18/2/09

Η χειρουργική [55]

Αν θελήσει κανείς να συγκρίνει τις προόδους της χειρουργικής στο 17ο αιώνα με αυτές της βιολογίας, αλλά και με τις γενικότερες τάσεις της εποχής, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται σε γενικές γραμμές για ασήμαντα πράγματα. Αυτή είναι πράγματι και η διαπίστωση των πιο έγκυρων μελετητών του 17ου αιώνα. Έγιναν βέβαια και οι πρώτες απόπειρες για την πραγματοποίηση μιας εγχείρησης που, όπως θα δούμε, αποτελούσε μεγάλη καινοτομία, αλλά δεν απέδωσαν λόγω άγνοιας ορισμένων πραγμάτων, που σήμερα είναι γνωστά. Έτσι οι απόπειρες αυτές εγκαταλείφθηκαν και μάλιστα απαγορεύτηκαν από τις αρχές.
Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη νέων στοιχείων και στον τομέα της χειρουργικής. Οι αδιάκοποι πόλεμοι που χαρακτηρίζουν το 17ο αιώνα, έθεταν τους χειρουργούς μπροστά σε προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτικά τη λύση τους, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στην περίοδο της Αναγέννησης. Ιδίως η προοδευτική διάθεση των πυροβόλων όπλων είχε ως συνέπεια την εμφάνιση ενός νέου τύπου τραυμάτων. Τέτοια τραύματα αντιμετώπισαν για πρώτη φορά οι χειρουργοί της Αναγέννησης ως κάτι, όμως, το εξαιρετικό και όχι ως κανόνα. Το δεδομένο αυτό σφραγίζει την τύχη της χειρουργικής το 17ο αιώνα και καθορίζει τόσο τη στασιμότητα στο σύνολό της, όσο και τα βήματα προόδου που επιτέλεσαν ορισμένοι μόνον κλάδοι της.

ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΕΣ
Αν και οι ακρωτηριασμοί ήταν επεμβάσεις γνωστές από την αρχαιότητα, η μεγάλη συχνότητα των τραυμάτων που προέρχονταν από πυροβόλα όπλα, τους έκανε ακόμα πιο απαραίτητους. Σε αντίθεση με τα τραύματα που προκαλούσαν τα αγχέμαχα όπλα, τα τραύματα από πυροβόλα δεν προκαλούσαν απλώς κατάγματα, αλλά με το να θρυμματίζουν κυριολεκτικά τα οστά, έκαναν πολύ συχνότερα απαραίτητους τους ακρωτηριασμούς. Σε πολλούς χειρουργούς υπήρχε επιπλέον η πεποίθηση ότι τα τραύματα αυτά ήταν δηλητηριασμένα, πράγμα που ενίσχυε την απόφασή τους για εκτέλεση ακρωτηριασμών.
Πράγματι, κατά την αντίληψή τους, που είχε πάντως καταπολεμήσει με τρόπο αποδεικτικό ο Παρέ, τα βλήματα του πυροβόλου όπλου περιβάλλονται τη στιγμή της εκπυρσοκρότησης από περίβλημα πολύ ισχυρού δηλητηρίου, που προέρχεται από την καύση της πυρίτιδας. Έτσι ακρωτηρίαζαν συχνά μέλη που δεν είχαν τέτοια ανάγκη, από το φόβο και μόνον της εξάπλωσης του «δηλητηρίου» σε ολόκληρο το σώμα και συνεπώς του θανάτου του τραυματία.
Έτσι η πρόοδος της πολεμικής τεχνικής και οι αντιλήψεις που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της, δίνουν τον τόνο στην εξέλιξη της χειρουργικής που περιορίζουν σε δυο κυρίως κατευθύνσεις: οι πιο πολλοί χειρουργοί, τουλάχιστον οι πιο διάσημοι, είναι στρατιωτικοί χειρουργοί κι η εγχειρητική τεχνική έχει βασικά να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των ακρωτηριασμών και των αιμορραγιών που αναγκαστικά τους συνόδευαν.

ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο πόλεμος όμως κατά ένα μέρος του διεξαγόταν στη θάλασσα με αποτέλεσμα τη δημιουργία αναγκών παροχής επείγουσας βοήθειας πάνω στο πλοίο, μέχρι τη στιγμή που οι τραυματίες θα μπορούσαν να τύχουν μιας καλύτερης θεραπείας μετά την αποβίβασή τους στην ξηρά. Άσχετα από τις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις, η μεγάλη ναυτική δραστηριότητα του 17ου αιώνα έθετε ανάλογα προβλήματα σε κάθε κλάδο της ιατρικής.
Έτσι οι πρώτοι χειρουργοί του αιώνα υπήρξαν Άγγλοι, όπως ο Τζον Γούνταλλ (1556-1643), πρόεδρος της ένωσης κουρέων-χειρουργών και πρώτος χειρουργός του Νοσοκομείου του Αγίου Βαρθολομαίου στο Λονδίνο.
