31/3/09

Οι ανατομικές μελέτες [66]

Μπρος στις τεράστιες προόδους που πραγματοποιήθηκαν το 18ο αιώνα, συγκριτικά με τον προηγούμενο, στα πεδία της φυσικής ιστορίας και της βιολογίας και σε αντιπαράθεση με τις μεγάλες κατακτήσεις του αιώνα αυτού στον τομέα της φυσιολογίας, οι ανατομικές μελέτες παρουσιάζονται πολύ λιγότερο θεαματικές. Ο 18ος αιώνας ακολουθεί εδώ το 17ο, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι το νέο. Αντίθετα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, περιόρισε ορισμένες πλευρές της έρευνας.

Η ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑΣ
Εκείνο που προκαλεί έκπληξη είναι κατ’ αρχήν η στασιμότητα της μικροσκοπικής ανατομικής, που υπήρξε η πιο γόνιμη ανακάλυψη του 17ου αιώνα και βασικός συντελεστής της επιστημονικής επανάστασης, που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του Βάκωνα, του Καρτέσιου και του Γαλιλαίου.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται ως έντονη αντίθεση προς τους γενικούς χαρακτήρες του «αιώνα των φώτων». Ίσα - ίσα που τέτοιες μελέτες θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί με ιδιαίτερη όρεξη σ’ έναν αιώνα αντίθετο προς τον επιστημονικό δογματισμό και διψασμένο για την αλήθεια, τη βασισμένη στο πείραμα και στη λογική.
Υπάρχει όμως εξήγηση του φαινομένου, που η λογική της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για τη στασιμότητα των μελετών της οπτικής κι ιδίως της κατασκευής μεγεθυντικών οργάνων, τόσο απλών φακών, όσο και μικροσκοπίων, στο επίπεδο των προόδων του 17ου αιώνα. Βλέπουμε φυσιοδίφες όπως ο Λυονέ και ο Ρέζελ να κατασκευάζουν μόνοι τους τα οπτικά όργανα, προπαντός απλούς φακούς, επειδή γνώριζαν από καιρό τα σφάλματα των σύνθετων.
Έτσι ο 18ος αιώνας δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια, μπρος στα οποία σταμάτησε ο 17ος και συνεπώς η κατηγορία της καθυστέρησης δε βαρύνει τη μικροσκοπική ανατομική αλλά την οπτική.
Οι πιο αξιόλογες ανατομικές μελέτες του 18ου αιώνα είναι μακροσκοπικές και συνεπώς μορφολογικές. Στον τομέα αυτόν συναντάμε πρώτη τη μορφή του Μπέρνχαρντ Ζίγκφριντ Βάις, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Αλμπίνους. Γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1697 και σε ηλικία μόλις 24 ετών ήταν καθηγητής της ανατομικής και της χειρουργικής στο μεγάλο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.

ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η ιδιαίτερη προσφορά του Αλμπίνους έγκειται στο ότι εισήγαγε, τόσο στο μάθημα της ανατομικής, όσο και στην κατασκευή των παρασκευασμάτων, την αίσθηση του μέτρου και της ακρίβειας. Το πρότυπο αυτό της ακρίβειας μετέφερε και στην εικονογράφηση του έργου του «Πίνακες του σκελετού και των μυών του ανθρώπινου σώματος» (Λέιντεν, 1747). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζεται επίμονος και προσεκτικός αναθεωρητής του έργου του σχεδιαστού, έτσι που να προκύπτει κάτι το τέλειο. Πρόθεσή του δεν ήταν, όπως λέει ένας μελετητής του έργου του, να σχεδιάζει τα μέλη όπως τα έβλεπαν οι σχεδιαστές και οι ανατόμοι, αλλά να διαλέγει από ένα μεγάλο αριθμό σωμάτων το πιο αντιπροσωπευτικό και εκείνο να ζωγραφίζει. Τα αποτελέσματα της στάσης αυτής υπήρξαν τόσο τέλεια όσο ποτέ πριν.

Ο ΠΗΤΕΡ ΚΑΜΠΕΡ
Ένας μεγάλος μαθητής, χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος, ήταν ο Πήτερ Κάμπερ, που γεννήθηκε στο Λέιντεν (1722), διετέλεσε καθηγητής στο Άμστερνταμ και το Γκρένιγκεν και πέθανε το 1789.
Η δραστηριότητά του υπήρξε θαυμαστή τόσο για το μέγεθος, όσο και για τις μεγαλοφυείς αναλαμπές του έργου του. Ασχολήθηκε με τη χειρουργική, τη γυναικολογία και την κτηνιατρική, κυρίως όμως με την ανατομική. Βαθύς μελετητής του ανθρώπινου σώματος και ιδίως του κρανίου, υπήρξε κυριολεκτικά ιδρυτής της ανθρωπολογίας. Η γωνία του προσώπου που μετράει την προεξοχή των γνάθων και αποτελεί ένα σπουδαίο κριτήριο για την ταξινόμηση των ανθρώπινων φύλων, είναι γνωστή με το όνομά του.
Τα ενδιαφέροντά του όμως επεκτείνονται πολύ πιο πέρα. Ο Κάμπερ υπήρξε παρατηρητής των ζώων με πάθος. Μελέτησε έξυπνς τον πίθηκο και ιδίως τον ουρακοτάγκο, τους ελέφαντες, το ρινόκερο και άλλα ζώα που ήθελε να γνωρίσει σε βάθος την ανατομική τους. Έτσι μελετώντας τα πουλιά, ανακάλυψε ότι τα οστά τους περιέχουν αέρα. Επιπλέον ερευνώντας παράλληλα τα ακουστικά όργανα των ψαριών, των ερπετών και των φαλαινών έδωσε συνέχεια στις πρώτες δειλές παρατηρήσεις της συγκριτικής ανατομικής, που αποτελούσαν στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.
Η καθαρά περιγραφική τοποθέτηση και η καθαρά συστηματική νοοτροπία των οπαδών του Λινναίου είχε ξεπεραστεί.

ΤΖΩΝ ΧΑΝΤΕΡ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές στο χώρο της ανατομικής και της μακροσκοπικής μορφολογίας είναι ο Τζων Χάντερ. Γεννημένος στη Σκωτία το 1728, δεν άργησε να μετοικήσει στο Λονδίνο, όπου ο αδελφός του Ουίλιαμ ασκούσε με επιτυχία την ιατρική. Ήταν κι εκείνος πολύ ικανός ανατόμος: του οφείλονται οι 24 θαυμάσιοι πίνακες του βιβλίου «Ανατομική της εγκυμονούσης μήτρας του ανθρώπου» (Μπίρμιγχαμ, 1774). Κοντά του ο Τζων άρχισε να κατασκευάζει ανατομικά παρασκευάσματα με ενθουσιασμό και πάθος.
Με μικρότερη προετοιμασία απ’ τον αδελφό του και συνεπώς λιγότερο μετρημένος, δεν ακολούθησε καμιά βασική γραμμή, ούτε προκαθόρισε τους σκοπούς του. Το μόνο που ήθελε ήταν να ικανοποιήσει τον ακαθόριστο και άσβεστο πόθο του για έρευνα. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράξενη συλλογή από ανατομικά παρασκευάσματα, που υπάρχουν και σήμερα στο Μουσείο Χάντερ του «Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών» του Λονδίνου και συγκεντρώθηκε μια σειρά από παρατηρήσεις στα Πρακτικά της Βασιλικής Εταιρείας. Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έμεινε αδημοσίευτο και μετά το θάνατό του χάθηκε.
Όπως παρατηρεί μελετητής του, ο πολυσύνθετος και ενδιαφέρων χαρακτήρας του Τζων Χάντερ πρέπει να μελετηθεί περισσότερο. Υπήρξε ένας θαυμάσιος ερευνητής, που όμως σε κάθε του βήμα σκόνταφτε στο ασύνδετο των ενεργειών του, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του είναι ότι ανύψωσε τη χειρουργική από χειρονακτική τέχνη σε αυθεντική επιστήμη, βασισμένη στις έννοιες της συγκριτικής και της παθολογικής ανατομικής, των οποίων υπήρξε θεμελιωτής στην Αγγλία.
Αναφέρουμε δυο ακόμα, τις πιο σπουδαίες από τις προσφορές του: μια μέθοδο περίδεσης των ανευρυσμάτων που φέρει το όνομά του, χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, και μια αποφασιστική ώθηση για τη δημιουργία Μουσείων Ιατρικής, στη χρησιμότητα των οποίων θα αναφερθούμε αλλού εκτενέστερα.
Στις μελέτες του γύρω από την ανατομική, τη φυσιολογία και την παθολογία των γεννητικών οργάνων βρισκόταν συχνά σε διαμάχη με τον Σπαλαντσάνι: τις πιο πολλές φορές είχε μάλλον άδικο.
Ενθουσιώδης ερευνητής και κατασκευαστής ανατομικών παρασκευασμάτων, εργαζόταν από τα βαθιά χαράματα στην επιλογή και την προετοιμασία των ανατομικών τεμαχίων, που προόριζε για τη συλλογή του. Σε μια από αυτές τις εργασίες του μολύνθηκε από το πτώμα και πέθανε σε ηλικία 65 ετών (1793).
Έτσι ο Χάντερ υπήρξε μάρτυς της επιστήμης και παρά τα σφάλματά του και την ακαταστασία του πρέπει να του αποδίδεται ο θαυμασμός που του αξίζει.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ
Οι πρόοδοι στα πεδία της ανατομικής και της βιολογίας δε γίνονταν μόνο στον κλειστό χώρο των εργαστηρίων. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ταξιδιών στα μακρύτερα μέρη της γης και κάτω από συνθήκες δύσκολες και κοπιαστικές, σ’ έναν αιώνα κατά τον οποίον τα μόνα συγκοινωνιακά μέσα ήταν το αμάξι που το έσερναν άλογα και το ιστιοφόρο. Ο Μαρσίλι, για παράδειγμα, για τον οποίον μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχε κάνει τις παρατηρήσεις του στη διάρκεια των ατέλειωτων ταξιδιών του. Ο Λινναίος και ο Μπιφόν εκτελούσαν ταξίδια για να συγκεντρώσουν το φυσιογνωστικό υλικό τους.
Από αυτούς φθάνουμε στον πρώτο πραγματικό εξερευνητή φυσιοδίφη, τον Πέτερ Σίμων Πάλλας, που γεννήθηκε στο Βερολίνο, το 1741. Γιος γιατρού που η Μεγάλη Αικατερίνη είχε μετακαλέσει στην Πετρούπολη, πήρε το δίπλωμα του στη Λειψία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την επιστασία μουσείων στην Ολλανδία και την Αγγλία.
Ύστερα από πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης τον βρίσκουμε σε επιστημονική αποστολή που εξερευνούσε τα Ουράλια. Αφού πέρασε το χειμώνα του 1770 στα τελευταία όρια της κιργισιανής στέπας, προχώρησε στη Σιβηρία ως τη λίμνη Βαϊκάλη και τον ποταμό Αμούρ. Το 1772 άρχισε το ταξίδι της επιστροφής, που τον έφερε προς τα νότια κοντά στην Κασπία κι από εκεί στην Πετρούπολη το 1774, έξι χρόνια μετά την αναχώρησή του.
Ύστερα από ένα διάστημα τον κάλεσαν να πάρει μέρος σε άλλη αποστολή στην Κριμαία. Εκεί έζησε για λίγο καιρό σ’ ένα χτήμα, δώρο της αυτοκράτειρας, ώσπου αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο της γέννησής του, όπου και πέθανε.
Το έργο του Πάλλας μπορεί να το κρίνει κανείς αν αναλογιστεί τις δυσκολίες της αποστολής στην άγνωστη Σιβηρία, ανάμεσα σε λαούς που και η ίδια η κεντρική κυβέρνηση της απέραντης χώρας ελάχιστα γνώριζε κι αν στη συνέχεια διαβάσει τη Ζωολογία του, που δημοσιεύθηκε στο Βερολίνο μεταξύ 1767-1780. Στις σελίδες αυτές όπου περιγράφονται για πρώτη φορά ένας μεγάλος αριθμός ζώων μαζί με την ανατομική και τη βιολογία τους, θα δει κανείς ότι δεν υπήρξε κίνδυνος, ούτε δυσκολία που να στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον επιστήμονα στο έργο του. Και δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο παράδειγμα στην πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση, που και ο ίδιος ο θάνατος περιφρονείται για χάρη της αλήθειας.
Ενώ το 17ο αιώνα κυριαρχεί στον επιστημονικό χώρο της Ευρώπης η ιταλική σχολή, προσφέροντας τα πρότυπα πάνω στα οποία ιδρύθηκαν μερικά από τα πιο αξιόλογα επιστημονικά ιδρύματα της γηραιάς ηπείρου, το 18ο παρουσιάζεται γενική οπισθοχώρηση. Ο 17ος αιώνας ήταν ο χρυσός αιώνας για την ιταλική επιστήμη: στα πανεπιστήμια της Ιταλίας προσέτρεχαν από όλη την Ευρώπη και οι ακαδημίες της έβρισκαν τα πρότυπά τους στις δικές της.
Η οπισθοχώρηση αυτή πρέπει να αποδοθεί στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, για τα οποία θέρετρο αποτέλεσε η ιταλική χερσόνησος το 18ο αιώνα. Τα γεγονότα αυτά επιταχύνουν την παρακμή των ιταλικών επιστημονικών κέντρων, που από το β' μισό του 18ου αιώνα, στην επιστημονική ηγεσία της Ευρώπης τα αντικαθιστούν άλλα κέντρα: το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Λειψία, το Tübigen κ.ά.

ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
Παρά την παρακμή των επιστημονικών κέντρων, οι επιστημονικές μελέτες δεν ατόνησαν τελείως, γιατί δεν έλειψαν οι μεγαλοφυΐες, ιδίως στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα.
Ένας από τους σοφούς αυτούς ήταν ο Τζιοβάνι Μπιάνκι (1693-1775) που συνειδητοποιώντας την αξία του θεσμού προσπάθησε να ξαναφέρει στη ζωή την Ακαδημία των Λίντσι, για την οποία έχουμε αρκετά πει. Οι συνθήκες όμως που επικρατούσαν σε μια χώρα που την διέσχιζαν στρατεύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και την μάστιζε η πανώλη, δεν άφηναν να ευδοκιμήσουν τέτοιες ευγενικές προσπάθειες.
Ο Μπιάνκι έκανε μελέτες στο πεδίο της τερατολογίας, που δημοσιεύτηκαν το 1749 με τίτλο «Περί τεράτων». Εκτός από τον Μπιάνκι πρέπει να αναφέρουμε και τον Λεοπόλδο Καλντάνι (1725-1813), που συνέβαλε σε αξιόλογο βαθμό στην πρόοδο της συγκριτικής ανατομικής και ετοίμασε σπουδαίους ανατομικούς πίνακες, των οποίων η δημοσίευση έγινε με επιμέλεια του ανεψιού του Φλοριάνο Καλντάνι.
Αυτός ο Καλντάνι, καθώς και μια σειρά ακόμα ονομάτων, υπήρξαν μαθητές ή οπαδοί μιας μεγάλης φυσιογνωμίας που δημιούργησε μια ακόμα σχολή, αντικείμενο θαυμασμού για ολόκληρη την Ευρώπη: του Τζιοβάνι Μπατίστα Μοργκάνι.

