27/2/09

Σημασία και αξία του έργου του Μπιφόν [60]

Αν θα θέλαμε να αξιολογήσουμε το έργο του Ζωρζ-Λουί Λεκλέρκ ντε Μπιφόν στην πραγματική του έκταση, οι στήλες αυτές θα ήταν ανεπαρκείς. Γιατί στο έργο του μεγάλου φυσιοδίφη συναντά κανείς κατά τρόπο μοναδικό, στην ιστορία των επιστημών γενικότερα, στην ιστορία της ιατρικής πιο ειδικά, οξυδερκείς προβλέψεις και πλούσιους οραματισμούς, μεγαλοφυείς συλλήψεις και επιτυχείς λύσεις προβλημάτων, που καλύπτουν όλη την έκταση των φυσικών επιστημών. Το πλαίσιο πάνω στο οποίο έχει αναπτυχθεί ολόκληρο το πλέγμα των επιστημονικών του αντιλήψεων είναι οι νέες φιλοσοφικές ιδέες που βλάστησαν από τα πνευματικά σπέρματα του17ου αιώνα και καρποφορώντας έκαναν το 18ο αιώνα «αιώνα των φώτων».
Αν αφήσουμε τη σκέψη μας να στραφεί στους αιώνες μέσα από τους οποίους παρακολουθήσαμε στα προηγούμενα την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, μόνο με μια προσωπικότητα θα τολμούσαμε να συγκρίνουμε τον Μπιφόν για την ευρύτητα της σκέψης και τον όγκο του έργου του: με τον Αριστοτέλη. Τι άλλο ήταν το ιδανικό του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του από την τέλεια, οργανική και εξαντλητική περιγραφή ολόκληρου του φυσικού κόσμου; Στο σημείο τουλάχιστον αυτό οι δυο διάνοιες συναντώνται και γεφυρώνουν στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού μια απόσταση 2.000 ετών.
Τον υπογραμμό του Αριστοτέλη συναντάμε και στον άλλο μεγάλο του 18ου αιώνα, που γεννήθηκε τον ίδιο χρόνο με τον Μπιφόν, έζησε όμως 10 χρόνια λιγότερο: τον Λινναίο. Την ίδια ιδέα επεδίωκε κι αυτός να μεταβάλλει σε πραγματικότητα, πράγμα που πέτυχε με το δικό του τρόπο, ενώνοντας σε ένα οργανικό δεμένο οικοδόμημα τις πολυποίκιλες μορφές, με τις οποίες εκδηλώνεται η φύση στα διάφορα βασίλειά της.
Το έργο των δύο μεγάλων του 18ου αιώνα, παρά τις ομοιότητές του έχει και τις διαφορές του.

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΜΠΙΦΟΝ ΚΑΙ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Το θαυμάσιο συστηματικό οικοδόμημα του Λινναίου στηρίζεται στην πεποίθηση για το αναλλοίωτο των ειδών. Η προσπάθειά του στρέφεται προς την οριστική συστηματοποίηση όλου του φυσιογνωστικού υλικού που συγκέντρωσαν έρευνες και παρατηρήσεις δεκάδων αιώνων και γενεών επιστημόνων ή ερευνητικών ανθρώπων. Είναι δυο σημεία στα οποία το έργο του Λινναίου βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με εκείνο του Αριστοτέλη. Αν διαφέρουν κάπου είναι ο μεγαλύτερος ή μικρότερος όγκος του υλικού και η έκταση της ακρίβειας των παρατηρήσεων, μια και ο Λινναίος διέθετε και τα όσο προσέφερε η εισαγωγή του μικροσκοπίου στην επιστημονική έρευνα.
Αν ερευνήσει όμως κανείς βαθύτερα τα πράγματα, θα διαπιστώσει τεράστιες διαφορές. Ο Αριστοτέλης ζητάει να ερμηνεύσει τον κόσμο: η συλλογή του υλικού και η ταξινόμησή του είναι απλά το μέσο για την κατασκευή του θεωρητικού οικοδομήματος της φύσης. Αντίθετα, ο Λινναίος παίρνει την ερμηνεία της φύσης ως κάτι το δεδομένο. Η βαθειά θρησκευτική του πίστη είναι αρκετή για το σκοπό αυτό. Η συλλογή του υλικού και η οργανωτική του συστηματοποίηση αποτελεί για το Λινναίο κεντρικό σκοπό: κάθε τάξη, γένος και είδος στο ταξινομικό του σύστημα είναι μια ευκαιρία δοξολογίας του Θεού. Ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στο Λινναίο υπάρχει στην πραγματικότητα χάσμα αγεφύρωτο.
Εκείνο που είναι το περίεργο (κάτι που δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία, ίσως πιο πολύ στην ιστορία των επιστημών) είναι πως ό,τι υποστηρίξαμε για το Λινναίο, μπορούμε να το επαναλάβουμε και για το Μπιφόν, για διαφορετικούς όμως λόγους. Ο Μπιφόν αναζητάει όπως και ο Αριστοτέλης μια ενιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Συνεπώς και γι’ αυτόν η συλλογή και ταξινόμηση του φυσιογνωστικού υλικού είναι μόνο μέσο, προϋπόθεση της θεωρητικής κατασκευής, που αλλιώς θα έμενα ένα μάταιο πνευματικό παιχνίδι. Από την άποψη αυτή η ομοιότητα του έργου του Μπιφόν με εκείνο του Αριστοτέλη είναι ολοφάνερη. Από την άλλη όμως ο Μπιφόν παρουσιάζεται ελάχιστα προχωρημένος σε ταξινομικά σχήματα κι αυτό είναι ένα στοιχείο που απομακρύνει τη σκέψη του από τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη.
Με όσα είπαμε, φαίνεται μια «διαφωνούσα συμφωνία» να συνδέει τους δύο σοφούς του 18ου αιώνα με το μεγάλο πρόδρομό τους της αρχαιότητας: ό,τι συνδέει τον ένα μαζί του είναι το ίδιο που τον χωρίζει από τον άλλο. Αυτό επαναλαμβάνεται και προς την αντίθετη κατεύθυνση.

ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Στις διαφορές σκέψης μεταξύ Μπιφόν και Λινναίου ασφαλώς συνετέλεσα κατο διαφορετικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανδρώθηκαν οι δυο σοφοί.
Ο Λινναίος ήταν άνθρωπος του βορρά. Στα πλάτη που γεννήθηκε το φυσικό περιβάλλον συντελούσε στη δημιουργία όχι μόνο φυσικού, αλλά και πνευματικού κλίματος πολύ διαφορετικού από εκείνο της Μεσογείου. Ο μεσαιωνικός μυστικισμός είχε πάρει ένα χρώμα τελείως διαφορικό από εκείνο που είχε στις νότιες θάλασσες. Αρκεί να συγκρίνουμε τις μικρογραφίες ενός χειρογράφου μιας από τις βόρειες χώρες με τις μινιατούρες ενός ιταλικού ή γαλλικού κώδικα της ίδιας εποχής, για να διαπιστώσουμε αμέσως την απόσταση που χώριζε τους δύο τόπους. Στον σκοτεινό και απαισιόδοξο μυστικισμό του βορρά που διαρκώς αναλογίζεται το θάνατο, ο νότος έχει να αντιπαρατάξει το φως και την ευφροσύνη της «τέλειας χαράς» του Φραγκίσκου της Ασίζης! Το 17ο αιώνα οι διαφορές δεν είχαν ακόμα αμβλυνθεί. Το κίνημα του Ιανσενισμού, για το οποίο έχουμε και πάλι μιλήσει, με τις απαισιόδοξες αντιλήψεις του, από το βορρά είχε ξεκινήσει. Ο Κορνέλις Γιάνσεν με το εκλατινισμένο όνομα Γιανσένιους (1585-1638), στην Ολλανδία γεννήθηκε και στη Φλαμανδία πέθανε. Και κάτι ακόμα: ο Λινναίος, γιος προτεστάντη κληρικού μεγάλωσε σ’ ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον και γεμάτο μυστικισμό.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά με τον Μπιφόν. Αυτός μεγάλωσε μέσα στην πολυτέλεια μιας εύπορης οικογένειας του α’ μισού του 18ου αιώνα. Σε πολύ νέα ηλικία βρέθηκε διαχειριστής μιας τεράστιας περιουσίας, που μπορούσε να διαθέτει κατά βούληση, σ’ ένα περιβάλλον όπου νέες και τολμηρές ιδέες κυριαρχούσαν. Στη βάση αυτή ήταν επόμενο να οικοδομηθούν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για την επιστημονική έρευνα.
Σύμφωνα με τα λόγια του Σεν Μπεβ, όσο κι αν δεν μπορούμε να πιστέψουμε στην απόλυτη ορθότητά τους, ο Ιανσενισμός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ανταρσία στους κόλπους του Χριστιανισμού, ενώ αυτό που προκάλεσε ο Καρτέσιος ήταν μια παγκόσμια επανάσταση.
Ο Λινναίος εμπνεύστηκε από το κίνημα του Ιανσενισμού, ενώ η σκέψη του Μπιφόν διαμορφώθηκε στο κλίμα του καρτεσιανισμού. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός αυτό, έχουμε αμέσως το κλειδί των διαφορών ανάμεσα στη σκέψη των δύο σοφών του 18ου αιώνα.

ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ
Ο Μπιφόν, φυσιογνωμία της εποχής της διαφώτισης, παρουσιάζεται απαλλαγμένος τελείως από τα παραδοσιακά σχήματα και ανεπηρέαστος από το γράμμα των Γραφών. Στην «Ιστορία της γης» τολμά να ισχυριστεί ότι η υδρόγειος είναι πολύ πιο παλαιή από όσα επιτρέπουν να συμπεράνουμε τα ιερά κείμενα, ερμηνευμένα βέβαια με το σχολαστικό πνεύμα του καθολικισμού της εποχής. Αντί για 6.000 χρόνια της εβραϊκής χρονολόγησης της ιστορίας της γης, ο Μπιφόν έδινε στον πλανήτη μας ηλικία τουλάχιστον 100.000 ετών. Οι υπολογισμοί του βασίζονταν στα πρώτα συμπεράσματα των γεωλογικών μελετών του. Υποστήριζε ακόμα ότι τα βουνά είναι το αποτέλεσμα της σεισμικής δραστηριότητας της γης και της διαβρωτικής ενέργειας των υδάτων της επιφανείας της. Και ακόμα ότι οι πλανήτες υπήρξαν κάποτε σε μακρινούς καιρούς, μέρος της ηλιακής μάζας. Αντίθετα προς την αριστοτελική αφθαρσία των ουρανών θεωρούσε τον ήλιο προορισμένο κάποια μέρα να σβήσει.
Οι ιδέες αυτές δεν άφησαν φυσικά αδιάφορες τις αρχές της παπικής εκκλησίας, που επενέβηκαν, με αρκετή πάντως μετριοπάθεια, εξαναγκάζοντας τον Μπιφόν να υπαναχωρήσει, πράγμα που γίνεται αισθητό στον 4ο τόμο της «Φυσικής Ιστορίας» του. Ο σοφός όμως δεν εγκατέλειψε τις τολμηρές αντιλήψεις του, στις οποίες και επανέρχεται με ανανεωμένες δυνάμεις στην ομιλία του «Περί των εποχών της γης», που έγινε στην Ακαδημία της Ντιζόν, το 1773.
Αυτή τη φορά ο καθολικισμός εκδηλώθηκε κατά τρόπο απειλητικό, πράγμα που ανάγκασε τον Μπιφόν να εγκαταλείψει το Παρίσι γιατί φοβόταν μια ανοικτή καταγγελία στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, πράγμα που τελικά απέφυγε χάρη στη μεσολάβηση της φίλης του κυρίας Νέκερ. Η φιλία του με την κυρία αυτή ήταν μια παρήγορη νότα στη ζωή του Μπιφόν που δεν υπήρξε πάντοτε ευτυχής. Ο θάνατος της συζύγου του που υπεραγαπούσε και η έκλυτη ζωή του μοναδικού του γιου, τον είχαν ποτίσει με αρκετή πικρία. Ευτυχώς ο Μπιφόν δεν έζησε τόσο ώστε να δεχθεί και το τελευταίο πλήγμα της μοίρας, βλέποντας το κεφάλι του γιου του να πέφτει κομμένο από τη λαιμητόμο το 1793. Ο φονικός παροξυσμός της Γαλλικής Επανάστασης δεν μπορούσε πια να ταράξει τον αιώνιο ύπνο του.
Χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς να τον απασχολούν ιδιαίτερα προβλήματα της διπλής ονοματολογίας και του ταξινομικού συστήματος, με πλούσιες ενοράσεις και επαναστατικές ιδέες, που η φρόνηση του επέβαλε να κρατάει στο στάδιο των απλών υποθέσεων, ο Μπιφόν άφησε ένα μνημειώδες έργο, μόνιμη μαρτυρία της μεγαλοφυΐας του.
Όπως παρατηρεί ειδικός ερευνητής οι αντιλήψεις του για τον κόσμο, που τον θεωρούσε δυναμικό σύστημα με ιστορία, μεταμορφώσεις, θέατρο δράσεων και αντιδράσεων, που επηρεάζουν την πορεία των φαινομένων, είναι τελείως διαφορετικές από τις στατικές μη κινητικές αντιλήψεις του Λινναίου. Γι’ αυτό το έργο του Γάλλου είναι ισότιμο, αν όχι ανώτερο από την προσφορά του Σουηδού, πιο πολύ για τις ιδέες του, παρά για τη συμβολή του στη γνώση των φαινομένων που παρατήρησε.
Το έργο του Λινναίου είναι το αποκορύφωμα μιας μακράς ιστορικής περιόδου, η κωδικοποίηση της σκέψης της με κρυστάλλινη διαύγεια, όργανο απαραίτητο για κάθε μελλοντική εξέλιξη. Αντίθετα, το έργο του Μπιφόν είναι το προοίμιο, η εισαγωγή σε μια νέα ιστορική περίοδο, ένας συλλογισμός, ασαφής κάπως ακόμα και αόριστος, που όμως αφήνει να ξεχωρίζουν ανάμεσά του τα θέματα που θα απασχολήσουν τον επιστήμονα του 19ου αιώνα. Ο πρώτος κλείνει επάξια την περίοδο του σχολαστικισμού, ο δεύτερος ανοίγει την περίοδο του σύγχρονου κόσμου.
Το άνοιγμα της νέας εποχής γίνεται από τον Μπιφόν όχι μόνο με τις μεγαλοφυείς επιστημονικές του εμπνεύσεις, αλλά και με μια λογοτεχνική αίσθηση τόσο λεπτή και ένα τόσο καλαίσθητο και χυμώδη λόγο, ώστε οι σελίδες του έργου του να αποκτούν την αξία λογοτεχνικού έργου υψηλού επιπέδου. Ο Μπιφόν δεν περιγράφει π.χ. τόσο τα ζώα, όσο τη ζωή τους, το περιβάλλοντος, θα έλεγε κανείς το χαρακτήρα τους. Γι’ αυτό τα βιβλία του έχουν τη χάρη ενός γοητευτικού μυθιστορήματος της φύσης.

26/2/09

Οι νέοι δρόμοι [59]

Είναι αναμφισβήτητο ότι το έργο του Λινναίου είναι εκείνο που δημιούργησε τις βάσεις κι έθεσε την αφετηρία της εξόρμησης των νεώτερων χρόνων προς τις τόσες κατακτήσεις στον τομέα των φυσικών επιστημών. Άλλο τόσο όμως είναι αληθινό ότι εκείνος που με το ζήλο, τη μεγαλοφυΐα του και το συγγραφικό του ταλέντο εγκαινίασε την πορεία προς την κατεύθυνση αυτή, υπήρξε ο Μπιφόν. Η πλούσια σε εμπειρίες και δημιουργικό μόχθο ζωή του αξίζουν πράγματι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία των φυσικών επιστημών γενικά και της ιατρικής ειδικότερα.

Ο ΜΠΙΦΟΝ ΩΣ ΝΕΟΣ
Ο Μπιφόν γεννήθηκε το 1707 στο Μονμπάρ του Μπορντό. Παιδί πλούσιας οικογένειας δεν αντιμετώπισε ποτέ δυσκολίες. Έτσι μπόρεσε να αφιερωθεί από την αρχή απερίσπαστος στις σπουδές του, που άρχισε στη Ντιζόν, όπου σπούδασε δίκαιο και τέλειωσε στην Ανζέρ, όπου σπούδασε ιατρική και μαθηματικά, που θα αποτελέσουν για καιρό το μοναδικό του ενδιαφέρον, αποτυπώνοντας στη σκέψη του τη σφραγίδα τους σε ό,τι αφορά τις φυσικές επιστήμες.
Την ώθηση προς τις επιστήμες αυτές πήρε στη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού δια μέσου της νότια Γαλλίας και της Ιταλίας. Το ταξίδι αυτό το έκανε συντροφιά με τον Άγγλο φίλο του λόρδο Κίνγκστον και τον παιδαγωγό του, έναν άξιο και μανιώδη βοτανολόγο. Ήταν ο άνθρωπος που ξύπνησε μέσα του τα ενδιαφέροντα εκείνα, στα πεδία των οποίων θα αναδειχθεί κάποια στιγμή η μεγαλοφυΐα του.
Επιστρέφοντας από το ταξίδι αυτό πήγε μέχρι την Αγγλία, από όπου γύρισε μέλος κιόλας της Βασιλικής Εταιρείας (Royal Society). Τότε ακριβώς σε ηλικία 25 ετών έγινε, με το θάνατο των γονέων του, κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας.