Με τα πολλά του ταξίδια, ιδίως με τα πλοία της «Εταιρείας των Ινδιών», ο Γούνταλλ απέκτησε τέτοια πείρα στον τομέα της ναυτικής ιατρικής και ιδίως της χειρουργικής, που κατέλαβε το 1612 τη θέση του αρχιχειρουργού της υγειονομικής υπηρεσίας της Εταιρείας. Από τη θέση αυτή δεν ασκούσε μόνον τη χειρουργική με τη στενή της έννοια, αλλά είχε και τη φροντίδα της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας και της εφαρμογής των κανόνων υγιεινής πάνω στο πλοίο, που αποτελούσαν όλα νέα πεδία ιατρικής δραστηριότητας.
Καρπός της πολύχρονης πείρας του Γούνταλλ είναι το έργο του «Ο βοηθός χειρουργός», το πρώτο βιβλίο ναυτικής ιατρικής, στο οποίο πραγματεύεται όχι μόνον προβλήματα χειρουργικής, αλλά και ιατρικής δεοντολογίας πάνω στο πλοίο. Εκτός από αυτά, αντιμετωπίζονται και τα ευρύτερα προβλήματα της ιατρικής των ναυτιλλομένων, όπως το θέμα του σκορβούτου, που είχαν γίνει αντιληπτά τα ολέθρια αποτελέσματά του, σε τρόπο που «Ο βοηθός χειρουργός» να γίνεται ένα καθόλα πλήρες εγχειρίδιο.
Ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα ήταν και για τον Γούνταλλ το θέμα των ακρωτηριασμών, που γινόταν επιτακτικότερο λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες διεξάγονταν οι επεμβάσεις αυτού του είδους πάνω στο πλοίο. Παρ’ όλες όμως τις προφυλάξεις που τον βλέπουμε να συνιστά, η τεχνική του δε διαφέρει και πολύ από τη μέθοδο του αρχαίου συγγραφέα, του Κέλσου: Κυκλική τομή του μέλους και στη συνέχεια περίδεση των αγγείων που αιμορραγούσαν, όπως άλλωστε έκανε από τον προηγούμενο αιώνα ο Αμπρουάζ Παρέ.

Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΩΝ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΩΝ
Σημαντική πρόοδο στην τεχνική των ακρωτηριασμών αποτελεί η μέθοδος που περιέγραψε ο επίσης Άγγλος χειρουργός πλοίων, Τζέιμς Γιόνγκ, από το Πλύμουθ (1646-1721).
Ο Γιόνγκ είχε σπουδάσει γραμματική και ρητορική. Αφιερώθηκε όμως στη πρακτική χειρουργική, υπό την καθοδήγηση ενός χειρουργού των πλοίων και σύντομα απέκτησε μεγάλη πείρα.
Η περίοδος αυτή της ζωής του ήταν πλούσια σε περιπέτειες: παραβρέθηκε στο βομβαρδισμό του Αλγερίου από τον αγγλικό στόλο το 1662, γύρισε στην πατρίδα του για να κάνει το βοηθό του επίσης χειρουργού πατέρα του, μπαρκάρισε και πάλι, πιάστηκε αιχμάλωτος των Ολλανδών και έμεινε ένα χρόνο στις φυλακές του Άμστερνταμ. Όταν επιτέλους εγκαταστάθηκε οριστικά στην ξηρά, ακολούθησε μια λαμπρή σταδιοδρομία. Έγινε διαδοχικά πρώτος χειρουργός του Ναυτικού Νοσοκομείου του Πλύμουθ, αρχιχειρουργός του Αγγλικού Ναυτικού και τέλος δήμαρχος του τόπου γέννησής του.
Η προσφορά του Γιόνγκ στη χειρουργική υπήρξε η αντικατάσταση της κλασικής κυκλικής τομής των ακρωτηριασμών με μια τελείως νέα τεχνική, σαφώς νεωτεριστική και πιο ασφαλή. Εκεί οδήγησε τον Γιόνγκ η πολύχρονη πείρα του, καταστάλαγμα της οποίας υπήρξε η περίφημη πραγματεία: «Νέα τεχνική των ακρωτηριασμών και μέθοδος θεραπείας των κολοβωμάτων ταχύτερα και ανετότερα της εν κοινή χρήσει, ως και πολλά άλλα χρήσιμα θέματα, συνιστώμενα στους στρατιωτικούς χειρουργούς». Στο βιβλίο αυτό ο Γιόνγκ αντί για την κλασική κυκλική τομή πρότεινε μια μέθοδο σύμφωνα με την οποία εξασφαλιζόταν ένας δερματικός κρημνός, αρκετός για να ραφτεί πάνω στο κολόβωμα μετά τον ακρωτηριασμό, καλύπτοντάς το και προφυλάσσοντας τον χειρουργημένο από τους κινδύνους που τον απειλούσαν με την παραδοσιακή μέθοδο.
Η μέθοδος του Γιόνγκ μετά από αλλεπάλληλες τελειοποιήσεις διαδόθηκε ευρύτατα, αν και στην αρχή τη χρησιμοποιούσαν μόνο στους ακρωτηριασμούς των ποδιών, εξακολουθώντας να εφαρμόζουν σε κάθε άλλη περίπτωση την κλασική τεχνική.

Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΟΥΑΪΖΜΑΝ
Ο μεγαλύτερος Άγγλος χειρούργος του 17ου αιώνα, ίσως και ο μεγαλύτερος της εποχής του, ήταν κι αυτός στρατιωτικός χειρουργός. Πρόκειται για τον Ρίτσαρντ Γουάιζμαν (1622-1676), που το κυριότερο έργο του «Χειρουργικές πραγματείες» είδε το φως της δημοσιότητας τη χρονιά του θανάτου του. Στις σελίδες του συνοψίζεται το καταστάλαγμα μιας εξαιρετικής πλούσιας πείρας. Ιατρός, στην αρχή, του αγγλικού ναυτικού, υπηρέτησε στη συνέχεια την Ισπανία για να επιστρέψει στην Αγγλία μετά την παλινόρθωση και να γίνει προσωπικός γιατρός του Καρόλου Β'.
Με τον τίτλο αυτόν, ο Γουάιζμαν ακολούθησε τον Κάρολο Β' στις περιοδείες του σε ολόκληρη την Αγγλία για να «θεραπεύει» τους χοιραδικούς με την επίθεση των χεριών του. Έργο του ήταν να επισκέπτεται τους αρρώστους πριν τη θεραπευτική χειρονομία. Ο εξαίρετος αυτός χειρουργός, μια ξεχωριστή διάνοια της εποχής του, εξακολουθούσε να πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της επίθεσης των χεριών του βασιλιά. «Έχω δει ο ίδιος με τα μάτια μου», γράφει, «χιλιάδες ιάσεις που έγιναν με μόνο το άγγιγμα της Μεγαλειότητάς του, χωρίς χειρουργική επέμβαση»! Παρόλα αυτά παραδεχόταν ότι η βασιλική επαφή έμενε κάπου - κάπου χωρίς αποτέλεσμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις κατέφευγε στις επιστημονικές δυνατότητες της εποχής του.
Εκτός από τις χοιράδες, που περιέγραψε τέλεια, τον απασχόλησαν κυρίως τα τραύματα από πυροβόλα όπλα, στα οποία είχε πείρα μοναδική. Με ευφυή τρόπο αρνιόταν ότι ήταν τραύματα δηλητηριασμένα και γνώριζε πολύ καλά τις συνέπειες που συνεπάγονται τα ξένα σώματα που έμπαιναν στη σάρκα με τα βλήματα. Γι’ αυτό και συνιστούσε μαζί με το βλήμα, να βγαίνουν από το σώμα και τα τεμάχια της πανοπλίας και των ρούχων του τραυματία, που η παραμονή τους προκαλούσε φοβερές γάγγραινες.
Βαθύς γνώστης του χειρουργικού οπλοστασίου της εποχής του σε εργαλεία, τα περιγράφει και τα διαπραγματεύεται όλα, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες από την πλευρά της ιστορίας της χειρουργικής.
Όπως βλέπει κανείς, μερικοί από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας, σημαδεύονται με αίμα πολέμου. Πέρα όμως από τον πόλεμο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν επιβεβαίωνε τίποτα άλλο από τη ρήση ότι «ουδέν κακό αμιγές καλού», ευτυχώς οι τολμηρές πρωτοβουλίες των ανθρώπων του 17ου αιώνα επεκτείνονται και στον ειρηνικό τομέα. Με αυτό υπονοούμε ότι επιχείρησαν μια επέμβαση, που σε τόλμη μόνο με την ανάτρηση του κρανίου (που εκτελούσαν οι χειρουργοί από τους αρχαίους χρόνους) θα μπορούσε να συγκριθεί: τη μετάγγιση του αίματος.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣΤο αίμα θεωρείτο από την αρχαιότητα έδρα και πηγή της ζωής. Αυτό το διαβάζουμε στις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης και το βλέπουμε αποτυπωμένο στα έθιμα πρωτόγονων λαών, που τα κρατούν και σήμερα ορισμένες αφρικανικές φυλές. Η συνήθεια να πίνουν π.χ. το αίμα του σκοτωμένου εχθρού, προδίδει την επιθυμία να οικειοποιηθούν τη ζωή και τη δύναμή του.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, είχαν σαφή αντίληψη της σημασίας του αίματος για τη ζωή. Οι Ρωμαίοι μάλιστα, όταν αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, που συχνά αποτελούσε επιθυμία του αυτοκράτορα, έκοβαν τα αγγεία του αίματος στο ύψος των καρπών και έσβηναν ανώδυνα από την αιμορραγία.