Ο ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΙ
Γεννήθηκε στο Φορλί το 1682, σχεδόν συγχρόνως με την έναρξη της ισπανικής κυριαρχίας στην Ιταλία που κράτησε μέχρι τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, επισωρεύοντας μόνο κακά στον τόπο αυτόν. Με την πρώιμη ευφυΐα του και την κλασική του μόρφωση έγινε σε ηλικία μόλις 14 ετών μέλος της Ακαδημίας των Φιλαρτζέτι, σαν ένα είδος παιδιού θαύματος.
Η στιχουργία όμως και η εύκολη επίδειξη πολυμάθειας, τόσο συνηθισμένη στην κούφια εποχή του, δεν ικανοποιούσαν το ανήσυχο και στοχαστικό πνεύμα του. Έτσι σε ηλικία 16 ετών τον συναντάμε στην Μπολόνια μαθητή ενός από τους πιο ονομαστούς μαθητές του Μαλπίγγι, του Αντόνιο Μαρία Βαλσάλβα.
Η επίμονη προσπάθεια που κατέβαλε στη Μπολόνια του χάρισε μεν το διδακτορικό τίτλο της φιλοσοφίας και ιατρικής στην ηλικία των 19 χρόνων, του στοίχισε όμως και μια πάθηση στα μάτια που θα τον ενοχλεί, έστω και κατά περιόδους, σε όλη τη ζωή του.
Μέλος της επιστημονικής Ακαδημίας των Ινκουιέτι, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείτο μια προσπάθεια σοβαρότερη από ό,τι συνέβαινε στις φιλολογικές ακαδημίες, ο Μοργκάνι γίνεται ο εκφραστής της νεωτεριστικής προσπάθειας, που εμψύχωνε πολλές εκλεκτές διάνοιες στην Ιταλία των αρχών του 18ου αιώνα.
Σε ηλικία 24 ετών καλείται να διδάξει στην Πάρμα, αναπληρώνοντας το δάσκαλό του, πράγμα που δεν τον εμπόδισε παρόλα αυτά να συνεχίσει τις ανατομικές του μελέτες. Τα πρώτα του συμπεράσματα δημοσίευσε το 1706 με τίτλο «Adversaria anatomica prima».
Όταν έπαψε να αναπληρώνει το μεγάλο δάσκαλο πήγε στη Βενετία. Εκεί, η φιλία του με το σοφό ανατόμο Τζιαντομένικο Σαντορίνι και το φαρμακοποιό Τζιρόλαμο Ζανικέλι, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, του επιτρέπει να συνεχίσει τις αγαπημένες του ανατομικές μελέτες και να αποκτήσει αρκετή πείρα στη χημεία και τη φαρμακολογία, που θα του χρειάζονταν όταν θα επέστρεφε στο Φορλί για να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα. Αυτό συνέβηκε στο χρονικό διάστημα από το 1709 έως το 1711.
Η τύχη που δεν ήταν έως τότε ευνοϊκή για το μεγάλο ανατόμο (είχε μάταια επιχειρήσει να καταλάβει την έδρα της πρακτικής ιατρικής που είχε κενωθεί με το θάνατο του Ραματσίνι), φάνηκε να του χαμογελά. Και το 1715 καταλαμβάνει την έδρα της ανατομικής στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα, που χήρευε εδώ κι ένα χρόνο, για να την κρατήσει μέχρι του θανάτου του (1771).
Καθώς ο νους του ήταν ανοικτός σε όλα τα ρεύματα της σκέψης, ο Μοργκάνι δεν υπήρξε μόνον ανατόμος και γιατρός, αλλά και θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός και αρχαιολόγος με κλίση προς τη γεωπονική. Το έργο όμως με το οποίο συνδέθηκε αναπόσπαστα η φήμη του, είναι το μνημειώδες σύγγραμμά του: «Περί των εδρών και των αιτιών των νόσων, ως αποκαλύπτονται δια της ανατομής». Πρόκειται για ένα από τα πιο επιβλητικά έργα του ανθρώπινου πνεύματος. Μαθητής ο Μοργκάνι του Βαλσάλβα κληρονόμησε από το δάσκαλό του το πνεύμα της πειραματικής ιατρικής και της ιατρομηχανικής, που στη συνέχεια αποδείχθηκε η πιο γόνιμη μέθοδος ιατρικής έρευνας. Οργανωτικό πνεύμα, όπως ήταν, κατόρθωσε να συνδυάζει την πειραματική έρευνα και την κλινική ερμηνεία, αποδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ τοπικών ανατομικών αλλοιώσεων και συμπτωμάτων της νόσου.
Με τον τρόπο αυτόν ο Μοργκάνι θεμελίωσε πάνω σε στερεές βάσεις το θαυμάσιο οικοδόμημα της παθολογικής ανατομικής, ακολουθώντας την ανατομοκλινική μέθοδο. Δεν επρόκειτο βέβαια για την πρώτη προσπάθεια (αρκεί να θυμηθούμε τον Αντόνιο Μπενιβιένι). Κανείς όμως δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τα όρια της τυχαίας παρατήρησης και να οικοδομήσει το τέλειο οικοδόμημα του Μοργκάνι.
Δεν υπήρξε όμως αυτό η μοναδική προσφορά του. Ο Μοργκάνι έπαιξε επίσης ρόλο με κεφαλαιώδη σημασία, στην ιστορία της επιστήμης του τόπου του.

Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ
Την εποχή που ο Μοργκάνι έκανε την εμφάνισή του στον επιστημονικό ορίζοντα, ο ιταλικός πολιτισμός βρισκόταν σε κατάπτωση. Για λόγους που εξηγήσαμε αλλού, η πατρίδα του σοφού ήταν απομονωμένη από την Ευρώπη του αιώνα των φώτων, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν το 18ο αιώνα. Πολιτιστική της προσφορά ήταν η βουκολική ποίηση των ποιητών της, ενώ οι ασχολίες των επιστημόνων της περιορίζονταν στην αναζήτηση των όσων έτοιμων είχε να προσφέρει η αρχαιότητα, η Ρώμη και η Αθήνα. Επειδή δεν μπορούσαν να συγγράψουν κάτι το πρωτότυπο, μετέφραζαν απλά και σχολίαζαν. Στο κέντρο της πνευματικής αυτής κίνησης βρισκόταν η Χριστίνα, η πρώην βασίλισσα της Σουηδίας που είχε καταφύγει με τους θησαυρούς της στη Ρώμη. Εκεί απολάμβανε τους ύμνους που της απεύθυναν οι ποιητές και τους ανταπέδιδε προστασία.
Στην πνευματικά νεκρή αυτή εποχή για την Ιταλία, παρουσιάζεται η μεγάλη μορφή του Μοργκάνι για να εμφυσήσει στην παρηκμασμένη επιστήμη του τόπου του το νέο πνεύμα και να φωτίσει με καινούργιο φως το δρόμο της γνώσης.

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ
Η αξία του Μοργκάνι δεν περιορίζεται στη μεγαλοφυΐα του και τις εξαιρετικές του ικανότητες ως ερευνητή και ερμηνευτή. Ο σοφός διέθετε κοντά στα άλλα και ένα πλούτο ανθρωπιστικών αρετών που άφηναν βαθειά τα ίχνη τους παντού όπου περνούσε. Καλλιεργημένος και ευχάριστος στους συνομιλητές του, ευπροσήγορος και μετριόφρονας, περιέβαλε τους μαθητές του με μια αγάπη που το πέρασμα των χρόνων δεν την αλλοίωνε στο ελάχιστο.
Στο βιβλίο «Ταξίδι στην Ιταλία» (1765) του Ντομένικο Κοτούνιο, ενός από τους πιο εκλεκτούς οπαδούς του, υπάρχουν περιγραφές από ένα γύρο στα διάφορα κέντρα επιστημονικών σπουδών της ιταλικής χερσονήσου. Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η Πάδοβα. Στις σελίδες ακριβώς που της είναι αφιερωμένες, παρακολουθεί κανείς τους διαλόγους του ηλικιωμένου πια δασκάλου με το νέο ακόμα, αλλά ευφυέστατο θαυμαστή του και το μεγάλο βιολιστή της εποχής, τον Ταρτίνι. Ο καλλιτέχνης παραπονιόταν στους δύο διακεκριμένους γιατρούς για τους πόνους του καρπού του δεξιού του χεριού, κάθε φορά που επρόκειτο να πιάσει στα χέρια του το δοξάρι. Προφανώς επρόκειτο για κάποια αρθροπάθεια. Εκείνος όμως που διαβάζει τους διαλόγους αυτούς έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται ανάμεσα στην εκλεκτή εκείνη συντροφιά: τέτοια είναι η ανθρώπινη ζεστασιά που αποπνέει η παρουσία της επιβλητικής μορφής του Μοργκάνι.

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Στη γοητεία του προσώπου του και το μεγαλείο του ως επιστήμονα οφείλεται η συγκέντρωση τόσων πολλών ξένων σπουδαστών στην Πάδοβα, για να εργαστούν υπό την καθοδήγηση του δασκάλου. Έτσι ο Μοργκάνι δημιούργησε σχολή. Τα ονόματα μερικών από τους μαθητές του αποθανατίστηκαν για πάντα στην ανατομική ονοματολογία.
Ο Πάολο Μασκάνι (1752-1815) άφησε περίφημους ανατομικούς πίνακες. Ο Αντόνιο Σκάρπα (1752-1832) υπήρξε από τους μεγαλύτερους ανατόμους της εποχής του. Ο Ντομένικο Κοτούνιο (1736-1822) είναι εκείνος που ανακάλυψε το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Όλοι μαζί χάραξαν νέους δρόμους για την ιατρική.
Οι Ιταλοί ανατόμοι του 16ου αιώνα είχαν πρώτοι αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η ένεση στο ανατομικό παρασκεύασμα, πρώτα νερού και στη συνέχεια διαλυμάτων χρωστικών, όπως σινικής μελάνης. Εκείνοι όμως που οδήγησαν τη νέα μέθοδο προς την τελειότητα, υπήρξαν όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαι, ο Γιαν Σβάμμερνταμ (1637-1680) και ο Φρέντρικ Ρούις (1638-1731).
Οι μέθοδοι της παρασκευής ανατομικών παρασκευασμάτων φθάνουν στη μεγαλύτερή τους άνθηση το 18ο αιώνα. Η δυσκολία προμήθειας υλικού για ανατομικές μελέτες, η ευκολία με την οποία αυτό υφίστατο αλλοιώσεις και η επιθυμία για την ανακάλυψη και των πιο λεπτών ακόμα ανατομικών σχηματισμών, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν α’ αυτήν την πρόοδο. Δοκιμάστηκαν διάφορα συντηρητικά μέσα στα οποία τοποθετούσαν το παρασκεύασμα και τελειοποιήθηκε η τεχνική της ένεσης χρωστικών μέσα στις αγγειακές κοιλότητες.
Τα παρασκευάσματα που πετύχαιναν έτσι, είχαν μια τέλεια σχεδόν εμφάνιση και διατηρούνταν περισσότερο, τόσο που να μπορούν να αποτελέσουν μουσειακό υλικό, όπως εκείνα του Ρούις.
Δυστυχώς και το υλικό αυτό ήταν προορισμένο με την πάροδο του χρόνου να φθαρεί. Αρκετά εύγλωττη είναι στο θέμα αυτό η μαρτυρία του Γάλλου ανατόμου Γκυγιώμ Ντενού, που επειδή τον είχαν εξορίσει από την πατρίδα του για παράνομες ανατομές, είχε εγκατασταθεί στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου παρέδιδε μαθήματα ανατομικής.
Ο Ντενού είχε μεγάλη πείρα στην παρασκευή ανατομικών παρασκευασμάτων με έγχυση κεριού. Έτσι είχε κατορθώσει να παρασκευάσει ολόκληρο το πτώμα μιας γυναίκας που είχε πεθάνει στο τέλος σχεδόν του τοκετού, μαζί με το έμβρυο. Δυστυχώς το θαυμάσιο παρασκεύασμα, καθώς περνούσαν οι ημέρες φθειρόταν και ο ανατόμος, όπως ο ίδιος αφηγείται, θρηνούσε βλέποντας τόσους κόπους και εργασία, να χάνονται από τη μια μέρα στην άλλη, υπό την επίδραση της φθοράς. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα ομοίωμα του παρασκευάσματος που τόσο κόπο του είχε στοιχίσει. Ανέτρεξε λοιπόν στα έργα του Συρακούσιου μοναχού Τζιούλιο Γκαετάνο Ζούμπο (1655-1701), που ήταν ο πρώτος παρασκευαστής κέρινων ανατομικών ομοιωμάτων.
Αυτό υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προόδου τόσο σε σχέση με τη συντήρηση των παρασκευασμάτων μέσα σε υγρά, όσο και με την ένεση κηρώδους υλικού και τέλος τη συνεργασία γλυπτικής και ανατομικής. Τα πρώτα προϊόντα της συνεργασίας αυτής υπήρξαν δυο μικρά αγάλματα του Λοντοβίκο Κάρντι (1559-1613), που παρουσιάζονταν χωρίς δέρμα.
Στον Ζούμπο οφείλονται μερικά από τα ωραιότερα κέρινα ανατομικά ομοιώματα: μια ομάδα πτωμάτων σε κατάσταση αποσύνθεσης και δυο τεμάχια κεφαλής γέροντα που φυλάσσονται στη Φλωρεντία. Ο Ζούμπο είχε τιμηθεί για την τέχνη του με έπαινο από την Ακαδημία των Επιστημών των Παρισίων και δυο έργα του είχε αγοράσει ο Λουδοβίκος ΙΔ'.
Η συνεργασία Ζούμπο και Ντενού δεν είχε αίσιο τέλος. Φιλονίκησαν στο θέμα της προτεραιότητας της μεθόδου και ο Ζούμπο εγκατέλειψε τη Γαλλία. Ακολούθησε τότε συνεργασία Ντενού κι ενός άλλου Γάλλου, του Λακρουά, από την οποία και προέκυψε η γαλλική σχολή της πλαστικής ανατομικής κι ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στο Παρίσι, το οποίο κατέληξε τελικά στο Λονδίνο. Όπως και στην περίπτωση του Ρούις, το μουσείο αυτό απέφερε μεγάλα κέρδη στον οργανωτή του. Μετά το θάνατό του όμως σκορπίστηκε στα χέρια διαφόρων ιδιωτών.
Έτσι το ανατομικό κέρδος υπήρξε ένα από τα βασικά κίνητρα της προόδου της κηροπλαστικής. Αυτό όμως δε θα ήταν αρκετό για να πετύχει ο παρασκευαστής την ασύγκριτη εκείνη λεπτότητα των ομοιωμάτων, αν δεν υπήρχε και η τάση της εκλαΐκευσης, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής του Διαφωτισμού. Η τάση αυτή ευνοήθηκε από τους Μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών, με αποτέλεσμα το κερδοσκοπικό κίνητρο να καταλάβει πιο δεύτερη θέση στη δημιουργία των ανατομικών μουσείων.