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Από τη στιγμή εκείνη και για 7 ολόκληρα χρόνια ο Μπιφόν ασχολείται με τη διαχείριση και την αποδοτική εκμετάλλευση της τεράστιας αυτής περιουσίας. Στα απέραντα κτήματά του η φύση είχε κατασπαταλήσει γενναιόδωρα τα αγαθά της. Καλλιεργημένες γαίες, δάση, ορυχεία και εργαστήρια για την επεξεργασία των μετάλλων, όλα αυτά αποτέλεσαν για το νεαρό Μπιφόν ένα απαράμιλλο πεδίο πρακτικής και θεωρητικής άσκησης.
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει παρουσίαζαν απίθανη ποικιλία: η ορθολογιστική καλλιέργεια της γης και η ανάλογη εκμετάλλευση των δασών, ζητήματα των ορυχείων του και μεταλλουργικά προβλήματα, αποτελούσαν όλα αφορμές που υποχρέωναν τη διάνοια του Μπιφόν σε εντατική απασχόληση, πράγμα που ξεπερνούσε κατά πολύ την οικονομική πλευρά της διαχείρισης μιας περιουσίας. Με το να αντιμετωπίζει τα προβλήματα αυτά ο πλουσιότατος νεαρός κύριος, όχι μόνον από την πρακτική τους πλευρά, αλλά και σε θεωρητικό πεδίο, κατέληγε να ανακαλύπτει λαμπρές λύσεις που σύντομα του χάρισαν τέτοια φήμη, ώστε το 1734 να ονομαστεί μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Γαλλίας.

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ
Η λύση όμως πολλών από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Μπιφόν, ιδίως στον τομέα της ορυκτολογίας και της μεταλλουργίας, απαιτούσαν συνεχώς και πιο πολλές φυσικομαθηματικές γνώσεις. Αυτό τον υποχρέωσε να αφοσιωθεί με ζήλο στη μελέτη των κλάδων αυτών. Ήταν εκείνος που μετέφρασε για πρώτη φορά στα γαλλικά το θεμελιώδες έργο του Νεύτωνα για το διαφορικό λογισμό («Γενική Αριθμητική», Κέμπριτζ, 1707), εν αγνοία όπως φαίνεται του συγγραφέα.
Από την άλλη, τα προβλήματα της καλλιέργειας της γης και της δασοκομίας τον ωθούσαν προς τη βοτανική, προς τη μελέτη ιδίως των έργων του μεγάλου Άγγλου φυσιοδίφη, του Στίβεν Χέιλς (1677-1761). Από το έργο αυτό τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ό,τι αφορούσε την ανατομική και τη φυσιολογία των φυτών που υπήρχαν στο βιβλίο του Χέιλς «Φυτική στατική» (Λονδίνο, 1727). Το έργο παρουσίαζε ο συγγραφέας του ως αποτέλεσμα πειραμάτων γύρω από τους χυμούς των φυτών, ως δοκίμιο φυσικής ιστορίας του φυτικού κόσμου. Χάρις σε αυτό ο Χέιλς υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της νεώτερης φυτοφυσιολογίας. Οι ακριβείς παρατηρήσεις του και η μέθοδος που εφάρμοσε για τη μελέτη της κυκλοφορίας των υγρών στα φυτά, της απορροφητικής λειτουργίας των ριζών και άλλων προβλημάτων φυτικής φυσιολογίας, συντέλεσαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της σκέψης και τη διαμόρφωση των ενδιαφερόντων του Μπιφόν.
Ένα άλλο γεγονός, όχι λιγότερο σημαντικό, που είχε και πάλι την αφετηρία του στη διαχείριση των κτημάτων του, είναι οι πολύ στενές σχέσεις που ήταν υποχρεωμένος να διατηρεί με τον περίφημο Βασιλικό Κήπο των Παρισίων, που στην εποχή του αποτελούσε ένα μοναδικό κέντρο βοτανικών σπουδών. Διευθυντής του ήταν τότε ο Ντιλέ που σύντομα περιέβαλε το νεαρό Μπιφόν με βαθιά εκτίμηση. Έτσι με το θάνατό του που συνέβη το 1739, ο Μπιφόν καταλαμβάνει τη θέση του στη διεύθυνση του Βασιλικού Κήπου.

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΡΓΟΥ
Από την είσοδό του στο Βασιλικό Κήπο και για μισό αιώνα, ο Μπιφόν αφιερώνει όλες του τις δυνάμεις στην πραγματοποίηση δύο μεγάλων σχεδίων. Το ένα είναι η μετατροπή του Βασιλικού Κήπου σε πραγματικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, αφιερωμένο όχι μόνο στο φυτικό, αλλά και στα άλλα δύο βασίλεια της φύσης: το ορυκτό και το ζωικό. Το άλλο είναι ένα έργο που να περιγράφει και να ερμηνεύει όλο τον κόσμο της φύσης, ως ενιαίο και οργανικό σύνολο. Η ενιαία αντίληψη των φαινομένων της φύσης, τυπικό χαρακτηριστικό της σκέψης του Μπιφόν, έχει τις ρίζες στην πλατιά μόρφωση που απέκτησε πολύ νέος και ιδίως στη διορατική μεγαλοφυΐα του που ήταν σε θέση να ανακαλύπτει πολύ γρήγορα σχέσεις ανάμεσα σε φαινόμενα, επιφανειακά τελείως άσχετα. Εδώ έχει τη θέση του κι ο φιλοσοφικός στοχασμός της εποχής στον οποίο συμμετείχε ο μεγάλος φυσιοδίφης με βάθος και πάθος. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του ότι στο Παρίσι, όπου κιόλας ο Μπιφόν εργαζόταν από μια δεκαετία, εκδιδόταν το 1751 ο Α' τόμος της «Εγκυκλοπαίδειας», του επιστημονικού αυτού έργου του Ντιντερό (1713-1784), ντ’ Αλαμπέρ (1717-1783) και τόσων περίφημων συνεργατών του.

ΟΙ ΔΥΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ενώ έξω στο Παρίσι οι ζυμώσεις της καθημερινής ζωής γίνονται όλο και πιο ισχυρές, προετοιμάζοντας την πρώτη πράξη της Γαλλικής Επανάστασης, τη δημιουργία δηλαδή το 1793 της Εθνοσυνέλευσης, σε πείσμα της τάξης των ευγενών που συνεχώς καταρρέει, ο Μπιφόν στον Κήπο εξακολουθεί με εντυπωσιακή δραστηριότητα το διπλό του έργο.
Οι δυσκολίες ιδίως της συλλογής του ανεξάντλητου υλικού που θα αποτελέσει υπό την άγρυπνη παρακολούθησή του το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το μεγαλύτερο στο είδος του, ακόμα και σήμερα, είναι τεράστιες. Στο μουσείο αυτό θα συγκεντρωθούν σπουδαιότατες συλλογές για να αποτελέσουν τη βάση μελετών σε κάθε κλάδο των φυσικών επιστημών.
Η άλλη πλευρά του έργου του είναι ίσως περισσότερο αξιοθαύμαστη. Δέκα μόλις χρόνια μετά την ανάληψη της διεύθυνσης του Βασιλικού Κήπου έχει έτοιμους τους πρώτους τρεις από τους 44 τόμους της «Γενικής και ειδικής φυσικής ιστορίας» του, από τους οποίους τυπώθηκαν όσο ζούσε οι 36.
Το 1749 ο Μπιφόν έγραψε την «Ιστορία της γης», με την οποία τοποθετούσε τις βάσεις της σύγχρονης γεωλογίας. Αμέσως σχεδόν ακολούθησε η «Ιστορία των ζώων» με αξιολογότατες εμβρυολογικές και οργανογενετικές παρατηρήσεις και σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερωμένο στη συγκριτική ανατομική και φυσιολογία μεταξύ φυτών και ζώων. Στην «Ιστορία του ανθρώπου» που δεν άργησε να εκδοθεί μετά από τα δύο προηγούμενα έργα του, τοποθετεί τα θεμέλια της σύγχρονης δημογραφικής στατιστικής.
Ενώ όμως στην πλειονότητα των τόμων της «Φυσικής Ιστορίας» του κάνει έργο κυρίως περιγραφικό, στους 3 αυτούς πρώτους τόμους του, καθώς και στις «Εποχές της φύσης» εκθέτει θεωρίες, αντιλήψεις και διαισθήσεις που, όπως είναι διατυπωμένες από την εκλεκτή πέννα του, αφήνουν τον αναγνώστη κυριολεκτικά κατάπληκτο.
Όταν το 1788 ο κόμης ντε Μπιφόν
[1] πέθανε, ο δρόμος για την ανανέωση όλων των θεωριών που είχαν διατυπωθεί για τη ζωή ήταν πια ανοικτός. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στη δική μας εποχή με τα καταπληκτικά της επιτεύγματα.

[1] Τον τίτλο τον είχε πάρει το 1771 σε αναγνώριση της επιστημονικής του αξίας.

25/2/09

Η συστηματοποίηση του φυσικού κόσμου [58]

Μετά το θάνατο του Λέβενχουκ το 1723 μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι κλείνει η πρώτη περίοδος στην ιστορία της μικροσκοπίας. Ακολουθεί μια στάσιμη περίοδος που θα παραταθεί μέχρι τον επόμενο αιώνα, οπότε οι τεχνικές πρόοδοι θα επιτρέψουν τελειότερες κατασκευές και λεπτότερες έρευνες.
Το γεγονός της καθυστέρησης στην παραγωγή τελειότερων οπτικών οργάνων, άσκησε μεγάλη επίδραση στην κατεύθυνση που ακολούθησαν οι ιατρικές έρευνες το 18ο αιώνα. Οι επιστήμονες διατηρούσαν δικαιολογημένες επιφυλάξεις απέναντι στα όσα τους παρουσίαζε το μικροσκόπιο: αντιστοιχούσε άραγε αυτό που έβλεπαν στη πραγματικότητα ή μήπως ήταν αποτέλεσμα οπτικής απάτης που δημιουργούσε το ίδιο το όργανο; Είναι ο συλλογισμός στον οποίο βάσιζε ο Σμπαράλια την πολεμική του εναντίον του Μαλπίγγι και των άλλων μικροσκοπιστών, στο βιβλίο του «Υποσημείωση για τη χρήση του μικροσκοπίου». Οι επιφυλάξεις αυτές είναι δικαιολογημένες για τους επιστήμονες του 18ου αιώνα που δεν είχαν κατορθώσει να παρατηρήσουν στο μικροσκόπιο κάτι περισσότερο από ό,τι οι συνάδελφοί τους του προηγούμενου αιώνα.
Στο μεταξύ, ο τεράστιος όγκος του ατακτοποίητου υλικού, που είχε συγκεντρωθεί, δημιουργούσε την επείγουσα κι επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός συστηματικού πλαισίου, μέσα στο οποίο θα έπαιρνε το κάθε τι τη θέση του και θα έβρισκε τη σωστή του ερμηνεία.

ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ
Η ανάγκη αυτή για συστηματοποίηση δεν παρουσιάζεται τώρα για πρώτη φορά. Στους τομείς ιδίως της βοτανικής και της ζωολογίας πολλές φορές επιχειρήθηκαν ταξινομήσεις που θα υποκαθιστούσαν εκείνη του Αριστοτέλη για να ανταποκριθούν ακριβέστερα στις νέες περιγραφές των φυτικών και ζωικών μορφών της φύσης και στις ανακαλύψεις που υπήρξαν καρπός των γεωγραφικών εξερευνήσεων.
Αποφασιστικός στον τομέα αυτό υπήρξε ο ρόλος του Τσεζαλπίνο με τη προσπάθειά του για μια νέα ταξινόμηση των φυτών. Το 17ο αιώνα, όμως, η ανάγκη για συστηματοποίηση γίνεται εντονότερα αισθητή. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες του αιώνα αυτού προσπαθούν να αναγάγουν την ποικιλία των εκδηλώσεων του φαινομένου της ζωής σε μια και μόνη βασική κατασκευή: τόσο έντονη ήταν η αίσθηση της ανάγκης για μια ενιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, σύμφωνα με την οποία θα εξηγούνταν τα πάντα ως δευτερεύουσες εκδηλώσεις του μοναδικού θεμελιώδους φαινομένου της ζωής. Και αυτό όχι πια με τη γενική θεώρηση της ζωής από μια μηχανική (ιατρομηχανικοί), χημική (ιατροχημικοί), ή ψυχική (μυστικοί) προοπτική, αλλά με την αναγωγή στο ανατομικό και λειτουργικό στοιχείο των ζωντανών οργανισμών. Με το πνεύμα αυτό ο Μαλπίγγι ανάγει τα πάντα στη λεπτή κατασκευή και τη λειτουργία του «αδένος», ο Μπαλίβι στις «κινητικές ίνες» κοκ. Όλοι αναζητούν μια ενιαία ερμηνεία του φαινομένου της ζωής με τις πολλαπλές του όψεις.
Στο β' μισό του 17ου αιώνα, η τάση για συστηματοποίηση γίνεται εντονότερη. Ο Ουιλλόμπι και ο Ρέι στην Αγγλία αναλαμβάνουν μεγάλες προσπάθειες, που όπως είδαμε, συνέβαλαν αποφασιστικά στο έργο του μεγάλου τους διαδόχου, του Κάρολου Λινναίου.
Δεν πρέπει άλλωστε να μας παραξενεύει το γεγονός ότι η ανάγκη για συστηματική ταξινόμηση είχε γίνει αισθητή από το 17ο αιώνα και για την ακρίβεια από το β' μισό του 16ου (Αλντροβάντι, Τσεζαλπίνο κλπ.). Είναι μια διαρκής ανάγκη για τον άνθρωπο, σύμφυτη με τη σκέψη του, που μια θεμελιώδης ιδιότητά της είναι η αναγωγή των πολλών στο ένα. Τι άλλο σημαίνει σκέφτομαι, από το ότι ανάγω τα πολλά στο ένα; Μήπως ο Πλάτωνας δεν είχε πει ότι η γνώση είναι η ενθύμηση της «ιδέας», του «αρχέτυπου», που στην αισθητή πραγματικότητα παρουσιάζεται σαν μια ατέλειωτη σειρά αντιτύπων ή ακόμα και παραμορφώσεων; Γνωρίζω το άλογο σημαίνει έχω την ενθύμηση της αμετάβλητης και αιώνιας «ιδέας» του αλόγου, με βάση την οποία έχουν πλαστεί όλα τα άλογα του αισθητού κόσμου. Μήπως ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Γαληνός, δεν είχαν δημιουργήσει συστήματα με τα οποία συνέδεαν οργανικά τα πολλά σε ενιαίο σύνολο, τοποθετώντας τα στη σωστή θέση, σύμφωνα με την αντίληψη του καιρού τους και δίνοντάς τους τη κατάλληλη ερμηνεία; Ο Γαλιλαίος, διατυπώνοντας τους νόμους του εκκρεμούς, δεν έκανε αναγωγή των όσων συνέβαιναν σε κάθε πραγματικό και πιθανό εκκρεμές στην «ιδέα» του εκκρεμούς;

Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Σε τι διαφέρουν λοιπόν οι επιστήμονες του 17ου από αυτούς του 18ου αιώνα στο θέμα της συστηματοποίησης της γνώσης; Απλούστατα, οι τελευταίοι είχαν μια πιο πλήρη επίγνωση του προβλήματος: αισθάνονταν πιο επιτακτική την ανάγκη της επίλυσής του και δυσπιστούσαν ως προς την αξία της συνέχισης της αναλυτικής - περιγραφικής έρευνας, χωρίς την ύπαρξη μιας γενικής θεωρίας. Στο πλαίσιό της θα ήταν δυνατή η τοποθέτηση των μικρών φαινομένων και των πολλών λεπτομερειών στη κατάλληλη θέση, δίνοντας στην ίδια τη θεωρία σταθερότητα και διάρκεια. Έτσι οι γενικές ιδέες, τα μεγάλα και βασικά προβλήματα, είναι η διαρκής τους απασχόληση.
Για να καταλάβουμε όλη αυτή την προσπάθεια, πρέπει να ανατρέξουμε στον Γκότφριντ Λάιμπνιτς (1646-1716), τον διαπρεπή Γερμανό μαθηματικό και φιλόσοφο, που υπήρξε εμπνευστής της ίδρυσης της Ακαδημίας των Επιστημών της Βιέννης και της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο, αποδεικνύοντας έτσι τη ζωηρή αίσθηση, που διέθετε, για οργανωμένη εργασία. Ο Λάιμπνιτς έβλεπε το σύμπαν ως το αρμονικό σύνολο μιας ενέργειας ή ζωής που αναπτύσσεται κατά στάδια, τα οποία αντανακλώνται στην εσωτερική ανάπτυξη κάθε μονάδας (του απλούστερου στοιχείου της πραγματικότητας) έτσι, που σε κάθε μονάδα να αντανακλάται ολόκληρο το σύμπαν, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να βγει η μονάδα από τον εαυτό της.
Στα λόγια αυτά συνοψίζεται η σκέψη του Λάιμπνιτς και συγχρόνως καθρεφτίζεται η απαίτηση της εποχής του για μια ενιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, μια οργανική συγκρότηση της γνώσης. Η απαίτηση αυτή αποκορυφώνεται με τον Εμμανουήλ Καντ (1724-1804). Το βασικό πρόβλημα του Καντ είναι αν το λογικό έχει την ικανότητα να συλλάβει επιστημονικά το σύμπαν, αν μπορεί να δώσει μια ορθολογιστική κατασκευή της αισθητής πραγματικότητας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού και η επίλυσή του με βάση τους όρους του Καντ, ανοίγει οριστικά το δρόμο στη σύγχρονη σκέψη. Στον 18ο αιώνα τοποθετήθηκαν οι βάσεις πολλών πνευματικών κινήσεων που βρήκαν την πλήρη τους ανάπτυξη στο 19ο και στον 20ο αιώνα.

ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Η επιτακτική αυτή ανάγκη οδηγεί τους επιστήμονες του 18ου αιώνα αρχικά στην οργάνωση. Κάτω από την προοπτική αυτή, μελέτες που δεν είχαν μέχρι τότε αξιωθεί καμιάς προσοχής κι έμεναν στο περιθώριο σαν απλές συλλογές δεδομένων της φυσικής πραγματικότητας, απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη αξία, κατέλαβαν κεντρική θέση και προωθήθηκαν έτσι που ο αντίκτυπός τους να είναι μέχρι σήμερα αισθητός. Αρκεί να αναλογιστούμε τις συζητήσεις, τις προτάσεις και αντιπροτάσεις, τις έρευνες, τις κριτικές και την πολεμική που γίνεται στις μέρες μας γύρω από την ταξινόμηση των όγκων τον οστών.
Δυο είναι κυρίως οι φυσιογνωμίες της εποχής αυτής, μπροστά στις οποίες αξίζει, όπως λέει ο στίχος του Πετράρχη, «να κλίνουμε το γόνυ του πνεύματος»: ο Καρλ φον Λινέ (Carl von Linné), ο γνωστός μας Λινναίος και ο Ζωρζ-Λουί Λεκλέρκ, πιο γνωστός με τον τίτλο ευγενείας που απέκτησε το 1771 ως κόμης Μπιφόν. Και οι δυο τους γεννήθηκαν το 1707. Ο Λινναίος πέθανε το 1778 και ο Μπιφόν το 1788. Το έργο τους καλύπτει ολόκληρο το 18ο αιώνα, όπως και οι προσωπικότητές τους συγκεντρώνουν τους πιο τυπικούς χαρακτήρες τους. Στο Λινναίο και τον Μπιφόν βρίσκει την πλήρη της έκφραση, αλλά και την πιο ικανοποιητική απάντηση, η απαίτηση του «αιώνα των φώτων» για μεθόδευση, οργάνωση και συστηματοποίηση της γνώσης.
Κλείνοντας το προηγούμενο κεφάλαιο εκφράζομε το θαυμασμό μας απέναντι στις προσωπικότητες του Λινναίου και του Μπιφόν, όχι μόνο για τη μεγαλοφυΐα του έργου τους, αλλά και για τον εντυπωσιακό του όγκο. Θα ήταν δικαιολογημένο λοιπόν να αφιερώσουμε στον καθένα τους ξεχωριστό κεφάλαιο, έστω και στις αναλογίες του χώρου που διαθέτουμε.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Γεννήθηκε στο Ράσχουλτ της Σουηδίας το 1707 από πατέρα ιερωμένο. Σπούδασε ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο του Λουντ και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα.
Έχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του το πάθος της βοτανικής, καταβρόχθισε κυριολεκτικά τα έργα των μεγάλων βοτανικών και φυσιοδιφών του προηγούμενου αιώνα και των συγχρόνων του (Ρέι, Γιουνγκ, Ουιλλόμπι, Τουρνεφόρ), ακόμα και τα έργα σοφών από χώρες μακρινές, όπως του Ιταλού Τσεζαλπίνο.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών έγραψε την πρώτη του πραγματεία με τον τίτλο «Οι γάμοι των φυτών» (Ουψάλα, 1729), από την οποία αποδεικνύεται ότι γνώριζε το έργο του Καμεράριου. Είκοσι τριών ετών προσκλήθηκε να αντικαταστήσει τον καθηγητή του στις παραδόσεις. Η εντύπωση που δημιούργησε τότε κίνησε το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό των ακροατών του. Σε δυο χρόνια, πριν καν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, η Ακαδημία των Επιστημών τον έστελνε στη Λαπωνία για να μελετήσει και να συλλέξει δείγματα φυτών. Στο πεντάμηνο αυτό ταξίδι του ο Λινναίος συγκέντρωσε το υλικό που ύστερα από πέντε χρόνια παρέδωσε στη διάθεση του κοινού, δημοσιεύοντας το βιβλίο «Λαπωνική χλωρίδα» (Άμστερνταμ, 1737).
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Λινναίος επιθυμώντας να αποκτήσει τον τίτλο του διδάκτορα της ιατρικής, που δεν μπορούσε να του απονείμει το σουηδικό πανεπιστήμιο, ταξίδεψε στην Ολλανδία με έξοδα του μέλλοντος πεθερού του (παντρεύτηκε το 1739).
Τον τίτλο του διδάκτορα πήρε τελικά από το πανεπιστήμιο του Χάρντερβεϊκ και αμέσως μετά πήγε στο Λέιντεν, όπου το πνευματικό περιβάλλον ήταν πιο ζωντανό, σε σύγκριση με τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου πήρε τη διδακτορία του. Το πανεπιστήμιο του Λέιντεν, που σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε κατορθώσει, μέσα στη δεύτερη 50ετία του 16ου αιώνα, να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα της Ευρώπης, αποτελούσε ισχυρό πόλο έλξης για τον διψασμένο για γνώσεις Λινναίο. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα σπουδαιότερα πνεύματα του καιρού του. Ένας από αυτούς ήταν ο Γκρονόβιος (Γιόχαν Φρίντριχ Γκρόνοβ), ο οποίος διαβάζοντας ένα πρόσφατο μικρό έργο του Λινναίου με τον τίτλο «Σύστημα της φύσης» ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε προσφέρθηκε και το τύπωσε με δικά του έξοδα. Η έκταση του έργου ήταν όλες κι όλες 12 σελίδες, που υπήρξαν όμως αρκετές για να περιλάβουν σε αδρές γραμμές το ταξινομικό σύστημα του Λινναίου. Αργότερα ο Λινναίος θα ονομάσει το έργο του αυτό «Επιτομή» ή «Γεωγραφικό χάρτη» του κυρίου έργου του, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Στοκχόλμη το 1740 για να γνωρίσει στη συνέχεια 11 εκδόσεις σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Μεταξύ 1778 και 1793 έγινε η 10τομη έκδοση της Λειψίας, μετά το θάνατο του Λινναίου. Από όλες αυτές τις εκδόσεις βασική θεωρείται η δίτομη της Στοκχόλμης (έτος έκδοσης 1758-1759), που έγινε με επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.
Στο Λέιντεν ο Λινναίος γνώρισε και τον Μπούρχαβε για τον οποίον έχουμε κιόλας αναφέρει αρκετά. Αυτός κατάλαβε αμέσως τη μεγαλοφυΐα του νεαρού συναδέλφου του και τον παρουσίασε στον Μπούρμαν, που δίδασκε βοτανική στο Άμστερνταμ. Εκείνος τον κράτησε για συνεργάτη του ολόκληρο χρόνο.
Ακολούθησε η γνωριμία με έναν πάμπλουτο τραπεζίτη, τον Κλίφορντ, που διέθετε ένα θαυμάσιο βοτανικό κήπο στο σπίτι του. Αυτός τον φιλοξένησε δυο χρόνια, στο διάστημα των οποίων γράφτηκε το κύριο έργο του. Στο μεταξύ δημοσίευσε τις «Βάσεις της βοτανικής» (Λέιντεν, 1736), τον «Κλιφορδιανό Κήπο» (Άμστερνταμ, 1737), βιβλίο όπου περιέγραψε τον κήπο του ανθρώπου που τον φιλοξενούσε, τα «Γένη των φυτών» (Λέιντεν, 1737) και τις «Τάξεις των φυτών» (Λέιντεν, 1738).
Από το 1738 έως το 1741 ο Λινναίος εξάσκησε το ιατρικό επάγγελμα στη Στοκχόλμη. Τότε προσκλήθηκε να αναλάβει την έδρα της φυσικής και της ανατομικής στην Ουψάλα, την οποία και αντάλλαξε τον επόμενο χρόνο με την έδρα της βοτανικής.
Ο Λινναίος έμεινε πιστός στο πανεπιστήμιο που του εμπιστεύθηκε την πρώτη έδρα και αρνήθηκε κάθε προσφορά από αλλού. Έζησε μέχρι το θάνατό του μεταξύ Ουψάλας και Χάμμαρμπι, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του. Οι τιμές έρχονταν από παντού, από τον επιστημονικό κόσμο και την υψηλή κοινωνία: ο βασιλιάς της Σουηδίας του απένειμε τίτλο ευγενείας, που ενώ δεν πρόσθετε τίποτα στην εσωτερική του αξία, όμως τον καθιέρωνε απέναντι στο ευρύτερο κοινό.
Μέσα στις τιμές αυτές τον βρήκε κάποια στιγμή η αρρώστια. Από το 1767 περίπου άρχισε να προσβάλλεται από αμνησία και το 1774 υπέστη δεξιά ημιπληγία. Στην κατάσταση αυτή έζησε ο μεγάλος Σουηδός επιστήμονας άλλα 4 χρόνια, ώσπου το 1778 ο θάνατος έθεσε τέλος στο δικό του μαρτύριο και την οδύνη του κόσμου, που έβλεπε μια μεγαλοφυΐα να έχει μεταβληθεί σε ερείπιο.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ (1685-1750) συνήθιζε να λέει ότι συνθέτει μουσική «προς δόξα Θεού και τέρψη του πνεύματος». Η βαθιά θρησκευτικότητα και μια πραγματική ηθική ατμόσφαιρα ήταν έκδηλες και στις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωής του.
Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε και για το Λινναίο. Από τον ιερωμένο πατέρα του δεν κληρονόμησε μόνο το πάθος για τη βοτανική, αλλά και μια βαθιά χριστιανική πίστη, που τη βλέπουμε να ξεχειλίζει από κάθε σελίδα του έργου του.
Η δραστηριότητα του Λινναίου υπήρξε καταπληκτική. Είχε επιπλέον την τύχη να περιβάλλεται από εκλεκτούς συνεργάτες, όπως ο Πέτερ Αρτέντι, ο Χάσσελκβιστ, ο Λέφλινγκ, ο Φόρσκαλ, ο Τούνμπεργκ και ο Φαμπρίσιους, ένας από τους πιο σπουδαίους συνεχιστές του έργου του. Δημοσίευσε περισσότερες από 180 εργασίες, μεγάλες και μικρές, που οι σελίδες τους δονούνται από βαθιά θρησκευτική πίστη και ευσέβεια.
Όσο κι αν τα κείμενα του Λινναίου δεν έχουν να προσφέρουν μια ερμηνεία της φύσης, μια και ο συγγραφέας ικανοποιείτο με την ερμηνεία της Εκκλησίας, όμως η προσπάθειά του να ταξινομήσει τις μορφές του ζωντανού κόσμου κι επιπλέον τα ορυκτά και άλλα αντικείμενα της φύσης, ήταν αντάξια μιας υπέροχης διάνοιας.
Στην ταξινόμηση πάντως των ορυκτών δεν είχε την ίδια επιτυχία. Όσο για τα φυτά, ο Λινναίος στηρίχθηκε στην αρχή ταξινόμησης του Καμεράριου, δηλαδή στη διάταξη των φυλετικών χαρακτήρων του φυτού, των στημόνων και των υπέρων. Εισήγαγε τη διπλή ονοματολογία: το πρώτο όνομα δηλώνει το γένος και το δεύτερο το είδος του φυτού. Έτσι και τα γνωστότερά μας ζώα του γένους των αιλουροειδών, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από το ζωικό βασίλειο, η τίγρης, το λιοντάρι, ο πάνθηρας, έχουν αντιστοίχως τα διπλά ονόματα «αίλουρος ο τίγρης», «αίλουρος ο λέων», «αίλουρος ο πάρδος».
Οι περιγραφές του Λινναίου είναι ανάγλυφες, ρεαλιστικές με τρόπο καταπληκτικό και τόσο περιεκτικές στη συντομία τους, ώστε χαίρεται κανείς να τις διαβάζει.

ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΕΧΕΙ ΟΡΙΑ
Ο Λινναίος, όπως ο ίδιος βεβαίωνε, πίστευε ότι υπάρχουν τόσα είδη, όσα ο Θεός «εν αρχή» δημιούργησε, πίστευε δηλαδή στο αμετάβλητο των ειδών, όπως ακριβώς ο Αριστοτέλης και οι σχολαστικοί. Ούτε καν υποπτευόταν ότι στον αιώνα του έμπαιναν κιόλας τα θεμέλια των εξελικτικών θεωριών που θα έθεταν σε αμφιβολία το επιβλητικό ταξινομικό του οικοδόμημα. Οικοδόμημα όμως από το οποίο δεν έλειπαν τα ελαττώματα και που πάντως είχε ορισμένα όρια.
Πρώτον, η υποδιαίρεση των ζώων σε 6 τάξεις: θηλαστικά, πτηνά, αμφίβια, ιχθύς, έντομα και σκώληκες, θεωρείται γενικά λιγότερο επιτυχής από την υποδιαίρεση που είχε κάνει ο Αριστοτέλης. Το ίδιο ισχύει για τις τάξεις στις οποίες διαίρεσε το φυτικό βασίλειο.
Δεύτερον, ο Λινναίος εξακολουθεί να παραδέχεται ως αλήθειες καθαρούς μύθους, πράγμα που αν δε βλάπτει την ουσία του έργου του, αδικεί την ωραιότητά του.
Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός ότι με τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης καταργείται το σύστημα του Λινναίου, όμως δεν παύει να αποτελεί ένα γιγάντιο και θαυμαστό έργο. Μένει ακόμα η έμφοβη συνείδηση του μυστηρίου που εμπνέει κάθε του παρατήρηση και η βαθιά του μετριοφροσύνη, καρπός λαμπρής ηθικής συνείδησης, που καλεί κάθε επιστήμονα να αναγνωρίζει μόνος τα όρια του έργου του: «Πολλά είναι τα άγνωστα, μεγαλύτερα από αυτά! Αυτά που γνωρίζουμε είναι ελάχιστο μέρος εκείνων που αγνοούμε!» είναι οι τελευταίες φράσεις από το έργο του.

20/2/09

Το πρόβλημα της συστηματοποίησης [57]

Το πρόβλημα της συστηματοποίησης είναι το πρώτο πρόβλημα των επιστημόνων του 18ου αιώνα. Λέγοντας όμως κάτι τέτοιο δεν εννοούμε φυσικά ότι κάποια βραδιά οι επιστήμονες κοιμήθηκαν στο 17ο αιώνα για να ξυπνήσουν το άλλο πρωί στο 18ο, αντιμετωπίζοντας ξαφνικά τα προβλήματα που τον χαρακτηρίζουν. Είναι αυθαιρεσία το να διαιρούμε την ιστορία, βάζοντας ανάμεσα στους αιώνες ή στη διαδρομή των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και στη ζωή ενός ανθρώπου, διαχωριστικές γραμμές και άκαμπτα όρια. Τέτοιες διακρίσεις είναι τελείως τεχνητές και η αξία τους έγκειται μόνο στο χρονικό εντοπισμό των γεγονότων με τρόπο που να συλλαμβάνονται εύκολα.
Το πρόβλημα της συστηματοποίησης του τεράστιου όγκου των γνώσεων και των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν το 16ο και 17ο αιώνα, χάρη στις γεωγραφικές ανακαλύψεις και το πάθος για έρευνα των ανθρώπων των εποχών εκείνων, δεν αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά. Μας το παρουσίασαν ήδη άνθρωποι, όπως ο Τσεζαλπίνο, ο Τσέζι, ο Ρέι, ο Ουιλλόμπι, που σημαίνει ότι και το πρόβλημα της συστηματοποίησης είναι στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα: ο προηγούμενος αιώνας κληρονομεί στον επόμενο, όχι μόνο το υλικό που δημιουργεί το πρόβλημα, αλλά και το ίδιο το πρόβλημα. Είναι κάτι που δεν περιορίζεται στην πλευρά της συστηματοποίησης, αλλά απλώνεται σε πολλές απόψεις των φυσικών και ειδικότερα των ιατρικών και παραϊατρικών επιστημών.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΙΩΝΑ
Μια παρατήρηση των πιο πολλών και πιο σοβαρών μελετητών της ιστορίας των επιστημών, ειδικότερα της ιστορίας της ιατρικής, σχετικά με το 18ο αιώνα, προκαλεί έκπληξη: ορισμένες κατευθύνσεις της έρευνας, που στον προηγούμενο αιώνα είχαν ιδιαίτερα καλλιεργηθεί, διακόπτονται με το νέο. Οι ίδιοι όμως ερευνητές που κάνουν την παρατήρηση, δίνουν και την ερμηνεία του αντιφατικού αυτού φαινομένου. Η πεποίθηση ότι (παρά τις προσπάθειες των οπαδών του Γαληνού και των επιζώντων σχολαστικών) τα φιλοσοφικά συστήματα, που για αιώνες κυβερνούσαν την ανθρώπινη σκέψη, είχαν χρεοκοπήσει, έκανε τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ορισμένες από τις απόπειρες αντικατάστασης του παλαιού πνευματικού οικοδομήματος. Από εδώ ξεκινά η αμφιβολία για την αξία της συσσώρευσης γνώσεων, γύρω από ορισμένα φαινόμενα και πολλών λεπτομερειών, ενώ τη θέση της καταλαμβάνει η πεποίθηση ότι το έργο της συστηματοποίησης είναι το πιο επείγον θέμα. Τι ωφελεί να συνεχιστεί η αναλυτική - περιγραφική εργασία, όταν ένα πλήθος από κατακτήσεις της έρευνας παραμένουν για δεκαετίες αιωρούμενες, γιατί δεν υπάρχει μια θέση για την ένταξή τους, τη στιγμή που λείπει το κατάλληλο θεωρητικό οικοδόμημα; Χρειάζονταν γενικές θεωρήσεις των πραγμάτων, που όσο έλειπαν, ο προβληματισμός είχε μετατεθεί στον έλεγχο των αρχαίων αντιλήψεων με βάση τα νέα δεδομένα και στη διαμόρφωση άλλων, όταν οι αρχαίες δεν άντεχαν στον έλεγχο.
Κάτι που δε σημειώνουν οι ερευνητές της ιστορίας των επιστημών και προς το οποίο θα έπρεπε να στραφεί η προσοχή μας είναι το ακόλουθο: ο 18ος αιώνας δεν αντιμετωπίζει μόνο το πρόβλημα της εγκυρότητας των αντιλήψεων των αρχαίων και της αναζήτησης νέων, όταν αυτές αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Θέτει υπό κρίση και τις αντιλήψεις του 17ου αιώνα, για τις οποίες συχνά εκδήλωναν αμφιβολίες οι επιστήμονες του 18ου. Η στάση τους αυτή κατέληξε στον κλονισμό των θεμελίων της σκέψης του 17ου αιώνα και την καταγγελία των πλανών και των σφαλμάτων του, στο όνομα μιας πιο έγκυρης επιστημονικής τοποθέτησης.

ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ
Μια από τις πιο σπουδαίες μαρτυρίες για τη σοβαρότητα των προβλημάτων που είχε θέσει στην ανθρώπινη σκέψη ο 17ος αιώνας, αποτελεί μια προσωπικότητα που δεν την πρόσεξαν αρκετά οι ιστορικοί των επιστημών. Πρόκειται για τον Τζιοβάνι Μπατίστα Βίκο (1668-1744), άνθρωπο του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, μιας εποχής στην οποία οι άνθρωποι, μη μπορώντας να προσαρμοστούν προς τις νέες αντιλήψεις, στρέφονταν στο παρελθόν και αντί για ανακαλύψεις και εφευρέσεις έκαναν αρχαιολογία. Μπροστά στον ορθολογισμό του Καρτέσιου, ο Βίκο, όπως ομολογεί ο ίδιος, ένιωσε να χάνει τον προσανατολισμό του, διαπιστώνοντας το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην ιστορική μόρφωση και στις προοπτικές της νέας επιστήμης της φύσης.
Το βασικό ερώτημα που προέκυπτε από την επίγνωση του χάσματος αυτού ήταν μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η ανθρώπινη γνώση και ποια μπορεί να είναι η εγκυρότητά της. Το πρόβλημα βρήκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απάντηση στο πρόσωπο του Βίκο. Κι αυτό όχι μόνο για τον καινοτόμο χαρακτήρα της, που την κάνει να προηγείται κατά ένα ολόκληρο αιώνα των συνεχιστών του Καντ (1724-1804), δηλαδή του Φίχτε (1762-1814), του Σέλινγκ (1775-1854) και του κυριότερου εκπρόσωπου του ιδεαλισμού, του Χέγκελ (1770-1831), στη διατύπωση των αρχών της ιστοριοκρατικής αντίληψης της πραγματικότητας. Η απάντηση του Βίκο αποκαλύπτει για μας τα όρια της επιστήμης του 17ου αιώνα, την έκταση στην οποία ήταν αυτά αισθητά στη γενιά που διαδέχτηκε το Γαλιλαίο, καθώς και τη συμβολή της σκέψης του Γαλιλαίου στην κατάκτηση της γνώσης.
Ο Βίκο στον υπέρμετρο ορθολογισμό αντιπαρατάσσει τις αμφιβολίες του σχετικά με το κύρος των γνώσεων που κατακτώνται μόνο με τη λογική. Μια τέτοια επιστήμη δε θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία του αντικειμένου της γνώσης, μια και δημιουργός του δεν είναι ο άνθρωπος. Μόνον ο ωρολογοποιός μπορεί να καυχηθεί ότι γνωρίζει το ρολόι γιατί το κατασκεύασε ο ίδιος, ρυθμίζοντας και την τελευταία λεπτομέρεια της κατασκευής του.
Κάτω από μια τέτοια προοπτική, η επιστήμη της φύσης χάνει κάθε εγκυρότητα, μια και ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός των δικών της αντικειμένων της γνώσης. Έτσι, ως μοναδική επιστήμη απομένει η ιστορία, η «νέα επιστήμη», όπως τη χαρακτηρίζει ο Βίκο στο θεμελιώδες έργο του: «Αρχές μιας νέας επιστήμης περί της κοινής φύσης των εθνών», γιατί η ιστορία είναι έργο ανθρώπινων χεριών και συνεπώς το μοναδικό αντικείμενο, για το οποίο μπορεί να ισχυριστεί ο άνθρωπος ότι το κατέχει.
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Βίκο καταδικάζει την επιστήμη των μαθηματικών αποδείξεων, την επιστήμη του 17ου αιώνα, που είχε, όπως ξέρουμε, φτάσει ένα θαυμαστό κιόλας επίπεδο. Συγχρόνως όμως, χωρίς ίσως να έχει επίγνωση του πράγματος, επιβεβαιώνει την πειραματική μέθοδο που, κατά μεγαλοφυή τρόπο, είχαν εισαγάγει στην επιστήμη ο Γαλιλαίος και οι συνεχιστές του έργου του. Γιατί τι άλλο είναι η πειραματική μέθοδος από την αναπαραγωγή, μέσα στο εργαστήριο, των φυσικών φαινομένων, σύμφωνα με τη θέληση του πειραματιστή; Δε γίνεται έτσι ο επιστήμονας «δημιουργός» του φυσικού φαινομένου, τους όρους του οποίου μπορεί να καθορίσει ως τις τελευταίες λεπτομέρειες και συνεπώς δεν κάνει, σύμφωνα με τις απόψεις του Βίκο, αληθινή επιστήμη;
Η λύση του προβλήματος από το Βίκο, που ήταν μόνο φιλόσοφος και ταυτόχρονα πολέμιος του καρτεσιανισμού, πάνω στον οποίο στηριζόταν σε πολλά θέματα η επιστήμη του Γαλιλαίου, ήταν πράγματι υπερβολικά αυστηρή. Οι δυσκολίες όμως της επιστήμης του 17ου αιώνα που φέρνει στο φως, ήταν από τις βαθύτερες κληρονομιές του προς τον αιώνα που ακολουθούσε. Ο 18ος αιώνας έπρεπε να διαλέξει. Ή να συνεχίσει την έρευνα πάνω σε πειραματικό επίπεδο ή να περιβάλλει τις κατακτήσεις της γνώσεις με την εγκυρότητα ενός συστήματος ερμηνείας που θα αντικαθιστούσε οριστικά όχι μόνον τα συστήματα της αρχαιότητας, αλλά και τα συστήματα της επιστήμης του 17ου αιώνα, που συχνά ήταν εξίσου αυθαίρετα ή τουλάχιστον το ίδιο επιθετικά με εκείνα της κλασικής παράδοσης.

Ο 18ος ΑΙΩΝΑΣ - Η κληρονομιά του προηγούμενου [56]

Όπως είδαμε στα προηγούμενα, η επαναστατική μεταβολή των μεθόδων της έρευνας που προήλθε από τους μεγάλους του 17ου αιώνα, το Βάκωνα, τον Καρτέσιο, το Γαλιλαίο, άνοιξε για την επιστήμη τελείως νέους ορίζοντες που κανείς μέχρι τότε δεν υποψιαζόταν. Η ανακάλυψη και η χρησιμοποίηση της οπτικής μεγέθυνσης, στο πλαίσιο ιδίως της «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής», έγινε αφορμή να κλονιστούν οι βάσεις της παλιάς επιστήμης, καθώς αποκαλύπτονταν οι πλάνες και οι αδυναμίες της.
Είδαμε ακόμα στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα τον τεράστιο όγκο του συγκεντρωμένου υλικού, από άπειρες νέες παρατηρήσεις, να κάνει έντονα αισθητή την ανάγκη για μια νέα συστηματοποίηση των ανθρώπινων γνώσεων, τόσο άρτια στη συγκρότησή της, όσο τουλάχιστον ήταν τα (από πολλές απόψεις εσφαλμένα) συστήματα του Αριστοτέλη και του Γαληνού.

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Η έλλειψη ενός νέου συστήματος από το ένα μέρος και ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός για την καθαρή θεωρητική έρευνα από το άλλο, είχαν κάνει το γιατρό να απομακρυνθεί από το προσκέφαλο του αρρώστου για να πάρει θέση πίσω από το μικροσκόπιο. Αυτό ήταν ένας επαρκής λόγος, ένα ισχυρό επιχείρημα για τους οπαδούς του Αριστοτέλη και του Γαληνού να εκδηλώσουν μαχητικά την αντίδρασή τους προς τις νέες ιδέες. Τους ακολούθησαν και πνεύματα προοδευτικά, οι άνθρωποι που είχαν συνταχθεί με τις απόψεις μιας σπουδαίας φυσιογνωμίας, του Τόμας Σύντενχαμ, που πήρε τον τίτλο του «Άγγλου Ιπποκράτη», επειδή ζητούσε την επιστροφή του γιατρού κοντά στον άρρωστο.
Ήταν ακόμα και μερικές πλάνες από την παράδοση που εξακολουθούσαν ακόμα να ασκούν την επιρροή τους και να παραμορφώνουν την ερμηνεία που δινόταν σε νέες ανακαλύψεις, όσο κι αν αυτές προέρχονταν από φωτισμένες διάνοιες. Τα σημεία, όπου η παράδοση εξακολουθούσε να ασκεί την επιβολή της, ήταν βασικά τρία:
α) Τα νεύρα εξακολουθούσαν να θεωρούνται σύστημα αγγείων, παρά την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος από τον Χάρβεϊ και την επιβεβαίωσή της με την ανακάλυψη των τριχοειδών αγγείων από το Μαλπίγγι.
β) Εξακολουθούσαν να παραδέχονται, ως αποτέλεσμα της επιβίωσης της σχετικής πλάνης με τα νεύρα, την ύπαρξη των διαφόρων «πνευμάτων» του Γαληνού, δηλαδή του ζωτικού, του ζωικού κλπ.
γ) Δεν είχαν κατορθώσει να απαλλαγούν από τη θεωρία της αυτόματης γένεσης. Ο ίδιος ο Ρέντι, παρά τα θαυμάσια πειράματά του, συνέχιζε να την παραδέχεται για τα φυτά, ορισμένα έντομα και τα παράσιτα που ζούσαν στο εσωτερικό του σώματος των ζώων.
Διαβάζει κανείς, πράγματι, απόψεις σαν τις ακόλουθες: «Ο καπνός, όπως όλα τα ναρκωτικά, ναρκώνει τα πνεύματα». «Ο κλειστός αέρας (των ορυχείων), που εισπνέεται από το στόμα κατά την αναπνοή, κορεσμένος από σωματίδια πολύ επιβλαβή για τους πνεύμονες, τον εγκέφαλο και τα πνεύματα, προκαλεί στάση του όγκου του αίματος κι αυτών ακόμα των πνευμάτων, από την οποία προέρχονται μετά πλήθος ασθένειες».
Από τις παραγράφους αυτές του Ραματσίνι, ανθρώπου όχι τυχαίου, αποδεικνύεται ότι τα «πνεύματα», όχι μόνον εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, αλλά κυκλοφορούν στο σώμα όπως και στο αίμα. Ο Ραματσίνι, όπως και ο Μαλπίγγι, παραδέχονται την ανακάλυψη του Χάρβεϊ, αλλά συνέχιζαν να πιστεύουν και στα «πνεύματα», που τα θέλουν να κυκλοφορούν δια μέσου του συστήματος των αγγείων που αποτελούν τα νεύρα!
Στον καθαρά βιολογικό τομέα, ο Ρέντι δεν απορρίπτει τελείως την παραδοσιακή βιολογία. Αναφέρει ως πιθανό προϊόν αυτόματης γένεσης τις κηκίδες που παράγονται στις βελανιδιές και τα συγγενικά τους δέντρα. Είναι κάτι που οριοθετεί την πρόοδο των επιστημών στο 17ο αιώνα.

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ
Αυτή ήταν, όπως βλέπει κανείς, αρκετά βαριά για τον αιώνα που ακολουθούσε. Η επιστήμη είχε να εκτελέσει δύσκολο έργο. Έπρεπε να συνεχιστεί ο δρόμος που είχε ανοίξει με το Βάκωνα, για να οδηγήσει όλο και προς νέες ανακαλύψεις που θα προωθήσουν τη γνώση πέρα από εκεί που είχαν φτάσει οι επιστήμονες του 17ου αιώνα. Έπρεπε να συστηματοποιηθεί το υλικό που καθημερινά συλλεγόταν και να ερμηνευτεί με συνέπεια, πραγματική και λογική. Έπρεπε τέλος να διορθωθούν τα σφάλματα και να μετριαστούν ορισμένες υπερβολές του αιώνα που έφυγε.
Όλα αυτά απαιτούσαν, αφενός τελειότερα μέσα και μεθόδους έρευνας και αφετέρου νέους τρόπους ερμηνείας. Κι αυτό όχι μόνον στον ιατρικό τομέα. Το ίδιο ίσχυε και για κάθε άλλη φυσική επιστήμη: η επανάσταση του Κοπέρνικου είναι από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα στο πεδίο της αστρονομίας και της φυσικής.
Αλλά δε θα παραβιάσουμε εδώ ξένους τομείς, αφού δε γράφουμε ιστορία των επιστημών και πολύ περισσότερο της αστρονομίας και της φυσικής. Όμως και στον ξένο αυτόν για μας χώρο, μπορούμε να ανακαλύψουμε κάτι το πολύ χρήσιμο, ακολουθώντας στο σημείο αυτό την τακτική του αρχαίου φιλόσοφου, του Σενέκα. Έτσι, μια ειρηνική εισβολή στην επικράτεια της ιστορίας της φυσικής και της αστρονομίας φαίνεται επιβεβλημένη, αν πρόκειται να ανακαλύψουμε ένα εύγλωττο παράδειγμα για το βάρος της κληρονομιάς του 17ου προς το 18ο αιώνα.
Ο Κοπέρνικος αντιμετωπίζοντας την εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία που χρειαζόταν για την ερμηνεία των ουρανίων φαινομένων, όταν ως κέντρο του σύμπαντος τοποθετούσαν τη γη, έκανε μια ευφυή σκέψη: δεν είναι δυνατόν η φύση να ακολουθεί ένα δρόμο τόσο περίπλοκο, όταν υπάρχει άλλος πολύ πιο απλούστερος για να ακολουθήσει. Και ξεκινώντας από τη θεωρία του αρχαίου Έλληνα αστρονόμου Αρίσταρχου, όπως ο ίδιος ομολογεί, δοκίμασε να αντικαταστήσει τη γη ως κέντρο του σύμπαντος με τον ήλιο. Το νέο ηλιοκεντρικό σύστημα αποδείχθηκε εξαιρετικά απλό σε σύγκριση με το γεωκεντρικό του Πτολεμαίου. Κατά τα άλλα όμως ο Κοπέρνικος εξακολουθούσε να παραδέχεται το σύστημα του Πτολεμαίου περί ουρανίων σφαιρών: η σφαίρα των απλανών βρισκόταν έξω από τη σφαίρα των πλανητών. Ο δρόμος όμως είχε ανοίξει. Η ανακάλυψη του Κοπέρνικου έδινε τους καρπούς της.
Στο φιλοσοφικό τομέα, ο Τζιορντάνο Μπρούνο συλλαμβάνει την ιδέα ότι οι κόσμοι είναι άπειροι και το ηλιακό μας σύστημα είναι ένας από τους άπειρους αυτούς κόσμους. Ο Μπρούνο, που γεννήθηκε 5 χρόνια μετά τη δημοσίευση του έργου του Βεσάλιου «Περί της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος» (1548), υπέστη τον δια πυράς θάνατο στον οποίο τον καταδίκασε η Ιερά Εξέταση, το 1600. Η χρονολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη μιας νέας εποχής.
Οι νέες αντιλήψεις αντιμετώπισαν ισχυρότατη αντίδραση. Ένας από τους εκπροσώπους της, ο Τύχων Μπράε (1546-1601) επιχείρησε να δημιουργήσει ένα νέο σύστημα, συγχρόνως ηλιοκεντρικό και γεωκεντρικό: οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο, αλλά και ο ήλιος μαζί με τη σελήνη περιστρέφονται γύρω από τη γη. Ο ίδιος όμως ο Μπράε συνέλεξε όγκο υλικού, που επέτρεψε στον Κέπλερ να διατυπώσει τους πρώτους νόμους του νέου σύμπαντος.
Οι νόμοι αυτοί, που αφορούσαν την κίνηση των πλανητών μέσα στο ηλιακό σύστημα, δεν αρκούσαν για να καλύψουν όλες τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και να ερμηνεύσουν όλα τα ουράνια φαινόμενα. Και για να εκφραστούμε στη γλώσσα των μαθηματικών, ο ολοκληρωτικός λογισμός του Κέπλερ έπρεπε να γίνει διαφορετικός, πράγμα που προϋπέθετε ένα νέο σύστημα μαθηματικών υπολογισμών: το απειροστικό.
Το βαρύ αυτό έργο, μαζί με τόσα άλλα, ήταν στοιχεία της κληρονομιάς που ο 17ος αιώνας άφηνε στο 18ο. Έπρεπε να επινοηθούν νέες μέθοδοι έρευνας κκαι υπολογισμών, στα μέτρα των νέων αντιλήψεων και των νέων προοπτικών.
Η παρεμβολή του Ισαάκ Νιούτον (Νεύτωνα) (1642-1727) και η από μέρους του ανακάλυψη του νόμου της παγκόσμιας έλξης, που ανακοινώθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, το 1686, σημαίνει στο θέμα αυτό πάρα πολλά. Αποτελεί μια εύγλωττη δικαιολογία της παρέκβασης που μας έφερε στα οικόπεδα της ιστορίας της αστρολογίας και της φυσικής.