Τα συμπτώματα της αναιμίας, τουλάχιστον τα πιο χτυπητά, τους ήταν γνωστά. Ο Τάκιτος, χωρίς να καυχιέται για τις ιατρικές του γνώσεις, όπως και ο Κικέρων, κάνει μια σχετική διαπίστωση, αφού πρώτα περιγράφει το δραματικό τέλος του φιλοσόφου Σενέκα, που πήρε εντολή να φλεβοτομηθεί από το μαθητή του, το Νέρωνα. Η γυναίκα του η Παυλίνα, που θέλησε να ακολουθήσει τη μοίρα του άντρα της και στη συνέχεια σώθηκε, με εντολή του ίδιου του Νέρωνα, με πιεστικούς επιδέσμους που της εφάρμοσαν στους καρπούς, έζησε ύστερα από αυτό μια αποτραβηγμένη ζωή. Δεν ήταν μόνον η θλίψη για την απώλεια του άντρα της, αλλά και η μόνιμη, μετά το γεγονός εκείνο, χλομάδα του προσώπου της, που ο Τάκιτος θεωρεί προφανή απόδειξη της μεγάλης απώλειας αίματος που είχε υποστεί, όταν αποφάσιζε να ακολουθήσει τον άντρα της στο θάνατο.

ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Λιγοστές μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων πληροφορούν για απόπειρες θεραπείας με αφαίμαξη, που την ακολουθούσε αντικατάσταση του αίματος με ουσίες που είχαν μαγική δύναμη. Ακόμα και το 1490 οι γιατροί προσπαθούν να παρατείνουν τη ζωή του Πάπα Ιννοκέντιου Η', δίνοντάς του να πιεί το αίμα τριών νέων. Αναφέρουν ότι τους θανάτωσαν ειδικά για το σκοπό αυτό, ενώ άλλοι το χαρακτηρίζουν ως απόπειρα μετάγγισης. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, στη βάση του δεν βρίσκονται επιστημονικές σκέψεις, αλλά διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Βρισκόμαστε άλλωστε ακόμα σε μια εποχή που εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν οι «εκκενωτικές» θεωρίες που αποκορυφώνονταν στην αφαίμαξη.
Η χορήγηση του αίματος γινόταν τότε μόνον από το στόμα. Δεν την εκτελούσαν γιατροί, αλλά οι τσαρλατάνοι, οι αστρολόγοι, οι αλχημιστές και οι μάγοι. Άλλωστε για να έχει επιστημονική θεμελίωση μια τέτοια σκέψη, προϋποθέτονταν δυο πράγματα: α) η γνώση της κυκλοφορίας του αίματος και β) αλλαγή θεραπευτικών μεθόδων, δηλαδή ανατροπή της «εκκενωτικής» θεωρίας που επικρατούσε και καταδίκη της αφαίμαξης ως πανάκειας.

Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Οι προϋποθέσεις αυτές υπήρχαν μέχρι το 17ο αιώνα, όταν ο Χάρβεϊ ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος κι εισήχθηκε ο φλοιός της κίνας στη θεραπευτική, πράγμα που γέννησε τις πρώτες αμφιβολίες για την ορθότητα του ακολουθούμενου θεραπευτικού συστήματος. Ο ιατρικός κόσμος βρέθηκε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: ήταν υποχρεωμένος να αναζητήσει νέες θεραπευτικές μεθόδους και αρχές για να τις στηρίξει, που να συμφωνούν απόλυτα με τις φυσιολογικές αντιλήψεις που προέκυπταν από τις νέες ανακαλύψεις.
Πολύ αφηρημένες παρουσιάζονται ακόμα οι ιδέες που διατυπώνει στο θέμα της μετάγγισης ο Ανδρέας Λιμπάβιους από τη Χάλλε της Σαξονίας (1615) κι ο Τζιοβάνι Κόλλε της Ιατρικής Σχολής της Πάδοβα (1628). Είναι άλλωστε ακόμα πολύ νωρίς, αφού το έργο του Χάρβεϊ για την κυκλοφορία του αίματος κυκλοφόρησε μόλις τον ίδιο χρόνο με το δημοσίευμα του Κόλλε και συνεπώς δεν μπορούσε να ήταν κιόλας γνωστό στην Ιταλία.
Η πρώτη θετική θεμελίωση της δυνατότητας θεραπευτικής εφαρμογής της μετάγγισης αποδίδεται στο Φραντσέσκο Φόλλι (1624-1685) από τη Φλωρεντία. Αυτός όχι μόνον υποστήριξε τη δυνατότητα της μετάγγισης, αλλά υπέδειξε και μέθοδο για την εκτέλεσή της: ένας σωληνίσκος από άργυρο τοποθετιόταν μέσα σε μια αρτηρία του αιμοδότη και άλλος σωληνίσκος από ελεφαντόδοντο σε μια φλέβα του λήπτη. Οι δυο σωληνίσκοι συνδέονταν με έναν ελαστικό σωλήνα. Ο Φόλλι ομολογεί ότι δεν είχε θέσει ακόμα σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η πρότασή του όμως προϋποθέτει ακριβή γνώση της κυκλοφορίας του αίματος και των φαινομένων που εξαρτιόνται από αυτήν.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ
Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1640 από τον Φράνσις Πόττερ, ένα παράδοξο άνθρωπο που προσπάθησε να πάρει αίμα από το πόδι ενός ζώου για να εκτελέσει μετάγγιση, αλλά δεν τα κατάφερε.