Η ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΣΤΟ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η κηροπλαστική έζησε στο 18ο αιώνα τη λεπτότερη εποχή της, που αρχίζει με τα δυο αγάλματα χωρίς δέρμα, με τα οποία ο Έρκολε Λέλλι (1702-1766) στόλισε το βήμα του λέκτορα στο ανατομικό αμφιθέατρο του Αρχιγυμνασίου της Μπολόνια. Ο ερασιτέχνης αυτός γλύπτης είναι ο ιδρυτής της ιταλικής σχολής της πλαστικής ανατομικής.
Το κύριο επάγγελμα του Λέλλι ήταν αρκεβουζιοφόρος.
[1] Συγχρόνως όμως ασκούσε ερασιτεχνικά τη ζωγραφική και τη γλυπτική, ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την πιστή απόδοση του ανατομικού υλικού. Την προσπάθειά του άρχισε με πρόθεση να εκτελέσει σε ξύλο τα δύο χωρίς δέρμα αγάλματα: πάνω σε πρότυπα παρμένα από ανθρώπινους σκελετούς αποκαθιστούσε τα στρώματα των μυών, χρησιμοποιώντας ξέφτια από κάνναβη, που τα είχε ποτίσει με κερί. Τα θαυμάσια έργα που προέκυψαν, υπάρχουν στο Ινστιτούτο των Επιστημών της Μπολόνια. Κατασκεύασε ακόμα δύο κέρινους νεφρούς που βρίσκονται στο Ανατομικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Μπολόνια.
Το έργο του Λέλλι ενθουσίασε τότε τον αρχιεπίσκοπο της Μπολόνια Πρόσπερο Λαμερτίνι, που όταν έγινε πάπας με το όνομα Βενέδικτος ΙΔ', του ζήτησε να ετοιμάσει ολόκληρη σειρά κέρινων ομοιωμάτων για την Αίθουσα της Ανατομικής που οργανωνόταν τότε στη Ρώμη. Ο Λέλλι χρειάστηκε 6 χρόνια για να φέρει το έργο αυτό σε πέρας. Ενθουσίασε όμως τόσο η τελειότητα της εργασίας του, ώστε να του ανατεθεί στη συνέχεια η συντήρηση και η επίδειξη της έκθεσης.
Στην εργασία του ο Λέλλι είχε συνεργάτες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Τζιοβάνι Μαντσολίνι (1700-1755). Καλλιτέχνης και βαθύς γνώστης της ανατομικής, πήρε την ώθηση να ασχοληθεί με την κηροπλαστική από τον Λέλλι. Εξαιρετική μαθήτριά του υπήρξε η γυναίκα του Άννα Μοράντι (1716-1774). Η εργασία που εκτέλεσε μαζί με τον άνδρα της ήταν τόσο διαλεκτή, ώστε με τά το θάνατό του να της προσφερθεί από κάποιον πατρίκιο της Μπολόνια για την απόκτηση των έργων τους, όχι μόνον ένα πολύ υψηλό ποσό, αλλά και μια ωραία κατοικία κι ακόμα δωρεάν περιποίηση μέχρι του θανάτου της.
Το αποκορύφωμα της κηροπλαστικής πραγματοποιήθηκε στο πεδίο της μαιευτικής με τα παρασκευάσματα του Τζιοβάνι Αντόνιο Γκάλλι (1708-1782), αλλά και σε όλους σχεδόν τους κλάδους της ανατομικής. Μεσολάβησε μια μικρή στασιμότητα, ώσπου με την εμφάνιση του Φελίτσε Φοντάνα (1730-1805), που υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα των φυσικών επιστημών, η κηροπλαστική ακολούθησε και πάλι την ανοδική της πορεία.
Πράγματι ο Φοντάνα, ύστερα από εντολή του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, ανέλαβε να επιστατήσει στην ίδρυση ενός Μουσείου Φυσικής και Φυσικής Ιστορίας. Ύστερα από 9 χρόνια εντατικής δουλειάς, τα εγκαίνια του μουσείου έγιναν το 1775. Στο χώρο του είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα από 2.800 κέρινα ανατομικά ομοιώματα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος σώζονται και σήμερα. Επιπλέον διατηρούνται και τα καλούπια μέσα στα οποία είχαν χυθεί. Στο έργο αυτό έλαβαν μέρος και εκλεκτοί της τέχνης, ο Κλεμέντε Σουζίνι (1754-1814) και ο Τομμάζο Μπονικόλι (1746-1802).
Εκείνο που πρέπει τέλος να σημειωθεί είναι ότι σε μια περίοδο κατάπτωσης, όπως ήταν για τον ιταλικό πολιτισμό το πρώτο, τουλάχιστον μισό του 18ου αιώνα, η Ιταλία δίνει ένα παρόν με τα κέρινα ομοιώματα.


[1] Στρατιώτης εξοπλισμένος με αρκεβούζιο, είδος πυροβόλου όπλου της εποχής.

25/3/09

Η φυσική ιστορία και η βιολογία [65]

«Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δεν είναι αδύνατο... όλα τα ζώα του Νέου Κόσμου να είναι τα ίδια με του Παλαιού Κόσμου και από αυτά να κατάγονται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρισμένα, αργότερα, από απέραντες θαλάσσιες εκτάσεις ή αδιάβατες στεριές, υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου όλες τις επιδράσεις ενός κλίματος... και ότι μετά από ορισμένη περίοδο, μεταβλήθηκαν», γράφει ο Μπιφόν, χαράζοντας τη γενική γραμμή της έννοιας της βιολογικής εξέλιξης. Υποστηρίζουν ότι αν δε φοβόταν να κατηγορηθεί από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για αίρεση, θα είχε αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του. Τα επιχειρήματά του πάντως για την ιστορία της γης και οι νύξεις του για το δυνατό της μεταβολής των ειδών, αποτέλεσαν μια συμβολή στη θεωρία της εξέλιξης που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Τις σκέψεις του Μπιφόν ακριβώς κληρονόμησε ο Λαμάρκ, ο πρώτος που διατύπωσε μια πλήρη θεωρία της εξέλιξης.

Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η ιδέα της εξέλιξης της φύσης μάταια αναζητήθηκε μέχρι σήμερα στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Όχι μόνον ένδειξη, αλλά ούτε και σκιά υποψίας, παρόλη την καλή θέληση των ερευνητών, δεν βρέθηκε που να δικαιώνει τη σκέψη ότι οι αρχαίοι διέθεταν κάποια αμυδρή ιδέα για την εξέλιξη.
Βέβαια στον Αριστοτέλη συναντάμε πολλές ιδέες, όπως οι ακόλουθες: «Η φύση προχωράει βαθμιαία από τα άψυχα στα έμψυχα, έτσι που να καταντά αδύνατο να χαράξει κανείς σαφή διαχωριστική γραμμή ή να ορίσει από ποια πλευρά της θα έπρεπε να τοποθετήσει ναι ενδιάμεση μορφή», «τα φυτά διαφέρουν το ένα από το άλλο όσον αφορά την έκδηλη ζωτικότητά τους», επειδή «το σύνολό τους, όσο κι αν φαίνεται ότι στερείται ζωής σε σύγκριση με τα ζώα, δείχνουν ωστόσο να έχουν ζωή, αν τα συγκρίνουμε με άλλες μορφές της ύλης», «στα φυτά συναντάται μια αδιάκοπη κλίμακα που ανεβαίνει προς τα ζώα», έτσι που «να μη μπορεί κανείς να πει για μερικά θαλάσσια όντα, αν είναι φυτά ή ζώα». Οι ιδέες όμως αυτές δε συγγενεύουν με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την εξέλιξη. Απλά επισημαίνουν την κατάσταση του κόσμου της φύσης, χωρίς την πιο παραμικρή νύξη ότι ένα φυτό π.χ. εξελίχθηκε σε ζώο ή ένας κατώτερος οργανισμός σε κάποιον ανώτερο. Η κατάσταση αυτή υπάρχει στη φύση από κατασκευής, χωρίς να συνεπάγεται μεταβολή ενός είδους σε άλλο.
Άλλωστε ο Αριστοτέλης που πίστευε στο αμετάβλητο των ουρανών, δεν ήταν δυνατόν να πραγματευθεί μια αντίληψη, όπως η ιδέα της εξέλιξης, που θα ανέτρεπε ένα από τα θεμέλια της επιστημονικής του κατασκευής.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Οι πρώτες γενικές και ακαθόριστες υποψίες περί εξέλιξης δημιουργήθηκαν από την ανάγκη να ερμηνευτούν τα απολιθώματα και την απόκτηση πιο πολλών γεωλογικών γνώσεων. Στα δύο αυτά στοιχεία βασίστηκε ο Μπιφόν για να διατυπώσει, με τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, την εμβρυώδη ιδέα της θεωρίας της εξέλιξης. Πολύ συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιδέας αυτής η αφθονία του νέου υλικού που τέθηκε στη διάθεση των επιστημόνων του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα, χάρη στις ανακαλύψεις νέων χωρών και τη βαθύτερη γνωριμία με τη χλωρίδα και την πανίδα τους (δηλαδή το φυτικό και το ζωικό τους κόσμο).
Το δρόμο της εξελικτικής θεωρίας είχαν όμως ακολουθήσει και άλλοι, χωρίς καν να μπορούν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς και τις υποθέσεις τους σε βέβαια πειραματικά δεδομένα. Ένας από αυτούς είναι ο Μπενουά ντε Μαγιέ (1656-1738), που ανατρέχοντας σε μερικές αρχαίες αντιλήψεις, όπως εκείνης του Θαλή του Μιλήσιου, που θεωρούσε το νερό πρωταρχικό στοιχείο κάθε φαινομένου της φύσης, αλλά και μερικούς μύθους αρχαίους (σειρήνες) και μεσαιωνικούς (ψάρι-μοναχός και ψάρι-επίσκοπος), δημοσίευσε το 1749 ένα έργο με τον τίτλο «Telliamed
[1] ή διάλογος Ινδού φιλοσόφου και Γάλλου ιεραποστόλου περί της παλίρροιας των θαλασσών».
Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό ένα ρεύμα στροφής προς την Ανατολή, που στη συνέχεια οδήγησε στο να θεωρηθεί η Ινδία παραδοσιακό λίκνο μιας σεβαστής σοφίας. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι οι αντιλήψεις των αρχαίων δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο των Γραφών. Αυτό πίστευε ότι το κατόρθωνε προτείνοντας ορισμένες ερμηνείες που κατά περίεργο τρόπο επιβεβαιώθηκαν αργότερα, τουλάχιστον εν μέρει, από τις επιστημονικές έρευνες που ακολούθησαν.
Σύμφωνα με τα γραπτά του Μαγιέ, οι πρώτες μορφές των κατώτερων ζώων εμφανίστηκαν στο νερό. Όταν αργότερα το νερό σιγά - σιγά αποσυρόταν, οι κατώτερες αυτές μορφές υπέστησαν βαθμιαίες μεταμορφώσεις ώσπου έγιναν ζώα της ξηράς και του αέρα. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των κατώτερων υδρόβιων ζώων και του ανθρώπου ήταν ο «θαλάσσιος άνθρωπος», είδος σειρήνας ή ψαριού-μοναχού, από τον οποίο αναπτύχθηκε με διαδοχικές μεταμορφώσεις ο σύγχρονος άνθρωπος.
Οι ιδέες αυτές δεν είχαν προφανώς καμιά πειραματική βάση. Αποτελούν όμως μια έγκυρη μαρτυρία των ζυμώσεων που συντελούνταν στον τομέα της βιολογίας και της φυσικής ιστορίας τον αιώνα εκείνον, που σύντομα θα δει τις ανακαλύψεις του Λάζαρο Σπαλαντσάνι (1729-1799).

Η ΠΕΙΡΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Σοβαρότερο από του Μαγιέ είναι το περιεχόμενο των πραγματειών του Πιέρ-Λουί Μορώ ντε Μοπερτιί (Σαιν Μαλό 1698 - Βασιλεία 1759), ένα από τους κυριότερους εκπροσώπους της Γαλλικής Διαφώτισης.
Ο Μοπερτιί πραγματοποίησε τόσο αξιόλογες μαθηματικές μελέτες, ώστε κατόρθωσε να γίνει μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 25 ετών. Το 1745 προσκλήθηκε από τον Φρειδερίκο Β' στο Βερολίνο για να αναλάβει την προεδρία και να αναδιοργανώσει την Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Λάιμπνιτς. Τότε τον κατηγόρησε ο Σάμουελ Κένιχ
[2] για λογοπλοκία σε βάρος του Λάιμπνιτς. Η Ακαδημία που κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά, τον δικαίωσε, χωρίς αυτό όμως να μετριάσει την πίκρα του μεγάλου μαθηματικού, που την έκανε πιο έντονη ο Βολταίρος με μια σάτιρά του με τον τίτλο «Διατριβή του δόκτορος Ακάκιου, ιατρού του Πάπα», στην οποία ειρωνεύεται αυτόν και την Ακαδημία του Βερολίνου.
Δε θα μιλήσουμε εδώ βέβαια για τον Μοπερτιί ως μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο. Εμάς ενδιαφέρουν τα βιολογικά του έργα και ιδίως τα βιβλία του «Φυσική Αφροδίτη» (Χάγη 1745) και «Σύστημα της φύσης» (1751), στα οποία ο συγγραφέας εκθέτει ιδέες που θα αναλύσει αργότερα ακριβέστερα και σαφέστερα ο Δαρβίνος.
Ο Μοπερτιί υποστήριξε την ύπαρξη υλικών σωματιδίων, που ενδεχομένως ποικίλλουν, τα οποία κληρονομούνται και ενεργούν με τρόπο που θυμίζει τη φυσική επιλογή. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη σπουδαιότητα που απέδιδε στη στειρότητα ως παράγοντα φυσιολογικής απομόνωσης, δεν μπορούμε παρά να τον θεωρήσουμε ως τον σπουδαιότερο πρόδρομο του Δαρβίνου.

ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Το πρόβλημα ενδιέφερε πολύ τους κύκλους Διαφώτισης που με το να είναι αντίθετοι προς τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, ζητούσαν πάση θυσία μια λύση με μόνη τη δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας. Έτσι βλέπουμε το πρόβλημα της προέλευσης των ζωντανών όντων να απασχολεί ζωηρά έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους διαφωτιστές, τον Ντενί Ντιντερό (1713-1784), οργανωτή και συντονιστή της «Εγκυκλοπαίδειας», που αποτέλεσε το κυριότερο όργανο της Διαφώτισης.
Στα έργα του «Σκέψεις περί της ερμηνείας της φύσης» (Παρίσι, 1754) και «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» (γράφτηκε το 1769, αλλά δημοσιεύθηκε το 1830), τον βλέπουμε να διατυπώνει ιδέες σαφώς εξελικτικές και να διαθέτει διαυγή αντίληψη της έννοιας της φυσικής επιλογής. Οι ιδέες αυτές φυσικά είναι ακόμα ακατέργαστες, θυμίζουν περισσότερο Εμπεδοκλή παρά Δαρβίνο.
Εκείνο που γίνεται αμέσως αντιληπτό, τόσο στο έργο του Μοπερτιί, όσο και στα βιβλία του Ντιντερό, είναι η μηχανιστική αντίληψη των φαινομένων της ζωής, όσο κι αν ο Μοπερτιί στην ερμηνεία των φαινομένων παρεμβάλλει το ντεϊστικό και τελολογικό στοιχείο. Η μηχανιστική αντίληψη είναι η κληρονομιά του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΙΥ ΛΑΪΜΠΝΙΤΣ
Την τελολογική ερμηνεία των φαινομένων της φύσης αντιπαρατάσσει στη μηχανιστική ένας φυσιοδίφης, κάθε σελίδα του οποίου αποπνέει τη σκέψη του Λάιμπνιτς. Ο μεγάλος Γερμανός σοφός πίστευε ότι κάθε άποψη του κόσμου είναι οργανωμένη για ένα τελικό σκοπό, προς τον οποίο και κατατείνει και του οποίου η πραγματοποίηση αποτελεί βασικό νόμο.
Ο φυσιοδίφης για τον οποίον μιλάμε είναι ο Ζαν-Μπατίστ Ρομπινέ (1735-1820) που έβλεπε στη φύση μια προοδευτική τάση προς την τελειότητα, την ανώτατη βαθμίδα της οποίας είχε φθάσει μέχρις στιγμής ο άνθρωπος, που μπορεί στο μέλλον να τελειοποιηθεί ακόμα περισσότερο σαν οργανισμός.
Έτσι βλέπουμε ότι και στο ρεύμα αυτό της βιολογικής σκέψης του 18ου αιώνα είναι ριζωμένες ορισμένες έννοιες, στις οποίες βασίστηκαν στη συνέχεια οι εξελικτικές θεωρίες.
Ο δρόμος πάντως που απέμενε να διανυθεί μέχρις εκεί δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε σύντομος. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 100 χρόνια για να φθάσουμε στην καθαρή διατύπωση των εμβρυωδών αυτών ιδεών του 18ου αιώνα.
Ο γαλλικής καταγωγής Αβραάμ Τρέμπλεϊ (Abraham Trembley) γεννήθηκε το 1710 στη Γενεύη. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια δεν υπήρξαν εύκολα, καθώς έπρεπε να εργάζεται για τη συντήρησή του και για να πληρώνει τις σπουδές του. Σε ηλικία 23 ετών τον βρίσκουμε στην Ολλανδία κοντά σε μια οικογένεια ευγενών ως παιδαγωγό. Το περιβάλλον που έζησε τότε, μια έπαυλη στα περίχωρα της Χάγης ανάμεσα σε μικρά ποτάμια και κανάλια, πρόσφερε το εργαστήριο των ερευνών του: τα γλυκά νερά με τους μικροοργανισμούς τους που ακολουθώντας το παράδειγμα του Λέβενχουκ μελετούσε με τον μεγεθυντικό φακό.
Βαθύς θαυμαστής του Ρεομύρου ανακοίνωσε σιγά - σιγά τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του, πράγμα που έκανε και προς τον Σαρλ Μπονέ, άλλον μεγάλο φυσιοδίφη και μακρινό συγγενή του.
Η πιο καρποφόρα ανακάλυψή του έγινε το 1740 κι αφορούσε ένα μικρό πολύποδα του γλυκού νερού που ο Τρέμπλεϊ ονόμασε «ύδρα». Ύστερα από μελέτες 4 ετών, δημοσίευσε το 1774 τα «Υπομνήματα περί της περιγραφής των πολυπόδων των γλυκών νερών, που φέρουν βραχίονες σε μορφή κεράτων», με τα οποία κυρίως έμεινε το όνομά του. Στο έργο αυτό δεν υπάρχει μόνο η ακριβέστατη περιγραφή του ζώου, αλλά και των κινήσεών του, του τρόπου της αναπαραγωγής του, των σχέσεών του με το περιβάλλον και της διατροφής του.
Ο Τρέμπλεϊ όμως δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτά, αλλά, καθώς ήταν πολύ ικανός πειραματιστής, κατόρθωσε να αποδείξει τις αναγεννητικές ικανότητες του ζώου, όταν του κοβόταν ένα μέλος, ακόμα κι αν επρόκειτο για το κεφάλι του. Επειδή, εκτελώντας τις κατάλληλες τομές, πέτυχε να παράγει δικέφαλα και πολυκέφαλα ζώα, έδωσε στον πολύποδα το όνομα «ύδρα».
Ενθαρρυμένος από τα πειράματα αυτά, ο Τρέμπλεϊ επιχείρησε να μεταμοσχεύσει τεμάχια μελών από μια ύδρα σε μια άλλη, προτρέχοντας έτσι ολόκληρο αιώνα των μεγάλων πειραμάτων μεταμοσχεύσεων στα ζώα.
Αυτό όμως που υπήρξε κυριολεκτικά θαύμα ήταν ότι ο Τρέμπλεϊ πειραματιζόμενος κατόρθωσε να γυρίσει το σώμα της ύδρας το μέσα έξω!

Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ
Τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά και οι περίεργες ιδιότητες της ύδρας έκαναν τον Τρέμπλεϊ να συλλάβει την τολμηρή ιδέα και να αποπειραθεί να αναποδογυρίσει το σώμα της όπως το δάκτυλο ενός γαντιού. Το πείραμα έγινε στο λεπτότατο σωλήνα που αποτελεί το σώμα του ζώου και έχει μήκος λίγων χιλιοστών του μέτρου. Στο άλλο άκρο του σωλήνα αυτού βρίσκονται οι κεραίες του. Το πείραμα υπήρξε εξαιρετικό όχι μόνο για την επιτηδειότητα που απαιτούσε η υπερνίκηση των δυσκολιών του, αλλά και για τις επαναστατικές παρατηρήσεις που επέτρεψε.
Η μέθοδος του Τρέμπλεϊ ήταν μεγαλοφυής στην απλότητά της. Πέρασε μέσα στη σωματική κοιλότητα της ύδρας μια πάρα πολύ λεπτή τρίχα που το πίσω άκρο της ήταν δεμένο σε κόμπο, ώστε να μη μπορεί να μπει στην κοιλότητα αυτή. Ασκώντας έλξη στη συνέχεια, σιγά - σιγά και με μεγάλη υπομονή, στο άκρο της τρίχας, κατόρθωσε να γυρίσει το ζώο από μέσα προς τα έξω. Και τότε ανακάλυψε ότι και αναποδογυρισμένη η ύδρα συνέχιζε να ζει, να τρέφεται και να πολλαπλασιάζεται!
Τα πειράματα αυτά εξακολούθησαν να επαναλαμβάνονται από τους ζωολόγους επί ένα ολόκληρο αιώνα, κάνοντάς τους να θαυμάζουν κάθε φορά και πιο πολύ το πνεύμα του Τρέμπλεϊ. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα τελευταία πειράματα του είδους αυτού που έγιναν μόλις το 1933 από τον Ρ.Λ. Ρόνταμπουσκ, επιβεβαίωσαν την ορθότητα των παρατηρήσεων του Τρέμπλεϊ, όχι μόνο στο είδος της ύδρας που τα είχε εκτελέσει, αλλά σε τρία άλλα είδη της που είχε επίσης ο ίδιος περιγράψει.
Τον καλύτερο χαρακτηρισμό για το έργο του Τρέμπλεϊ δίνει ο διακεκριμένος Ιταλός βιολόγος Τζιουζέπε Μονταλέντι: «Για να κατανοήσουμε το τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε η εργασία του Τρέμπλεϊ, πρέπει να σκεφτούμε ότι ανακάλυψε ιδιότητες των ζώων, μέχρι τότε σχεδόν άγνωστες και που κανείς δεν υποψιαζόταν, όπως η αναγέννηση, η δυνατότητα μεταμόσχευσης, η ικανότητα επιβίωσης ύστερα από επέμβαση τόσο δραστική όσο το αναποδογύρισμα... Τα πειράματα του Τρέμπλεϊ, μαζί με εκείνα που εκτέλεσε ο Σπαλαντσάνι ύστερα από μερικά χρόνια, αποτελούν τα πρώτα μιας σειράς. Θα συνεχιστούν μόνο ύστερα από έναν αιώνα και περισσότερο και θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας νέας ειδικότητας: ‘της πειραματικής μορφολογίας’».

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ
Την οξύτητα των παρατηρήσεων των βιβλίων του Τρέμπλεϊ συναγωνίζεται η τελειότητα της εικονογράφησής τους, έργο του Πήτερ Λυονέ (1707-1789).
Η πολύπλευρη προσωπικότητά του: δικηγόρος, γλωσσολόγος, επίσημος διερμηνέας της ολλανδικής κυβέρνησης και ικανότατος σχεδιαστής, θυμίζει κάπως τον Λέβενχουκ που δεν ήταν ούτε γιατρός, ούτε ανατόμος, ούτε φυσιοδίφης εξα επαγγέλματος, αλλά ένας ευφυής ερασιτέχνης.
Αρκεί μια ματιά στους 18 πίνακες που στολίζουν την «Ανατομική Πραγματεία» του για τη νύμφη της χρυσαλλίδας «Coccus ligniperda», για να μείνει κανείς κατάπληκτος από την τελειότητα της χάραξης, που συναγωνίζεται τους θαυμάσιους πίνακες του Σβάμμερνταμ.
Ο Λυονέ έκανε τις εργασίες του όπως και ο Λέβενχουκ με ένα ειδικό απλό μικροσκόπιο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο ίδιος. Είναι το ίδιο μικροσκόπιο που υιοθέτησε αργότερα ο Σπαλαντσάνι, αποκαλώντας το «ανατομική μηχανούλα του κυρίου Λυονέ». Το μικροσκόπιο αυτό τον βοήθησε να κάνει εξαιρετικά λεπτές παρατηρήσεις και να εκτελέσει τους θαυμάσιους πίνακές του.
Ο θάνατος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις παρατηρήσεις του στη χρυσαλλίδα και το τέλειο έντομο.

ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΟΝΟΜΑΤΑ
Εδώ έχει τη θέση του και ο ζωγράφος Άουγκουστ Γιόχαν Ρέζελ (Θουριγγία, 1705 - Νυρεμβέργη 1759), που από τη ζωγραφική πέρασε στην εντομολογία, έφτιαχνε κι αυτός μόνος του τα οπτικά όργανα.
Κοντά σ’ αυτόν αναφέρουμε τον Όττο Φρέντερικ Μίλερ από την Κοπεγχάγη (1730-1784), που κι αυτός κέρδιζε τη ζωή του, όπως ο Μπράουν και ο Τρέμπλεϊ, κάνοντας τον παιδαγωγό. Η θέση αυτή ήταν από τις πιο περιφρονημένες και δεν αμειβόταν καλά κι όταν ακόμα επρόκειτο για οικογένεια καλής κοινωνικής τάξης και με πνευματική καλλιέργεια.
Δεν επρόκειτο όμως απλά γι’ αυτό, αλλά κυρίως για θέμα νοοτροπίας μιας εποχής: ο παιδαγωγός, όπως και ο εφημέριος της οικογενείας, ήταν ένας μισθωτός και συνεπώς δεν άξιζε περισσότερο για παράδειγμα από τον αρχιμάγειρα και σε πολλές περιπτώσεις λιγότερο από αυτόν. Τη θέση του παιδαγωγού και του εφημέριου των πλουσίων οικογενειών της εποχής εκείνης ζωγραφίζει με αρκετό χιούμορ, κάποτε πολύ τραγικό, ο Ιταλός ποιητής Κάρλο Πόρτα στους στίχους του.
Οι διαλεχτοί όμως αυτοί άνθρωποι, ακόμα και στη θέση του παιδαγωγού, ήξεραν να συντηρούν μέσα τους τη φλόγα της αγάπης για την αλήθεια και να βρίσκουν στη ζέση της έρευνας τη θέρμη που δεν ήξερε ή δεν ήθελε ή δεν ήταν σε θέση να τους δώσει η οικογένεια που τους είχε στην υπηρεσία της.
Αν θέλαμε να επεκταθούμε περισσότερο στα ονόματα αυτά, θα μακραίναμε πολύ από το δρόμο μας. Η πολύ σύντομη όμως μνεία τους μας προσφέρει δύο σπουδαία στοιχεία.
Το πρώτο είναι ότι όλο και περισσότερο ζωγράφοι και άξιοι σχεδιαστές στρέφονται προς την εντομολογία. Είναι το αντίστοιχο ενός φαινομένου που παρατηρείται από το 17ο αιώνα: τα έντομα και πιο πολύ οι πεταλούδες, αποτελούν διακοσμητικό στοιχείο που συναντάται στη ζωγραφική και των μικρότερων ακόμα ζωγράφων της εποχής του Μπαρόκ και του επόμενου αιώνα.
Το δεύτερο στοιχείο προέρχεται από τη σύγκριση ανάμεσα στον Μίλερ και στον Τρέμπλεϊ: η χαρά που τους έδινε η ζωή ήταν τόσο λίγη. Αλλά καμιά εξωτερική παγωνιά δεν ήταν ικανή να σβήσει την εσωτερική τους φλόγα. Όπως ο θάνατος των 17 παιδιών του Βαλισνιέρι δεν μπορούσε να τον χωρίσει από την έρευνα, έτσι και ο Τρέμπλεϊ με το Μίλερ σ’ αυτήν έβρισκαν τη ζεστασιά που ο ανθρώπινος κύκλος τους δε θέλησε να τους προσφέρει.
Το ενδιαφέρον των φυσιοδιφών του 18ου αιώνα δεν εξαντλήθηκε , όπως θα δούμε στα έντομα και τα ζώα του γλυκού νερού. Στον αιώνα αυτόν κάνει τα πρώτα της βήματα και η βιολογία της θάλασσας, που μέχρι τότε αποτελούσε γόνιμο πεδίο μόνο για την αχαλίνωτη φαντασία των ανθρώπων (σειρήνες, ψάρια - μοναχοί, ψάρια - επίσκοποι κλπ.).
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε μελετήσει με μεγάλη οξυδέρκεια μερικά θαλάσσια ζώα κι είχε δώσει θαυμάσιες περιγραφές για τις μέδουσες και τις σουπιές. Μετά τον Αριστοτέλη όμως δεν έγινε τίποτα και μάλιστα σημειώθηκε οπισθοδρόμηση, αν σκεφθεί κανείς ότι το χώρο που έπρεπε να ερευνά η επιστήμη, κάλυπτε η αχαλίνωτη λαϊκή και ποιητική φαντασία, πλούσια σε περιγραφές για «θαλάσσιους δρακόντες» και ανάλογα άλλα θηρία.
Στην αρχαιότητα βέβαια είχαν μεγάλη διάδοση αρκετοί μύθοι. Ήταν όμως και μερικά πράγματα γνωστά. Για παράδειγμα, από τους πανάρχαιους χρόνους ήξεραν ότι τα δελφίνια είναι επιδεκτικά εξημέρωσης. Και ποιος δε θυμάται το μύθο του Αρίωνα του κιθαρωδού, που αφού τον λήστεψε το πλήρωμα του πλοίου με το οποίο ταξίδευε, τον έριξε στη θάλασσα. Ένα δελφίνι όμως, μαγεμένο από τη μουσική του, τον πήρε στη πλάτη του και τον έβγαλε στη στεριά. Ο Πλίνιος επίσης διηγείται το μύθο για το παιδί που κάθε πρωί ένα δελφίνι το περνούσε στη πλάτη του από κάποιο πορθμό για να πάει στο σχολείο: ήταν ένα παιδί που έδινε, κάθε φορά που περνούσε κατά μήκος της παραλίας, κομμάτια από το ψωμί του στο δελφίνι.
Οι περισσότερες πάντως πληροφορίες των αρχαίων για την πανίδα της θάλασσας δεν προέρχονται από άμεση εμπειρία. Είναι γεννήματα της ανθρώπινης φαντασίας και υπερβολές, όταν φυσικά δεν αποτελούν καθαρές επινοήσεις.
Με τον 18ο αιώνα μπαίνουν και οι πρώτες επιστημονικές βάσεις της μελέτης της θαλάσσιας βιολογίας, που σύντομα διαμορφώνεται σε ιδιαίτερο κλάδο της φυσικής ιστορίας, Από εκεί κι εμπρός θα εξελιχθεί σε ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεων και ανακαλύψεων που θα επεκταθούν στον 19ο και 20ο αιώνα. Σήμερα η θαλάσσια βιολογία προκαλεί ένα τεράστιο ενδιαφέρον σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα έχει μεγάλες ελπίδες ότι με τη βοήθειά της θα καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του πληθυσμού της, που με τόση ταχύτητα αυξάνονται. Με την προοπτική αυτή η σημασία των πρωτοπόρων του 18ου αιώνα γίνεται ακόμα πιο μεγάλη.

Ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ ΜΑΡΣΙΛΙ
Από την Μπολόνια, μπορεί να θεωρηθεί ο σπουδαιότερος ίσως από αυτούς. Γεννήθηκε το 1658 από διακεκριμένη οικογένεια ευγενών. Συστηματικές σπουδές δεν έκανε ποτέ του. Στην αρχή παρακολούθησε μαθήματα βοτανικής στην Πάδοβα. Στη συνέχεια υπήρξε μαθητής του Μαλπίγγι στην Μπολόνια, του μαθηματικού Μοντανάρι και του βοτανικού Τριονφέττι.
Από το 1647 έως το 1676 τον συναντάμε διαδοχικά στην Πάδοβα, τη Βενετία και τη Ρώμη. Το 1677 πηγαίνει στη Νεάπολη κι επιχειρεί ανάβαση στο Βεζούβιο, επειδή του είχε κινήσει την περιέργεια το φαινόμενο των ηφαιστείων. Στη συνέχεια μένει για λίγο στη Φλωρεντία, ύστερα στο Λιβόρνο, ξαναγυρίζει στη Μπολόνια και το 1679 βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από ένα χρόνο αρχίζει ένα ταξίδι που μέσω Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Βοσνίας και Σπαλάτου θα τον φέρει στη Βενετία. Ένα «Οδοιπορικό» κι ένα «Ημερολόγιο» από τα ταξίδια του αυτά, περιέχουν πολύ ενδιαφέρουσες περιγραφές.
Φτάνοντας στη Ρώμη μπήκε στον κύκλο της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, από όπου ξεκίνησε και η περίφημη «Ακαδημία των Αρκάδων». Στην έκπτωτη βασίλισσα αφιέρωσε μάλιστα το πρώτο του βιβλίο «Παρατηρήσεις στο Θρακικό Βόσπορο ή τον αληθή Πορθμό της Κωνσταντινούπολης» (Ρώμη, 1681).
Το βιβλίο αυτό, που αποτελεί περίληψη των παρατηρήσεών του κατά την 11μηνη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, διαπνέεται ολόκληρο από πειραματική σκέψη και αποτελεί την απαρχή της ιστορίας της θαλάσσιας βιολογίας.

ΜΙΑ ΠΕΡΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ
Ανήσυχος και ανυπόμονος χαρακτήρας ο Μαρσίλι δεν ικανοποιήθηκε ούτε ύστερα από αυτά τα ταξίδια του και έτσι σύντομα τον βρίσκουμε στο στρατό του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α' να ασχολείται με το σχεδιασμό οχυρώσεων.
Τότε τραυματίζεται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Φυλακίζεται στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια πουλιέται δούλος σε δυο αδέλφια από τη Βοσνία. Πληρώνει λύτρα και το 1684 βρίσκεται πάλι στην Ιταλία.
Μόλις αναλαμβάνει, κατατάσσεται πάλι στο στρατό. Τον συναντάμε σε μάχες και πολιορκίες, όπου τραυματίζεται σοβαρά στο ένα χέρι. Δεν εγκαταλείπει όμως το μέτωπο και χάρη στην ικανότητά του στην εκπόνηση οχυρωματικών σχεδίων συμβάλλει σε αξιόλογο βαθμό στην επιτυχή έκβαση της μακράς και πολυαίματης πολιορκίας της ουγγρικής πρωτεύουσας.
Όταν μπήκε με τους νικητές στην πόλη, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, την ιστορία της τέχνης, τη χαρτογραφία και την αναδίφηση βιβλίων και εγγράφων.
Τα έτη 1691 και 1692 τον βρίσκουμε διαδοχικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη για διπλωματική αποστολή κοντά στους Τούρκους. Το 1693 βρίσκεται στην πολιορκία του Βελιγραδίου, όπου τραυματίζεται και το 1699 βρίσκεται και πάλι στην Τουρκία σε διπλωματική αποστολή που οδήγησε στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς. Στη συνέχεια κατηγορείται για προδοσία κατά την παράδοση της πόλης του Μπρεϊσάκ, στη στρατιωτική διοίκηση της οποίας ανήκε, καθαιρείται και η περιουσία του δημεύεται. Επιτέλους επιστρέφει στην Μπολόνια για να αφοσιωθεί στις μελέτες του, παράλληλα βέβαια με τη σύνταξη της απολογίας του.
Από τότε και μέχρι το θάνατό του, το 1730 στη Μπολόνια, είχαν και πάλι μεσολαβήσει μερικά ταξίδια: στην Ελβετία, το Παρίσι, την Προβηγκία, το Λονδίνο και την Ολλανδία.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Στο πρόσωπο του Μαρσίλι συγκρούονται διαρκώς σε ολόκληρη τη ζωή του δυο προσωπικότητες: ο προικισμένος επιστήμονας και ο τυχοδιώκτης. Όταν φυσικά «βροντούσε το κανόνι» ο επιστήμονας ήταν παραμερισμένος. Και μόνο τα 2 χρόνια της παραμονής του στην Προβηγκία, σ’ ένα ήσυχο χωριό, φθάνει στην ακμή της απόδοσής του ως φυσιοδίφης και βιολόγος.
Οι καρποί των προσεκτικών και οξυδερκών παρατηρήσεών του βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο βασικό έργο του «Φυσική περιγραφή της θάλασσας» (Άμστερνταμ, 1725). Στο έργο αυτό δεν είναι λίγες οι βιολογικές παρατηρήσεις, που σε συνδυασμό με τις «Παρατηρήσεις στον Θρακικό Βόσπορο» κάνουν τον Μαρσίλι πρώτο ωκεανογράφο και ιδρυτή της θαλάσσιας βιολογίας.
Στον Μαρσίλι οφείλονται η πρώτη μελέτη για τα θαλάσσια ρεύματα, ακριβείς περιγραφές ιχθύων και μαλακίων, που είχε συλλέξει στη Μαύρη Θάλασσα και οι πρώτες βασικές παρατηρήσεις που κλόνισαν την πεποίθηση ότι το κοράλλι είναι απολιθωμένο φυτό.
Κοντά όμως στον όγκο των μελετών, των παρατηρήσεων και των πειραμάτων του Μαρσίλι στα θέματα που αναφέραμε, πρέπει να σημειώσουμε και τις μεγαλοφυείς διαισθήσεις του στον τομέα της μυκητολογίας. Υπήρξε ο πρώτος που αρνήθηκε την αυτόματη γένεση ακόμα και στους μύκητες, για τους οποίους υποστήριζε ότι γεννιούνται από τον ευρώτα που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της γης. Με τις ιδέες του αυτές προτρέχει των περίφημων πειραμάτων του Π.Α. Μικέλι, που είναι ο ιδρυτής της μυκητολογίας.

ΖΑΝ ΑΝΤΟΥΑΝ ΠΕΪΣΣΟΝΕΛ
Το δρόμο του Μαρσίλι, αλλά όχι και την τυχοδιωκτική ζωή του, τους πολέμους και τα ατελείωτα ταξίδια του, ακολούθησε ο Γάλλος Ζαν Αντουάν Πεϊσσονέλ, που γνωρίζουμε μόνο το έτος της γέννησής του (1694).
Ο Πεϊσσονέλ, επανέλαβε τις παρατηρήσεις του Μαρσίλι στο κοράλλι και απέδειξε ότι πρόκειται για ζώο, όπως το περιγράφει ίδιος, «για ένα μικρό έντομο που μοιάζει με ακτίνιο ή πολύποδα». Την ιδέα του αυτή ανακοίνωσε στο μεγάλο Ρεομύρο, που όμως δεν ενθουσιάστηκε, με αποτέλεσμα η ανακάλυψη να μείνει θαμμένη στα Αρχεία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας των Παρισίων. Με συμβουλή του Ρεομύρου,
[3] ο Πεϊσσονέλ παραιτήθηκε από τη δημοσίευση του έργου που εξέθετε την «παράφρονα», κατά τον Ρεομύρο, ιδέα του. Παράξενη σκιά στη λάμψη μιας μεγαλοφυΐας!
Μεσολάβησαν τότε οι παρατηρήσεις του Τρέμπλεϊ για την ύδρα. Ο Ρεομύρος άρχισε να αμφιβάλλει για την ορθότητα της στάσης του απέναντι στη θεωρία του Πεϊσσονέλ και ανέθεσε σε μερικούς συνεργάτες του να ελέγξουν το ζήτημα με παρατηρήσεις και πειράματα. Τότε αναγνώρισε την ορθότητα της ιδέας του και το βιβλίο του Πεϊσσονέλ επιτέλους δημοσιεύτηκε (1742). Είχαν περάσει 20 χρόνια από την ανακάλυψή του (1723)!
Ακολουθούν ορισμένα ακόμα ονόματα που εργάστηκαν στη γραμμή του Μαρσίλι. Ο Τζιουζέπε Ολίβι (1769-1795) με τις μελέτες του της θαλάσσιας πανίδας και της θαλάσσιας βιολογίας, αλλά και με τις βιομετρικές έρευνές του, προέτρεξε της εποχής μέσα στη τόσο σύντομη ζωή του. Οι παρατηρήσεις του περιέχονται στην «Αδριατική Ζωολογία» του (Μπασσάνο, 1792). Ο Τζιουζέπε Σαβέριο Πόλι (1746-1825) με τις μελέτες του «Επί των οστρακοειδών των δύο Σικελιών» (Νάπολη, 1790-1793) κι ο Φίλιππο Καβολίνι (1756-1810) με το βιβλίο του «Υπομνήματα στη φυσική ιστορία των θαλασσίων πολυπόδων», μας οδηγούν στο κατώφλι του 19ου αιώνα, που θα δρέψει και στο πεδίο αυτό τους καρπούς δύο εξαιρετικών αιώνων, του 17ου και του 18ου.


[1] Αναγραμματισμός του ονόματός του.[2] Samuel König (1712-1757): Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Το 1744 εξορίστηκε από την Ελβετία για πολιτικούς λόγους και εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, όπου έμεινε έως το τέλος της ζωής του. Ήταν μαθητής του Μπερνούλι. Από το 1749 δίδασκε φιλοσοφία και φυσικό δίκαιο στη Χάγη. Υπήρξε οπαδός του Λάιμπνιτς και απέδιδε σ’ αυτόν το αξίωμα της ελάχιστης δράσης. Εξαιτίας των απόψεών του αυτών ήρθε σε σύγκρουση με το Γάλλο μαθηματικό Μοπερτιί, στην οποία πήραν μέρος ο Φρειδερίκος Β’ και ο Βολταίρος.[3] René Antoine Ferchault de Réaumur (Λα Ροσέλ 1683 - Σεν Ζιλιέν ντι Τερού 1757), Γάλλος φυσικομαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε φιλοσοφία στο κολέγιο των Ιησουιτών στο Πουατιέ και το 1699 πήγε στη Μπουρζ, όπου σπούδασε νομικά και μαθηματικά. Συνέχισε τις σπουδές του στα μαθηματικά και στη φυσική, όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1703 και από την ηλικία των 20 ετών ξεκίνησε να δημοσιεύει μελέτες και εργασίες στη γεωμετρία. Το 1708, σε ηλικία 25 ετών, εξελέγη μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ασχολήθηκε και με τη χημεία και βραβεύτηκε για τις μελέτες του στα σιδηρούχα ορυκτά. Θεωρείται ο ιδρυτής της μεταλλειολογίας, αφού χρησιμοποίησε πρώτος μικροσκόπιο για την εξέταση των συστατικών των μετάλλων. Ιδιαίτερα γνωστός, όμως, έγινε για τις μελέτες του στη φυσική, καθώς το 1831 εφεύρε το θερμόμετρο οινοπνεύματος και εισήγαγε την κλίμακα μέτρησης της θερμοκρασίας που φέρει το όνομά του (σημείο ψύξης του νερού 0ο, σημείο βρασμού του νερού 80ο). Ενδιαφέρθηκε επίσης έντονα για τη συστηματική μελέτη της φυσικής ιστορίας και πραγματοποίησε σημαντικές ανακαλύψεις, ιδιαίτερα στην εντομολογία.

16/3/09

Η εκφύλιση των συστημάτων [64]

Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το «σύστημα» του Σταλ δεν βρήκε οπαδούς. Στη Γαλλία μόνο ο Πωλ Μπαρτέζ (1734-1806) έκανε μια απόπειρα για αναθεώρησή του, επιχειρώντας μια σύνθεση της μηχανιστικής και της βιταλιστικής αντίληψης και υποστηρίζοντας την ύπαρξη, εκτός από το σώμα και την ψυχή, ενός τρίτου στοιχείου στο οποίο οφείλονταν οι εκδηλώσεις των φαινομένων της ζωής. Σημαντικό πάντως μέρος των στοιχείων της σκέψης του 18ου αιώνα, ευνόησε την ανάπτυξη μερικών ακόμα «συστημάτων» που στην ουσία αποτελούν εκφύλιση του ρεύματος αυτού, η προσφορά του γενικά υπήρξε αρνητική.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΖΩΙΚΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
Ο ηλεκτρισμός είχε ελκύσει την προσοχή των φιλοσόφων από την αρχαιότητα. Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ο Θαλής ο Μιλήσιος, είχε ασχοληθεί με τα μαγνητικά φαινόμενα που παρουσίαζε όταν τριβόταν το ήλεκτρο (από όπου και το όνομα ηλεκτρισμός).
Το 16ο και 17ο αιώνα, ασχολήθηκαν μαζί του πολλοί σοβαροί ερευνητές: Ο Ουίλιαμ Τζίλμπερτ που χρησιμοποίησε πρώτος το όνομα ηλεκτρισμός, ο Μπόυλ, ο Νεύτων, ο Όττο φον Γκουέρικε, ο Στήβεν Γκρέυ, που απέδειξε τη δυνατότητα μεταβίβασης του ηλεκτρισμού από σώμα σε σώμα δια της επαφής και οι Κλάιστ και Μούσσενμπρουκ που κατασκεύασαν τον πρώτο συσσωρευτή («φιάλη του Λέιντεν»).
Το 18ο αιώνα ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έκανε τη διάκριση θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού και απέδειξε ότι ο κεραυνός είναι ηλεκτρικό φαινόμενο που οφείλεται στη σύγκρουση δύο αντιθέτων ηλεκτρικών φορτίων. Ο Λουίτζι Γκαλβάνι (1737-1798) έκανε τα πρώτα πειράματα γύρω από την επίδραση των ηλεκτρικών εκκενώσεων σε ζωντανά ζώα και ανακάλυψε την παρουσία ηλεκτρισμού στους ζωικούς οργανισμούς.
Όλα αυτά τοποθετούνταν μέσα στο πλαίσιο της γενικής τάσης προς μια «φιλοσοφία της φύσης», που από καιρό αναπτυσσόταν στον ευρωπαϊκό χώρο για να βρει την αποκορύφωσή της στο πρόσωπο του Γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Βίλχελμ Σέλλινγκ (1775-1854), η σκέψη του οποίου υπήρξε αποφασιστική για την κατοπινή εξέλιξη της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Στην περίοδο αυτή που το ενδιαφέρον για τα ηλεκτρικά και μαγνητικά φαινόμενα συνεχώς αυξάνεται σε συνδυασμό με ζωηρές ζυμώσεις της «φιλοσοφίας της φύσης», δεν προκαλεί έκπληξη η εμφάνιση μιας παράδοξης φυσιογνωμίας, του ιατρού και τυχοδιώκτη Φραντς Άντο Μέσμερ.

ΜΕΣΜΕΡ ΚΑΙ ΜΕΣΜΕΡΙΣΜΟΣ
Ο Μέσμερ γεννήθηκε στο Ίζνανγκ πάνω στη λίμνη της Κωνστάντιας το 1734. Πήρε διαδοχικά τους τίτλους του διδάκτορα της φιλοσοφίας και θεολογίας και της ιατρικής, που ο τίτλος της διατριβής, αρκετά ενδεικτικός για το εκπονούμενο «σύστημά» του, ήταν «Περί της επίδρασης των πλανητών».
Το «σύστημά» του ο Μέσμερ διατύπωσε έχοντας υπόψη του τις παρατηρήσεις του Γαληνού για την επίδραση των φάσεων της σελήνης στην εκδήλωση των επιληπτικών και των υστερικών κρίσεων και τους ισχυρισμούς του Τουλπ για την επίδρασή τους στην εκδήλωση των κολικών του νεφρού. Το «σύστημα» στηριζόταν στο «ζωικό μαγνητισμό» και τις σχέσεις μεταξύ αυτού και των επιδράσεων των πλανητών. Μαθαίνοντας ότι ο Ιησουίτης μοναχός και αστρονόμος Μαξιμιλιανός Χελλ είχε θεραπεύσει μερικές περιπτώσεις επώδυνων συσπάσεων του στομάχου, χρησιμοποιώντας μαγνήτη, κατέληξε ύστερα από επίπονη, όσο και φλύαρη μελέτη στο συμπέρασμα ότι οι θεραπείες του Χελλ οφείλονταν στο «ζωικό μαγνητισμό». Την εντυπωσιακή αυτή ανακάλυψή του δημοσίευσε στη Βιέννη το 1775 στο βιβλίο του «Μελέτες περί της μαγνητικής θεραπείας».
Η βασική του ιδέα ήταν ότι αντί να καταφεύγει κανείς στους μεταλλικούς μαγνήτες μπορούσε θαυμάσια να θεραπευτεί με το «ζωικό μαγνητισμό» που διέφευγε από τα χέρια του γιατρού.
Ύστερα από αυτό, οι εκκλησιαστικές αρχές τον αναθεμάτισαν και ο σύλλογος των καθηγητών της ιατρικής σχολής της Βιέννης τον περιέβαλλε με την περιφρόνησή του. Έτσι ο Μέσμερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βιέννη.
Το 1778 βρίσκεται στο Παρίσι, όπου άνοιξε ιατρείο, στο οποίο μάλιστα καλούσε και μέλη της Ακαδημίας των Επιστημών για να παρακολουθούν τις θεραπείες του. Ο ενθουσιασμός όμως του κοινού δεν υπήρξε ούτε ομόφωνος, ούτε άμεσος. Τότε ο Μέσμερ, αφού πρώτα προσπάθησε να διαπραγματευτεί χωρίς επιτυχία με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, που του είχε δώσει μια ετήσια επιχορήγηση για την εγκατάστασή του στο Παρίσι, έφυγε από τη γαλλική πρωτεύουσα και πήγε στο Σπα.
Ύστερα από λίγα χρόνια και με τη βοήθεια φίλων και θαυμαστών του που είχαν οργανωθεί στην «Εταιρεία της αρμονίας», ένα είδος επιστημονικής - μυστικιστικής αίρεσης στο πρότυπο του τεκτονισμού, επέστρεψε πάλι στο Παρίσι. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η μεγάλη φήμη και τα μεγάλα κέρδη για το Μέσμερ.

Η ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΝ ΕΥΝΟΕΙ
Η κοινωνία των Γάλλων ευγενών στις παραμονές της Επανάστασης, μια κοινωνία πλούσιων, κενόδοξων, νωθρών και αργόσχολων ατόμων, προσφερόταν θαυμάσια για την ευδοκίμηση τέτοιων θεωριών. Ο «ζωικός μαγνητισμός» του Μέσμερ ήταν ό,τι αποζητούσαν τα παρισινά σαλόνια της εποχής του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και προπαντός οι κυρίες, από τις οποίες ήταν συνεχώς γεμάτο το ιατρείο του έτσι που να χρειάζεται να κλείσεις ραντεβού εβδομάδες πριν. Η υστερία ήταν πολύτιμη σύμμαχος του Μέσμερ, που άσχετα από τις πεποιθήσεις του ήταν πολύ καλός ηθοποιός και φοβερός έμπορος.
Ο Μέσμερ κάθιζε τους πελάτες του γύρω από μια περίεργη δεξαμενή, «μπακέ», όπως την αποκαλούσε, γεμάτη με πολύ αραιό διάλυμα θειικού οξέος. Μέσα στο διάλυμα ήταν βυθισμένες σιδερένιες ράβδοι με λαβή, που την έπαιρνε στο χέρι του ο πελάτης και «μαγνητιζόταν». Τη στιγμή εκείνη μέσα στο ημίφως της αίθουσας, έκανε θεατρικά την εμφάνισή του ο Μέσμερ, ντυμένος με μεταξωτό λιλά πουκάμισο και άγγιζε με το χέρι του ή με ένα ραβδάκι τους ασθενείς που πάθαιναν αμέσως μια προσβολή αρκετά όμοια με υστερία. Μετά την κρίση αυτή, που ήταν απαραίτητη για να πετύχει η θεραπεία, ο Μέσμερ απελευθέρωνε το μαγνητισμό του και ο ασθενής θεραπευόταν.
Πώς γινόταν η θεραπεία; Ο Μέσμερ βάζοντας τα χέρια του πάνω στον άρρωστο, του προκαλούσε ένα είδος ύπνωσης που την ονόμαζε «υπνοβασία» ή «ενόραση» και όσο αυτή διαρκούσε, του υπέβαλλε την ιδέα της θεραπείας. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μέσμερ είχε γίνει ο αγαπημένος γιατρός της υψηλής γαλλικής κοινωνίας.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΜΕΡ
Με τη Γαλλική Επανάσταση τέλειωσε και η δραστηριότητα του Μέσμερ, που, ενεργώντας με φρόνηση, άφησε το Παρίσι, που τότε το απασχολούσαν έννοιες διαφορετικές από τον Μεσμερισμό. Από εκεί πηγαίνει πρώτα στο Λονδίνο και στη συνέχεια στη Βιέννη, με την ελπίδα να επαναλάβει την προσοδοφόρα πρακτική του. Το κλίμα όμως εκεί δεν προσφερόταν όσο ο ίδιος θα ήθελε κι έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει στην πατρίδα του όπου και πέθανε το 1815.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν στα όσα έκανε ο Μέσμερ υπήρχε και κάποιο αληθινό, θετικό στοιχείο. Και είναι μεν γεγονός ότι ο Μέσμερ εκμεταλλευόταν την τάση των ανθρώπων όλων των εποχών και πιο πολύ του αιώνα της Διαφώτισης, προς το υπερφυσικό. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι είτε ενσυνείδητα είτε όχι, ο Μέσμερ στάθηκε κατά κάποιο τρόπο πρόδρομος των ερευνών των αιώνων που ακολούθησαν, πάνω στα θέματα της ύπνωσης, του πνευματισμού και των παραψυχολογικών φαινομένων της ανθρώπινης ψυχής. Όπως και αν κρίνει κανείς τη θεωρία του για τον ζωικό μαγνητισμό, δεν μπορεί να παραβλέψει δυο στοιχεία: τη σημαντική προσωπική επιρροή του Μέσμερ στον ψυχικό κόσμο των αρρώστων του και τη συχνότητα με την οποία παρουσιαζόταν το φαινόμενο της υπνοβασίας κατά τη διάρκεια των θεραπειών του. Ο Μέσμερ πράγματι υπήρξε ο πρώτος που μπόρεσε να παραγάγει κατάσταση ύπνωσης σε άλλα άτομα, ένα φαινόμενο δηλαδή που εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί αντικείμενο σοβαρών μελετών.

Η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ
Περισσότερη επίδραση άσκησε στους μεταγενέστερους και εξακολουθεί και σήμερα να ασκεί με αρκετή επιτυχία η θεωρία του Γερμανού ιατρού Σάμουελ Χάνεμαν, που γεννήθηκε στο Μάισεν το 1755 και πέθανε στο Παρίσι το 1843.
Στο θεμελιώδες έργο του «Όργανο της ιατρικής τέχνης» (Δρέσδη, 1810) υπάρχει η πλήρη διατύπωση του «συστήματός» του που συνοψίζεται στον αφορισμό «τα όμοια θεραπεύονται δια των ομοίων», σε αντίθεση με την κλασική αρχή ότι «τα αντίθετα θεραπεύονται δια των αντιθέτων». Η θεωρία του Χάνεμαν είναι η «ομοιοπαθητική».
Ο Χάνεμαν πίστευε ότι η ενέργεια κάθε φαρμάκου δεν είναι τίποτε άλλο από μια ασθένεια με ήπια συμπτώματα, που προκαλείται τεχνητά με τη χορήγησή του. Σκέφτηκε λοιπόν ότι οι αρρώστιες πρέπει να θεραπεύονται με τα φάρμακα εκείνα που όταν τα πάρει ο άρρωστος του προκαλούν συμπτώματα όμοια με τα συμπτώματά τους. Πίστευε ακόμα ότι ένα φάρμακο είναι τόσο πιο δραστικό, όσο περισσότερο αραιωμένο χορηγείται.
Με τις αντιλήψεις αυτές του Χάνεμαν ένα πράγμα επιτυχαινόταν με απόλυτη βεβαιότητα: το «μη βλάπτειν» του Ιπποκράτη. Και αυτό δεν είναι λίγο αν σκεφτεί κανείς τις καταχρήσεις των φαρμάκων που έγιναν το 18ο αιώνα: τον Μπράουν με το λάβδανο και το ουίσκι και τον Ραζόρι με τα εξασθενητικά του. Βέβαια γνωρίζουμε φάρμακα που και σε εξαιρετικά αραιές διαλύσεις εξακολουθούν να είναι δραστικά και μάλιστα περισσότερο από ό,τι αν ήταν σε πυκνότερη διάλυση. Αυτό όμως για κανένα λόγο δε σημαίνει ότι η θεωρία του Χάνεμαν είναι στο σύνολό της ορθή. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι το «σύστημα» του Χάνεμαν έχει την απήχησή του και στις δικές μας ημέρες.

11/3/09

Τα συστήματα - Γ' Μέρος [63]

Είδαμε στο κεφάλαιο αυτό τις ολέθριες συνέπειες του «συστήματος» του Brown. Το δρόμο του Brown ακολούθησε πρώτος ένας Ιταλός, για τον οποίον είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς τι πρόσφερε περισσότερο στην υπόθεση της ιατρικής: ενθουσιασμό ή θύματα. Πρόκειται για τον Τζιοβάνι Ραζόρι που γεννήθηκε στην Πάρμα το 1766 και σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο της Παβίας έγινε ενθουσιώδης, φανατικός θα έλεγε κανείς, υποστηρικτής του Brown.
Το 1792 μετέφρασε την ιταλική «Επιτομή» του John Brown. Στη συνέχεια (1793-1795) πήγε με επιχορήγηση της κυβέρνησης της Πάρμας στο Λονδίνο, όπου και γνώρισε καλύτερα το «σύστημα» του Σκωτσέζου γιατρού, το οποίο και ασπάστηκε απόλυτα. Γυρίζοντας στην Ιταλία εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου έγινε ένθερμος κήρυκας του συστήματος και της αρχής ότι «τα αντίθετα θεραπεύονται δια των αντιθέτων», αρχής που αποτελούσε το αποκορύφωμα της θεραπευτικής μεθόδου του Brown.
Εξαιρετικά φιλελεύθερος (κάτι που όφειλε στην παραμονή του στο Λονδίνο), όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τη Λομβαρδία και τη Βενετία, ο Ραζόρι υπήρξε ενθουσιώδης πολιτικός αρθρογράφος, ώσπου τέλος κατόρθωσε να καταλάβει την έδρα της παθολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης που είχε σπουδάσει. Την ημέρα του εναρκτήριου μαθήματός του, μέσα στο γενικό ενθουσιασμό που είχε ξεσηκώσει, εκλέχτηκε πρύτανης και φύτεψε στην αυλή του «Αθηναίου» το δέντρο της ελευθερίας, εκφωνώντας ένα φλογερό λόγο που τον έκανε ακόμα πιο δημοφιλή.
Το 1797 επέστρεψε στο Μιλάνο ως γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών της Εντεύθεν των Άλπεων Δημοκρατίας. Σ’ ένα χρόνο τον βρίσκουμε πάλι στην Παβία να εκφωνεί άλλον εναρκτήριο λόγο που ο τίτλος του είναι αρκετά εύγλωττος για τις αντιλήψεις του: «Ανάλυση της υποτιθέμενης μεγαλοφυΐας του Ιπποκράτη». Η έδρα που είχε καταλάβει τη φορά αυτή ήταν της κλινικής ιατρικής. Δεν την κράτησε όμως πολύ. Το επόμενο έτος την κατέλαβε ένας μανιώδης αντίπαλός του, ο Πιέτρο Μοσκάτι (1739-1824), που εγκαινίασε τη διδασκαλία του με έναν αυστηρότατο λόγο κατά των θεωριών του Ραζόρι και της ακαμψίας γενικά των συστημάτων. Ο τίτλος του εναρκτήριου μαθήματός του ήταν αρκετά σαφής: «Περί της χρήσης των συστημάτων στην πρακτική ιατρική».
Όταν επέστρεψαν οι Αυστριακοί στη Λομβαρδία, ο Μοσκάτι, ως ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της Διαφώτισης μεταξύ των Λομβαρδών ιατρών και η ιατρική του δραστηριότητα έφερε τη σφραγίδα των ιδεών της, δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τα χέρια της ανελέητης αστυνομίας τους. Φυλακίστηκε, καταδικάστηκε κι εξορίστηκε. Ο Ραζόρι κατόρθωσε να φτάσει στη Γένουα με το στρατό του στρατηγού Μασσενά και βρέθηκε στην πολιορκία της πόλης, όταν θέριζε ο εξανθηματικός τύφος. Δίπλα του βρέθηκε ο μεγάλος Ελληνοϊταλός ποιητής Ούγος Φώσκολος, διψασμένος κι εκείνος για δικαιοσύνη κι ελευθερία.
Στη Γένουα ο Ραζόρι ρίχτηκε με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια της ανακούφισης των τραυματιών της πολιορκίας και των ασθενών της πολιορκημένης από τον εχθρό πόλης. Κάτω από τέτοιες συνθήκες συνέλαβε το ολέθριο «σύστημά» του.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΧΛΕΥΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Ο Ραζόρι θεράπευε τους ασθενείς που προσβάλλονταν από τον εξανθηματικό τύφο και τους τραυματίες, σύμφωνα με τις αρχές του «συστήματός» του Brown. Σύμφωνα με αυτές, ο εξανθηματικός πυρετός, όπως και οι περισσότερες ασθένειες, κατατασσόταν στην «ασθενική διάθεση» που θεραπευόταν με τα διεγερτικά, όπως το κρασί και το όπιο.
Τα αποτελέσματα της θεραπείας αυτής ήταν τόσο καταστρεπτικά, ώστε ο Ραζόρι συνέλαβε την ιδέα να αναστρέψει τη θεραπευτική μέθοδο, εφαρμόζοντας αντί των διεγερτικών τα εξασθενητικά. Συμπτωματικά η νέα μέθοδος παρουσίασε στην αρχή επιτυχίες, με αποτέλεσμα να τονωθεί η πεποίθησή του στη νέα θεραπευτική τακτική. Κι όχι μόνον αυτό: ο Ραζόρι αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός ώστε να επιχειρήσει την ανατροπή του συστήματος του Brown. Σύμφωνα με το νέο του «σύστημα», όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονταν από υπερβολή διεγέρσεων και συνεπώς έπρεπε να θεραπεύονται με ηρεμιστικά, όπως οι αφαιμάξεις και φάρμακα σαν το αντιμόνιο, τη δακτυλίτιδα κλπ.
Παρά τις αρχικές ελπίδες, οι συνέπειες υπήρξαν ολέθριες. Φανταστείτε έναν τραυματία, που είχε κιόλας χάσει αρκετό αίμα από τα τραύματά του, να υποβάλλεται σε νέα αφαίμαξη. Οι άνθρωποι, στο όνομα της υποτιθέμενης ορθότητας ενός «συστήματος», κυριολεκτικά σφάζονταν. Από τέτοιες, δυστυχώς, τραγικές σελίδες είναι γεμάτη η ιστορία της ιατρικής.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΞΕΓΕΙΡΕΤΑΙ
Οι θάνατοι που προκάλεσε η τακτική αυτή του Ραζόρι και των φανατικών οπαδών του, υπήρξαν ίσως περισσότεροι από αυτούς που είχε ο πόλεμος στα πεδία των μαχών γύρω από την πολιορκημένη Γένουα. Κάποια στιγμή ο κόσμος, μην αντέχοντας άλλο, εξεγέρθηκε κατηγορώντας τους για δηλητηριαστές και δολοφόνους.
Αυτός ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που ο Ραζόρι γυρίζοντας από τη Γένουα στο Μιλάνο, μετά το τέλος της πολιορκίας, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε άλλο από το να ασκεί το επάγγελμα στα θεραπευτήρια των μαθητών του. Τέλος, το 1805 προσφέρθηκε να διδάσκει δωρεάν την κλινική ιατρική στους νέους γιατρούς της Σχολής της Παβίας, μεταβάλλοντας έτσι το Οσπεντάλε Ματζόρε σε σχολή μετεκπαίδευσης. Η προσφορά του έγινε πράγματι δεκτή και διορίστηκε καθηγητής άνευ αποδοχών από το 1806.

Η ΝΕΑ ΦΑΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΡΑΖΟΡΙΜια νέα φάση αρχίζει στο Οσπεντάλε Ματζόρε. Πεπεισμένος κάθε μέρα όλο και πιο πολύ για την ορθότητα του συστήματός (πόση δύναμη έχουν τέλος πάντων αυτές οι ιδέες!), σε πείσμα των θανάτων που ακολουθούσαν σχεδόν κάθε εφαρμογή του, και επιθυμώντας να προσκομίσει ακαταμάχητες αποδείξεις για την ορθότητά του, σκέφτηκε να μελετήσει στατικά τη σχέση θεραπείας και θεραπευτικού αποτελέσματος. Έτσι παρά τους θανάτους που σκόρπισε γύρω του το ολέθριο «σύστημά» του, υπήρξε ένας από τους σκαπανείς της ιατρικής στατιστικής που σήμερα συνδέεται αναπόσπαστα με κάθε είδους κλινικό πειραματισμό.
Εκτός από αυτή την προσφορά του μένουν ακόμα οι θυσίες του για την ελευθερία και την ενότητα του ιταλικού έθνους, που του στοίχισαν 4χρονη φυλάκιση. Αργότερα δημοσίευσε μια στατιστική με την οποία αποδείκνυε ότι η θνησιμότητα στην κλινική του, όπου εφαρμοζόταν μόνον η θεραπευτική του μέθοδος, ήταν τα έτη 1812-1814 κατώτερη από τη θνησιμότητα των άλλων κλινικών.
Η συνύπαρξη όμως αντιφατικών πλευρών, θετικών και αρνητικών, δεν αποτελεί για εκείνον που μελετά την ιστορία της ιατρικής κάτι το πρωτοφανές.

Ο ΓΚΕΟΡΓΚ ΕΡΝΣΤ ΣΤΑΛ
Ενώ το «σύστημα» του Ραζόρι δεν ήταν αρχικά παρά ανάπτυξη του συστήματος του Brown και στη συνέχεια αναστροφή του με τραγικά αποτελέσματα, το «σύστημα» του Σταλ παρουσιάζεται ως αντίθεση στο «σύστημα» του Χόφμαν.
Ο Σταλ, χαρακτήρας σκυθρωπός και φιλύποπτος, γεννήθηκε τον ίδιο χρόνο με τον Χόφμαν (1660) στο Άνσμπαχ. Σπούδασαν μαζί στην Jena και τους συνέδεε για κάμποσο καιρό ειλικρινής φιλία. Χάρη στη φιλία του αυτή ο Σταλ ανέλαβε την έδρα της θεωρητικής ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Χάλλε. Η αναποφασιστικότητα του Χόφμαν μπροστά ιδίως στο πρόβλημα ή να αρνηθεί την παρέμβαση της ψυχής στην εξέλιξη των φυσικών φαινομένων ή να την υποβιβάσει, κατά τη γνώμη του, θεωρώντας την κινητήρια αρχή της ζωντανής μηχανής, δεν μπορούσε να αρέσει σε άνθρωπο σαν τον Σταλ, με τον τραχύ κι ακατάλληλο για συμβιβασμούς χαρακτήρα του. Έτσι η φιλία με τον παλιό συμφοιτητή συνεχώς λιγόστευε για να σβήσει τελείως και να αντικατασταθεί με έχθρα, στη δημιουργία της οποίας έπαιξε ρόλο ασφαλώς η αντιζηλία που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Έτσι ο Σταλ εγκατέλειψε τη Χάλλε για να γίνει γιατρός της Αυλής στο Βερολίνο, όπου και πέθανε το 1734, οκτώ χρόνια πριν από τον Χόφμαν.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ «ΦΛΟΓΙΣΤΟΥ»
Το σύστημα του Σταλ δεν μπορεί να θεωρηθεί τελείως πρωτότυπο. Είναι μάλλον επέκταση των ιδεών του Γιόχαν Γιοαχίμ Μπέχερ (1635-1682), του οποίου την έννοια της «καιόμενης γαίας» μετονόμασε σε «φλογιστό».
Τι ήταν αυτό το φλογιστό; Ένα στοιχείο ρευστό που αναπτυσσόταν με την καύση και την ασβεστοποίηση των μετάλλων. Στη χημεία αυτού του φλογιστού θεμελίωσε ο Σταλ το σύστημά του, που ήταν όπως κι αυτός άκαμπτο κι ακατάλληλο για συμβιβασμούς.
Ο Σταλ αρνείται τη μηχανιστική αντίληψη και στη θέση της τοποθετεί ό,τι ονόμαζε «οργανισμό». Τα φαινόμενα της ζωής ρυθμίζονται από την ψυχή που διευθύνει όλες τις οργανικές λειτουργίες. Οι αρρώστιες δεν είναι τίποτε άλλο από ελλείψεις που εκδηλώνονται στην πορεία των λειτουργιών και ανάγονται στην ψυχή, στην κακή λειτουργία της οποίας πρέπει να αναφέρονται τα φάρμακα, τις πιο πολλές φορές διάφορες ζύμες.
Όπως είπαν, η ανιμιστική αντίληψη του Σταλ είναι ένα είδος επανάληψης των αριστοτελικών αντιλήψεων. Παρόλα αυτά, όταν ο Σταλ ισχυρίζεται ότι οι χημικές διεργασίες είναι τα φυσικά όργανα της ψυχής, απομακρύνεται σημαντικά από τον Αριστοτέλη.
Το «σύστημα» του Σταλ δε βρήκε οπαδούς ούτε καν ανάμεσα στους σύγχρονούς του. Παρόλο όμως που από ορισμένους νεώτερους επιστήμονες χαρακτηρίζεται ως ολέθριο, η φυσιογνωμία όμως του ιδρυτή του, παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Γιατί αποδεικνύει τη δύναμη που έχουν ορισμένες παλιές ιδέες να ξαναζούν σε μια εποχή που όλοι τις θεωρούν οριστικά ξεπερασμένες. Αυτή την έννοια έχει το έργο του Σταλ.

Τα συστήματα - Β' Μέρος [62]

Η εσωτερική αντίφαση που βασάνιζε τον Φρίντριχ Χόφμαν ήταν ότι ενώ πίστευε απόλυτα στη μηχανική βάση των φαινομένων της ζωής και ταυτόχρονα στην ύπαρξη αθάνατης ψυχής, δεν κατόρθωνε να συλλάβει ως αιτία των ζωτικών φαινομένων την ψυχή, αλλά ούτε και να αγνοήσει τελείως την επίδρασή της στη γένεσή τους. Για να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Χόφμαν υποστήριζε ότι η ψυχή προσφέρει την ικανότητα της γνώσης και της δράσης, αλλά η κίνηση της ανθρώπινης μηχανής είναι έργο του «ζωικού πνεύματος» που υπάρχει στο αίμα, κατασκευάζεται δε στον εγκέφαλο με την επεξεργασία του αέρα που λεπτύνεται μέχρι που να πάρει τη σύσταση του «αιθέρα».
Όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η άποψη του Χόφμαν είναι μέχρι ένα σημείο κάποια διέξοδος απέναντι στις δυσκολίες της ερμηνείας που ζητούσε για τα φαινόμενα της ζωής. Από την άλλη όμως είναι και μια μακρινή απήχηση της διδασκαλίας του Γαληνού για το «θαυμάσιο δίκτυο» και το «ζωικό πνεύμα» που παρασκευάζει, διοχετεύοντάς το σε όλο το σώμα μέσω των νεύρων.
Όπως και να έχει το πράγμα, πολλοί γιατροί της εποχής, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες δυσκολίες με τον Χόφμαν, αλλά και εκτιμώντας θετικά τις απόψεις του, ακολούθησαν πιστά τα ίχνη του. Μεταξύ τους πρέπει να αναφέρουμε για την ιδιορρυθμία της μορφής και του έργου τους, τον Άλμπρεχτ φον Χάλλερ και τον Ουίλιαμ Κάλλεν.

ΑΛΜΠΡΕΧΤ ΦΟΝ ΧΑΛΛΕΡ
Γεννήθηκε στη Βέρνη το 1708 και υπήρξε δίπλευρο ταλέντο: εξαιρετικός ποιητής και οξυδερκής επιστήμονας.
Ο Χάλλερ σπούδασε στο Tübiggen, πήρε τον τίτλο του διδάκτορος στο Λέιντεν και έκανε σοβαρές ανατομικές μελέτες στο Λονδίνο και το Παρίσι. Για ένα μικρό διάστημα ασχολήθηκε με τη σπουδή των μαθηματικών στη Βασιλεία και ύστερα γυρίζοντας στη Βέρνη διορίστηκε βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική της Βιβλιοθήκη. Η μικρή του απασχόληση εκεί, του άφηνε χρόνο για τις ανατομικές και βοτανικές του μελέτες.
Το 1736 κλήθηκε και ανέλαβε την έδρα της ανατομικής και χειρουργικής στο πανεπιστήμιο του Göttiggen, όπου απέκτησε μεγάλη φήμη και έφτασε να θεωρείται η κορυφή της μεγάλης εκείνης ιατρικής σχολής. Το 1753 εγκατέλειψε την έδρα του και επέστρεψε στη Βέρνη, όπου πέθανε το 1777.
Η φήμη του ως ποιητή οφείλεται πιο πολύ στο ποίημα «Οι Άλπεις», που εμπνεύστηκε σε κάποιο ταξίδι του στην περιοχή τους. Το ποίημα αυτό, μικρό προοίμιο του νατουραλισμού που στη συνέχεια κυριάρχησε σε όλη την Ευρώπη του 18ου αιώνα, στρεφόταν με θαυμασμό και ενθουσιασμό προς την άδολη ειλικρίνεια της ζωής των απλών ανθρώπων, που αποτελούσε μια κτυπητή αντίθεση προς τη διαφθορά της πολιτισμένης κοινωνίας.
Ως φυσιολόγος και ανατόμος, έχοντας στο παρελθόν μεγάλη πειραματική εμπειρία και διαθέτοντας οξύ και παρατηρητικό πνεύμα, κατόρθωσε ο Χάλλερ να αναπτύξει τα σπέρματα μερικών ιδεών από το έργο του Χόφμαν.
Έτσι στον τομέα της θεραπευτικής ο Χόφμαν, με βάση τις θεωρίες του περί συστολής και διαστολής των ινών, χρησιμοποιούσε φάρμακα όπως η κίνα, ο σίδηρος, ο αιθέρας κλπ., που ελάττωναν και απομάκρυναν, κατά τη γνώμη του, την πληθώρα του αίματος που αποτελούσε την αιτία κάθε νόσου. Ο Χάλλερ μελέτησε σε βάθος τη φυσιολογία των ενεργειών των φαρμάκων αυτών και συνέλαβε τη θεωρία της αισθητικότητας και της διεγερσιμότητας, που τις θεώρησε βασικές ιδιότητες των ιστών των ζωντανών ζωικών οργανισμών. Την πρώτη τη θεωρούσε χαρακτηριστικό των νεύρων και τη δεύτερη του μυϊκού συστήματος. Έτσι δεχόταν τις «βιταλιστικές» αρχές του Χόφμαν, αλλά μετά από την κατάλληλη πειραματική προετοιμασία, ώστε να θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής της πειραματικής φυσιολογίας.
Το ίδιο οξυδερκής στο βοτανικό πεδίο, ο Χάλλερ υπήρξε ακόμα μανιώδης συλλέκτης κλασικών και μη ιατρικών κειμένων, σε βαθμό που και σήμερα ακόμα, παρά τη διασπορά των βιβλίων του, η βιβλιοθήκη του να αποτελεί θησαυρό ανεκτίμητο.

Ο ΟΥΪΛΙΑΜ ΚΑΛΛΕΝ
Από τον Χόφμαν και πέρα, το νευρικό σύστημα αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επιστημόνων. Στην ερμηνεία των λειτουργιών του θα θεμελιωθούν μερικά από τα πολλά συστήματα του 18ου αιώνα, παράλληλα με το σύστημα του Κάλλεν που μερικοί, υπερβάλλοντας κάπως τα πράγματα, τον θεωρούν ως ιδρυτή της νεώτερης νευροπαθολογίας.
Ο Κάλλεν γεννήθηκε στο Χάμιλτον το 1712 και σπούδασε στη Γλασκώβη, όπου έκανε και διετή άσκηση στη χειρουργική. Έκανε το γιατρό σε διάφορα μέρη της Αγγλίας και της Σκωτίας και στη συνέχεια πήγε στο Εδιμβούργο για μετεκπαίδευση στη νέα σχολή που είχε τότε ιδρυθεί εκεί. Το 1740 πήρε τον τίτλο του διδάκτορα στη Γλασκώβη, όπου το 1755 κατέλαβε την έδρα της χημείας και το 1773 την έδρα της ιατρικής. Πέθανε το 1790 στο Εδιμβούργο, τιμώμενος εξαιρετικά για τη διδακτική του ιδίως ικανότητα που γέμιζε πάθος τους ακροατές του.
Την επιστημονική του εργασία ξεκίνησε με ένα έργο ταξινόμησης των νόσων, τη «Σύνοψη μεθοδικής μεθοδολογίας» (1769): οι νόσοι ταξινομούνται με βάση τα συμπτώματά τους σε κλάσεις, τάξεις, γένη και είδη. Ενθουσιώδης υποστηρικτής των απόψεων του Χάλλερ για την αισθητικότητα και τη διεγερσιμότητα, ο Κάλλεν δεν περιφρονούσε και πολλές από τις ιδέες του Χόφμαν, συνδυάζοντάς τις όμως με μερικές δικές του θέσεις που δεν διέφεραν πολύ από εκείνες του αντιπάλου του Χόφμαν, Γκέοργκ Ερνστ Σταλ.
Στο «σύστημα» του Κάλλεν η αρχή της ζωής τοποθετείται στο νευρικό σύστημα που είναι ο ρυθμιστής κάθε ζωικού φαινομένου. Οι ασθένειες ανάγονται όλες στο νευρικό σύστημα, που όταν είναι ισχυρό τους δίνει χαρακτήρα «σπαστικό» κι όταν είναι εξασθενημένο, χαρακτήρα «ατονικό». Η θεραπεία συνεπώς πρέπει να είναι κατευναστική στην πρώτη και διεγερτική στη δεύτερη περίπτωση.
Παρόλη τη φήμη που απολάμβανε όσο ζούσε, ο Κάλλεν πολύ γρήγορα μετά το θάνατό του ξεχάστηκε και το έργο του υποτιμήθηκε τόσο από τους μεταγενέστερους, ώστε τα βιβλία να μη θεωρούνται τίποτα περισσότερο από ιστορικά ντοκουμέντα. Παρόλα αυτά υπάρχει και η άποψη του Τζων Μπόστοκ, γιου του πιο αγαπητού μαθητή του Κάλλεν που γράφει ότι: «κανένας δεν άσκησε πιο έντονη και πιο μόνιμη επίδραση στην ιατρική, σε όλους της τους κλάδους, τόσο τους θεωρητικούς, όσο και τους πρακτικούς, από τον Κάλλεν». Πράγματι από τη δική του γραμμή προέκυψε το πιο περίφημο από τα «συστήματα» του 18ου αιώνα, εκείνο που συγχρόνως άσκησε την πιο αρνητική επίδραση πάνω στην ιατρική, το σύστημα του μαθητή και γραμματέα του Τζων Μπράουν.

Ο ΤΖΩΝ ΜΠΡΑΟΥΝ
Υπήρξε τελείως αντίθετος χαρακτήρας από το δάσκαλό του. Γεννημένος από φτωχούς γονείς στο Εδιμβούργο το 1735, μαθήτευσε στην αρχή σε υφαντήριο. Μετά κατόρθωσε να πάρει μαθήματα θεολογίας και ρητορικής. Τέλος, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου για να ακολουθήσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, άλλαξε γνώμη και προτίμησε να σπουδάσει ιατρική. Τα έξοδα των σπουδών του τα έβγαζε μεταφράζοντας τις εργασίες των συμφοιτητών και των καθηγητών του στα λατινικά και παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα λατινικής γλώσσας.
Η τύχη του χαμογέλασε όταν ο Κάλλεν, εκτιμώντας τη λατινομάθειά του, τον έκανε παιδαγωγό του γιου του. Αυτό του έκανε τη ζωή πιο άνετη και του επέτρεψε μεγαλύτερη αφοσίωση στις ιατρικές του μελέτες. Όμως η προηγούμενη σκληρή ζωή του επιδρώντας στον εκ φύσεως στρυφνό χαρακτήρα του, τον διαμόρφωσε τελείως εχθρικό προς κάθε διάλογο. Η πολεμική του στράφηκε πρώτα κατά του δασκάλου και προστάτη του Κάλλεν. Στα «Στοιχεία Ιατρικής» που δημοσίευσε το 1775, αντιπαρατάσσει στις θεωρίες εκείνου ένα νέο δικό «σύστημα», με την ανάπτυξη του οποίου άρχισε τη σταδιοδρομία του ως δάσκαλος της ιατρικής.
Έχοντας ο Μπράουν αξιόλογη κλασική μόρφωση, παρέλαβε τις θεωρίες του αρχαίου Έλληνα ιατρού Ασκληπιάδη και της σχολής των «μεθοδικών» και τους μεταφύτευσε στοιχεία από τη διδασκαλία του Χόφμαν, του Χάλλερ και του ίδιου του Κάλλεν.
Ο Μπράουν θεωρούσε τη νόσο ως αποτέλεσμα διαταραχής της ισορροπίας μεταξύ της διεγερσιμότητας του οργανισμού και των διεγέρσεων που ενεργούν πάνω της. Από τη διαταραχή αυτή προκύπτουν είτε «υπερασθένεια» λόγω αύξησης των διεγέρσεων μέσα σε ορισμένα όρια, είτε «ασθένεια» λόγω ελάττωσης των διεγέρσεων ή τόσο μεγάλης αύξησης ώστε να εξαντλείται η διεγερσιμότητα του οργανισμού. Η θεραπεία αποβλέπει στην αποκατάσταση της αρχικής ισορροπίας με βάση την αρχή «τα αντίθετα θεραπεύονται δια των αντιθέτων», δηλαδή μια νόσος αντιμετωπίζεται με φάρμακα που η ενέργειά τους είναι αντίθετη με την ενέργεια της αιτίας της νόσου. Επειδή όμως σχεδόν όλες οι ασθένειες κατατάσσονται στις «ασθενικές», τα ενδεδειγμένα φάρμακα είναι τα διεγερτικά: οινόπνευμα, καμφορά, αιθέρας κλπ., στα οποία ο Μπράουν πρόσθετε, κατά περίεργο τρόπο, και το όπιο. Και επειδή δεν μπορούσε παρά να εφαρμόζει και στον εαυτό του όσα υποστήριζε, έκανε τέτοια χρήση των ισχυρότερων διεγερτικών του, δηλαδή του οπίου, που έπαιρνε σαν λάβδανο και του οινοπνεύματος, που έπινε με τη μορφή του ουίσκι, ώστε να πεθάνει εξαιτίας τους στο Λονδίνο το 1788.
Ανάλογα ήταν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του συστήματός του και για όσους το ακολούθησαν, αλλά και για όσους το πολέμησαν.

9/3/09

Τα συστήματα - Α' Μέρος [61]

Σε άλλα κεφάλαια είχαμε τονίζει πού είχε οδηγήσει η εισαγωγή της πειραματικής μεθόδου στην ιατρική το 17ο αιώνα: ο γιατρός είχε απομακρυνθεί σιγά - σιγά από το προσκέφαλο του αρρώστου για να μεταβληθεί προοδευτικά σε καθαρό ερευνητή. Ο γιατρός αυτός βρισκόταν πια αρκετά μακριά από την παραδοσιακή μορφή που είχε σκιαγραφήσει ο μεγάλος Ιπποκράτης σε όλο το έργο του και ιδίως τον Όρκο του, που θα αποτελεί στους αιώνες ένα μνημείο υπέροχο του ελληνικού ανθρωπιστικού πνεύματος.
Στην εκτροπή αυτή του ιατρικού επαγγέλματος είχαν αντιταχθεί έντονα (άλλοι πιο πολύ με την αίσθηση του μέτρου που ο καθένας τους διέθετε) όσοι είχαν ακολουθήσει τον «Άγγλο Ιπποκράτη», τον Τόμας Σύντενχαμ.
Η αφιέρωση όμως του γιατρού στην πειραματική έρευνα, δεν έμεινε άκαρπη. Εκτός από την εμβάθυνση των γνώσεων στα πεδία της ανατομικής και της φυσιολογίας (Ιατρομηχανικοί και ιατροχημικοί), της οφείλεται και η απαρχή της διαμόρφωσης των λεγομένων «συστημάτων» (β' μισό του 17ου αιώνα), που άνθησαν στον αιώνα που ακολούθησε.

ΤΟ «ΠΩΣ» ΚΑΙ ΤΟ «ΓΙΑΤΙ»Για να συλλάβουμε το θέμα πρέπει να θυμηθούμε τα λόγια στα οποία ο Μαλπίγγι έκλεισε την πεμπτουσία της σκέψης του, που στη συνέχεια διαμόρφωσε τις ιδέες της πιο ζωντανής μερίδας των επιστημόνων του 17ου αιώνα: «μη γνωρίζοντας τον τρόπο της ενέργειας του αγγέλου (δηλαδή της δύναμης που κινούσε τη μηχανή του ζωντανού οργανισμού), αλλά την ακριβή κατασκευή του μύλου (δηλαδή της ζωντανής ύπαρξης), κατανοώ αυτήν την κίνηση και την ενέργεια και αν πάθαινε βλάβη ο μύλος, θα προσπαθούσα να επισκευάσω τους τροχούς ή τη χαλαρωμένη συναρμολόγησή τους και θα παραιτούμουν από την αναζήτηση του τρόπου της ενέργειας του αγγέλου που κινεί».
Τα λόγια αυτά δίνουν ακριβώς τα όρια της πειραματικής επιστήμης του 17ου αιώνα, που συμπίπτουν με τα όρια της επιστημονικής έρευνας κάθε εποχής. Ταυτόχρονα σκιαγραφούν το περιεχόμενο της επιστήμης γενικά, εκείνης που ερευνά την κατασκευή του αντικειμένου της ειδικότερα (αυτή αποτελούσε και το κέντρο των δικών του ενδιαφερόντων), ως τη γνώση της «ακριβούς κατασκευής του μύλου». Τι σημαίνει αυτό;
Σύμφωνα με την άποψη του Μαλπίγγι, η αληθινή επιστήμη οφείλει και μπορεί να γνωρίσει το «πώς» των φαινομένων, αλλά οφείλει να παραιτηθεί από την αναζήτηση του «γιατί». Η επιστήμη δηλαδή εγκαταλείπει το πανάρχαιο αίτημά της, της γνώσης της αιτίας των φαινομένων, για να περιοριστεί στη γνώση του τρόπου της εκδήλωσής τους.
Το ίδιο είχε δηλώσει ανοικτά και ο Γαλιλαίος. Ενώ στον «Πειραματιστή» του ορίζει την επιστήμη ως «ποσοτική μέτρηση των φαινομένων», στο έργο του «Περί των ηλιακών κηλίδων» γράφει: «ή, σκεφτόμενοι θεωρητικά, θα προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στην αληθινή και εσώτερη ουσία των πραγμάτων της φύσης, ή θα αρκεστούμε στη γνωριμία μερικών από τους τρόπους της ύπαρξης και της εκδήλωσής τους. Την προσπάθεια να διεισδύσουμε στην ουσία θεωρώ επιχείρηση όχι λιγότερο αδύνατη και κόπο όχι λιγότερο μάταιο τόσο ως προς τις κοντινότερες στοιχειώδεις ουσίες, όσο και ως προς τις μακρινότερες και ουράνιες. Μου φαίνεται δε ότι αγνοώ εξίσου την ουσία της γης και της σελήνης, των στοιχειωδών νεφών και των κηλίδων του ηλίου».
Με τα λόγια αυτά του Γαλιλαίου επιβεβαιώνεται η περιγραφική λύση της επιστήμης, που δε διαθέτει την ικανότητα της ερμηνείας του τελικού «γιατί» των γεγονότων. Βέβαια για ορισμένα φαινόμενα ήταν δυνατό από τα εμφανή αποτελέσματα να οδηγηθεί κανείς στις αφανείς άμεσες αιτίες. Αλλά η γνώση της «πρώτης αιτίας» έμενε οριστικά κλειστή για τις γνωστικές δυνατότητες του επιστήμονα. Κάτι ανάλογο διαισθανόταν και ο Φρακαστόρο όταν έγραφε ότι παραιτείτο από την αναζήτηση του «απώτερου και πρώτου αιτίου» για να περιοριστεί στην έρευνα του «εγγύτερου και δεύτερου αιτίου».
Ξαναγυρίζουμε στο Γαλιλαίο για να τον δούμε να υποστηρίζει στο ίδιο έργο του ότι η γνώση της ουσίας των φαινομένων είναι «η γνώση εκείνη που η απόκτησή της μας επιφυλάσσεται για την κατάσταση της μακαριότητας (δηλαδή για τη μέλλουσα ζωή) και όχι νωρίτερα». Όταν λοιπόν ο Μαλπίγγι παραιτείται από την έρευνα «του τρόπου της ενέργειας του αγγέλου που κινεί», φανερώνεται ότι είναι πιστός μαθητής του Γαλιλαίου.
Παρόλα αυτά, το «γιατί» των φυσικών φαινομένων δεν παύει να είναι επιτακτικό αίτημα της ανθρώπινης ψυχής. Η επιθυμία της γνωριμίας μαζί του βρίσκεται ουσιαστικά στη βάση κάθε πίστης, κάθε θρησκείας και τόσων στιγμών της επιστήμης. Η αναγνώριση των ορίων της πειραματικής μεθόδου δεν ανταποκρινόταν στο αίτημα αυτό, με αποτέλεσμα ο ανικανοποίητος πόθος της ανθρώπινης ψυχής να ξεπετιέται σε κάθε ευκαιρία πιο επιτακτικός. Από εδώ μπορεί να εξηγηθεί τόσο το κύμα του μυστικισμού που είχε κατακλύσει την Ευρώπη στο τέλος του 16ου, ολόκληρο το 17ο και στις αρχές του 18ου αιώνα, όσο και η εμφάνιση μερικών από τα σπουδαιότερα «συστήματα», ιδίως από το β' μισό του 17ου αιώνα.

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ
Στη διαμόρφωση των «συστημάτων» αυτών δε συνέβαλε λίγο η επιστήμη του 17ου αιώνα με τις μεθόδους της.
Είδαμε κιόλας πολλούς από τους μεγαλύτερους επιστήμονες του αιώνα αυτού να προσπαθούν να αναγάγουν όλα τα φαινόμενα της ζωής σε μια μοναδική στοιχειώδη κατασκευή, που οι λειτουργίες της, καθώς εκδηλώνονταν διαφορετικά, ανάλογα με το όργανο, έδιναν μια ενιαία εξήγηση όλων των όψεων της ζωής. Η στοιχειώδη αυτή κατασκευή ήταν για τον Μαλπίγγι ο «αδένας», για τον Μπαλίβι οι «κινητές ίνες», για τον Ρούις τα «τριχοειδή αγγεία» κλπ. Επρόκειτο για τον κοινό και βαθύ πόθο όλων των ανθρώπων αυτών να οργανώσουν σ’ ένα τέλειο, απλό και σαφές σύστημα όλα τα φαινόμενα της ζωής, από την αρχή δε του 18ου αιώνα και ολόκληρο το συγκεντρωμένο φυσιογνωστικό υλικό.
Η αποφασιστική επίδραση του 17ου αιώνα εξηγεί τη διαμόρφωση των «συστημάτων» και κυρίως του πρώτου από αυτά που οφείλουμε στο Φρίντριχ Χόφμαν (1660-1742). Αυτός πλαισιώνοντας τα φυσικά φαινόμενα με μια «βιταλιστική» προοπτική, θέλησε να ξεπεράσει τα περιγραφικά όρια της πειραματικής επιστήμης, όσο και το αίτημα της συστηματικής και καθολικής ερμηνείας της φύσης.

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΧΟΦΜΑΝ
Γεννημένος στη Halle της Γερμανίας από πατέρα γιατρό, ο Χόφμαν αφοσιώθηκε στην αρχή στη μελέτη των μαθηματικών και της χημείας. Αργότερα άρχισε να σπουδάζει στην Jena ιατρική κι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Erfurt.
Για λίγο διάστημα άσκησε το ιατρικό επάγγελμα. Μετά ταξίδεψε στις Κάτω Χώρες, την Αγγλία και διάφορες περιοχές της Γερμανίας και το 1693 ονομάστηκε καθηγητής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο της πατρίδας του. Την έδρα αυτή, εκτός από ένα τριετές διάστημα που ήταν αυλικός ιατρός του Φρειδερίκου Α' στο Βερολίνο, την κράτησε ως το θάνατό του (1742).
Ο Χόφμαν ήταν οπαδός του Μπούρχαβε, διέθετε δε τέτοιες διδακτικές ικανότητες και ερευνητική ιδιοφυΐα, ώστε να κατακτήσει την εκτίμηση ολόκληρης της Γερμανίας, πράγμα που συντέλεσε στην ευρύτερη διάδοση της θεωρίας του στην Ευρώπη.
Πιστεύοντας στη μηχανική ερμηνεία των ζωικών φαινομένων και στη δυνατότητα αναγωγής κάθε λειτουργίας της ζωής σε μια μαθηματική διατύπωση, αντιμετώπισε το πρόβλημα της «τελικής αιτίας», ξεπερνώντας τα όρια της πειραματικής επιστήμης και καταφεύγοντας σε υποθέσεις. Αν και δεν του διέφευγε η αδυναμία της ανθρώπινης γνώσης να συλλάβει την «αρχική αιτία», δεν κατόρθωσε να εγκαταλείψει την επιθυμία για την ανακάλυψή της, επιθυμία στην οποία έδωσε διέξοδο με τις υποθέσεις του.
Επηρεασμένος έντονα από τη θεωρία των «μονάδων» του Λάιμπνιτς, αντιλαμβανόταν την ύλη να εμψυχώνεται από μια «ζωτική δύναμη», που την έβλεπε να εκδηλώνεται με μηχανικές κινήσεις, ικανές να εκφραστούν από την ανθρώπινη διάνοια με μαθηματικούς όρους. Συνεπώς, η ζωή είναι κίνηση, ενέργεια της ζωτικής δύναμης και ο θάνατος διακοπή της ζωτικής δύναμης.
Η μηχανή του οργανισμού που κινείται από τη δύναμη αυτή, αποτελείται από ίνες ικανές να διαστέλλονται και να συστέλλονται με διάφορους τρόπους, με ρυθμιστή των κινήσεών τους το «νευρικό ρευστό», τον «νευρικό αιθέρα» κατά τον Χόφμαν, που από τον εγκέφαλο διοχετευόταν σε ολόκληρο το σώμα. Η υπερβολική ποσότητα αίματος σε μερικούς οργανισμούς επηρεάζει, μέσω του στομάχου και των εντέρων, την κυκλοφορία του «νευρικού αιθέρα» και γίνεται κύρια αιτία των ασθενειών. Η ιατρική εξέταση οφείλει να αρχίζει προσεκτικά ακριβώς από το στομάχι και το έντερο του αρρώστου.
Προσεκτικός και λεπτολόγος μελετητής της ενέργειας των φαρμάκων, κατασκεύαζε και ο ίδιος φάρμακα, από την πώληση των οποίων αποκόμιζε μεγάλα κέρδη. Τα συμπεράσματα των παρατηρήσεών του, μαζί με την ολοκληρωμένη διατύπωση της θεωρίας του, βρίσκει κανείς στο έργο του «Ορθολογική συστηματική ιατρική» (9 τόμοι, Halle, 1718-1740).
Τα βιβλία του γεμίζουν μόνα τους ολόκληρη βιβλιοθήκη: «Γενική ιδέα της μηχανικής ιατρικής» (Halle, 1693), «Περί των ειδικών φαρμάκων» (Halle, 1693), «Συμβουλευτική ιατρική» (12 τόμοι, Halle, 1721-1739), «Θεμέλια της ιατρικής» (Halle, 1703) είναι μερικά δείγματα της συγγραφικής του παραγωγής, στα οποία διατυπώνονται με σαφήνεια οι ιδέες του.
Παρά τις μηχανιστικές του αντιλήψεις, ο Χόφμαν πίστευε βαθιά στην ύπαρξη της ψυχής. Από την αντινομία αυτή των πεποιθήσεών του είναι σφραγισμένο το σύστημά του, το οποίο αποτελεί για οπαδούς και αντιπάλους κύρια πηγή ιατρικών και φυσιολογικών γνώσεων για το 18ο αιώνα, που οι απηχήσεις τους φτάνουν και μέχρι τον επόμενο.