Η ΙΑΤΡΙΚΗ
Στην ίδια ακριβώς κατάσταση βρίσκονται με την έναρξη του 18ου αιώνα οι ιατρικές και οι παραϊατρικές επιστήμες. Ο όγκος των παρατηρήσεων και ο αριθμός των επαναστατικών ανακαλύψεων, που είχε πραγματοποιηθεί τον προηγούμενο αιώνα, είναι τεράστιος. Από εδώ δικαιολογείται κατά ένα μεγάλο μέρος κι ο χαρακτηρισμός μερικών επιστημόνων για το 18ο αιώνα, ως «αιώνας των συστημάτων».
Από ό,τι αναφέραμε μέχρις εδώ, ο χαρακτηρισμός αυτός φαίνεται αρκετά δικαιολογημένος. Τα όρια μέχρι τα οποία μπορεί να θεωρηθεί ορθός θα φανούν στα όσα θα εκθέσουμε γι’ αυτόν στα επόμενα. Άλλωστε, δεν μπορεί κανείς να συμπυκνώσει τα γνωρίσματα μιας ολόκληρης εποχής σ’ ένα και μόνο χαρακτηρισμό, όσο περιεκτικός κι αν είναι. Το ίδιο, όπως και ο χαρακτηρισμός του 16ου αιώνα, ως «αιώνα της ανατομίας», δε μας δίνει παρά μια μόνο όψη του αιώνα αυτού, παραγνωρίζοντας τόσες και τόσες άλλες. Έτσι και ο 18ς αιώνας, δεν υπήρξε μόνο αιώνας των συστημάτων, όσο κι αν αυτά αποτελούν ένα αρκετά χτυπητό χαρακτηριστικό του.

18/2/09

Η χειρουργική [55]

Αν θελήσει κανείς να συγκρίνει τις προόδους της χειρουργικής στο 17ο αιώνα με αυτές της βιολογίας, αλλά και με τις γενικότερες τάσεις της εποχής, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται σε γενικές γραμμές για ασήμαντα πράγματα. Αυτή είναι πράγματι και η διαπίστωση των πιο έγκυρων μελετητών του 17ου αιώνα. Έγιναν βέβαια και οι πρώτες απόπειρες για την πραγματοποίηση μιας εγχείρησης που, όπως θα δούμε, αποτελούσε μεγάλη καινοτομία, αλλά δεν απέδωσαν λόγω άγνοιας ορισμένων πραγμάτων, που σήμερα είναι γνωστά. Έτσι οι απόπειρες αυτές εγκαταλείφθηκαν και μάλιστα απαγορεύτηκαν από τις αρχές.
Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη νέων στοιχείων και στον τομέα της χειρουργικής. Οι αδιάκοποι πόλεμοι που χαρακτηρίζουν το 17ο αιώνα, έθεταν τους χειρουργούς μπροστά σε προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτικά τη λύση τους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στην περίοδο της Αναγέννησης. Ιδίως η προοδευτική διάθεση των πυροβόλων όπλων είχε ως συνέπεια την εμφάνιση ενός νέου τύπου τραυμάτων. Τέτοια τραύματα αντιμετώπισαν για πρώτη φορά οι χειρουργοί της Αναγέννησης ως κάτι, όμως, το εξαιρετικό και όχι ως κανόνα. Το δεδομένο αυτό σφραγίζει την τύχη της χειρουργικής το 17ο αιώνα και καθορίζει τόσο τη στασιμότητα στο σύνολό της, όσο και τα βήματα προόδου που επιτέλεσαν ορισμένοι μόνον κλάδοι της.

ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΕΣ
Αν και οι ακρωτηριασμοί ήταν επεμβάσεις γνωστές από την αρχαιότητα, η μεγάλη συχνότητα των τραυμάτων που προέρχονταν από πυροβόλα όπλα, τους έκανε ακόμα πιο απαραίτητους. Σε αντίθεση με τα τραύματα που προκαλούσαν τα αγχέμαχα όπλα, τα τραύματα από πυροβόλα δεν προκαλούσαν απλώς κατάγματα, αλλά με το να θρυμματίζουν κυριολεκτικά τα οστά, έκαναν πολύ συχνότερα απαραίτητους τους ακρωτηριασμούς. Σε πολλούς χειρουργούς υπήρχε επιπλέον η πεποίθηση ότι τα τραύματα αυτά ήταν δηλητηριασμένα, πράγμα που ενίσχυε την απόφασή τους για εκτέλεση ακρωτηριασμών.
Πράγματι, κατά την αντίληψή τους, που είχε πάντως καταπολεμήσει με τρόπο αποδεικτικό ο Παρέ, τα βλήματα του πυροβόλου όπλου περιβάλλονται τη στιγμή της εκπυρσοκρότησης από περίβλημα πολύ ισχυρού δηλητηρίου, που προέρχεται από την καύση της πυρίτιδας. Έτσι ακρωτηρίαζαν συχνά μέλη που δεν είχαν τέτοια ανάγκη, από το φόβο και μόνον της εξάπλωσης του «δηλητηρίου» σε ολόκληρο το σώμα και συνεπώς του θανάτου του τραυματία.
Έτσι η πρόοδος της πολεμικής τεχνικής και οι αντιλήψεις που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της, δίνουν τον τόνο στην εξέλιξη της χειρουργικής που περιορίζουν σε δυο κυρίως κατευθύνσεις: οι πιο πολλοί χειρουργοί, τουλάχιστον οι πιο διάσημοι, είναι στρατιωτικοί χειρουργοί κι η εγχειρητική τεχνική έχει βασικά να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των ακρωτηριασμών και των αιμορραγιών που αναγκαστικά τους συνόδευαν.

ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο πόλεμος όμως κατά ένα μέρος του διεξαγόταν στη θάλασσα με αποτέλεσμα τη δημιουργία αναγκών παροχής επείγουσας βοήθειας πάνω στο πλοίο, μέχρι τη στιγμή που οι τραυματίες θα μπορούσαν να τύχουν μιας καλύτερης θεραπείας μετά την αποβίβασή τους στην ξηρά. Άσχετα από τις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις, η μεγάλη ναυτική δραστηριότητα του 17ου αιώνα έθετε ανάλογα προβλήματα σε κάθε κλάδο της ιατρικής.
Έτσι οι πρώτοι χειρουργοί του αιώνα υπήρξαν Άγγλοι, όπως ο Τζον Γούνταλλ (1556-1643), πρόεδρος της ένωσης κουρέων-χειρουργών και πρώτος χειρουργός του Νοσοκομείου του Αγίου Βαρθολομαίου στο Λονδίνο.
Με τα πολλά του ταξίδια, ιδίως με τα πλοία της «Εταιρείας των Ινδιών», ο Γούνταλλ απέκτησε τέτοια πείρα στον τομέα της ναυτικής ιατρικής και ιδίως της χειρουργικής, που κατέλαβε το 1612 τη θέση του αρχιχειρουργού της υγειονομικής υπηρεσίας της Εταιρείας. Από τη θέση αυτή δεν ασκούσε μόνον τη χειρουργική με τη στενή της έννοια, αλλά είχε και τη φροντίδα της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας και της εφαρμογής των κανόνων υγιεινής πάνω στο πλοίο, που αποτελούσαν όλα νέα πεδία ιατρικής δραστηριότητας.
Καρπός της πολύχρονης πείρας του Γούνταλλ είναι το έργο του «Ο βοηθός χειρουργός», το πρώτο βιβλίο ναυτικής ιατρικής, στο οποίο πραγματεύεται όχι μόνον προβλήματα χειρουργικής, αλλά και ιατρικής δεοντολογίας πάνω στο πλοίο. Εκτός από αυτά, αντιμετωπίζονται και τα ευρύτερα προβλήματα της ιατρικής των ναυτιλλομένων, όπως το θέμα του σκορβούτου, που είχαν γίνει αντιληπτά τα ολέθρια αποτελέσματά του, σε τρόπο που «Ο βοηθός χειρουργός» να γίνεται ένα καθόλα πλήρες εγχειρίδιο.
Ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα ήταν και για τον Γούνταλλ το θέμα των ακρωτηριασμών, που γινόταν επιτακτικότερο λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες διεξάγονταν οι επεμβάσεις αυτού του είδους πάνω στο πλοίο. Παρ’ όλες όμως τις προφυλάξεις που τον βλέπουμε να συνιστά, η τεχνική του δε διαφέρει και πολύ από τη μέθοδο του αρχαίου συγγραφέα, του Κέλσου: Κυκλική τομή του μέλους και στη συνέχεια περίδεση των αγγείων που αιμορραγούσαν, όπως άλλωστε έκανε από τον προηγούμενο αιώνα ο Αμπρουάζ Παρέ.

Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΩΝ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΩΝ
Σημαντική πρόοδο στην τεχνική των ακρωτηριασμών αποτελεί η μέθοδος που περιέγραψε ο επίσης Άγγλος χειρουργός πλοίων, Τζέιμς Γιόνγκ, από το Πλύμουθ (1646-1721).
Ο Γιόνγκ είχε σπουδάσει γραμματική και ρητορική. Αφιερώθηκε όμως στη πρακτική χειρουργική, υπό την καθοδήγηση ενός χειρουργού των πλοίων και σύντομα απέκτησε μεγάλη πείρα.
Η περίοδος αυτή της ζωής του ήταν πλούσια σε περιπέτειες: παραβρέθηκε στο βομβαρδισμό του Αλγερίου από τον αγγλικό στόλο το 1662, γύρισε στην πατρίδα του για να κάνει το βοηθό του επίσης χειρουργού πατέρα του, μπαρκάρισε και πάλι, πιάστηκε αιχμάλωτος των Ολλανδών και έμεινε ένα χρόνο στις φυλακές του Άμστερνταμ. Όταν επιτέλους εγκαταστάθηκε οριστικά στην ξηρά, ακολούθησε μια λαμπρή σταδιοδρομία. Έγινε διαδοχικά πρώτος χειρουργός του Ναυτικού Νοσοκομείου του Πλύμουθ, αρχιχειρουργός του Αγγλικού Ναυτικού και τέλος δήμαρχος του τόπου γέννησής του.
Η προσφορά του Γιόνγκ στη χειρουργική υπήρξε η αντικατάσταση της κλασικής κυκλικής τομής των ακρωτηριασμών με μια τελείως νέα τεχνική, σαφώς νεωτεριστική και πιο ασφαλή. Εκεί οδήγησε τον Γιόνγκ η πολύχρονη πείρα του, καταστάλαγμα της οποίας υπήρξε η περίφημη πραγματεία: «Νέα τεχνική των ακρωτηριασμών και μέθοδος θεραπείας των κολοβωμάτων ταχύτερα και ανετότερα της εν κοινή χρήσει, ως και πολλά άλλα χρήσιμα θέματα, συνιστώμενα στους στρατιωτικούς χειρουργούς». Στο βιβλίο αυτό ο Γιόνγκ αντί για την κλασική κυκλική τομή πρότεινε μια μέθοδο σύμφωνα με την οποία εξασφαλιζόταν ένας δερματικός κρημνός, αρκετός για να ραφτεί πάνω στο κολόβωμα μετά τον ακρωτηριασμό, καλύπτοντάς το και προφυλάσσοντας τον χειρουργημένο από τους κινδύνους που τον απειλούσαν με την παραδοσιακή μέθοδο.
Η μέθοδος του Γιόνγκ μετά από αλλεπάλληλες τελειοποιήσεις διαδόθηκε ευρύτατα, αν και στην αρχή τη χρησιμοποιούσαν μόνο στους ακρωτηριασμούς των ποδιών, εξακολουθώντας να εφαρμόζουν σε κάθε άλλη περίπτωση την κλασική τεχνική.

Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΟΥΑΪΖΜΑΝ
Ο μεγαλύτερος Άγγλος χειρούργος του 17ου αιώνα, ίσως και ο μεγαλύτερος της εποχής του, ήταν κι αυτός στρατιωτικός χειρουργός. Πρόκειται για τον Ρίτσαρντ Γουάιζμαν (1622-1676), που το κυριότερο έργο του «Χειρουργικές πραγματείες» είδε το φως της δημοσιότητας τη χρονιά του θανάτου του. Στις σελίδες του συνοψίζεται το καταστάλαγμα μιας εξαιρετικής πλούσιας πείρας. Ιατρός, στην αρχή, του αγγλικού ναυτικού, υπηρέτησε στη συνέχεια την Ισπανία για να επιστρέψει στην Αγγλία μετά την παλινόρθωση και να γίνει προσωπικός γιατρός του Καρόλου Β'.
Με τον τίτλο αυτόν, ο Γουάιζμαν ακολούθησε τον Κάρολο Β' στις περιοδείες του σε ολόκληρη την Αγγλία για να «θεραπεύει» τους χοιραδικούς με την επίθεση των χεριών του. Έργο του ήταν να επισκέπτεται τους αρρώστους πριν τη θεραπευτική χειρονομία. Ο εξαίρετος αυτός χειρουργός, μια ξεχωριστή διάνοια της εποχής του, εξακολουθούσε να πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της επίθεσης των χεριών του βασιλιά. «Έχω δει ο ίδιος με τα μάτια μου», γράφει, «χιλιάδες ιάσεις που έγιναν με μόνο το άγγιγμα της Μεγαλειότητάς του, χωρίς χειρουργική επέμβαση»! Παρόλα αυτά παραδεχόταν ότι η βασιλική επαφή έμενε κάπου - κάπου χωρίς αποτέλεσμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις κατέφευγε στις επιστημονικές δυνατότητες της εποχής του.
Εκτός από τις χοιράδες, που περιέγραψε τέλεια, τον απασχόλησαν κυρίως τα τραύματα από πυροβόλα όπλα, στα οποία είχε πείρα μοναδική. Με ευφυή τρόπο αρνιόταν ότι ήταν τραύματα δηλητηριασμένα και γνώριζε πολύ καλά τις συνέπειες που συνεπάγονται τα ξένα σώματα που έμπαιναν στη σάρκα με τα βλήματα. Γι’ αυτό και συνιστούσε μαζί με το βλήμα, να βγαίνουν από το σώμα και τα τεμάχια της πανοπλίας και των ρούχων του τραυματία, που η παραμονή τους προκαλούσε φοβερές γάγγραινες.
Βαθύς γνώστης του χειρουργικού οπλοστασίου της εποχής του σε εργαλεία, τα περιγράφει και τα διαπραγματεύεται όλα, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες από την πλευρά της ιστορίας της χειρουργικής.
Όπως βλέπει κανείς, μερικοί από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας, σημαδεύονται με αίμα πολέμου. Πέρα όμως από τον πόλεμο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν επιβεβαίωνε τίποτα άλλο από τη ρήση ότι «ουδέν κακό αμιγές καλού», ευτυχώς οι τολμηρές πρωτοβουλίες των ανθρώπων του 17ου αιώνα επεκτείνονται και στον ειρηνικό τομέα. Με αυτό υπονοούμε ότι επιχείρησαν μια επέμβαση, που σε τόλμη μόνο με την ανάτρηση του κρανίου (που εκτελούσαν οι χειρουργοί από τους αρχαίους χρόνους) θα μπορούσε να συγκριθεί: τη μετάγγιση του αίματος.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣΤο αίμα θεωρείτο από την αρχαιότητα έδρα και πηγή της ζωής. Αυτό το διαβάζουμε στις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης και το βλέπουμε αποτυπωμένο στα έθιμα πρωτόγονων λαών, που τα κρατούν και σήμερα ορισμένες αφρικανικές φυλές. Η συνήθεια να πίνουν π.χ. το αίμα του σκοτωμένου εχθρού, προδίδει την επιθυμία να οικειοποιηθούν τη ζωή και τη δύναμή του.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, είχαν σαφή αντίληψη της σημασίας του αίματος για τη ζωή. Οι Ρωμαίοι μάλιστα, όταν αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, που συχνά αποτελούσε επιθυμία του αυτοκράτορα, έκοβαν τα αγγεία του αίματος στο ύψος των καρπών και έσβηναν ανώδυνα από την αιμορραγία.
Τα συμπτώματα της αναιμίας, τουλάχιστον τα πιο χτυπητά, τους ήταν γνωστά. Ο Τάκιτος, χωρίς να καυχιέται για τις ιατρικές του γνώσεις, όπως και ο Κικέρων, κάνει μια σχετική διαπίστωση, αφού πρώτα περιγράφει το δραματικό τέλος του φιλοσόφου Σενέκα, που πήρε εντολή να φλεβοτομηθεί από το μαθητή του, το Νέρωνα. Η γυναίκα του η Παυλίνα, που θέλησε να ακολουθήσει τη μοίρα του άντρα της και στη συνέχεια σώθηκε, με εντολή του ίδιου του Νέρωνα, με πιεστικούς επιδέσμους που της εφάρμοσαν στους καρπούς, έζησε ύστερα από αυτό μια αποτραβηγμένη ζωή. Δεν ήταν μόνον η θλίψη για την απώλεια του άντρα της, αλλά και η μόνιμη, μετά το γεγονός εκείνο, χλομάδα του προσώπου της, που ο Τάκιτος θεωρεί προφανή απόδειξη της μεγάλης απώλειας αίματος που είχε υποστεί, όταν αποφάσιζε να ακολουθήσει τον άντρα της στο θάνατο.

ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Λιγοστές μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων πληροφορούν για απόπειρες θεραπείας με αφαίμαξη, που την ακολουθούσε αντικατάσταση του αίματος με ουσίες που είχαν μαγική δύναμη. Ακόμα και το 1490 οι γιατροί προσπαθούν να παρατείνουν τη ζωή του Πάπα Ιννοκέντιου Η', δίνοντάς του να πιεί το αίμα τριών νέων. Αναφέρουν ότι τους θανάτωσαν ειδικά για το σκοπό αυτό, ενώ άλλοι το χαρακτηρίζουν ως απόπειρα μετάγγισης. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, στη βάση του δεν βρίσκονται επιστημονικές σκέψεις, αλλά διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Βρισκόμαστε άλλωστε ακόμα σε μια εποχή που εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν οι «εκκενωτικές» θεωρίες που αποκορυφώνονταν στην αφαίμαξη.
Η χορήγηση του αίματος γινόταν τότε μόνον από το στόμα. Δεν την εκτελούσαν γιατροί, αλλά οι τσαρλατάνοι, οι αστρολόγοι, οι αλχημιστές και οι μάγοι. Άλλωστε για να έχει επιστημονική θεμελίωση μια τέτοια σκέψη, προϋποθέτονταν δυο πράγματα: α) η γνώση της κυκλοφορίας του αίματος και β) αλλαγή θεραπευτικών μεθόδων, δηλαδή ανατροπή της «εκκενωτικής» θεωρίας που επικρατούσε και καταδίκη της αφαίμαξης ως πανάκειας.

Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Οι προϋποθέσεις αυτές υπήρχαν μέχρι το 17ο αιώνα, όταν ο Χάρβεϊ ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος κι εισήχθηκε ο φλοιός της κίνας στη θεραπευτική, πράγμα που γέννησε τις πρώτες αμφιβολίες για την ορθότητα του ακολουθούμενου θεραπευτικού συστήματος. Ο ιατρικός κόσμος βρέθηκε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: ήταν υποχρεωμένος να αναζητήσει νέες θεραπευτικές μεθόδους και αρχές για να τις στηρίξει, που να συμφωνούν απόλυτα με τις φυσιολογικές αντιλήψεις που προέκυπταν από τις νέες ανακαλύψεις.
Πολύ αφηρημένες παρουσιάζονται ακόμα οι ιδέες που διατυπώνει στο θέμα της μετάγγισης ο Ανδρέας Λιμπάβιους από τη Χάλλε της Σαξονίας (1615) κι ο Τζιοβάνι Κόλλε της Ιατρικής Σχολής της Πάδοβα (1628). Είναι άλλωστε ακόμα πολύ νωρίς, αφού το έργο του Χάρβεϊ για την κυκλοφορία του αίματος κυκλοφόρησε μόλις τον ίδιο χρόνο με το δημοσίευμα του Κόλλε και συνεπώς δεν μπορούσε να ήταν κιόλας γνωστό στην Ιταλία.
Η πρώτη θετική θεμελίωση της δυνατότητας θεραπευτικής εφαρμογής της μετάγγισης αποδίδεται στο Φραντσέσκο Φόλλι (1624-1685) από τη Φλωρεντία. Αυτός όχι μόνον υποστήριξε τη δυνατότητα της μετάγγισης, αλλά υπέδειξε και μέθοδο για την εκτέλεσή της: ένας σωληνίσκος από άργυρο τοποθετιόταν μέσα σε μια αρτηρία του αιμοδότη και άλλος σωληνίσκος από ελεφαντόδοντο σε μια φλέβα του λήπτη. Οι δυο σωληνίσκοι συνδέονταν με έναν ελαστικό σωλήνα. Ο Φόλλι ομολογεί ότι δεν είχε θέσει ακόμα σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η πρότασή του όμως προϋποθέτει ακριβή γνώση της κυκλοφορίας του αίματος και των φαινομένων που εξαρτιόνται από αυτήν.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ
Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1640 από τον Φράνσις Πόττερ, ένα παράδοξο άνθρωπο που προσπάθησε να πάρει αίμα από το πόδι ενός ζώου για να εκτελέσει μετάγγιση, αλλά δεν τα κατάφερε.
Με το θέμα καταπιάστηκαν σοβαρά τα μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, με πρωτοστάτη το Χριστόφορο Ρεν (1632-1723), γνωστό ως πολύμορφη διάνοια μέσα στον κύκλο των λαμπρών αυτών επιστημόνων. Ο Ρεν είχε κάνει από το 1657 πειράματα έγχυσης υγρών στις φλέβες ζώων για να μελετήσει τις δυνατότητες μιας μετάγγισης. Προς την ίδια κατεύθυνση πειραματιζόταν κι ο Ρίτσαρντ Λόουερ (1631-1691), ο οποίος επιτέλους κατόρθωσε το 1665 να φέρει σε αίσιο πέρας ένα πείραμα μετάγγισης. Όπως αναφέρει στην «Πραγματεία περί καρδιάς», που έγραψε, είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει μετάγγιση αίματος από σκύλο σε σκύλο.
Η απήχηση του πειράματος υπήρξε τεράστια. Όλη η Αγγλία ενδιαφέρθηκε για τα πειράματα που επακολούθησαν και κυρίως για να δει τις συνέπειες που θα είχε η μετάγγιση αίματος από ζώο ενός είδους σε ζώο άλλου είδους. Μετά από μια ολόκληρη σειρά τέτοιων πειραμάτων, χωρίς να εμφανιστούν δυσάρεστες συνέπειες για τα ζώα, έγινε η μεγάλη δοκιμή: η μετάγγιση αίματος από ζώο σε άνθρωπο.
Το μεγάλο γεγονός έγινε στη Γαλλία με πρωταγωνιστή τον Ζαν Μπατίστ Ντενί (1620-1694) από το Μονπελιέ, καθηγητή φιλοσοφίας και μαθηματικών στο Παρίσι. Η ιστορική ημερομηνία είναι η 15η Ιουνίου 1667. Την ημέρα αυτή έγινε με επιτυχία μετάγγιση αίματος αρνιού α’ ένα νέο, που υπέφερε από μια μακροχρόνια εμπύρετη κατάσταση, που τον είχε σε τέτοιο σημείο εξαντλήσει, που να έχει χάσει ακόμα και τη μνήμη του.
Η επιτυχία του πρώτου πειράματος ενθάρρυνε στην εκτέλεση κι άλλων μεταγγίσεων. Κι ενώ ο Ντενί συνέχιζε στο Παρίσι για λογαριασμό του, στο Λονδίνο ο Λόουερ εκτελούσε στις 23 Νοεμβρίου 1667 την πρώτη μετάγγιση επί αγγλικού εδάφους παρουσία των μελών της Βασιλικής Εταιρείας. Ο Σάμουελ Πέπυς μας άφησε στο ημερολόγιό του λεπτομερή περιγραφή του γεγονότος. Ο ασθενής ήταν κάποιος Άρθουρ Κόνγκα, 32 χρονών. Επέζησε της πρώτης μετάγγισης, ώστε τρεις εβδομάδες αργότερα να υποστεί και δεύτερη με την ίδια επιτυχία.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ Η ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν περίφημα μέχρι τη στιγμή που συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε. Και αυτό ήταν ο θάνατος ενός ασθενούς μετά από τη μετάγγιση. Το ατύχημα συνέβη σε άρρωστο του Ντενί, ένα χρόνο μετά το πρώτο επιτυχές πείραμα. Η υπόθεση ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο, γιατί η χήρα του αποθανόντα κατήγγειλε τον Ντενί για ανθρωποκτονία.
Στο δικαστήριο αποδείχθηκε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε μια δόση αρσενικού που είχε δώσει στον άντρα της η απαρηγόρητη χήρα. Παρόλα αυτά, παρά την ευνοϊκή δικαστική απόφαση για τον Ντενί και τις μεταγγίσεις του, οι υποψίες για τα πιθανά ολέθρια αποτελέσματα των μεταγγίσεων έμειναν. Και μάλιστα, όχι μόνο στο κοινό που με τόσο ενδιαφέρον παρακολουθούσε τα αποτελέσματα της νέας θεραπείας, αλλά κυρίως στους επιστήμονες και στις αρχές που έλαβαν αμέσως προληπτικά μέτρα: καμιά μετάγγιση δε θα γινόταν χωρίς την άδεια της Ιατρικής Σχολής των Παρισίων. Επειδή όμως η Σχολή αυτή αντιπροσώπευε τον πιο άκαμπτο συντηρητισμό και ήταν αντίθετη προς κάθε νέα θεραπεία, δεν έδωσε ποτέ τέτοια άδεια, ώσπου το 1670 οι μεταγγίσεις απαγορεύτηκαν με νόμο. Η θλιβερή εμπειρία του Ντενί είχε τον αντίκτυπό της και στην Αγγλία, όπου επί ένα αιώνα και πλέον δε ξανάγινε λόγος για μετάγγιση.
Στο μεταξύ αναμείχθηκαν και οι εκκλησιαστικές αρχές και συνέργησαν στην απαγόρευση των πειραμάτων που υπερέβαιναν κατά πολύ τις επιστημονικές δυνατότητες τού κατά τα άλλα θαυμάσιου εκείνου αιώνα.
Σήμερα, οι λόγοι της αποτυχίας των πειραμάτων εκείνων είναι κατανοητοί. Τώρα που γνωρίζουμε πόση σημασία έχει για την επιτυχία μιας τέτοιας μετάγγισης η ακριβή γνώση όχι μόνον των ομάδων, αλλά και των υποομάδων του αίματος του δότη και του λήπτη και τα πολύπλοκα ανοσοποιητικά φαινόμενα που συνδυάζονται με μια θεραπευτική μέθοδο, πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η επιτυχία των πειραμάτων της μακρινής εκείνης εποχής, που έγιναν με τέτοια άγνοια των απαραίτητων επιστημονικών προϋποθέσεων, ήταν ένα δώρο της Θείας Πρόνοιας. Αυτό όμως δεν κάνει το θαυμασμό μας μικρότερο εμπρός στον αιώνα εκείνον, που η αγωνία για το πείραμα και ο πόθος για ανακαλύψεις έκαναν τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα όρια των γνώσεών τους.
Εκτός από τα πειράματα της μετάγγισης αίματος, που αποτελούσαν γεγονός δυσανάλογο προς τις γνώσεις της εποχής που τα πραγματοποιούσε, η χειρουργική έχει να επιδείξει το 17ο αιώνα κι άλλες προοδευτικές προσπάθειες. Μόνο που αυτές δεν τράβηξαν την προσοχή του κόσμου και δεν είχαν απηχήσεις ανάλογες με εκείνες των πειραμάτων του Ντενί και του Λόουερ.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Η απόσπαση της επιστήμης από το στενό κύκλο των ειδικών είναι γεγονός που έχει αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα με το έργο του Αμπρουάζ Παρέ. Ο Δάντης, άλλωστε, 3 αιώνες νωρίτερα, είχε αισθανθεί την ανάγκη της διάδοσης της γνώσης στο πλατύτερο κοινό, έστω και με μορφή απλουστευμένη κι ύφος προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του. Η τάση αυτή ήταν γνώρισμα του Ουμανισμού, το οποίο παίρνει μια πιο αποφασιστική θέση στα πλαίσια της Αναγέννησης.
Πιστεύοντας στην αντίληψη αυτή, ο Αμπρουάζ Παρέ γράφει γαλλικά τα έργα του, ενώ ο Μιχαήλ Σαβοναρόλα, που είχε κιόλας γράψει μια επιβλητική ιατρική πραγματεία στα λατινικά, γράφει στα ιταλικά δύο έργα του, που ο εκλαϊκευτικός τους σκοπός είναι προφανής. Το ένα, αφιερωμένο στις γυναίκες της Φεράρας, έχει γυναικολογικό και παιδιατρικό περιεχόμενο: «Περί του τρόπου ζωής των γυναικών, που βρίσκονται σε ενδιαφέρουσα κατάσταση και των νεογέννητων μέχρι του έβδομου έτους της ηλικίας». Το άλλο ήταν αφιερωμένο στη ρακή: «Περί του ύδατος που καίει».
Ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις εκλαΐκευσης διεκδικεί το έργο «Μαία» (Βενετία, 1596), του Σκιπιόνε Μερκούρι. Μέχρι το 1952 που ανακαλύφθηκε το χειρόγραφο του Σαβοναρόλα, το έργο του Μερκούρι θεωρείτο ως το πρώτο γυναικολογικό βιβλίο σε λαϊκή γλώσσα.
Τα όσα γράφει ο Μερκούρι στον πρόλογό του είναι μια εύγλωττη μαρτυρία ότι στην Αναγέννηση η ανάγκη μεγαλύτερης διάδοσης του πολιτισμού ήταν έντονα αισθητή. Αυτό το επιδίωξαν γράφοντας πρακτικά και εύχρηστα εγχειρίδια. «...ξέρω ότι σίγουρα δεν κάνω λάθος, γιατί σκοπός μου υπήρξε να φανώ χρήσιμος. Γι’ αυτό βλέποντας τόσο συχνά να κινδυνεύουν στους δύσκολους τοκετούς, οι μητέρες και τα παιδιά εξαιτίας των λίγων γνώσεων των μαιών και των άλλων υπευθύνων (όσο για τους γιατρούς, δεν τους καλούν ποτέ ή σπάνιες φορές σε τοκετό) αποφάσισα να φέρω σε φως έναν οδηγό για τη μαία, για να ξέρει με λεπτομέρειες τι να κάνει και πώς να φέρεται σε τέτοιους μη φυσιολογικούς τοκετούς».
Από ανάλογες αρχές ξεκινούσε κι ο Ματτιόλι, που το 1544 στη Βενετία δημοσίευσε την περίφημη φαρμακολογία του, συγχρόνως σε λατινική και ιταλική γλώσσα.
Μήπως και ο Καρτέσιος, όταν το 1637 δημοσίευσε το έργο του «Λόγος περί μεθόδου», δεν το είχε γραμμένο στα γαλλικά, τονίζοντας έτσι τη ρήξη του με την παράδοση και τοποθετώντας τις βάσεις του νέου ορθολογισμού που τόση επίδραση άσκησε στο 17ο αιώνα; Αλλά και το έργο του Λούθηρου, η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γλώσσα του γερμανικού λαού, μήπως δεν ήταν κάτι ανάλογο στο θρησκευτικό τομέα, εκδήλωση δηλαδή της επιθυμίας για προσφορά των κειμένων στο πλατύτερο κοινό;
Η ανάγκη αυτή, έντονα αισθητή το 17ο αιώνα, εκφράζεται στην ιατρική, παράλληλα βέβαια με τα έργα του Γιόνγκ και του Γουάιζμαν, στο βιβλίο ενός πιο μετριόφρονα, αλλά εξίσου ευφυούς χειρουργού, του Στήβεν Μπράντγουελ. Το μικρό αυτό έργο δημοσιεύτηκε το 1633 με τίτλο «Πρώτες βοήθειες», ακολουθούμενο από επεξήγηση «(βιβλίο) χάρη στο οποίο όσοι ζουν μακριά από γιατρούς και χειρουργούς θα μπορούν εύκολα να σώσουν τη ζωή ενός δυστυχισμένου φίλου ή γείτονα, ώσπου να φτάσει ένας από εκείνους να φέρει σε τέλος τη θεραπεία».
Ο συγκινητικός αυτός τίτλος, αποτελεί προπαντός μαρτυρία των νέων αναγκών. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα σημεία ο Μπράντγουελ ζητά πολλά από εκείνους που θα θελήσουν να εφαρμόσουν τις συμβουλές του, πράγματα που χαρακτηρίστηκαν δύσκολα και για έναν πανεπιστημιακό βοηθό. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι η πρόθεση: ο Μπράντγουελ υπήρξε για την ιατρική, ό,τι ο Κιούλπερερ για τη φαρμακολογία.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Το ανανεωτικό κίνημα του 17ου αιώνα είχε την απήχησή του και στη Γερμανία. Το πνεύμα αυτό εκπροσωπείται στον τομέα της χειρουργικής από τον Βίλχελμ Φάμπρυ (1560-1634), πιο γνωστό με το εκλατινισμένο όνομα Φαμπρίκιους Χιλντάνους, που χαρακτηρίστηκε ως «παλινορθωτής της χειρουργικής».
Ο Χιλντάνους, που γεννήθηκε στο Χίλντεν και πέθανε στη Βέρνη, είχε πάρει πλούσια πρακτική εξάσκηση ως βοηθός του χειρουργού του δούκα της Κλέβης Κόσμου Σλοτ. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι η καλύτερη πρακτική είναι ανεπαρκής όταν δε συνοδεύεται από βαθιές ανατομικές γνώσεις, που τις απέκτησε πηγαίνοντας στην Κολωνία. Εκεί δημοσίευσε το 1591 το πρώτο έργο του «Περί γάγγραινας και σφακέλου
[1]», που είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Το 1596 εγκαταστάθηκε στη Βέρνη, όπου ίδρυσε ιδιωτικό νοσοκομείο και χειρουργική σχολή, για να αναδειχθεί σύντομα σε ριζικό αναμορφωτή της χειρουργικής στα γερμανικά κράτη.
Ο Χιλντάνους δεν υπήρξε μόνον ικανότατος χειρουργός και εξαιρετικός δάσκαλος, αλλά και μεγαλοφυές πνεύμα. Είναι ο πρώτος που συνέλαβε τους κινδύνους που εγκυμονούσε η εκτέλεση ενός ακρωτηριασμού στο άρρωστο τμήμα του μέλους που αφαιρείτο και γι’ αυτό συνιστούσε να γίνεται η επέμβαση στους υγιείς ιστούς. Ένα ακόμα πρωτοποριακό του κατόρθωμα υπήρξε η αφαίρεση θραύσματος από σίδερο που είχε εισχωρήσει στον κερατοειδή ενός ατόμου, χρησιμοποιώντας μαγνήτη!
Η τεράστια πείρα του και το παρατηρητικό του πνεύμα εκδηλώνονται στο πιο δόκιμο έργο του, τη «Συλλογή χειρουργικών παρατηρήσεων και θεραπειών» (Βασιλεία, 1606). Ο Χιλντάνους, αποκτώντας συνεχώς και μεγαλύτερη φήμη, συνέχισε το έργο του μέχρι το θάνατό του.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η Αναγέννηση έδωσε στη χειρουργική μεγάλα ονόματα: τον Μπερενγκάριο ντα Κάπρι, τον Τζιανφίλιππο Ινγκράσσια, τον Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε. Ο αιώνας που ακολούθησε δεν υπήρξε τελείως στείρος, αλλά δεν έφτασε σε γονιμότητα τον προηγούμενο.
Από τους πρώτους πρέπει να αναφέρουμε το Μάρκο Αυρήλιο Σεβερίνο, έναν από τους πιο σπουδαίους αναμορφωτές της ανατομικής το 17ο αιώνα. Ως χειρουργός δεν υπήρξε λιγότερο αξιόλογος, τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία. Δημοσίευσε πολλά και σπουδαία έργα: «Περί της συγκεκαλυμμένης φύσης των αποστημάτων» (8 βιβλία, Νάπολι, 1632), «Περί δραστικής ιατρικής» (3 βιβλία, Φρανκφούρτη, 1646), «Χειρουργική σε τρία μέρη» (Φρανκφούρτη, 1653).
Στη χειρουργική, η μεγαλύτερη συμβολή του υπήρξε η επαναφορά της μεθόδου του Αέτιου
[2] για τη θεραπεία των ανευρυσμάτων, που είχε εγκαταλειφθεί για αιώνες. Εισήγαγε επίσης μια μέθοδο θεραπείας των κιρσωδών άτονων ελκών της κνήμης με εκτομή του δέρματος, του υποδόριου ιστού και των φλεβών.
Σπουδαιότερη ίσως υπήρξε η συμβολή του Πιέτρο Μαρκέττι από την Πάδοβα (1589-1673). Καθηγητής της χειρουργικής στην αρχή, ανέλαβε τη διδασκαλία της ανατομικής από το 1651 για να επανέλθει και πάλι, ύστερα από 11 χρόνια στην έδρα της χειρουργικής, την οποία και κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Μαρκέττι υπήρξε περίεργη φυσιογνωμία, κράμα ιδιοφυών ιδεών και πρόσδεσης στις παραδοσιακές προκαταλήψεις, βαθύς γνώστης της ανατομικής και συγχρόνως οπισθοδρομικός σε θέματα που κατείχε όσο κανείς άλλος. Έτσι τον βλέπουμε, αν και είχε μελετήσει προσεκτικά την κατασκευή των τενόντων και δημοσιεύει τα συμπεράσματά του σ’ ένα θαυμάσιο βιβλίο («Παρατηρήσεις επί του τένοντα του καμπτήρα αποκοπέντος δακτύλου ίππου», Πάδοβα, 1658), να πιστεύει ότι η ραφή ενός κομμένου τένοντα συνεπάγεται βαριές βλάβες για τον οργανισμό! Η πλάνη αυτή που είχε ήδη επισημάνει ο Λανφράνκο ντα Μιλάνο, υποδεικνύοντας μάλιστα την εγχειρητική τακτική που πρέπει να ακολουθείται, καταπολεμήθηκε οριστικά τον επόμενο αιώνα από τον Άλμπρεχτ Χάλλερ (1708-1777). Παρόλα αυτά υπήρξε τολμηρός καινοτόμος, όπως αποκαλύπτεται από το πιο σημαντικό του έργο «Συλλογή σπάνιων ιατροχειρουργικών παρατηρήσεων» (Πάδοβα, 1664).
Στην παρατήρηση με αριθμό 54 αναφέρει θεραπεία με εγχείρηση ενός ηπατικού αποστήματος και περιγράφει όψιμη απολυματοποίηση οστού που είχε υποστεί τραύμα από πυροβόλο όπλο. Στην παρατήρηση 7 αναφέρει περίπτωση θεραπείας μετατραυματικής επιληψίας με ανάτρηση του κρανίου. Βέβαια κάτι ανάλογο αναφέρεται και από τον Μπερενγκάριο ντα Κάπρι, έναν αιώνα πριν («Περί κατάγματος του κρανίου», Μπολώνια, 1518), αλλά αυτό δεν πρέπει να το είχε υπόψη του ο Μαρκέττι, γιατί άνθρωπος της εντιμότητάς του οπωσδήποτε θα το ανέφερε στο έργο του.
Ο γιος του Μαρκέττι, Ντομένικο (1626-1688), υπήρξε επίσης διακεκριμένος χειρουργός. Αυτός, δυο χρόνια πριν πεθάνει, εκτέλεσε στη Βενετία την πρώτη νεφροτομή στη ιστορία της χειρουργικής.
Έτσι λοιπόν, όσο κι αν στον τομέα της χειρουργικής δεν έχουμε ονόματα της περιωπής των ανατόμων, ο 17ος αιώνας δεν υστερεί στην εκπροσώπηση της χειρουργικής. Καμιά άλλη εποχή δεν έχει να παρουσιάσει τέτοιο ζήλο για έρευνα, τέτοιο ενθουσιασμό για την επιστήμη και αγάπη για την αλήθεια, ενσαρκωμένα σε διαλεκτά πνεύματα, από ανθρώπους της νέας νοοτροπίας, πνευματικούς απόγονους του Βάκωνα και του Γαλιλαίου.