Με το θέμα καταπιάστηκαν σοβαρά τα μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, με πρωτοστάτη το Χριστόφορο Ρεν (1632-1723), γνωστό ως πολύμορφη διάνοια μέσα στον κύκλο των λαμπρών αυτών επιστημόνων. Ο Ρεν είχε κάνει από το 1657 πειράματα έγχυσης υγρών στις φλέβες ζώων για να μελετήσει τις δυνατότητες μιας μετάγγισης. Προς την ίδια κατεύθυνση πειραματιζόταν κι ο Ρίτσαρντ Λόουερ (1631-1691), ο οποίος επιτέλους κατόρθωσε το 1665 να φέρει σε αίσιο πέρας ένα πείραμα μετάγγισης. Όπως αναφέρει στην «Πραγματεία περί καρδιάς», που έγραψε, είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει μετάγγιση αίματος από σκύλο σε σκύλο.
Η απήχηση του πειράματος υπήρξε τεράστια. Όλη η Αγγλία ενδιαφέρθηκε για τα πειράματα που επακολούθησαν και κυρίως για να δει τις συνέπειες που θα είχε η μετάγγιση αίματος από ζώο ενός είδους σε ζώο άλλου είδους. Μετά από μια ολόκληρη σειρά τέτοιων πειραμάτων, χωρίς να εμφανιστούν δυσάρεστες συνέπειες για τα ζώα, έγινε η μεγάλη δοκιμή: η μετάγγιση αίματος από ζώο σε άνθρωπο.
Το μεγάλο γεγονός έγινε στη Γαλλία με πρωταγωνιστή τον Ζαν Μπατίστ Ντενί (1620-1694) από το Μονπελιέ, καθηγητή φιλοσοφίας και μαθηματικών στο Παρίσι. Η ιστορική ημερομηνία είναι η 15η Ιουνίου 1667. Την ημέρα αυτή έγινε με επιτυχία μετάγγιση αίματος αρνιού α’ ένα νέο, που υπέφερε από μια μακροχρόνια εμπύρετη κατάσταση, που τον είχε σε τέτοιο σημείο εξαντλήσει, που να έχει χάσει ακόμα και τη μνήμη του.
Η επιτυχία του πρώτου πειράματος ενθάρρυνε στην εκτέλεση κι άλλων μεταγγίσεων. Κι ενώ ο Ντενί συνέχιζε στο Παρίσι για λογαριασμό του, στο Λονδίνο ο Λόουερ εκτελούσε στις 23 Νοεμβρίου 1667 την πρώτη μετάγγιση επί αγγλικού εδάφους παρουσία των μελών της Βασιλικής Εταιρείας. Ο Σάμουελ Πέπυς μας άφησε στο ημερολόγιό του λεπτομερή περιγραφή του γεγονότος. Ο ασθενής ήταν κάποιος Άρθουρ Κόνγκα, 32 χρονών. Επέζησε της πρώτης μετάγγισης, ώστε τρεις εβδομάδες αργότερα να υποστεί και δεύτερη με την ίδια επιτυχία.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ Η ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν περίφημα μέχρι τη στιγμή που συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε. Και αυτό ήταν ο θάνατος ενός ασθενούς μετά από τη μετάγγιση. Το ατύχημα συνέβη σε άρρωστο του Ντενί, ένα χρόνο μετά το πρώτο επιτυχές πείραμα. Η υπόθεση ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο, γιατί η χήρα του αποθανόντα κατήγγειλε τον Ντενί για ανθρωποκτονία.
Στο δικαστήριο αποδείχθηκε ότι ο θάνατος οφειλόταν σε μια δόση αρσενικού που είχε δώσει στον άντρα της η απαρηγόρητη χήρα. Παρόλα αυτά, παρά την ευνοϊκή δικαστική απόφαση για τον Ντενί και τις μεταγγίσεις του, οι υποψίες για τα πιθανά ολέθρια αποτελέσματα των μεταγγίσεων έμειναν. Και μάλιστα, όχι μόνο στο κοινό που με τόσο ενδιαφέρον παρακολουθούσε τα αποτελέσματα της νέας θεραπείας, αλλά κυρίως στους επιστήμονες και στις αρχές που έλαβαν αμέσως προληπτικά μέτρα: καμιά μετάγγιση δε θα γινόταν χωρίς την άδεια της Ιατρικής Σχολής των Παρισίων. Επειδή όμως η Σχολή αυτή αντιπροσώπευε τον πιο άκαμπτο συντηρητισμό και ήταν αντίθετη προς κάθε νέα θεραπεία, δεν έδωσε ποτέ τέτοια άδεια, ώσπου το 1670 οι μεταγγίσεις απαγορεύτηκαν με νόμο. Η θλιβερή εμπειρία του Ντενί είχε τον αντίκτυπό της και στην Αγγλία, όπου επί ένα αιώνα και πλέον δε ξανάγινε λόγος για μετάγγιση.
Στο μεταξύ αναμείχθηκαν και οι εκκλησιαστικές αρχές και συνέργησαν στην απαγόρευση των πειραμάτων που υπερέβαιναν κατά πολύ τις επιστημονικές δυνατότητες τού κατά τα άλλα θαυμάσιου εκείνου αιώνα.
Σήμερα, οι λόγοι της αποτυχίας των πειραμάτων εκείνων είναι κατανοητοί. Τώρα που γνωρίζουμε πόση σημασία έχει για την επιτυχία μιας τέτοιας μετάγγισης η ακριβή γνώση όχι μόνον των ομάδων, αλλά και των υποομάδων του αίματος του δότη και του λήπτη και τα πολύπλοκα ανοσοποιητικά φαινόμενα που συνδυάζονται με μια θεραπευτική μέθοδο, πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η επιτυχία των πειραμάτων της μακρινής εκείνης εποχής, που έγιναν με τέτοια άγνοια των απαραίτητων επιστημονικών προϋποθέσεων, ήταν ένα δώρο της Θείας Πρόνοιας. Αυτό όμως δεν κάνει το θαυμασμό μας μικρότερο εμπρός στον αιώνα εκείνον, που η αγωνία για το πείραμα και ο πόθος για ανακαλύψεις έκαναν τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα όρια των γνώσεών τους.
Εκτός από τα πειράματα της μετάγγισης αίματος, που αποτελούσαν γεγονός δυσανάλογο προς τις γνώσεις της εποχής που τα πραγματοποιούσε, η χειρουργική έχει να επιδείξει το 17ο αιώνα κι άλλες προοδευτικές προσπάθειες. Μόνο που αυτές δεν τράβηξαν την προσοχή του κόσμου και δεν είχαν απηχήσεις ανάλογες με εκείνες των πειραμάτων του Ντενί και του Λόουερ.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Η απόσπαση της επιστήμης από το στενό κύκλο των ειδικών είναι γεγονός που έχει αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα με το έργο του Αμπρουάζ Παρέ. Ο Δάντης, άλλωστε, 3 αιώνες νωρίτερα, είχε αισθανθεί την ανάγκη της διάδοσης της γνώσης στο πλατύτερο κοινό, έστω και με μορφή απλουστευμένη κι ύφος προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του. Η τάση αυτή ήταν γνώρισμα του Ουμανισμού, το οποίο παίρνει μια πιο αποφασιστική θέση στα πλαίσια της Αναγέννησης.
Πιστεύοντας στην αντίληψη αυτή, ο Αμπρουάζ Παρέ γράφει γαλλικά τα έργα του, ενώ ο Μιχαήλ Σαβοναρόλα, που είχε κιόλας γράψει μια επιβλητική ιατρική πραγματεία στα λατινικά, γράφει στα ιταλικά δύο έργα του, που ο εκλαϊκευτικός τους σκοπός είναι προφανής. Το ένα, αφιερωμένο στις γυναίκες της Φεράρας, έχει γυναικολογικό και παιδιατρικό περιεχόμενο: «Περί του τρόπου ζωής των γυναικών, που βρίσκονται σε ενδιαφέρουσα κατάσταση και των νεογέννητων μέχρι του έβδομου έτους της ηλικίας». Το άλλο ήταν αφιερωμένο στη ρακή: «Περί του ύδατος που καίει».
Ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις εκλαΐκευσης διεκδικεί το έργο «Μαία» (Βενετία, 1596), του Σκιπιόνε Μερκούρι. Μέχρι το 1952 που ανακαλύφθηκε το χειρόγραφο του Σαβοναρόλα, το έργο του Μερκούρι θεωρείτο ως το πρώτο γυναικολογικό βιβλίο σε λαϊκή γλώσσα.
Τα όσα γράφει ο Μερκούρι στον πρόλογό του είναι μια εύγλωττη μαρτυρία ότι στην Αναγέννηση η ανάγκη μεγαλύτερης διάδοσης του πολιτισμού ήταν έντονα αισθητή. Αυτό το επιδίωξαν γράφοντας πρακτικά και εύχρηστα εγχειρίδια. «...ξέρω ότι σίγουρα δεν κάνω λάθος, γιατί σκοπός μου υπήρξε να φανώ χρήσιμος. Γι’ αυτό βλέποντας τόσο συχνά να κινδυνεύουν στους δύσκολους τοκετούς, οι μητέρες και τα παιδιά εξαιτίας των λίγων γνώσεων των μαιών και των άλλων υπευθύνων (όσο για τους γιατρούς, δεν τους καλούν ποτέ ή σπάνιες φορές σε τοκετό) αποφάσισα να φέρω σε φως έναν οδηγό για τη μαία, για να ξέρει με λεπτομέρειες τι να κάνει και πώς να φέρεται σε τέτοιους μη φυσιολογικούς τοκετούς».
Από ανάλογες αρχές ξεκινούσε κι ο Ματτιόλι, που το 1544 στη Βενετία δημοσίευσε την περίφημη φαρμακολογία του, συγχρόνως σε λατινική και ιταλική γλώσσα.
Μήπως και ο Καρτέσιος, όταν το 1637 δημοσίευσε το έργο του «Λόγος περί μεθόδου», δεν το είχε γραμμένο στα γαλλικά, τονίζοντας έτσι τη ρήξη του με την παράδοση και τοποθετώντας τις βάσεις του νέου ορθολογισμού που τόση επίδραση άσκησε στο 17ο αιώνα; Αλλά και το έργο του Λούθηρου, η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γλώσσα του γερμανικού λαού, μήπως δεν ήταν κάτι ανάλογο στο θρησκευτικό τομέα, εκδήλωση δηλαδή της επιθυμίας για προσφορά των κειμένων στο πλατύτερο κοινό;
Η ανάγκη αυτή, έντονα αισθητή το 17ο αιώνα, εκφράζεται στην ιατρική, παράλληλα βέβαια με τα έργα του Γιόνγκ και του Γουάιζμαν, στο βιβλίο ενός πιο μετριόφρονα, αλλά εξίσου ευφυούς χειρουργού, του Στήβεν Μπράντγουελ. Το μικρό αυτό έργο δημοσιεύτηκε το 1633 με τίτλο «Πρώτες βοήθειες», ακολουθούμενο από επεξήγηση «(βιβλίο) χάρη στο οποίο όσοι ζουν μακριά από γιατρούς και χειρουργούς θα μπορούν εύκολα να σώσουν τη ζωή ενός δυστυχισμένου φίλου ή γείτονα, ώσπου να φτάσει ένας από εκείνους να φέρει σε τέλος τη θεραπεία».
Ο συγκινητικός αυτός τίτλος, αποτελεί προπαντός μαρτυρία των νέων αναγκών. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα σημεία ο Μπράντγουελ ζητά πολλά από εκείνους που θα θελήσουν να εφαρμόσουν τις συμβουλές του, πράγματα που χαρακτηρίστηκαν δύσκολα και για έναν πανεπιστημιακό βοηθό. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι η πρόθεση: ο Μπράντγουελ υπήρξε για την ιατρική, ό,τι ο Κιούλπερερ για τη φαρμακολογία.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Το ανανεωτικό κίνημα του 17ου αιώνα είχε την απήχησή του και στη Γερμανία. Το πνεύμα αυτό εκπροσωπείται στον τομέα της χειρουργικής από τον Βίλχελμ Φάμπρυ (1560-1634), πιο γνωστό με το εκλατινισμένο όνομα Φαμπρίκιους Χιλντάνους, που χαρακτηρίστηκε ως «παλινορθωτής της χειρουργικής».
Ο Χιλντάνους, που γεννήθηκε στο Χίλντεν και πέθανε στη Βέρνη, είχε πάρει πλούσια πρακτική εξάσκηση ως βοηθός του χειρουργού του δούκα της Κλέβης Κόσμου Σλοτ. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι η καλύτερη πρακτική είναι ανεπαρκής όταν δε συνοδεύεται από βαθιές ανατομικές γνώσεις, που τις απέκτησε πηγαίνοντας στην Κολωνία. Εκεί δημοσίευσε το 1591 το πρώτο έργο του «Περί γάγγραινας και σφακέλου
[1]», που είχε μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Το 1596 εγκαταστάθηκε στη Βέρνη, όπου ίδρυσε ιδιωτικό νοσοκομείο και χειρουργική σχολή, για να αναδειχθεί σύντομα σε ριζικό αναμορφωτή της χειρουργικής στα γερμανικά κράτη.
Ο Χιλντάνους δεν υπήρξε μόνον ικανότατος χειρουργός και εξαιρετικός δάσκαλος, αλλά και μεγαλοφυές πνεύμα. Είναι ο πρώτος που συνέλαβε τους κινδύνους που εγκυμονούσε η εκτέλεση ενός ακρωτηριασμού στο άρρωστο τμήμα του μέλους που αφαιρείτο και γι’ αυτό συνιστούσε να γίνεται η επέμβαση στους υγιείς ιστούς. Ένα ακόμα πρωτοποριακό του κατόρθωμα υπήρξε η αφαίρεση θραύσματος από σίδερο που είχε εισχωρήσει στον κερατοειδή ενός ατόμου, χρησιμοποιώντας μαγνήτη!
Η τεράστια πείρα του και το παρατηρητικό του πνεύμα εκδηλώνονται στο πιο δόκιμο έργο του, τη «Συλλογή χειρουργικών παρατηρήσεων και θεραπειών» (Βασιλεία, 1606). Ο Χιλντάνους, αποκτώντας συνεχώς και μεγαλύτερη φήμη, συνέχισε το έργο του μέχρι το θάνατό του.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η Αναγέννηση έδωσε στη χειρουργική μεγάλα ονόματα: τον Μπερενγκάριο ντα Κάπρι, τον Τζιανφίλιππο Ινγκράσσια, τον Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε. Ο αιώνας που ακολούθησε δεν υπήρξε τελείως στείρος, αλλά δεν έφτασε σε γονιμότητα τον προηγούμενο.
Από τους πρώτους πρέπει να αναφέρουμε το Μάρκο Αυρήλιο Σεβερίνο, έναν από τους πιο σπουδαίους αναμορφωτές της ανατομικής το 17ο αιώνα. Ως χειρουργός δεν υπήρξε λιγότερο αξιόλογος, τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία. Δημοσίευσε πολλά και σπουδαία έργα: «Περί της συγκεκαλυμμένης φύσης των αποστημάτων» (8 βιβλία, Νάπολι, 1632), «Περί δραστικής ιατρικής» (3 βιβλία, Φρανκφούρτη, 1646), «Χειρουργική σε τρία μέρη» (Φρανκφούρτη, 1653).
Στη χειρουργική, η μεγαλύτερη συμβολή του υπήρξε η επαναφορά της μεθόδου του Αέτιου
[2] για τη θεραπεία των ανευρυσμάτων, που είχε εγκαταλειφθεί για αιώνες. Εισήγαγε επίσης μια μέθοδο θεραπείας των κιρσωδών άτονων ελκών της κνήμης με εκτομή του δέρματος, του υποδόριου ιστού και των φλεβών.
Σπουδαιότερη ίσως υπήρξε η συμβολή του Πιέτρο Μαρκέττι από την Πάδοβα (1589-1673). Καθηγητής της χειρουργικής στην αρχή, ανέλαβε τη διδασκαλία της ανατομικής από το 1651 για να επανέλθει και πάλι, ύστερα από 11 χρόνια στην έδρα της χειρουργικής, την οποία και κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Μαρκέττι υπήρξε περίεργη φυσιογνωμία, κράμα ιδιοφυών ιδεών και πρόσδεσης στις παραδοσιακές προκαταλήψεις, βαθύς γνώστης της ανατομικής και συγχρόνως οπισθοδρομικός σε θέματα που κατείχε όσο κανείς άλλος. Έτσι τον βλέπουμε, αν και είχε μελετήσει προσεκτικά την κατασκευή των τενόντων και δημοσιεύει τα συμπεράσματά του σ’ ένα θαυμάσιο βιβλίο («Παρατηρήσεις επί του τένοντα του καμπτήρα αποκοπέντος δακτύλου ίππου», Πάδοβα, 1658), να πιστεύει ότι η ραφή ενός κομμένου τένοντα συνεπάγεται βαριές βλάβες για τον οργανισμό! Η πλάνη αυτή που είχε ήδη επισημάνει ο Λανφράνκο ντα Μιλάνο, υποδεικνύοντας μάλιστα την εγχειρητική τακτική που πρέπει να ακολουθείται, καταπολεμήθηκε οριστικά τον επόμενο αιώνα από τον Άλμπρεχτ Χάλλερ (1708-1777). Παρόλα αυτά υπήρξε τολμηρός καινοτόμος, όπως αποκαλύπτεται από το πιο σημαντικό του έργο «Συλλογή σπάνιων ιατροχειρουργικών παρατηρήσεων» (Πάδοβα, 1664).
Στην παρατήρηση με αριθμό 54 αναφέρει θεραπεία με εγχείρηση ενός ηπατικού αποστήματος και περιγράφει όψιμη απολυματοποίηση οστού που είχε υποστεί τραύμα από πυροβόλο όπλο. Στην παρατήρηση 7 αναφέρει περίπτωση θεραπείας μετατραυματικής επιληψίας με ανάτρηση του κρανίου. Βέβαια κάτι ανάλογο αναφέρεται και από τον Μπερενγκάριο ντα Κάπρι, έναν αιώνα πριν («Περί κατάγματος του κρανίου», Μπολώνια, 1518), αλλά αυτό δεν πρέπει να το είχε υπόψη του ο Μαρκέττι, γιατί άνθρωπος της εντιμότητάς του οπωσδήποτε θα το ανέφερε στο έργο του.
Ο γιος του Μαρκέττι, Ντομένικο (1626-1688), υπήρξε επίσης διακεκριμένος χειρουργός. Αυτός, δυο χρόνια πριν πεθάνει, εκτέλεσε στη Βενετία την πρώτη νεφροτομή στη ιστορία της χειρουργικής.
Έτσι λοιπόν, όσο κι αν στον τομέα της χειρουργικής δεν έχουμε ονόματα της περιωπής των ανατόμων, ο 17ος αιώνας δεν υστερεί στην εκπροσώπηση της χειρουργικής. Καμιά άλλη εποχή δεν έχει να παρουσιάσει τέτοιο ζήλο για έρευνα, τέτοιο ενθουσιασμό για την επιστήμη και αγάπη για την αλήθεια, ενσαρκωμένα σε διαλεκτά πνεύματα, από ανθρώπους της νέας νοοτροπίας, πνευματικούς απόγονους του Βάκωνα και του Γαλιλαίου.


[1] Στην ιατρική σφάκελος σημαίνει η σήψη ενός πάσχοντος μέλους του σώματος, ιδίως η υγρή γάγγραινα.[2] Βυζαντινός ιατρός του 6ου μ.Χ. αιώνα, που έζησε στη Μεσοποταμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: