τις αξιόλογες προσωπικές παρατηρήσεις που παρενέβαλε και τις διορθώσεις που επιχείρησε.

Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Στη διάρκεια όμως του 16ου αιώνα έχουμε πολλές προσπάθειες για ανανέωση των βοτανικών μελετών, καθώς και απόπειρες για μια πιο οριστική ταξινόμηση των φυτών. Η ανακάλυψη νέων χωρών με τα δικά τους, μέχρι τότε άγνωστα, ζώα και φυτά αποδείκνυε την ανεπάρκεια της αρχαίας ταξινόμησης. Το ανανεωμένο πνεύμα της παρατήρησης ανακάλυπτε τα λάθη και τα κενά της, τοποθετώντας τις βάσεις των βοτανικών και ζωολογικών μελετών. Αυτό ακριβώς υπήρξε το έργο ατόμων όπως ο Μπρούνφελς, ο Μπόνι, ο Νταλσάν, ο Μπωέν, ο Αλπίνο και κυρίως ο Τσεζαλπίνο, που ο ίδιος ο Λινναίος αναγνώριζε ως τον πιο μεγαλοφυή πρόδρομό του.
Στον 17ο κυρίως αιώνα είναι που διακρίνει κανείς μια θεμελιώδη ανανέωση τόσο στον τρόπο της παρατήρησης, όσο και στη μέθοδο της ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος που θα επιτρέψει στο Λινναίο να διατυπώσει το ταξινομικό του σύστημα.
Ο Φεντερίκο Τσέζι, ιδρυτής της Ακαδημίας των Λίντσι, είχε κιόλας επιχειρήσει να παρουσιάσει μια νέα ταξινόμηση, δημοσιεύοντας 20 πίνακες ως παράρτημα του έργου του «Μεξικάνικος θησαυρός». Και είναι πράγματι λυπηρό που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για ένα «Θέατρο ολόκληρης της φύσης», όπου οι πίνακες θα αποτελούσαν ένα μικρό μόνο τμήμα, περιέχοντας ό,τι ουσιώδες είχε παρατηρηθεί από τη μορφολογία και τη φυσιολογία των φυτών, ό,τι δηλαδή θα αποτελούσε τη βάση μιας σύγχρονης ταξινόμησης.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Τσέζι είχε ανακαλύψει, 50 ολόκληρα χρόνια πριν από τον Καμεράριους, το φύλο των φυτών κι είχε συλλάβει ένα σύστημα ταξινόμησης, εμπνεόμενο από ό,τι σήμερα ονομάζουμε «φυσικό σύστημα».
Παρόλο όμως που πρέπει να θεωρούμε τον Τσέζι, ως τον σημαντικότερο πρόδρομο του Λινναίου, ο τελευταίος επηρεάστηκε αρκετά και από τον Γιόαχιμ Γιούνγκ. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στη Λυβέκκη το 1657, δε δημοσίευσε κανένα από τα νεωτεριστικά, σε πολλά σημεία, έργα του, όσο ζούσε, από το φόβο των θεολόγων. Αυτοί τον είχαν ήδη κατηγορήσει ότι υποστήριζε πως το Πνεύμα το Άγιο αγνοούσε την ελληνική γλώσσα, επειδή ο Γιούνγκ διαμαρτυρόταν για τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση των Ο'), που τη θεωρούσε πολύ κατώτερη από τη γλώσσα των κλασικών κειμένων! Παρόλα αυτά, χάρη στην ανακάλυψη νέων οικογενειών φυτών, τη χρησιμοποίηση των ανθέων ως χαρακτηριστικού ταξινόμησης και την εισαγωγή μιας ολόκληρης σειράς νέων επιστημονικών όρων, τα έργα του «Μικρές φυσικές δοξοσκοπίες» και «Φυτοσκοπική εισαγωγή» άσκησαν αποφασιστική επίδραση στους μεταγενέστερους βοτανολόγους.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Υπήρξαν κυρίως ο Τζον Ρέι (1627-1705) και ο φίλος και συνάδελφός του Φράνσις Ουιλλόμπι (1653-1675), που κατεύθυναν αποφασιστικά τις βοτανικές έρευνες σε σύγχρονους δρόμους. Οι δυο φίλοι - ο πρώτος μάλιστα ήταν και παιδαγωγός των παιδιών του δεύτερου - μοίρασαν τα ενδιαφέροντά τους: ο Ρέι ασχολήθηκε με τη βοτανική, αφήνοντας στον Ουιλλόμπι τη ζωολογία. Ο τελευταίος πεθαίνοντας πρόωρα άφησε κάποιο κληροδότημα στο Ρέι, που με τη σειρά του επιμελήθηκε την εκτύπωση των έργων του φίλου του: της «Ορνιθολογίας» (Λονδίνο, 1676) σε τρία βιβλία, της «Περιγραφής των ιχθύων» (Οξφόρδη, 1686) σε τέσσερα βιβλία και της «Περιγραφής των εντόμων» (Λονδίνο, 1710, μετά το θάνατο του Ρέι, που όμως είχε ετοιμάσει το βιβλίο για εκτύπωση).
Εδώ μας ενδιαφέρει το έργο του Ρέι που τα βιβλία του «Νέα μέθοδος των φυτών» (Λονδίνο, 1682) και «Περιγραφή των φυτών» (Λονδίνο, μεταξύ 1686-1704) αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη συμβολή στην εξέλιξη της βοτανικής πριν το Λινναίο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον όγκο του υλικού που συγκέντρωσε ο Ρέι, ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε και με την τοπική χλωρίδα του Κέμπριτζ και των βρετανικών νησιών. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα των θεμελιωδών αντιλήψεων του συγγραφέα, της σύλληψης της σημασίας που έχει η συστηματική έρευνα της διαπίστωσης των τάξεων των φυτών, της διαισθητικής σύλληψης ενός φυσικού συστήματος, ακόμα και των γενών των φυτών.
Το έργο του Ρέι αποτελεί μια ακόμα μαρτυρία για τη σημασία των νέων προοπτικών, με τις οποίες ο 17ος αιώνας εγκαινίασε την επανάστασή του, για την επιστήμη, γενικότερα, και τη βοτανική.
Οι καινοτομίες του Ρέι στο πεδίο της βοτανικής δεν ήταν λίγες και μερικές από αυτές, ιδίως εκείνες που αφορούν τις βάσεις της ταξινόμησης των φυτών, υπήρξαν αποφασιστικές. Παρόλα αυτά η παράδοση επιζούσε σε πολλά σημεία, που μόνον ανακαλύψεις θεμελιακής σημασίας θα μπορούσαν να την κλονίσουν. Ο Ρέι π.χ. υποστήριζε το αμετάβλητο των ειδών, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον αριστοτελισμό των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης υποστήριζε το αναλλοίωτο όχι των επίγειων, αλλά των ουρανίων σωμάτων. Άλλωστε, οι παρατηρήσεις του για τον εναλλασσόμενο τρόπο γένεσης των μυγών, του επέβαλαν κάθε επιφύλαξη ως προς την έκταση της έννοιας του αμετάβλητου και στα γήινα όντα. Εκείνο που έκανε χωρίς καμιά περίσκεψη τέτοιες γενικεύσεις ήταν το μεσαιωνικό πνεύμα, στον αριστοτελισμό του οποίου συνέχιζε να είναι προσκολλημένος ο Ρέι.
Αλλά ούτε με τον Ζ. Π. ντε Τουρνεφόρ προχώρησαν οι βοτανικές μελέτες. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στο Αιξ (1656), εγκαταλείπει, με το θάνατο του πατέρα του, τις ιερατικές σπουδές, για τις οποίες εκείνος τον προόριζε και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σπουδή της βοτανικής. Καρπός των μελετών του είναι η θαυμάσια συλλογή φυτών του Βασιλικού Κήπου των Παρισίων, που τη βλέπει κανείς ακόμα και σήμερα. Εκεί είχε προσκληθεί ο Τουρνεφόρ το 1683, για να διδάξει βοτανική, αφού πήρε προηγουμένως το διδακτορικό τίτλο στο Μονπελιέ. Ταξιδεύοντας, ο Τουρνεφόρ γύρισε την Ευρώπη, την Αφρική και τις χώρες της Μέσης Ανατολής για μελέτες. Πέθανε το 1708.
Το έργο του έχει τεράστια έκταση. Περιλαμβάνει τα «Στοιχεία βοτανικής» σε 3 τόμους (Παρίσι, 1694), μια δίτομη πραγματεία με τίτλο «Φυτά που αναπτύσσονται στα περίχωρα του Παρισιού και η φαρμακευτική τους χρήση», περιγραφές των ταξιδιών του (1η έκδοση στο Παρίσι, 1698 και 2η το 1717) κλπ. Από τη μελέτη τους δεν προκύπτουν ιδιαίτερες γνώσεις στην ανατομική των φυτών, διαπιστώνεται όμως εξαιρετική περιγραφική και συνθετική ικανότητα και θαυμαστή ακριβολογία. Ο Τουρνεφόρ επιχείρησε μια ταξινόμηση που δεν ήταν φυσική, αλλά τεχνητή, βασισμένη στη μορφή της στεφάνης των ανθέων κάθε φυτού. Παρόλα αυτά κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των προδρόμων του Λινναίου, γιατί κυρίως ακολουθώντας τον Μποέν, συνέλαβε τη σημασία της έννοιας του «γένους», που αποτελεί βασικό στοιχείο της ταξινόμησης του Λινναίου. Απονέμοντας την οφειλόμενη τιμή, ο Λινναίος ονόμασε ένα από τα γένη της οικογένειας των βοραγινιδών «τουρνεφόρτια».

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΌπως όμως είδαμε, έμεναν ακόμα να ανακαλυφθούν ορισμένα βασικά πράγματα για να γίνει δυνατή μια ταξινόμηση που να μην είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τεχνητή.
Για μια ορθολογική βιολογική ταξινόμηση είναι πράγματι απαραίτητες δυο θεμελιώδεις έννοιες: η έννοια του είδους και η έννοια των ομοιοτήτων, με βάση τις οποίες θα ήταν δυνατή η ένωση των ειδών για το σχηματισμό ομάδων ανώτερης τάξης. Και μέχρι την εποχή, για την οποία μιλάμε, έλειπε από το περιεχόμενο των εννοιών αυτών ένα βασικό στοιχείο: το φύλο των φυτών.
Ήταν βέβαια γνωστές οι παρατηρήσεις του Τσέζι, επιβεβαιωμένες από τον Γκριού, που σύγκρινε την αναπαραγωγή μερικών φυτών με την αναπαραγωγή των σαλιγκαριών που είναι ζώα ερμαφρόδιτα, όπως τα λεγόμενα μόνοικα φυτά.
[1] Αλλά οι παρατηρήσεις αυτές δε θεωρούνταν γενικό φαινόμενο από τους φυσιοδίφες, που δεν είχαν συλλάβει όλοι τη σημασία τους.
Ο ίδιος ο Μπουονάνι που είχε παρατηρήσει τους κόκκους της γύρης στο στίγμα του ύπερου των ανθέων, δεν αντιλήφθηκε και την έννοια του. Η ιδέα της αυτόματης γένεσης δυνάστευε ακόμα πολλούς κι αξιόλογους επιστήμονες, οδηγώντας τους σε άσκοπες προσπάθειες. Εκείνος που αναγνώρισε την ύπαρξη φύλου στα φυτά και διέκρινε το αρσενικό στοιχείο, τη γύρη, από το θηλυκό, τον ύπερο, ήταν ο Ρούντολφ Γιάκομπ Καμεράριους.
Ο Καμεράριους γεννήθηκε στην Τυβίγγη
[2] το 1665. Αφού ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ονομάστηκε το 1688 έκτακτός καθηγητής της ιατρικής και της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης και συγχρόνως διευθυντής του βοτανικού κήπου. Το 1695 έγινε τακτικός καθηγητής της ιατρικής και κράτησε τη θέση αυτή 26 χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του (1721).
Από τα πολλά του έργα που δημοσιεύθηκαν όλα στην Πράγα το 1797 με το γενικό τίτλο «Τεύχη βοτανικών θεμάτων», μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα: η «Επιστολή για το φύλο των φυτών», γραμμένη το 1694 στην Τυβίγγη, που αποτελεί το πιο σπουδαίο κεφάλαιο στην προετοιμασία του έργου του μεγάλου Λινναίου. Στην επιστολή αυτή ο Καμεράριους αποδεικνύει με μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων ότι αν κόψουμε από ένα φυτό τα αρσενικά άνθη πριν δώσουν γύρη, δεν έχουμε καρποφορία. Αν αντίθετα η γύρη πέσει στο στίγμα των ύπερων, το φυτό θα καρποφορήσει κανονικά. Τα πειράματα του Καμεράριους έγιναν τόσο σε φυτά μόνοικα, στα οποία αναφέρονταν οι παρατηρήσεις του Γκριού, όσο και σε φυτά δίοικα, που είχε μελετήσει ο Τσέζι.
Δε θα επιμείνουμε στη σπουδαιότητα της ανακάλυψης του Καμεράριους, που είναι ολοφάνερη. Θα σημειώσουμε όμως κάτι που επιβεβαιώνει τη μοναδική γονιμότητα του θαυμάσιου αυτού 17ου αιώνα: τους στήμονες, τους ύπερους, τους κόκκους της γύρης και τα στίγματα, τα είχε όλα παρατηρήσει ο Μπουονάνι. Δεν μπόρεσε όμως να τα ερμηνεύσει, γιατί τα δεσμά της παράδοσης δεν του επέτρεπαν να αντικρύσει τα φαινόμενα με την ελευθερία εκείνη της σκέψης που επέτρεψε στον Γκριού και τον Τσέζι τις ευφυείς διαπιστώσεις τους και στον Καμεράριους την οριστική ερμηνεία των φαινομένων, με τη βοήθεια του πειράματος και της απροκατάληπτης ερμηνείας. Η μέθοδος του Γαλιλαίου για την ορθή ερμηνεία των φυσικών φαινομένων αποδεικνύεται η μόνη ικανή!

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣΣτην προετοιμασία όμως του έργου του Λινναίου συνέβαλαν και άλλοι επιστήμονες με ένα πλήθος ευφυών κι ακριβολόγων παρατηρήσεων: βοτανολόγοι και ζωολόγοι που, με τον όγκο του περιγραφικού υλικού που συγκέντρωσαν, του πρόσφεραν τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση του μεγαλοφυούς ταξινομικού του συστήματος.
Από αυτούς πρέπει να μνημονευθούν 3 Ιταλοί, ο Πάολο Μποκκόνε (1633-1704), ο Τζιάκομο Ζανόνι (1615-1682) και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Τριουμφέττι (1656-1708), στους οποίους οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη του βοτανικού κήπου της Ρώμης τον 17ο αιώνα. Και κοντά σ’ αυτούς οι Άγγλοι Τζον Πάρκινσον (1567-1650), ο Ρόμπερτ Μόρισον (1620-1683, πρώτη εξαντλητική μονογραφία για τα σκιαδανθή), Λέοναρντ Πλάκενετ (1642-1706) και Τζαίημς Πήτιβερ (1642-1706, πρώτη μελέτη για την αμερικανική πτέριδα). Στη συνέχεια οι Γερμανοί Λούντβιχ Γιούνγκερμαν (1572-1653, αποφασιστική συμβολή στη γνώση των φυτικών αναπαραγωγικών οργάνων), Πάουλ Άμμαν (1634-1691, ταξινόμηση των φυτών με βάση τα όργανα των καρπών) και Άουγκουστ Ρίβιν (1652-1723, εισηγητής της διπλής ονοματολογίας των φυτών, που υιοθετήθηκε και από το Λινναίο). Τέλος οι Γάλλοι Πιέρ Μανιόλ (1638-1715, ταξινόμηση των φυτών με βάση τους κάλυκες και τη στεφάνη των ανθέων) και Ζακ Μπαρρελλιέ (1606-1673, εξαντλητική μελέτη της χλωρίδας της Ν. Ευρώπης).
Μπροστά σε τόσο ογκώδη συλλογή υλικού, οι προσπάθειες για μια ταξινόμηση που θα έβαζε σε τάξη το χάος και για την επινόηση μιας ορθολογικής ονοματολογίας δε σταματούν καθόλου. Και θα είχαν μείνει άκαρπες χωρίς τη θεμελιακή ανακάλυψη του Καμεράριους, που ήταν καρπός της εφαρμογής της «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής», με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, στη μελέτη της λεπτής κατασκευής των φυτών.

Η ΖΩΟΛΟΓΙΑΣτο ίδιο διάστημα και προς την ίδια κατεύθυνση αναπτύσσονται οι ζωολογικές μελέτες. Η ανανέωση των σπουδών είχε κιόλας αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα, συνδεδεμένη με τα ονόματα του Αλντροβάντι, του Αλπίνο, του Κόνραντ φον Γκέσνερ και του Έντουαρντ Ουόττον.
Στον 17ο αιώνα ξεχωρίζει από κάθε άλλον ο ζωολόγος Φράνσις Ουιλλόμπι, τα έργα του οποίου δημοσιεύθηκαν, όπως είδαμε, μετά το θάνατό του, από το φίλο του Τζον Ρέι, στον οποίον όφειλε και την επίδοσή του στις φυσιογνωστικές μελέτες. Τον είχε γνωρίσει στο Κέμπριτζ που σπούδαζε. Η φήμη που σύντομα απέκτησε στην ειδικότητά του τού έδωσε τον τίτλο του μέλους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, στα «Φιλοσοφικά Πρακτικά» της οποίας δημοσιεύθηκαν οι «Αναμνήσεις» του, μοναδικό του δημοσίευμα όσο ζούσε.
Η μεγάλη προσφορά του Ουιλλόμπι έγκειται στην προσπάθειά του να δώσει μια νέα ταξινόμηση των θηλαστικών. Το σχήμα, πάνω στο οποίο εργάστηκε, παρά τις ατέλειες που ομολογεί και ο ίδιος, παρουσιάζει αρκετούς πρωτότυπους και νεωτεριστικούς χαρακτήρες, που τον κάνουν, στον τομέα της ταξινόμησης γενικά, τον πιο άμεσο πρόδρομο του έργου του Λινναίου.
Ο Ουιλλόμπι διαίρεσε τα θηλαστικά σε χηλοφόρα και οπληφόρα, βασιζόμενος σε καθαρά μορφολογικά κριτήρια. Στη συνέχεια, πάνω στην ίδια βάση, χώρισε τις ομάδες αυτές σε υποομάδες, ανάλογα με τον αριθμό των χηλών και τον τύπο των κεράτων την πρώτη, ανάλογα με τον αριθμό των δακτύλων των ποδιών, το σχήμα των οπλών και των αριθμό των εγκοπών τους τη δεύτερη.
Έτσι και στον τομέα της ζωολογίας, ο 17ος αιώνας παρουσιάζεται να αναζητάει ένα νέο πλαίσιο, βασισμένο στη φύση και όχι σε αφηρημένα λογικά σχήματα. Στον τομέα αυτόν, βέβαια, οι ζυμώσεις είχαν αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα. Χρειάστηκε όμως να ακολουθήσει μια μακριά και δύσκολη προσπάθεια για να φτάσει η επιστήμη στη θαυμάσια σύνθεση του Λινναίου.


[1] Φυτά που έχουν στο ίδιο άτομο αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα.[2] Εξελληνισμένη παλαιότερη ονομασία της γερμανικής πόλης Τίμπινγκεν.

9/1/09

Οι συνεχιστές του έργου του Ρέντι [46]

Το 1684 ο Ρέντι δημοσίευε στη Φλωρεντία το έργο, που του δίνει δικαιώματα στον τίτλο του ιδρυτή της σύγχρονης Παρασιτολογίας. Πρόκειται για το βιβλίο «Παρατηρήσεις γύρω από τα ζωντανά ζώα που βρίσκονται μέσα σε ζωντανά ζώα», στο οποίο εξέθετε με διαύγεια, λεπτότητα ύφους και ήρεμο πνεύμα τη θεωρία του. Τότε ακριβώς είναι που ξέσπασε μια λυσσώδης πολεμική εναντίον του από μέρους ενός μεγάλου αριθμού αντιπάλων.
Ένας από τους πιο φανατικούς υπήρξε ο Φίλιππος Μπουονάνι, Ιησουίτης μοναχός, όπως και ο Αθανάσιος Κίρχερ. Ο Μπουονάνι γεννήθηκε στη Ρώμη το 1638, υπήρξε επιμελητής της Biblioteca del Collegio Romano, καθώς και αναδιοργανωτής και διευθυντής του Μουσείου του Κίρχερ περισσότερο από 30 χρόνια. Πέθανε το 1725.
Ο Μπουονάνι ήταν μια παράξενη φυσιογνωμία, ένα είδος διπλής προσωπικότητας: από τη μια μεριά νεωτεριστής, με κατανόηση των νέων επιστημονικών απόψεων του αιώνα του και από την άλλη προσκολλημένος τυφλά στην παράδοση, ιδίως σε σχέση με τις απόψεις του Ρέντι. Κι αυτό παρά τη σαφήνεια και το χαρακτήρα των πειραμάτων του Ρέντι γύρω από την αυτόματη γένεση ορισμένων, τουλάχιστον, έμβιων όντων, για την οποία μέχρι τότε ίσχυε η αριστοτελική άποψη.
Για τη νεωτεριστική του πλευρά μιλάει ένα μοναδικό του έργο, η «Τέρψη των οφθαλμών και της διάνοιας από την παρατήρηση των κοχυλιών», που γνώρισε και δεύτερη λατινική έκδοση, τρία χρόνια μετά την πρώτη.
Στο έργο αυτό, που θεωρείται από τα πρώτα στο είδος του, περιγράφεται ένας σημαντικός αριθμός κοχυλιών με λεπτομερή σχήματα και ακριβή παρουσίαση των φυσικών τους χρωμάτων. Εκτός όμως από το περιγραφικό στοιχείο, στο βιβλίο αυτό συναντάμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: την πρώτη σαφή προσπάθεια για ταξινόμηση της απέραντης ποικιλίας των τύπων και των σχημάτων των κοχυλιών. Αυτό το επιχειρεί ο Μπουονάνι ανάγοντας κάθε τύπο και σχήμα σ’ ένα περιορισμένο αριθμό βασικών γεωμετρικών σχημάτων, των οποίων περισσότερο ή λιγότερο ευδιάκριτες παραλλαγές αποτελεί η μεγάλη ποικιλία των κοχυλιών.
Η γνώμη αυτή του Μπουονάνι, από την οποία εμπνέεται το έργο του και κατευθύνονται γενικά οι μελέτες του, αποκαλύπτει ότι πίστευε στη δυνατότητα της εφαρμογής γεωμετρικών αρχών στην περιγραφή και την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Η ύπαρξη τέτοιων αντιλήψεων σημαίνει γόνιμη κατανόηση των αρχών της νέας επιστήμης του αιώνα του.
Ύστερα από μια τέτοια διαπίστωση, μένει κανείς έκπληκτος διαβάζοντας το δεύτερο έργο του, δημοσιευμένο 10 χρόνια μετά το πρώτο, με τίτλο «Παρατηρήσεις γύρω από τα έμβια όντα που βρίσκονται μέσα σε άψυχα με την περίεργη μικρογραφία» (Ρώμη, 1691). Στο έργο αυτό, εκτός από φιλοσοφικούς συλλογισμούς και μερικά πειράματα κακής εκτέλεσης, βλέπουμε να περιγράφεται η αυτόματη γένεση μυγών από ένα μείγμα κρέατος σε σκόνη και νερού! Και να σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό δημοσιεύεται 23 ολόκληρα χρόνια ύστερα από τα «Πειράματα γύρω από τη γένεση των εντόμων» του Ρέντι και τον ίδιο ακριβώς καιρό που ένας άλλος μεγάλος φυσιοδίφης, ο Αντόνιο Βαλλισνιέρι, συμπλήρωνε τις μελέτες του πρώτου, πιο ρηξικέλευθος από εκείνον.
Το γεγονός αυτό είναι αρκετό για να μας πείσει για τη δύναμη της παράδοσης, αφού στο πείσμα τόσο πειστικών αποδείξεων, όπως εκείνες που πρόσφεραν τα πειράματα του Ρέντι, εξακολουθεί να γίνεται λόγος και μάλιστα όχι από κανένα επιπόλαιο συγγραφέα, για την αυτόματη γένεση της μύγας με βάση κακόζηλα πειράματα. Και να σκεφτεί κανείς ότι σε άλλες σελίδες του ίδιου έργου, ο Μπουονάνι κάνει λεπτές και ακριβείς παρατηρήσεις, ειδικά στον τομέα της βοτανικής, που αφορούν τα άνθη και τη γύρη τους, καθώς και τα μανιτάρια. Ο συγγραφέας κάνει μια τέλεια περιγραφή των κόκκων της γύρης, έστω κι αν δεν μπορεί να συλλάβει τη σημασία τους. Αν κατόρθωνε κάτι τέτοιο θα ήταν προφανώς υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη θεωρία της αυτόματης γένεσης, τουλάχιστον για τα φυτά, αναγνωρίζοντας και σ’ αυτά την ύπαρξη φύλου.
Η τιμή όμως της ανακάλυψης αυτής επιφυλασσόταν στους Γερμανούς. Εκείνος που με τις παρατηρήσεις του έκανε την αρχή για το τελειωτικό κτύπημα της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, ήταν ο Ρούντολφ Καμεράριους. Αλλά με το δικό του έργο θα ασχοληθούμε την κατάλληλη στιγμή.
Εκείνο που κάνει ακόμα κατάπληξη στην περίπτωση του Μουονάνι, ερευνητή με τόση οξεία παρατήρηση, όπως αποδεικνύει η γεωμετρική ερμηνεία των κοχυλιών, είναι ο αμελής τρόπος με τον οποίον εκτελούσε τα πειράματά του.

Ο ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ
Αλλά η αντίφαση αυτή έχει την ερμηνεία της. Ο αιώνας αυτός της νέας επιστήμης είναι συγχρόνως και εποχή μεγάλων θρησκευτικών ανησυχιών. Πλάι σε μια φιλήδονη κι άσωτη κοινωνία ζει ένας εκτεταμένος κύκλος ανθρώπων που βιώνουν έντονα τα θρησκευτικά και τα ηθικά προβλήματα. Είναι η εποχή που εκφράζεται με τη συναρπαστική ευγλωττία του Μποσσυέ (1627-1704), το βαθύ στοχασμό του Πασκάλ (1623-1662), το θρίαμβο του Ιανσενισμού με τη δική του θεώρηση του κόσμου και τη σκέψη του Μιγκουέλ ντε Μολίνος (1628-1696).
Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε φυσιογνωμίες όπως εκείνη του Νικόλαου Στένωνα, μεγαλοφυούς επιστήμονα και συγχρόνως ενθουσιώδη μυστικιστή, που έφτανε στο σημείο, ακόμα και στο θέαμα ενός πτώματος, να ξεχωρίζει τη σφραγίδα του θείου κάλλους!
Σ’ αυτό λοιπόν το έντονο θρησκευτικό στοιχείο κι όχι σε στενότητα πνεύματος, θα πρέπει να αποδοθεί μάλλον η στάση του Μπουονάνι απέναντι στο θέμα της αυτόματης γένεσης. Οι άνθρωποι αυτοί υποστήριζαν την παράλογη άποψή τους βλέποντάς την σαν σημάδι της αδιάκοπης δημιουργικής παρουσίας του Θεού στον κόσμο, με τρόπο που να μην είναι ο άνθρωπος σε θέση να τον εξιχνιάσει.
Άλλωστε, η έννοια του μυστηρίου ζει έντονα στη ψυχή του επιστήμονα του 17ου αιώνα. Όσο κι αν κάποτε έπαιρνε μια όψη, που μόνο στα όρια τσαρλατανισμού και μαγείας μπορεί να τοποθετηθεί (περίπτωση Βαν Χέλμοντ), τις περισσότερες φορές γινόταν ενορατική σύλληψη της φύσης ως του «μεγάλου βιβλίου» που είχε γράψει το χέρι του Θεού, σύμφωνα με την υπέροχη εικόνα του Γαλιλαίου.

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΑΛΛΙΣΝΙΕΡΙ
Ο Ρέντι όμως δεν απέκτησε μόνον αντίπαλους, όπως ο Μπουονάνι, αλλά και υποστηρικτές και συνεχιστές του έργου του. Πρώτος από όλους ήταν ο Αντόνιο Βαλλισνιέρι (1661-1730), που θα μας απασχολήσει αρκετά, όταν θα μιλήσουμε για το πρόβλημα της γονιμοποίησης, που συνδέεται στενά με το πρόβλημα της γένεσης.
Ο Βαλλισνιέρι σπούδασε στη Μπολόνια, στο περιβάλλον του Μαλπίγγι και πήρε το διδακτορικό τίτλο στο Πανεπιστήμιο του Ρέτζιο. Στη Μπολόνια άσκησε επίσης το ιατρικό επάγγελμα, μέχρι το 1700, όταν κλήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα να καταλάβει την έδρα της Ιατρικής. Πριν από το θάνατό του, πρόλαβε να ονομαστεί μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου.
Ο Βαλλισνιέρι, οξύς παρατηρητής και συστηματικός πειραματιστής, επανέλαβε τα πειράματα του Ρέντι, γύρω από την αυτόματη γένεση των εντόμων, επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματά του. Δε σταμάτησε όμως εκεί. Με το νεωτεριστικό, επαναστατικό και αντιδογματικό πνεύμα του στάθηκε ικανός να ξεπεράσει και ορισμένα από τα εμπόδια που είχαν υποχρεώσει το Ρέντι να σταματήσει. Το πνεύμα που τον εμψύχωνε αποδεικνύεται με εύγλωττο τρόπο από μια περικοπή της πραγματείας του «Ιστορία της γένεσης του ανθρώπου και των ζώων». Το θέμα που τον απασχολεί στο βιβλίο αυτό είναι το αν η γένεση του ανθρώπου και των ζώων οφείλεται στα «σκουληκάκια του σπέρματος», δηλαδή τα σπερματοζωάρια ή στα «αυγά», προφανώς τα ωάρια. Αλλά με αυτό θα ασχοληθούμε παρακάτω. Προς το παρόν μας ενδιαφέρουν τα όσα λέει για την αξία του δόγματος στην επιστημονική έρευνα.
«...το να θέλεις να αποδείξεις με πομπώδη τρόπο ένα πράγμα φυσικό με το θαύμα των θαυμάτων είναι προσβολή στο πνεύμα του αιώνα αυτού των πειραμάτων και πράξη ανάρμοστη σ’ ένα φυσικό φιλόσοφο. Εμείς δε μιλάμε για έννοιες πάνω από την τάξη της φύσης, αλλά για έννοιες που κάθε μέρα επαναλαμβάνονται με τους ίδιους κοινούς νόμους. Εδώ (δηλαδή στην περίπτωση της γέννησης του Χριστού) ο Πανάγαθος έδειξε όλο του το έλεος για μας, όλη του την αγαθότητα και παντοδυναμία. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να αναφέρουμε το μοναδικό στον κόσμο παράδειγμα επιζητώντας να φωτίσουμε το σύστημα της γένεσης του Αριστοτέλη ή του Ιπποκράτη ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου διδασκάλου. Μου φέρνουν γέλια μερικοί φιλόσοφοι της κακιάς ώρας. Ψευτοχριστιανοί με μεγάλη μωρία, που διαποτισμένοι από τις θεωρίες ορισμένων παλαιών συγγραφέων, που ποτέ δε δέχτηκαν το φως της αληθινής πίστης, θέλουν με αυτήν, να αντικρούοντας τους νεωτεριστές και επινοώντας έννοιες που απέχουν χιλιάδες μίλια από το θέμα, να αποδείξουν, για χάρη των πεισματικών ιδανικών συστημάτων τους, ότι εκείνοι, βυθισμένοι στην τυφλή και πιο μαύρη ειδωλολατρία, είχαν προβλέψει ή γνωρίσει τα μεγάλα μυστήρια του Θεού ή ότι ο Θεός είχε θελήσει να χρησιμοποιήσει το χέρι τους για να αποκαλύψει τα άγια του μυστήρια. Νομίζω ότι οι Άγιες Γραφές είναι για να μας οδηγούν στον ουρανό... και όχι για να διδάξουν τα έργα της φύσης σ’ αυτήν εδώ τη γη μας».
Δε γνωρίζουμε άλλα κείμενα που να αποδίδουν πιο καθαρά τη θέση του Γαλιλαίου. Οι σειρές που διαβάσαμε είναι μια ομολογία πίστης από τις πιο σαφείς και περισσότερο απαλλαγμένες από κάθε αυθαίρετο δογματισμό, εμπνευσμένο είτε από σεβασμό προς την αρχαιότητα είτε από παρεξηγημένη μεταφορά στοιχείων της Γραφής στην επιστημονική έρευνα.
Παρακάτω ο Βαλλισνιέρι υποδεικνύει τον τρόπο της εργασίας: «Πρέπει να συμβουλευόμαστε (εννοεί τη φύση), να διαβάζουμε και να ιδρώνουμε στη μελέτη των βιβλίων της και να κοπιάζουμε εκτελώντας πειράματα και παρατηρήσεις και να μην πιστεύουμε ότι την κατανοούμε με μόνο το να καθόμαστε στην έδρα». Με τα λόγια αυτά καταδικάζεται ανοικτά η μεγαλόστομη «από καθέδρας» διδασκαλία, που στηριζόταν στα βιβλία και αγνοούσε το πείραμα. Για τους οπαδούς αυτού του συστήματος έχει να πει ο Βαλλισνιέρι ότι διαθέτουν «άκρατη αυθάδεια ή αφόρητη υπεροψία, χωρίς να καταδέχονται να σκύψουν με ταπείνωση και να αναζητήσουν μέσα σε πτώματα και αηδιαστικές καταστάσεις, πώς έχουν τα πράγματα. αλλά πιστεύουν ότι είναι σε θέση να κατανοήσουν τα πάντα μόνο με την ευφυΐα τους, όσο λίγη και αδύνατη κι αν είναι και να γνωρίσουν το κάθε τι χωρίς να δουν ποτέ τίποτα». Λόγια που αντηχούν τη φωνή του Στένωνα, ο οποίος ακόμα και στην αποκρουστική ασχήμια των πτωμάτων ανακάλυπτε το άπειρο κάλλος της θείας δημιουργίας κι αισθανόταν την ανέκφραστη χαρά που δίνει η ανακάλυψη της αλήθειας ή τη φωνή του Γαλιλαίου που ήθελε «να διαβάζει στο μεγάλο βιβλίο της φύσης». Λόγια κυρίως που εκφράζουν με αποφασιστικότητα το νέο πνεύμα και καταδικάζουν με μια δόση χλεύης την παράδοση του Μεσαίωνα και των τελευταίων αιώνων.
Οπλισμένος με τη σταθερή αυτή πίστη, ο Βαλλισνιέρι επαναλαμβάνει και συνεχίζει τα πειράματα του Ρέντι. Έτσι, όχι μόνο κατορθώνει να επιβεβαιώσει την ορθότητα των πορισμάτων του, αλλά και να εξαλείψει την αμφιβολία από ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες ο ίδιος ο Ρέντι κρατούσε τις επιφυλάξεις του: και τα έντομα που προκαλούν τις κηκίδες στα φύλλα της βελανιδιάς γεννιούνται από το ζευγάρωμα δύο ομοίων τους και όχι αυτομάτως.
Το έργο όμως του Βαλλισνιέρι δεν ενδιαφέρει μόνον από αυτή την άποψη. Ο ερευνητής αυτός καταλαμβάνει σημαντική θέση στο γενικότερο πλαίσιο της φυσικής ιστορίας. Είναι ο πρώτος που αναγνώρισε την οργανική φύση των απολιθωμάτων και μελέτησε με οξυδέρκεια ζώα, όπως ο χαμαιλέοντας και η στρουθοκάμηλος. Για τη συμβολή του στην επίλυση των προβλημάτων που αφορούν τη γένεση του ανθρώπου θα μιλήσουμε αργότερα.
Πάντως ένα είναι βέβαιο. Εκείνος που θα ακολουθήσει από δω και μπρος το νέο δρόμο της επιστήμης, δεν πρόκειται πια να σταματήσει.

6/1/09

Το πρόβλημα της αυτόματης γένεσης [45]

Παρόλα τα πειράματα του Ρέντι, που το καθένα τους ήταν και μια επιβεβαίωση της ορθότητας της υπόθεσής του, αυτή δεν κατόρθωσε να επιβληθεί σαν επιστημονική αλήθεια, ούτε τα συμπεράσματά του να γίνουν δεκτά από όλους τους συγχρόνους του. Ακόμα και ο ίδιος φαίνεται να διατηρεί τις αμφιβολίες του, με τη σύνεση και την επιφυλακτικότητα που χαρακτηρίζει στο μεγαλύτερο μέρος της, την επιστήμη του 17ου αιώνα.
«Δεν ήμουν, όμως, ικανοποιημένος», γράφει ο Ρέντι, «από τα πειράματα και μόνο γι’ αυτό και έκανα άπειρα άλλα από αυτά σε διάφορες εποχές και σε διάφορα αγγεία και για να μην αφήσω τίποτα αδοκίμαστο, έδωσα, τέλος, εντολή, πάνω από μια φορά, να χώσουν μέσα στη γη μερικά τεμάχια κρέας και να τα σκεπάσουν καλά με το ίδιο χώμα. Και παρόλο που έμειναν έτσι θαμμένα πολλές εβδομάδες, δεν γέννησαν ποτέ σκουλήκια, όπως γινόταν με όλους τους άλλους τρόπους από τα κρέατα, πάνω στα οποία είχαν καθίσει οι μύγες: και δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι από τον Ιούλιο είχα τοποθετήσει σε μια γυάλινη φιάλη, με αρκετά μακρύ κι ανοικτό λαιμό, τα εντόσθια 3 καπονιών, που εκεί μέσα σκουλήκιασαν. Και καθώς εκείνα τα σκουλήκια δεν μπορούσαν, επειδή ο λαιμός ήταν υπερβολικά ψηλός, να ξεφύγουν, έπεφταν πάλι στον πυθμένα της φιάλης και ψοφώντας εκεί, χρησίμευαν σαν τροφή και φωλιά για τις μύγες, που συνέχιζαν να δημιουργούν σκουλήκια, όχι μόνο όλο το καλοκαίρι, αλλά ακόμα και ως τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου».

Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ
Το κεφάλαιο αυτό έχει ενδιαφέρον για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί δείχνει τον Ρέντι να συμμορφώνεται απόλυτα με τις υποδείξεις του Βάκωνα και του Καρτέσιου, που ζητούσαν εξαντλητική διερεύνηση κάθε πειραματικής λεπτομέρειας. Δεύτερον, γιατί εδώ αντιμετωπίζεται ένα φλέγον θέμα της εποχής: η πολεμική εναντίον ενός από τους πιο διάσημους φιλοσόφους της εποχής του Ρέντι, του Αθανάσιου Κίρχερ.
Ο μεγάλος αυτός επιστήμονας γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γκάιζα της Γερμανίας και δίδαξε διαδοχικά στο Βύρτσμπουργκ, την Αβινιόν και τη Ρώμη. Εδώ κατέλαβε την έδρα των μαθηματικών στο Ρωμαϊκό Κολέγιο των Ιησουιτών, στο τάγμα των οποίων ανήκε. Το έργο του θα μας απασχολήσει σε άλλο κεφάλαιο. Προς το παρόν μάς ενδιαφέρει η θέση του απέναντι στις απόψεις του Ρέντι. Με εγκυκλοπαιδική μόρφωση, προικισμένος μαθηματικός, φυσικός, θεολόγος, φιλόσοφος, φιλόλογος κι αστρονόμος, ο Κίρχερ επιδόθηκε εντατικά και στην έρευνα της φύσης. Σ’ αυτήν αφιερώνει ένα από τα βιβλία του με τίτλο «Ο υπόγειος κόσμος», δημοσιευμένο το 1662, όταν ο Ρέντι δημοσίευε τα «Πειράματα γύρω από τη γένεση των εντόμων».
Στο έργο του αυτό ο Κίρχερ υποστηρίζει με πάθος την αυτόματη γένεση, επικαλούμενος παραδείγματα που προέρχονταν από προσωπικές του παρατηρήσεις και πρώτα από όλα τη γέννηση μυγών από τα πτώματα άλλων μυγών. Ας διαβάσουμε, όμως, τι γράφει σχετικά ο Ρέντι:
«...θα μπορούσα ίσως να συμπεράνω (με βάση τα πειράματα που αναφέραμε πιο πάνω), ότι ο σοφότατος πατήρ Αθανάσιος Κίρχερ, άνθρωπος άξιος του μεγαλύτερου επαίνου, πλανιέται, δεν ξέρω πώς, στο 12ο βιβλίο του ‘Υπογείου κόσμου’, όταν εκθέτει το πείραμα της γένεσης μυγών από τα πτώματά τους. Βρέχουμε, λέει ο καλός αυτός αριστοτέχνης, τα πτώματα των μυγών και τα διαποτίζουμε με νερόμελο. Στη συνέχεια τα εκθέτουμε πάνω σε μια σχάρα χάλκινη στη χλιαρή θερμότητα της στάχτης, οπότε βλέπουμε να γεννιούνται από αυτά ανεπαίσθητα μερικά λεπτότατα σκουληκάκια, ορατά μόνον με το μικροσκόπιο, που σιγά - σιγά βγάζουν τα φτερά στη ράχη, αποκτούν το σχήμα πάρα πολύ μικρών μυγών... και λίγο - λίγο αυξάνονται και γίνονται μύγες μεγάλες και με τέλεια μορφή».
Στους ισχυρισμούς αυτούς, που περιβάλλονται με το κύρος ενός αξιοσέβαστου ερευνητή, ο Ρέντι απαντά με αποφασιστικότητα που γίνεται ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη μετά το σεβασμό με τον οποίον παρουσίασε στους αναγνώστες του το «πείραμα» του αντιπάλου του. Ένα σεβασμό που στο φως των λόγων που ακολουθούν, παίρνει μια πολύ λεπτή απόχρωση ειρωνείας: «Αλλά, εγώ πιστεύω ότι εκείνο το νερόμελο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ελκύει πιο εύκολα τις ζωντανές μύγες, να τρέφονται από αυτά τα πτώματα και να αφήνουν επάνω τους τα σπέρματά τους. Και μικρή, αν όχι καμιά σημασία, αποδίδω στο να γίνεται το πείραμα σε χάλκινο δοχείο και στη χλιαρή θερμότητα της στάχτης, επειδή πάντοτε και σε οποιοδήποτε μέρος, από αυτά τα πτώματα θα γεννηθούν τα σκουλήκια και από τα σκουλήκια οι μύγες, αρκεί από τις ίδιες τις μύγες να έχουν γεννηθεί πάνω τους τα σκουλήκια ή τα σπέρματα των σκουληκιών».
Τα λόγια αυτά προδίδουν ότι ο Ρέντι έχει πια εγκαταλείψει κάθε του επιφύλαξη: οι μύγες γεννιόνται μόνον από τα αυγά που αφήνουν άλλες μύγες. Κάθε νεώτερο πείραμα, προορισμένο να αποδείξει εσφαλμένες θέσεις, όσο κι αν εκτελείται από πρόσωπο της ολκής του Κίρχερ, είναι χαμένος χρόνος.
Υπήρχαν όμως και άλλα στοιχεία στους ισχυρισμούς του Κίρχερ που άφηναν τον Ρέντι, ακριβολόγο παρατηρητή, έκπληκτο: οι μύγες, κατά τον Κίρχερ, γεννιόνται σε μικρογραφία, για να αναπτυχθούν προοδευτικά σε τέλειο έντομο. Ο Ρέντι ποτέ δεν είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο. Ανάλογη προς την προηγούμενη είναι και εδώ η απάντησή του:
«Δεν καταλαβαίνω κιόλας, πώς αυτά τα λεπτότατα σκουλήκια, που περιγράφει ο Κίρχερ, μεταμορφώνονται σε μικρές μύγες, χωρίς πριν να μεταβληθούν για διάστημα μερικών ημερών σε αυγά.
[1] Και δεν καταλαβαίνω ακόμα, ομολογώντας ειλικρινά την άγνοιά μου, πώς οι μύγες εκείνες μπορούν να γεννιόνται τόσο μικρές και ύστερα να μεγαλώνουν. Γιατί όλες οι μύγες, οι μυγούλες, τα κουνούπια και οι πεταλούδες, όπως χίλιες φορές είδα, βγαίνουν από το αυγό τους με το ίδιο μέγεθος, που θα κρατήσουν σε όλο το διάστημα της ζωής τους».
Όπως βλέπουμε, ο Ρέντι, ενώ αφενός ομολογεί άγνοια, επικαλείται αφετέρου με απόλυτη βεβαιότητα το αποτέλεσμα χιλιάδων πειραμάτων. Αυτό είναι πια μια ανοιχτή καταγγελία κατά των ισχυρισμών του Κίρχερ: το πείραμά του είναι εσφαλμένο και τα αποτελέσματά του φανταστικά και ας είναι αυτός ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΖΩΩΝ
Όπως είδαμε ήδη, η αριστοτελική παράδοση δεν περιορίζει την αυτόματη γένεση στα έντομα. Την επεκτείνει σε πολλά φυτά, στα χέλια και μερικά από τα ανώτερα ζώα. Έτσι, η οριστική απάντηση στο πρόβλημα απαιτούσε «φυσικές εμπειρίες» και από τις άλλες κατηγορίες των ζωντανών πλασμάτων. Πώς το αντιμετώπισε ο Ρέντι; Προφανώς ο άνθρωπος που μιλάει για χιλιάδες πειράματα με κάθε δυνατό τρόπο και σε όλες τις εποχές, για να ελέγξει τη γένεση των εντόμων, δεν ήταν δυνατόν να υποχωρήσει, για τα άλλα ζώα. Να τι γράφει, για παράδειγμα, σχετικά με τα φίδια: «Τα φίδια, όπως πιστεύω, δεν γεννιούνται παρά μόνον με το ζευγάρωμα, και όλοι οι άλλοι τρόποι της γέννησής τους, είτε με τη σήψη ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο αναφέρουν οι συγγραφείς, είναι παραμύθια και πολύ απέχουν από το να γίνουν πιστευτά. Συνεπώς, δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο πατήρ Αθανάσιος Κίρχερ, θέλει να αποδείξει κάτι πλαστό και, όπως ο ίδιος αναφέρει, που πέτυχε αυτός πειραματιζόμενος». Τι ήταν αυτό το πείραμα του Κίρχερ; Έπαιρνε φίδια, τα έψηνε, τα τεμάχιζε και τα έσπερνε σε έδαφος που το έβλεπε ο ανοιξιάτικος ήλιος και που δεχόταν το νερό της βροχής. Τα φιδάκια έβγαιναν από τη γη (!) σε 8 μέρες. Τα έτρεφε με νερωμένο γάλα και σύντομα έφταναν τις αναλογίες του ενήλικου φιδιού. Τα φίδια αυτά μπορούσαν πια να πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον ζευγαρώνοντας.
Εδώ ο Κίρχερ επεκτείνει στα φίδια ό,τι έγραφε ο Αριστοτέλης για τις μύγες, ότι δηλαδή γεννιούνται με την αυτόματη γένεση, αλλά μπορούν και να ζευγαρώνουν. Με μια μόνον διαφορά: Κατά τον Αριστοτέλη, οι μύγες που γεννιούνται από άλλες μύγες ήταν ανίκανες για αναπαραγωγή, ενώ κατά τον Κίρχερ, όλες οι γενιές των φιδιών που ακολουθούσαν εκείνη που προήλθε από την αυτόματη γένεση, μπορούσαν να αναπαράγονται ζευγαρώνοντας.
Τι ήταν όμως αυτό το παράλογο για μας πείραμα του Κίρχερ; Θα το παρακολουθήσουμε στη θαυμάσια μετάφραση του κειμένου του από τον Ρέντι: «Όλη αυτή την υπόθεση μου δίδαξε για πρώτη φορά το πτώμα ενός φιδιού, που βρήκα στην εξοχή. Ήταν όλο γεμάτο και τριγυρισμένο από σκουλήκια, μερικά από τα οποία ήταν λεπτότατα, άλλα πιο μεγάλα και άλλα, τέλος, είχαν πάρει ολοφάνερα τη μορφή του φιδιού». Και συνεχίζει ο Ρέντι: «Παρακινούμενος από την επίσημη μαρτυρία του σοφότατου αυτού συγγραφέα, έκανα πολλές φορές το πείραμα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να δω τη γέννηση αυτών των ευλογημένων χειροποίητων φιδιών». Η ειρωνεία είναι εδώ διάχυτη, ίσως κι ένας βαθμός μνησικακίας απέναντι σ’ εκείνον που τον ανάγκασε να χάνει τον καιρό του, γυρεύοντας να επιβεβαιώσει εσφαλμένες αντιλήψεις.
Τα πράγματα εξηγούνται κατά τον Ρέντι, αρκετά απλά: «... αν ο πατήρ Κίρχερ είδε στην εξοχή το πτώμα εκείνου του φιδιού τριγυρισμένο από σκουλήκια, τα σκουλήκια αυτά τα είχαν αφήσει μύγες. και αν ήταν διαφορετικών μεγεθών, αυτό συνέβαινε γιατί δεν είχαν όλα γεννηθεί στον ίδιο χρόνο. και αν ανάμεσα στα σκουλήκια αυτά περιφέρονταν μύγες, το έκαναν αυτό είτε για να φάνε από το αποσυντεθειμένο πτώμα είτε ήταν μύγες που μόλις θα είχαν γεννηθεί από τα ίδια εκείνα σκουλήκια: το ότι όμως φαίνονταν για μικρά φιδάκια γεννημένα στη σαπισμένη εκείνη βρωμιά, ω!, αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω».
Στην αναφώνηση με την οποία κλείνει την παράγραφο αυτή ο Ρέντι, βρίσκεται όλη η νέα νοοτροπία σχετικά με την αντιμετώπιση των επιστημονικών προβλημάτων. «Δεν εννοώ να το πιστέψω», αναφωνεί ο Ρέντι και υπονοεί: δεν πιστεύω στα κείμενα, δεν πιστεύω στις αυθεντίες των σοφών και των πιο επιφανών, πιστεύω μόνον στην ορθολογιστικά υπολογισμένη εμπειρία. Μια άβυσσος έχει κιόλας ανοιχθεί ανάμεσα στο 17ο και στους περασμένους αιώνες.
Με αφέλεια προσθέτει ο Ρέντι: «Ο Πλίνιος ίσως ευχαρίστως να το είχε πιστέψει», για να αναφέρει στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους ο μεγάλος Ρωμαίος φυσιοδίφης θα προσυπέγραφε την αφήγηση του Κίρχερ. Στο πρόσωπο του Πλινίου ο Ρέντι βλέπει την εκπροσώπηση της νοοτροπίας των αιώνων που πέρασαν και της αντιτάσσει την καρποφόρα απιστία της νέας εποχής.
Είδαμε την πολεμική κατά των υποστηρικτών της αυτόματης γένεσης και ιδίως του Ιησουίτη σοφού Αθανάσιου Κίρχερ να επεκτείνεται από τα έντομα μέχρι τα ερπετά και τα αμφίβια. Στην επίθεση του Ρέντι, οι αντίπαλοί του είχαν να αντιπαρατάξουν όχι μόνον τον Κίρχερ, αλλά ακόμα κι ένα περίεργο επιστήμονα, φίλο και αντίπαλο μαζί του Γαλιλαίου: τον Φορτούνιο Λιτσέτο (1577-1657). Αυτός, μαζί με το Σεβερίνο, για τη θετική προσφορά του οποίου έχουμε γράψει, υποστήριζε ότι από την αποσύνθεση των ανθρώπινων πτωμάτων γεννιόνται φίδια.
Αυτό που κάνει εδώ εντύπωση, δεν είναι τόσο ο ισχυρισμός του Λιτσέτο και η πίστη του στην αυτόματη γένεση, όσο η συνηγορία ενός τόσο θαρραλέα νεωτεριστικού πνεύματος, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος Σεβερίνο. Πρόκειται για τον σοφό που μπόρεσε, καλύτερα από κάθε άλλον, να διαβλέψει τις τεράστιες δυνατότητας μιας «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής» σε συνδυασμό με το μικροσκόπιο, πράγμα που τον τοποθετεί ανάμεσα στους πιο σπουδαίους ανανεωτές της επιστήμης το 17ο αιώνα.
Αντίθετα, η στάση του Λιτσέτο δεν εκπλήσσει. Ο Λιτσέτο υποστήριζε φανατικά το σύστημα του Πτολεμαίου, αντιτάσσοντάς το στην επαναστατική ανακάλυψη του Κοπέρνικου, καθώς και την ανατόμο-φυσιολογική θεωρία του Γαληνού εναντίον της κυκλοφορίας του αίματος, κατά της οποίας χρησιμοποιούσε πραγματικά και φανταστικά επιχειρήματα και γενικά κάθε αντίληψη του παρελθόντος κατά των νέων ανακαλύψεων. Από έναν τέτοιο άνθρωπο είναι φυσικό να περιμένει κανείς και μια ένθερμη υποστήριξη προς τη θεωρία της αυτόματης γένεσης και μάλιστα της παραγωγής ζωής από τη διαδικασία της αποσύνθεσης του ανθρώπινου πτώματος.

ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Στο σημείο αυτό η πολεμική επεκτάθηκε πέρα από τους φυσιοδίφες με τις θεωρίες τους, για να περιλάβει ως πηγή επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων και την Αγία Γραφή. Τι ίδιο άλλωστε είχε συμβεί και στην περίπτωση του Γαλιλαίου, ο οποίος στα έργα του ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει τις μεγάλες δυσκολίες που του παρουσίαζε η θεολογική παράδοση, τόσο στο θέμα της ανακάλυψης του Κοπέρνικου, όσο και γενικότερα στη νέα αντίληψη για την επιστήμη.
Όπως ακριβώς ο Γαλιλαίος, έτσι και ο Ρέντι προσπαθεί στα έργα του επιδέξια να εναρμονίσει τις ανακαλύψεις του με το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. Ενώ όμως ο πρώτος δεν επιφυλάσσεται από το να διακηρύξει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ουσιαστική αντίθεση μεταξύ Γραφής και επιστήμης, επειδή η επιστήμη ερμηνεύει το γραμμένο, όπως και η Γραφή, από τον Θεό «μεγάλο βιβλίο της φύσης», ο Ρέντι ακολουθεί άλλο δρόμο. Καταφεύγει σε μια ερμηνεία της Αγίας Γραφής τέτοια, που ενώ από τη ναι αποκαλύπτει την οξύτητα του πνεύματός του και στον τομέα της ερμηνείας των Γραφών, από την άλλη τονίζει ακόμα περισσότερο τη βαθιά του πίστη και την ακλόνητη εμπιστοσύνη στη νέα επιστήμη.
Γράφει λοιπόν ο Ρέντι: «Τολμηρή υπερβολή θα φανεί αυτή η τελευταία πρόταση (ότι δηλαδή δεν γεννιούνται από το ανθρώπινο πτώμα σκουλήκια), αφού τα ιερά βιβλία για να ταπεινώσουν την υπεροψία του ανθρώπου, έρχονται συχνά να μας θυμίσουν ότι η σάρκα μας θα γίνει στο τέλος τροφή σκουληκιών». Εδώ αναφέρει χωρία από τον Εκκλησιαστή, τον Ησαΐα και τον Ιώβ. Συνεχίζει όμως ότι: «όλα είναι αληθινά, το ιερό κείμενο όμως μιλάει γενικά και δε λέει αν τα σκουλήκια εκείνα γεννιούνται αυτόματα και χωρίς πατρικό σπέρμα από τις σάρκες μας ή αν απλώς έρχονται από αλλού για να τις καταβροχθίσουν ή αν γεννιούνται μέσα τους από σπέρμα που φέρνουν άλλα ζώα». Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «πράγμα που είναι το πιο πιθανό και το πιο σωστό και όποιος ωστόσο, θέλει να πιστεύει το αντίθετο, πρέπει να πιστεύει ακόμα ότι όχι μόνο γεννιούνται τα σκουλήκια αυτόματα από τα ανθρώπινα πτώματα, αλλά ότι έτσι γεννιούνται ακόμα ο σκώρος, τα φίδια και όλα τα άλλα είδη των ζώων». Σαν απόδειξη παραθέτει άλλα χωρία της Γραφής που μπορούν μεν να ερμηνευτούν με την αυτόματη γένεση, μπορούν όμως να βρουν την εξήγησή τους και υπό το φως των νέων ανακαλύψεων.
Με τον τρόπο αυτόν ο Ρέντι γεφυρώνει το χώρο ανάμεσα στην πυρά που έκαψε τον Τζιορντάνο Μπρούνο ή τη φυλακή που δέχτηκε το Θωμά Καμπανέλα και το Γαλιλαίο και στο δρόμο που οδηγούσε τον άνθρωπο σε νέους ορίζοντες, φωτισμένους από το φως της νέας επιστήμης.

Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΕ ΧΕΛΩΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΥΣ
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο εύκολα. Έπρεπε, μέσα στο διάστημα που διαρκεί η ζωή ενός ανθρώπου, να τεθεί κάτω από το κριτικό φως του πειράματος ό,τι επί γενιές και αιώνες είχε ειπωθεί για τη γένεση της ζωής από σοφούς και άσοφους, πραγματικούς επιστήμονες και ψευτο-επιστήμονες.
Ο Ρέντι συνέχισε το έργο του με τέτοια τόλμη, που προδίδει ότι δεν πέρασαν από τη σκέψη του διόλου όλες αυτές οι δυσκολίες. Έτσι τον βρίσκουμε να υποστηρίζει αποφασιστικά ότι «οι χελώνες της ξηράς κάνουν κι αυτές τα αυγά τους και τα κρύβουν στο χώμα. Το ίδιο κι εκείνες που ζουν στα γλυκά νερά και στη θάλασσα κατεβαίνουν στη φωλιά να τα γεννήσουν και τα σκεπάζουν με την άμμο κι εκεί κάτω γεννιούνται, αφού εκκολαφθούν από τη θερμότητα του ήλιου». Τη γνώμη εκείνου που «... μπορεί ίσως να πιστεύει ότι εκείνες οι μικρές χελώνες, που τις βλέπουν συχνά να βγαίνουν από τα σπλάγχνα της γης, γεννιούνται από αυτήν» τη θεωρεί πλάνη που οφείλεται στη συνήθεια της χελώνας να θάβει τα αυγά της. Πλάνη στην οποία υπέπεσε ακόμα και ένας «σοφότατος λόγιος με λαμπρή και επινοητική σκέψη για τα έργα της φύσης», όπως ήταν κατά την κρίση του Ρέντι ο Αθανάσιος Κίρχερ, που πέρα από κάθε λογική ισχυριζόταν τα αντίθετα. Πήρε λάσπη από το βυθό ενός τέλματος, την ξέρανε στον ήλιο, ύστερα τη ζύμωσε με νερό της βροχής και την εξέθεσε στην επίδραση της θερμότητας του καλοκαιρινού ήλιου. Τότε είδε να αναπτύσσονται πρώτα φυσαλίδες και ύστερα να ξεπετάγονται από μέσα τους πλήθος λευκά βατραχάκια με δύο μόνο μπροστινά πόδια. Αργότερα η ουρά τους χώρισε στα δύο, δίνοντας τα δύο πίσω πόδια τους, με αποτέλεσμα να προκύψουν «τέλεια διαμορφωμένοι βάτραχοι». Με πολλή φαινομενική αφέλεια ο Ρέντι αναφέρει ότι «το πείραμα αυτό φαίνεται ότι πιθανότατα πρέπει να πετυχαίνει, όμως εγώ ποτέ δεν είχα την τιμή αυτή, παρόλο που το δοκίμασα πολλές φορές». Και παρόλο που ο Ρέντι αποδίδει την αποτυχία του πειράματος στην «αδεξιότητά του», που εξαιτίας της δεν μάζεψε λάσπη από το κατάλληλο μέρος, όμως, δεν αποσιωπά το αληθινό «γιατί», που το παρουσιάζει, χλευάζοντας όσο παίρνει, τους παραδοσιακούς μύθους και τα απίθανα πειράματα του Ιησουίτη σοφού.
«Εγώ», βεβαιώνει ο Ρέντι, «όμως, παρατήρησα ότι όταν γεννιούνται οι βάτραχοι ή οι φρύνοι, γεννιούνται σε λάκκους ή έλη, γεννιούνται έχοντας τη μορφή ψαριού, όχι μόνο με τα μπροστινά τους πόδια, αλλά χωρίς κανένα πόδι, με μακριά ουρά, επίπεδη και θα έλεγε κανείς κοφτερή. Και με τη μορφή αυτή κολυμπούν, τρώνε και μεγαλώνουν για πολλές μέρες: τότε ξεπετιούνται τα δυο μπροστινά τους πόδια και ύστερα από μερικές άλλες ημέρες, κάτω από το δέρμα που ντύνει όλο τους το σώμα, ξεπετιούνται τα δυο τους άλλα άκρα και αφού περάσει ορισμένος καιρός, χάνουν την ουρά. Αυτή δεν διαιρείται στα δύο για να σχηματίσει τα πόδια, όπως πίστευαν ο Πλίνιος, ο Ροντελέ και τόσοι άλλοι συγγραφείς». Για την αλήθεια αυτή μπορεί να βεβαιωθεί κάποιος που θα ήθελε να εξετάσει με το ανατομικό νυστέρι ένα από εκείνα τα βατραχάκια, λίγες μέρες αφού γεννηθούν.
Είναι φανερό ότι, όταν ο Ρέντι επικαλείται την αδεξιότητά του για να δικαιολογήσει την αποτυχία του πειράματος του Αθανασίου Κίρχερ, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταγγείλει, κάτω από ένα ευγενικό πρόσχημα, την αδυναμία της εκτέλεσής του και το φανταστικό των ισχυρισμών του «εντιμότατου», όπως τον αποκαλεί, αντιπάλου του. Και τέτοιον πράγματι θεωρεί τον Κίρχερ, ο Ρέντι, όπως φαίνεται λίγες γραμμές πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο: «Ας μου επιτραπεί να γράψω ελεύθερα την αμφιβολία μου (για το δυνατόν της αυτόματης γένεσης βατράχων από τα κλαδάκια σαπισμένης περικοκλάδας), γιατί ξέρω πολύ καλά πόσο ειλικρινά αγαπά την αλήθεια ο πατήρ Αθανάσιος και ότι για να την βρει δεν λυπήθηκε κόπους τόσο πνευματικούς όσο και σωματικούς. Κι εγώ με τον ίδιο σκοπό θα γράψω ελεύθερα τη γνώμη μου». Νομίζει δηλαδή κανείς ότι διαβάζει τα λόγια με τα οποία ο Ρούις απευθυνόταν στον Μπούρχαβε ή ο Μαλπίγγι σε φίλους και αντίπαλους.
Η αγάπη προς την αλήθεια είναι το ιδανικό που εμψυχώνει όλους αυτούς τους εκπροσώπους της νέας επιστήμης να τοποθετούνται αντιμέτωποι στις κάθε είδους φαντασιώσεις της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, αποδεικνύοντας ότι τα έμβια όντα που παρουσιάζονταν από τον Κίρχερ και τους ομοϊδεάτες του να γεννιούνται από τα σήψη, προέρχονταν κι αυτά από το ζευγάρωμα δύο όμοιών τους. Με το ίδιο θάρρος και μεγαλύτερη ίσως αυστηρότητα αντιμετώπιζαν και τα δικά τους σφάλματα. Ας δούμε την πολεμική που ανοίγει ο Ρέντι κατά του ίδιου του εαυτού του:
«Και ο ίδιος φόβος (μήπως η λίγη αγάπη του προς την αλήθεια του στερήσει τη φήμη των επιγόνων), που συνοδεύεται από μια πολύ φλογερή αγάπη προς την αλήθεια, είναι η αιτία που ειλικρινά σας εξομολογούμαι ότι ακόμα κι εγώ, σε παλαιότερη εποχή, ζαλισμένος από την απειρία μου, πίστευα κάποτε πράγματα που συχνά τα θυμάμαι και ντρέπομαι για λογαριασμό μου». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να αναγνωρίσει ότι «παραλογιζόταν», όταν υποστήριζε ότι η καρδιά της οχιάς ήταν τετράχωρη, ενώ η πείρα απέδειξε ότι αυτή έχει ένα μόνο κόλπο και μια μόνη κοιλία.
Ακριβώς το γεγονός αυτό, το να μεταπείθεσαι δηλαδή αμέσως μόλις διαπιστώσεις το λάθος της γνώμης σου, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας νέας για τον άνθρωπο εποχής.
Τα πειράματα που εκτέλεσε ο Ρέντι υπήρξαν χιλιάδες. ‘Άλλες τόσες όμως ήταν και οι δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεραστούν και οι αντιρρήσεις των υποστηρικτών της αυτόματης γένεσης.
Το πρώτο τους επιχείρημα ήταν η ικανότητα του αέρα να γεννάει ζωντανά όντα. Η σημασία του στην ανθρώπινη ζωή είχε τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση από τον μεγάλο Ιπποκράτη. Αυτός, στα πλαίσια της θεωρίας του για τους 4 χυμούς του ανθρώπινου οργανισμού, τοποθετούσε σε πρώτη γραμμή τον αέρα, που όταν είναι «φθαρμένος» μπορεί να προκαλέσει κάθε είδους αρρώστιες και ειδικότερα επιδημίες. Αρκεί να θυμηθούμε σχετικά ένα από τα έργα του μεγάλου διδασκάλου, που αποδίδει πιο πιστά από κάθε άλλο τις ιδέες του, το «Περί αέρων, υδάτων, τόπων». Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο Ιπποκράτης εκθέτει με σαφήνεια τις αντιλήψεις του για τις επιδράσεις του κλίματος και των ατμοσφαιρικών μεταβολών πάνω στην υγεία του ατόμου και κατ’ επέκταση στη ψυχοσωματική κατάσταση των ανθρώπινων πληθυσμών.
Το ρόλο του αέρα στην αυτόματη γένεση, τον είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μιλώντας για τις σχετικές απόψεις του Δημόκριτου και του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτές, η αυτόματη γένεση έχει μεν σαν βάση τα φαινόμενα της σήψης και της ζύμωσης, απαιτεί όμως και την παρέμβαση του ατμοσφαιρικού παράγοντα με τη μορφή της θερμοκρασίας και της υγρασίας του αέρα και της περιεκτικότητάς του σε «ζωτικό πνεύμα». Αυτό ήταν το βασικό στοιχείο για το σχηματισμό των «φυσαλίδων», από τις οποίες ξεπετάγονταν οι βάτραχοι του Αθανάσιου Κίρχερ.
Έτσι ο Ρέντι υποχρεώνεται σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, για να διερευνήσει το ρόλο του αέρα, σε συνδυασμό με τη σήψη, στην αυτόματη γένεση ζωντανών οργανισμών: «... παρόλο που μου φαίνεται αρκετό το ότι είδα με τα μάτια μου ότι από τις σάρκες των νεκρών ζώων δεν γεννιούνται τα σκουλήκια, αν δεν μεταφερθούν πρώτα πάνω τους τα σπέρματα από άλλα ζωντανά ζώα, ωστόσο, για να απομακρύνω κάθε αμφιβολία και κάθε αντίρρηση, που θα μπορούσε να διατυπωθεί για το λόγο ότι τα πειράματα έγιναν σε κλειστά δοχεία, μέσα στα οποία δεν μπορούσε ο γύρω αέρας να μπαίνει και να βγαίνει ελεύθερα και να ανανεώνεται, θέλησα να επιχειρήσω και νέα πειράματα, βάζοντας τα κρέατα και τα ψάρια σ’ ένα πολύ μεγάλο δοχείο, κλεισμένο με λεπτότατο τούλι της Νεάπολης, για να μπορεί να εισχωρεί ο αέρας και σφαλισμένο σ’ ένα κιβώτιο όπως το φανάρι που βάζουμε τα τρόφιμα, τυλιγμένο με το ίδιο τούλι».
Ύστερα από τα μέτρα αυτά του Ρέντι, που απέκλειαν την είσοδο και στη μικρότερη μυγούλα, ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «... Ποτέ δεν μπόρεσε να φανεί σ’ εκείνο το κρέας κι εκείνα τα ψάρια, ούτε το πιο μικρό σκουλήκι!» Το δεύτερο αυτό είδος του πειράματος, μάλιστα, επιβεβαίωνε το πρώτο: «Φάνηκαν (σκουλήκια) ωστόσο, αρκετές φορές, να τριγυρίζουν απέξω, πάνω στο τούλι του φαναριού, όπου τραβηγμένα από τη μυρωδιά των κρεάτων, κατάφερναν μερικές φορές να εισχωρήσουν από τις λεπτότατες οπές που είχε το τούλι. Κι αν δεν τα είχα διώξει γρήγορα, ίσως να έφταναν ακόμα να μπουν μέσα στο δοχείο, τόσο μελετημένες και επίμονες προσπάθειες έκαναν... και ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς ότι ενώ έβλεπε τις μύγες να τριγυρίζουν εκεί βουίζοντας, κάθε τόσο κάθονταν στο πρώτο τούλι και γεννούσαν τα σκουληκάκια. Επίσης πρόσεξα ότι μερικές άφηναν 6 ή 7 κάθε φορά και μερικές τα γεννούσαν στον αέρα, προτού φτάσουν στο τούλι».
Συμπέρασμα: Ούτε ο αέρας, σε συνδυασμό με τη σήψη, μπορούσε, να προκαλέσει την αυτόματη γένεση κάποιου είδους μύγας. Και κάτι άλλο, που επιβεβαιώνει τα προηγούμενα πειράματα: οι μύγες ήταν αυτές που γεννούσαν πάντα τα σκουληκάκια, τραβηγμένες από τη μυρωδιά του αποσυντιθέμενου κρέατος.

ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Όσο προχωρούσαν τα πειράματα του Ρέντι, και είδαμε μέχρι ποιο σημείο τα είχε προχωρήσει, τόσο και καινούργια προβλήματα προέκυπταν, που έφτασαν τελικά να αποτελούν εμπόδια ανυπέρβλητα. Ένα από αυτά ήταν ο σχηματισμός της κάμπιας στα φρούτα και στα μανιτάρια.
Ο τρόπος με τον οποίον ο Ρέντι αντιμετώπισε και τις περιπτώσεις αυτές ήταν και πάλι νεωτεριστικός. Δεν παρασύρθηκε στην αναζήτηση του «καθολικού και πρώτου αιτίου», προς την οποία στρέφονταν για αιώνες οι προσπάθειες των αριστοτελικών, θεωρώντας την άχρηστη, αν όχι και παράλογη. Στράφηκε πάντα στην αναζήτηση του «άμεσου» αιτίου, στο οποίο οφειλόταν το συγκεκριμένο φαινόμενο. Έτσι ο επιστήμονας του 17ου αιώνα συνεχίζει θαρραλέα ένα δρόμο που στον καιρό της είχε χαράξει μια άλλη μεγάλη φυσιογνωμία, ο Φρακαστόρο, που τον θυμόμαστε από τη θαυμάσια περιγραφή της νέας νόσου, της σύφιλης. Ο σοφός αυτός του 16ου αιώνα ήταν ο πρώτος που, χωρίς να εγκαταλείψει ορισμένες βασικές γραμμές του αριστοτελισμού, στράφηκε στην αναζήτηση όχι του «καθολικού και πρώτου», αλλά του «ειδικού και άμεσου αιτίου». Αν η γραμμή αυτή δεν είχε χαραχτεί από τον 16ο αιώνα και δεν είχε κατευθύνει τόσα μεγάλα ονόματα, όπως το Βεσάλιο, τον Κανάνο, τον Εουστάκι, τον Κολόμπο και τον Τσεζαλπίνο, ποτέ δε θα είχαμε φτάσει στα επιτεύγματα του 17ου αιώνα!
Α; ακούσουμε όμως για άλλη μια φορά τον ίδιο το Ρέντι: «Όποιο κι αν είναι το άμεσο γενεσιουργό αίτιο που γεννά τα σκουληκάκια αυτά μέσα στα ζωντανά μανιτάρια, όσο για μέσα πιστεύω ότι είναι το ίδιο εκείνο που τα γεννά στα ζωντανά φυτά και στους επίσης ζωντανούς καρπούς τους. Σχετικά με αυτό, οι γνώμες των φιλοσόφων κι όσων που ερευνούν τις ιδιότητες των φυτών ή αυτή τη φύση τους, διαφέρουν». Από τις γνώμες αυτές αναφέρει δύο: του Φορτούνιο Λιτσέτο και του Πιέτρο Γκασσέντι (1592-1655), δύο κατ’ εξοχή εκπροσώπων της παραδοσιακής επιστήμης και συγχρόνως του Ρέντι.
Ο πρώτος είναι υποστηρικτής σε κάθε περίπτωση της αυτόματης γένεσης: το φυτό, απορροφώντας με τις ρίζες του από το χώμα την τροφή του, δεν παίρνει μόνο θρεπτικές ουσίες, αλλά κι ένα μέρος της «αισθητικής ψυχής» που έχει το χώμα τραβήξει από την εκπνοή των ζωντανών ζώων ή τη σήψη των πτωμάτων τους. Μόρια όμως αυτής της «αισθητικής ψυχής» υπάρχουν και στον αέρα, από τον οποίον και παρασυρόμενα έρχονται να καθίσουν πάνω στις ρωγμές του φλοιού των φυτών, στα υγρά από τη δροσιά φύλλα τους και στη φλούδα των καρπών τους, προκαλώντας τη γέννηση των σκουληκιών.
Η γνώμη του Γκασσέντι είναι πιο ευφυής: «Είμαι της γνώμης ότι στη σάρκα των καρπών γεννιούνται τα σκουληκάκια, γιατί οι μύγες, οι μέλισσες, τα κουνούπια και άλλα όμοια έντομα, αφού καθίσουν πάνω στα λουλούδια, αφήνουν εκεί τα σπέρματά τους που στη συνέχεια κλεισμένα και περιορισμένα μέσα στους καρπούς, γίνονται με τη βοήθεια της θερμότητας της ωρίμανσης, σκουλήκια». Βλέπει, δηλαδή, κανείς ότι η γνώμη του Γκασσέντι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, έστω κι αν δεν την επιβεβαιώνει με το πείραμα.

Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ
Στην περίπτωση αυτή ο Ρέντι δεν μπορούσε να πειραματιστεί με όση ακρίβεια είχε κάνει κάτι τέτοιο για τις μύγες και τα βατράχια. Έτσι η θέση που παίρνει αποκαλύπτει το μέγεθος των εμποδίων που είχε ακόμα να υπερνικήσει η νέα επιστήμη. «Αν ήταν να εκφράσω τα αισθήματά μου», γράφει, «θα έλεγα ότι τα φρούτα, τα λαχανικά, τα δέντρα και τα φύλλα σκουληκιάζουν με δύο τρόπους: Ο ένας, με το να έρχονται τα σκουλήκια απέξω και ζητώντας τροφή, ανοίγουν με το ροκάνισμα το δρόμο και φτάνουν μέσα στη ψίχα των καρπών και του ξύλου. Ο άλλος τρόπος, που όσο για μένα δεν θεωρώ απρεπές να τον παραδέχομαι, είναι ότι η ψυχή ή η ενέργεια που γεννά τα άνθη και τους καρπούς στα ζωντανά δέντρα, είναι η ίδια που γεννά και τα σκουλήκια των φυτών αυτών».
Ο Ρέντι λοιπόν αναγκάζεται να παραδεχτεί, έστω και εν μέρει, την αυτόματη γένεση, ειδικά, όπως θα δούμε πιο κάτω, στα έντομα που κάνουν τις «κηκίδες». Στα λόγια του Ρέντι επιβιώνει η τελολογική αντίληψη του Αριστοτέλη: «το παν στη φύση αποβλέπει σε κάποιο τελικό σκοπό», αρχή που διαποτίζει ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου στοχασμού και την κατοπινή επιστήμη, μέχρι τον επαναστατικό 17ο αιώνα. Το κείμενό του, είδος εξομολόγησης, αποδεικνύει τη δύναμη μιας παράδοσης, που είχε τις ρίζες της σε μια φιλοσοφία κι επιστήμη αιώνων. «Και ποιος ξέρει», αναρωτιέται ο Ρέντι, «αν πολλοί καρποί των δέντρων δεν παράγονται για κανένα πρώτο και κύριο σκοπό, αλλά για κάποια δευτερεύουσα και βοηθητική υπηρεσία, προορισμένοι για τη γέννηση των σκουληκιών εκείνων, χρησιμεύοντάς τους σαν μήτρα, μέσα στην οποία κοιμούνται για ένα προκαθορισμένο και συγκεκριμένο χρόνο, που όταν φτάσει, βγαίνουν έξω να χαρούν τον ήλιο». Λόγια που εμπνέονται από την κλασική παράδοση, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για τους οποίους η γέννηση έρχεται στον προκαθορισμένο από τη μοίρα χρόνο και ταυτίζεται με την έξοδο στο φως του ήλιου.
Έπρεπε να εκτελεστούν ακόμα χιλιάδες χιλιάδων πειράματα για να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια, αφού θα είχε ανακαλυφθεί προηγουμένως ο τρόπος της γένεσης των φυτών, των λουλουδιών και των καρπών, που εξακολουθούσε να θαμπώνει τα εκστατικά μάτια του φυσιοδίφη.
Στο ίδιο όμως απόσπασμα του Ρέντι αναγνωρίζουμε ακόμα δύο γεγονότα: Το ένα είναι οι αντιφάσεις που, όπως επανειλημμένα είδαμε, χαρακτηρίζουν τις επαναστατικές εποχές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Το άλλο είναι ιδιαίτερα παρήγορο για το πνεύμα του ανθρώπου: η μηχανική ερμηνεία της ζωής, που η εισαγωγή της τον 17ο αιώνα απέδωσε τόσο γόνιμους καρπούς, δεν κυριάρχησε ολοκληρωτικά στην ανθρώπινη σκέψη. Δε μάρανε τις δυνατότητες της διαισθητικής σύλληψης της πραγματικότητας, δε δέσμευσε την ανθρώπινη φαντασία και συνεπώς δε μετέβαλε τον άνθρωπο σε αυτόματο.
Τα εμπόδια πάντως που φάνηκαν στη φάση αυτή ανυπέρβλητα, δεν θα έμεναν τέτοια για πολύ. Το δρόμο του Ρέντι θα συνέχιζαν με επιτυχία οι συνεργάτες του και οι διάδοχοί του.


[1] Όπως βλέπουμε, ο Ρέντι θεωρεί τις νύμφες αυγά, παρόλο που έχει συλλάβει το φαινόμενο της μεταμόρφωσης.