[1] Στην ιατρική σφάκελος σημαίνει η σήψη ενός πάσχοντος μέλους του σώματος, ιδίως η υγρή γάγγραινα.[2] Βυζαντινός ιατρός του 6ου μ.Χ. αιώνα, που έζησε στη Μεσοποταμία.

16/2/09

Μεταξύ δεισιδαιμονίας και φανατισμού [54]

Επανειλημμένα μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε για τις αντιφάσεις (συχνά τόσο έντονες, που να προκαλούν την κατάπληξη) του επαναστατικού εκείνου 17ου αιώνα.
Μια από τις αντιφάσεις αυτές, η πιο περίεργη, είναι η επιβίωση, μέσα στο κλίμα της τόσο πλούσιας σε ανακαλύψεις κι αποφασιστικής για την ανθρώπινη σκέψη και την επιστήμη εποχής, προλήψεων και δεισιδαιμονιών του παρελθόντος. Στον αιώνα των πειραμάτων, της ιατρομηχανικής και ιατροχημικής θεωρίας, στον αιώνα του Γαλιλαίου, βλέπει κανείς να επιζούν και να αναβιώνουν από το παρελθόν, τάσεις ασυμβίβαστες με το πνεύμα του. Μια ομάδα ιατρών και φιλοσόφων επηρεάζεται ακόμα από την αλχημεία μεσαιωνικού τύπου που, όπως ξέρουμε, περιείχε μεγάλη δόση μαγικού και αστρολογικού στοιχείου. Αρκετές φορές αυτοί οι γιατροί και οι φιλόσοφοι εμφανίζονται να συνεργάζονται με προοδευτικά πνεύματα σε νεωτεριστικά έργα. Τέτοια είναι η περίπτωση του Κένελμ Ντίγκμπι, ενός από τους ιδρυτές της περίφημης Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, που η ιατρική του ελάχιστα ξεπερνούσε τα όρια της αγυρτείας.

Η ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΑΙ ΑΚΜΑΖΕΙ
Μια φυσιογνωμία αυτού του είδους, με ορισμένες πάντως αξιόλογες απόψεις, είναι ο Άγγλος Ρόμπερτ Φλουντ (1574-1637), που είχε κάνει τις ιατρικές του σπουδές στην Οξφόρδη. Μετά το τέλος των σπουδών του έκανε πολλά ταξίδια, ώσπου κάποτε επέστρεψε στο Λονδίνο για να ασκήσει με επιτυχία το ιατρικό επάγγελμα.
Ο Φλουντ ήταν φανατικός οπαδός της μυστικιστικής αίρεσης των Ροδοσταυριτών, που πίστευαν ότι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με το Θεό, από τον Οποίο αντλούσαν τη χάρη μιας ανώτερης γνώσης. Έτσι θεράπευε τους αρρώστους του εφαρμόζοντας ψυχοθεραπευτικά μέσα, μιλώντας τους σε μια γλώσσα που ανακάτευε το μυστικισμό με την αγυρτεία, το Θεό με τη χημεία και την ιατρική με τη μεταφυσική.
Συνεπής οπαδός της «μεταφυσικής φιλοσοφίας» του Νικόλα Κουζάνους, ερμήνευε τον κόσμο και τα φαινόμενά του ως αποτέλεσμα της «συγκυρίας των αντιθέσεων», ως μια σταθερή πάλη φωτός και σκότους, θερμού και ψυχρού, στερεού και υγρού. Όλη η σκέψη του ήταν μια ψευτοσύνθεση της θεωρίας των χυμών, της φιλοσοφίας του Κουζάνους, του μυστικισμού των Ροδοσταυριτών και της αλχημείας. Φαντάζεται φυσικά κανείς τα θεραπευτικά αποτελέσματα τέτοιων θεωριών στους ασθενείς του.
Παρόλα αυτά υπήρχε μια άποψη στο έργο του Φλουντ που μπορεί να μην ενδιαφέρει άμεσα την ιστορία της ιατρικής, αλλά εξηγεί πώς τον δέχονταν ως συνομιλητή, άνθρωποι σαν τον Κέπλερ και τον Γκασσέντι: στο θεωρητικό οικοδόμημα της φιλοσοφίας του γινόταν η απόπειρα να εισαχθεί ως στοιχείο και το πείραμα.

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Μια άλλη τυπική φυσιογνωμία αυτού του τύπου, ακόμα πιο αλλόκοτη, ήταν ο σερ Κένελμ Ντίγκμπι, που αναφέραμε πιο πάνω ως ιδρυτικό μέλος της Royal Society. Γεννήθηκε το 1608, σπούδασε στην Οξφόρδη και υπήρξε μαθητής του μεγάλου μαθηματικού Τόμας Άλεν, που προέβλεπε γι’ αυτόν μεγάλα πράγματα.
Η ζωή του αρχίζει με μια σειρά πολιτικών και συναισθηματικών περιπετειών
[1] και καταλήγει στην πειρατεία, στην οποία επιδόθηκε με τη συγκατάθεση του βασιλιά της Αγγλίας Καρόλου Α'. Σε δυο μόνο μήνες είχε συλλάβει στη Μεσόγειο μερικά ισπανικά και φλαμανδικά μπριγαντίνια,[2] είχε νικήσει το γαλλικό στόλο στην Αλεξανδρέττα κι επέστρεφε θριαμβευτής στην πατρίδα του. Λόγω των καθολικών του πεποιθήσεων εγκατέλειψε και πάλι την Αγγλία, επιδόθηκε στην Ευρώπη στη διπλωματία, χωρίς πάντως πολλή επιτυχία, για να ακολουθήσουν άλλες περιπέτειες που τον συνόδευσαν ως το θάνατό του, το 1665.
Ο Ντίγκμπι έγραψε απομνημονεύματα και θρησκευτικές πραγματείες, σχολίασε φιλοσοφικά και φιλολογικά έργα και τέλος εξάσκησε και την ιατρική του, θα έλεγε κανείς με επιτυχία. Πίστευε απόλυτα στην αλχημεία και την αστρολογία, πρόβαλλε τον εαυτό του ως θαυματουργό και η επιστημονική του επιχειρηματολογία στα ιατρικά του έργα, που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του, δεν περιέχει βεβαίως στοιχεία σοβαρότητας. Παρόλα αυτά υπήρξε ευφυής πρόμαχος της θεωρίας του Χάρβεΐ για την κυκλοφορία του αίματος και μόχθησε για τη διάδοσή της.
Την επιτυχία του στην εξάσκηση του επαγγέλματος τη χρωστούσε στη «σκόνη της συμπάθειας», που όπως ο ίδιος βεβαίωνε, είχε μάθει το μυστικό της στη Φλωρεντία από έναν Καρμηλίτη μοναχό. Η σκόνη αυτή έγινε πολύ σύντομα το φάρμακο της μόδας στην Αγγλία, σε σημείο που να προσκληθεί με το θαυματουργό του προϊόν για να θεραπεύσει επίσημο λόρδο που είχε ως θεραπευτές προσωπικότητες της φήμης του Λοκ, του Σύντενχαμ και του Γκλίσσον.
Πάντως ο διπλωμάτης, τυχοδιώκτης και τσαρλατάνος αυτός γιατρός έχει τη θετική του πλευρά στον τομέα της φιλοσοφίας, όπου παρουσιάζεται να αντιτίθεται στον ατομισμό του Σεβερίνο, που είχε διαδοθεί στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την «τεχνική και λεπτολόγο ανατομική». Η πλευρά του όμως αυτή δε συνδέεται άμεσα με την ιστορία της ιατρικής. Έτσι ο Ντίγκμπι μένει η έκφραση μιας αντινομίας, αρκετά πάντως αντιπροσωπευτικής για τον αιώνα της καθολικής προόδου που έζησε.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Δεν φαίνεται καθόλου περίεργη η απόκτηση τέτοιας φήμης από τον Ντίγκμπι, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην εποχή του εξακολουθούσε ο λαός να πιστεύει στη θεραπευτική δύναμη της «επίθεσης των χειρών του βασιλέως». Η πεποίθηση αυτή έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Ακόμα και οι πιο σκεπτικιστές αυτοκράτορες της Ρώμης, όπως ο Βεσπασιανός, φημίζονταν για τη θαυματουργική δύναμη της επαφής των χεριών τους. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που εξέχοντα πνεύματα, όπως ο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν, ο μεγαλύτερος χειρουργός του αιώνα, δεν έπαιρναν θέση στο θέμα. Το ίδιο ισχύει και για τον Τόμας Μπράουν στο έργο του «Επιδημική ψευδοδοξία» (Λονδίνο, 1646), που θα ήταν ο πιο κατάλληλος χώρος για να χαρακτηριστεί σωστά η παράλογη αυτή πεποίθηση. Πράγματι ο Μπράουν, ενώ ανασκευάζει στο έργο του πολλές λαϊκές πλάνες και σαν πεπεισμένος οπαδός του Βάκωνα διακηρύσσει ότι το μοναδικό θεμέλιο της πραγματικής επιστήμης είναι το πείραμα, αγνοεί τελείως το θέμα της ιαματικής δύναμης των χεριών του βασιλιά.
Κι όμως. Ακριβώς τότε κυκλοφορούσε ένα έργο με τίτλο «Περί της θαυματουργού δύναμης της ίασης των χοιράδων, που δόθηκε από το Θεό στο βασιλιά της Γαλλίας». Συγγραφέας του ήταν ο Αντρέ ντε Λοράν, που αποτελούσε το γαλλικό αντίστοιχο του σερ Κένελμ Ντίγκμπι. Και ο ντε Λοράν είχε καταφέρει να καταλάβει μια έδρα της ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ! Η περίεργη αυτή προσωπικότητα, αφού πρώτα εκφράζει την πίστη του στη θεραπευτική δύναμη των βασιλικών χεριών κατά των χοιράδων,
[3] προχωρεί στο πιο εντυπωσιακό σημείο της εργασίας του: η δύναμη αυτή δεν είναι δοσμένη σε οποιονδήποτε βασιλιά. Είναι δώρο αποκλειστικό του Θεού προς το βασιλιά της Γαλλίας! Οι Άγγλοι φυσικά είχαν τη δική τους άποψη και ο Κάρολος Β' της Αγγλίας διέτρεχε τη χώρα του από άκρου σε άκρο, αγγίζοντας τους χοιραδικούς και αποκτώντας την εύνοια του λαού.
Τώρα πώς συμβιβαζόταν η τέλεια γνώση του θέματος από τον ντε Λοράν, που είχε πράγματι δώσει την πιο αξιόλογη και πιο πλήρη περιγραφή της χοιράδωσης, με την υποστήριξη ενός τέτοιου παραλογισμού, αυτό μένει μυστήριο.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΚΛΑΪΚΕΥΣΗΣ
Στο τέλος, πάντως, ούτε οι οπαδοί της αστρολογίας και της μαγείας υπήρξαν άχρηστοι για την επιστήμη. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχει μια περίεργη μορφή, ιατρός, αστρολόγος και βοτανολόγος μαζί, αλλά και συνεχιστής, στον τομέα του, του έργου που είχε αρχίσει ο Παρέ και προπαντός ο Καρτέσιος και ο Γαλιλαίος: να κάνουν την επιστήμη προσιτή σε πιο πολλούς, εγκαταλείποντας τη λατινική και χρησιμοποιώντας την ομιλούμενη γλώσσα στο έργο τους. Ήταν ο Νικόλαος Κιούλπερερ, που πρώτα ως πανεπιστημιακός βοηθός στο Καίμπριτζ και ύστερα ως βοηθός φαρμακείου στο Bishopsgate είχε συλλάβει τη σημασία της προσφοράς στο πλατύτερο κοινό των έργων των μεγάλων στην αγγλική γλώσσα. Έτσι άρχισε με τη μετάφραση της «Μικρής Τέχνης» του Γαληνού, για να συνεχίσει με διάφορα έργα, στα οποία περιλαμβάνονται και πραγματείες του Γκλίσσον και να καταλήξει στην περίφημη «Φαρμακοποιία» του Λονδίνου.
Με το τελευταίο αυτό έργο του κίνησε την αντιπάθεια και την εχθρότητα επίσημων πνευματικών ανθρώπων που εξακολουθούσαν να πιστεύουν, σύμφωνα με την παράδοση, στην ανάγκη να είναι η Φαρμακοποιία γραμμένη στη λατινική. Παρόλα αυτά το έργο του Κιούλπερερ υπήρξε αξιόλογο και αποκάλυψε την ευαισθησία του απέναντι στις ανάγκες της νέας εποχής, στην επιτακτική απαίτηση των καιρών να εγκαταλείψει η επιστήμη τους τοίχους των μοναστηριών και των επίσημων σχολών και να γίνει κοινό κτήμα των ανθρώπων.Το μεταφραστικό έργο του βρήκε μεγάλη διάδοση. Βρισκόμαστε ακριβώς στον αιώνα των αποικισμών. Στις αποικίες, οι πιο καλλιεργημένοι τουλάχιστον διάβαζαν αγγλικά, ολλανδικά ή πορτογαλικά και τα βιβλία του Κιούλπερερ έγιναν δεκτά, ιδίως στις βορειοαμερικανικές αποικίες, όπως το μάννα στην έρημο. Την πρώτη έκδοση του 1653 ακολούθησε σειρά ολόκληρη άλλων εκδόσεων. Βλέπει, δηλαδή, κανείς ότι και προσωπικότητες δεύτερης τάξης μπορούν να καταλάβουν τις ανάγκες των καιρών.


[1] Όπως έλεγε, τον είχε ερωτευθεί παράφορα και η βασίλισσα της Γαλλίας Μαρία των Μεδίκων.[2] Τύπος ιστιοφόρου σκάφους (ιταλ. brigantino), που χρησιμοποιήθηκε ευρέως τον 16ο αιώνα, κυρίως στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης. Είχε χωρητικότητα 150-300 τόνων και ήταν το μικρότερο ιστιοφόρο ανοικτής θάλασσας με τετράγωνα πανιά. Στην επανάσταση του 1821, έτσι αποκαλούσαν τα μπρίκια.[3] Επρόκειτο κατά κανόνα για φυματιώδη αδενίτιδα.

14/2/09

Οι Ακαδημίες [53]

Το νέο πνεύμα του ουμανισμού, που ονειρευόταν μια πανανθρώπινη κοινότητα και στρεφόταν ορμητικά προς έναν πολιτισμό, που θα ξεπερνούσε τα όρια του μεσαιωνικού (κλεισμένου στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών και προνομίου των λίγων), με την αδιάκοπη επαφή και τη στενή συνεργασία των επιστημόνων, το είχε ήδη συλλάβει διαισθητικά ο Δάντης. Το πνεύμα αυτό αποτυπώνεται στις πρώτες σελίδες του «Συμποσίου» του, της επιστημονικής εκείνης πραγματείας του, που έμεινε ατέλειωτη. Την είχε γράψει στη λαϊκή γλώσσα. Ήταν η πρώτη φορά που ένα επιστημονικό κείμενο, που έπρεπε κατά την παράδοση να γραφεί λατινικά, δινόταν στη γλώσσα του λαού, για να μπορέσουν να συμμετάσχουν όλοι στο πνευματικό συμπόσιο: ο πολιτισμός γινόταν νοητός σαν πανανθρώπινη υπόθεση, όχι μόνον ως θεωρία, αλλά και στην πράξη.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΕΣ
Η διαίσθηση του Δάντη, που είχε από τα πράγματα σταματήσει στο επίπεδο των προθέσεων, με τον ουμανισμό γίνεται συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ο πολιτισμός γίνεται νοητός ως υπόθεση όλων των ανθρώπων πέρα από εθνικά όρια: από την εποχή του Πετράρχη η αλληλογραφία μεταξύ των μεγάλων ουμανιστών γίνεται πιο πυκνή και πιο περιεκτική, καλύπτοντας σαν δίχτυ, πρώτα την ιταλική χερσόνησο και ύστερα την Ευρώπη ολόκληρη. Στις σελίδες της αλληλογραφίας αυτής βρίσκει κανείς τις αγωνίες, τα ερωτηματικά και τις απαντήσεις ενός κόσμου που διψούσε για την αλήθεια. Ο ένας ζητάει πληροφορίες για κάποιο παλιό χειρόγραφο ή έναν αρχαίο κώδικα, ο άλλος εκθέτει τις αμφιβολίες του σχετικά με την ερμηνεία ενός χωρίου από κάποιο κλασικό κείμενο. Αυτοί που πήραν τις επιστολές απαντούν, στέλνοντας το χειρόγραφο που τους ζητήθηκε, δίνοντας απάντηση στις αμφιβολίες, προτείνοντας λύσεις, συζητώντας, διαφωνώντας. Ο πολιτισμός ξέφυγε από τα μεσαιωνικά τείχη, για να γίνει κτήμα όλο και πιο πολλών ανθρώπων.
Σιγά - σιγά αυτή η ανάγκη της ανταλλαγής ιδεών και γνωμών, ανάμεσα στους ανθρώπους που παρουσιάζονται ιεροφάντες του νέου πνεύματος, γίνεται αρκετά πιεστική, ώστε να μη μπορεί να ανεχθεί τη βραδύτητα της αλληλογραφίας και τις περιορισμένες της δυνατότητες. Ζήτησαν να αντικαταστήσουν την επιστολή με το ζωντανό διάλογο. Έτσι βλέπουμε του σοφούς της εποχής (φιλόσοφους, επιστήμονες, φιλόλογους, λόγιους) να σμίγουν από καιρό σε καιρό, να συζητούν και να φιλονικούν ακόμα στο όνομα της αλήθειας.
Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, εκφραστική φυσιογνωμία του νέου πνεύματος, κληρικός στο επάγγελμα, δεν αποκαλεί πια τους φίλους του «αδελφούς εν Χριστώ», αλλά «αδελφούς εν αληθεία». Για τον Φιτσίνο, φυσικά, Χριστός και αλήθεια ήταν ταυτόσημες έννοιες: δεν είχε ακόμα εμφιλοχωρήσει εκείνη η διάσταση μεταξύ πίστης και επιστήμης που σφραγίζει τους κατοπινούς αιώνες. Προτιμούσε πάντως να ονομάζει το Χριστό Αλήθεια, παρά την Αλήθεια Χριστό.
Ο Φιτσίνο είναι κι ο ιδρυτής της πρώτης πραγματικής ακαδημίας, γιατί το «Κόρους Ακαντέμιε Φλορεντίνε», που προηγήθηκε χρονικά, δεν ήταν παρά ένα εφήμερο, όχι τόσο λαμπρό πείραμα. Τώρα όμως οι ουμανιστές έχουν ανακαλύψει κάτι νέο: τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Αυτοί που έφεραν την πλατωνική φιλοσοφία είναι φυσικά Έλληνες: η ξεχωριστή φυσιογνωμία του Γεωργίου Γεμιστού, πιο γνωστού ως Πλήθωνα και η στρατιά των σοφών που αποφεύγοντας την τουρκική λαίλαπα ζήτησαν, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, καταφύγιο στη Δύση. Μια μικρή δημοκρατία διανοητών ιδρύεται: η Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας, που εμπνέεται από την Ακαδημία των Αθηνών.
Την ακαδημία του Φιτσίνο ακολουθούν σύντομα η Ποντανιανή Ακαδημία της Νάπολι, ο Πομπονιανή στη Ρώμη και η Αλδίνα στη Βενετία, που το κύριο ενδιαφέρον τους στρέφεται προς την αρχαιολογία και τη φιλολογία.
Η εργασία στις ακαδημίες αυτές είναι εντατική και ο ενθουσιασμός ασυγκράτητος τόσο, που από την Ακαδημία της Ρώμης εξαπολύονται, στο όνομα της ελευθερίας της σκέψης, οι πρώτες επιθέσεις κατά του Καθολικισμού. Ο Πάπας αντιτίθεται κι οι εκκλησιαστικές αρχές κλείνουν προληπτικά την Ακαδημία.

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Αλλά ο αρχικός ενθουσιασμός υφίσταται την αποθαρρυντική επίδραση των αλλεπάλληλων πολιτικών μεταβολών και σύντομα μαραίνεται. Με την έλλειψη ελευθερίας και την κυριαρχία της αυθαιρεσίας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, οι φιλόσοφοι, οι φιλόλογοι, οι αρχαιολόγοι, οι επιστήμονες που ακόμα δεν έχουν ξεχωρίσει την επιστήμη από τη φιλοσοφία, ίσως και την αστρολογία, εγκαταλείπουν τους προβληματισμούς τους. Μοναδικό τους μέλημα γίνεται τώρα ο θαυμασμός του ωραίου στην τέχνη του λόγου. Και οι ακαδημίες μεταβάλλονται σε συγκεντρώσεις λογίων, συχνά επιπόλαιων, που αλληλοθαυμάζονται ή αλληλοϋποβλέπονται. Αντί για τα φλέγοντα προβλήματα της ζωής, συζητούν ωραιολογώντας τα αφηρημένα προβλήματα της τέχνης του λόγου. Κάτω από ονόματα κωμικά, οι ακαδημίες αυτές αγωνίζονται να καλύψουν το πνευματικό τους κενό και τα επιπόλαια ενδιαφέροντά τους.
Πάντως, κάτι πραγματοποιείται στις συναντήσεις των ουμανιστικών αυτών ακαδημιών. Κι αυτό αφορά την οργάνωσή τους προς ένα πρότυπο που πλησιάζει τις νεώτερες ακαδημίες: επεξεργάζονται καταστατικά, δημιουργούν εσωτερική ιεραρχία, ορίζουν δικά τους εμβλήματα και το σπουδαιότερο: κάνουν τις συγκεντρώσεις των μελών τους τακτικές.
Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των Ακαδημιών ή Εταιρειών του 16ου αιώνα που αποτελούν την πιο εύγλωττη έκφραση των πνευματικών ανησυχιών ενός αιώνα που προετοίμαζε τον 17ο.

ΟΙ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ ΤΟΝ 17ο ΑΙΩΝΑ
Ενώ η περίφημη Ακαδημία της Κρούσκα, ιδρυμένη το 1582, συνέχιζε το έργο του καθαρμού της ιταλικής γλώσσας, έστω και με μια δόση σχολαστικότητας, γεννήθηκαν οι δύο πρώτες επιστημονικές ακαδημίες: η Ακαδημία των Λίντσι και η Ακαδημία του Τσιμέντο. Ο Γαλιλαίος είχε στενές σχέσεις και με τις δύο.
Πρώτη ιδρύθηκε η Ακαδημία των Λίντσι (Accademia dei Lincei), το 1603, από τον πρίγκιπα Φεντερίκο Τσέζι, τον Φεντερίκο Στελούτι ντα Φαμπριάνο, τον Αναστάζιο ντε Φίλιις ντα Τέρνι και τον Φλαμανδό γιατρό Γιαν Χεκ. Ο Τσέζι ήταν τότε 18 χρονών και οι άλλοι τρεις δεν ξεπερνούσαν τα 26. Το όνομα της ακαδημίας ήταν παρμένο από το έμβλημά της που παρίστανε ένα λύγκα, το ζώο με το οξύ βλέμμα, πλαισιωμένο από ένα κλαδί δάφνης.
Κατά το έμβλημα και το όνομα ήταν και το πρόγραμμα της ακαδημίας: η διείσδυση με οξύ και κριτικό πνεύμα στα μυστήρια της φύσης. Και στο ιδανικό αυτό αφιέρωσαν οι Λίντσι, ακόμα και τις περιουσίες τους.
Η πρώτη συγκέντρωση της Ακαδημίας έγινε τον Αύγουστο του 1603. Η στενοκεφαλιά όμως του περιβάλλοντος εκδηλώθηκε αμέσως, με πρωτοστάτη μάλιστα τον πατέρα του Τσέζι, που κατόρθωσε με τις μηχανορραφίες του να αναγκάσει σ’ ένα χρόνο τον Χεκ να γυρίσει στην πατρίδα του την Ολλανδία. Αλλά κι από εκεί ο Χεκ, ο παλιός σύντροφος των ενθουσιασμών και των απογοητεύσεων δεν έπαυε με πυκνή αλληλογραφία να εκδηλώνει τις θερμές του προθέσεις και να εμψυχώνει τους άλλους. Όταν ύστερα από χρόνια, το 1614, μπόρεσε να επιστρέψει στη Ιταλία, η Ακαδημία των Λίντσι είχε μπει στο στάδιο της ωριμότητας. Ο κύκλος της είχε πλατύνει. Σε λίγο (1615) γινόταν και ο Γαλιλαίος μέλος της. Το 1625 ο αριθμός των μελών της, Ιταλών και μη, είχε φτάσει τους 32, χωρίς καν να έχει ακόμα μόνιμη έδρα. Οι συναντήσεις γίνονταν στα σπίτια των μελών της, καρποί των οποίων υπήρξαν μερικές από τις πιο θαυμάσιες επιστημονικές εκδόσεις όλων των εποχών. Εδώ ανήκουν οι επιστολές του Γαλιλαίου «Περί των κηλίδων του Ηλίου», ο θαυμάσιος «Πειραματιστής» (1622) και ο «Μεξικάνικος Θησαυρός» (1651) του Τσέζι.
Η ζωή της Ακαδημίας των Λίντσι αρχίζει να μαραίνεται βαθμιαία με το θάνατο του Τσέζι, που ήταν η ψυχή της δραστηριότητάς της, σε ηλικία 45 ετών, το 1630.

Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟ
Το πνεύμα όμως των Λίντσι δε σβήνει, για να επιβιώσει ύστερα από 27 χρόνια στη Φλωρεντία με την ίδρυση, από τον πρίγκιπα Λεοπόλδο της Τοσκάνης, της Ακαδημίας του Τσιμέντο με έμβλημα το ρητό του Δάντη «δοκιμάζοντας και ξαναδοκιμάζοντας». Το ρητό και το όνομα της Ακαδημίας (τσιμέντο = πείραμα) αποκαλύπτουν το πνεύμα της που στηριζόταν στην πειραματική απόδειξη κάθε επιστημονικού ισχυρισμού.
Αλλά και η Ακαδημία αυτή, όση φήμη κι αν απέκτησε, είχε ζωή σύντομη. Η δράση της κράτησε από το 1657 έως το 1666. Τα πορίσματα της εργασίας αυτής, που συγκεντρώθηκαν από το Μαγκαλόττι και δημοσιεύτηκαν το 1667 με τίτλο «Δοκίμια φυσικών πειραμάτων», μαρτυρούν τη μεγαλοφυΐα των μελών της. Ανάμεσά τους υπάρχουν ονόματα, όπως του Ρέντι, του Βιβιάνι, του Μπορέλλι και του Στένωνα, που ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας στο εξωτερικό.
Η μεγαλύτερη όμως προσφορά των δύο Ακαδημιών, των Λίντσι και του Τσιμέντο, υπήρξε ότι στάθηκαν υπόδειγμα για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και πρότυπα για την ίδρυση των δικών τους Ακαδημιών.

ΟΙ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΥΡΩΠΗ
Στα πρότυπα αυτά ιδρύθηκαν π.χ. η Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, για την οποία μας δόθηκε πολλές φορές ευκαιρία να μιλήσουμε. Αυτή είχε τον πιο διεθνή χαρακτήρα από κάθε άλλη ακαδημία του 17ου αιώνα.
Στη Γαλλία, κοντά στο Βασιλικό Κήπο, ιδρύεται η Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά ιδρύματα του κόσμου, χωρίς πια τον τίτλο της «Βασιλικής».
Στα χρόνια που ακολουθούν, ιδρύονται εκατοντάδες ακαδημίες στην Ευρώπη, άλλες με μεγαλύτερη και άλλες με μικρότερη φήμη, που όλες όμως εκφράζουν το πνεύμα των νέων καιρών. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι οι πιο πολλές από τις ακαδημίες αυτές πρόκοψαν και επιβίωσαν μέχρι τις ημέρες μας, αντίθετα με τα πρότυπά τους, τις ιταλικές ακαδημίες, που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν περισσότερο από λίγα χρόνια στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος.