21/5/09

Η Παλαιοντολογία [78]

Έχουμε δει στα προηγούμενα πώς ερμήνευαν στην αρχαιότητα τα απολιθώματα επαΐοντες και βέβηλοι. Είδαμε ακόμα στη θεμελιώδη εργασία του Στένωνα «Πρόδρομη ανακοίνωση για τα στερεά που περιέχονται στη φύση μέσα σε στερεά» (Φλωρεντία, 1669) να αναγνωρίζεται η οργανική προέλευση των απολιθωμάτων που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δόντια καρχαρία.
Οι πρόοδοι της συγκριτικής ανατομικής και της φυσιολογίας που μεσολάβησαν, είχαν τον αντίκτυπό τους και στην παλαιοντολογία, προς την οποία ο Κυβιέ στράφηκε τελείως συμπτωματικά. Αυτό που τον οδήγησε προς τα εκεί ήταν η παρατήρηση των απολιθωμάτων οστών ελεφάντων που διατηρούνταν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Βοτανικού Κήπου των Παρισίων και των διαφορών που παρουσίαζαν με τα οστά των ζωντανών ελεφάντων.
Στις παλαιοντολογικές του μελέτες, εκτός από τη βαθειά γνώση της συγκριτικής ανατομικής, ο Κιβιέ βοηθήθηκε από μια αξιόλογη θεωρία που είχε διατυπώσει ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Αυτός, ξεκινώντας από μια σκέψη του Αριστοτέλη, υποστήριξε ότι τα όργανα του σώματος βρίσκονται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης. Γνωρίζοντας συνεπώς έστω και ένα τμήμα από εκείνα που αποτελούν ένα σκελετό, μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να τον αναπαραστήσουμε και να καθορίσουμε με αρκετή προσέγγιση τους χαρακτήρες των άλλων οργάνων του ζώου στο οποίο ανήκε.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Κιβιέ, όχι μόνον επιχείρησε την αναπαραγωγή ολόκληρων σκελετών, αλλά ανέλαβε και προσωπικά ανασκαφές, κυρίως στα περίχωρα των Παρισίων, φέρνοντας στο φως απολιθώματα που η αναπαραγωγή των σκελετών στους οποίους ανήκαν, αποκάλυπτε ότι πριν από εκατομμύρια χρόνια υπήρχαν στη γη ζώα τελείως διαφορετικά από τα σημερινά. Έτσι προμήθευσε στην παλαιοντολογία τα βασικά όργανα για τη μεταβολή της σε πραγματική επιστήμη. Δεν κατόρθωσε όμως να συναγάγει από τις ανακαλύψεις του τα συμπεράσματα εκείνα που μετά από λίγα χρόνια θα παρουσιάσουν οι οπαδοί της ιδέας της εξέλιξης.
Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα του έργου του Κιβιέ «Έρευνες επί των απολιθωμένων οστών» που δημοσιεύθηκε αρχικά σε 4 τόμους (Παρίσι, 1814), στους οποίους προστέθηκε ένας ακόμα ύστερα από 11 χρόνια, για να ανακαλύψει κανείς ένα τεράστιο όγκο γνώσεων και μοναδικές ικανότητες στην παρατήρηση, την ανασύσταση ολόκληρων σκελετών και την πρακτική εφαρμογή της συγκριτικής ανατομικής στο έργο του. Ταυτόχρονα όμως θα εκπλαγεί από την ασυμφωνία του πλούτου των γνώσεων του κυρίως έργου, με τις φτωχές προοπτικές της εισαγωγής του. Γιατί η θεωρία των αλλεπάλληλων κατακλυσμών με την τελική εξαφάνιση κάθε ύπαρξης από την επιφάνεια της γης και τη νέα, μετά από κάθε καταστροφή, δημιουργία με βάση κάποιο σχέδιο του Θεού για την προετοιμασία της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη, δε συμβιβάζεται με τα καταπληκτικά αποτελέσματα στα οποία είχε οδηγήσει η ερευνητική του μέθοδος. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ανακαλύπτουμε τις αντιφάσεις των μεγαλοφυϊών, ούτε θα είναι και η τελευταία.
Όσο όμως είναι αλήθεια ότι οι ανακαλύψεις που πραγματοποιούνται από τις μεγαλοφυΐες οδηγούν την επιστήμη προς τα εμπρός, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι και τα σφάλματα συμβάλλουν στην πρόοδο του πνεύματος. Η αναζήτηση ακριβώς της διόρθωσης των σφαλμάτων είναι που οδηγεί στην ανακάλυψη νέων αληθειών, με το δικό τους φορτίο σφαλμάτων, που θα περιμένουν την ανασκευή τους από άλλες αλήθειες κοκ. Έτσι, τίποτα στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος δεν πηγαίνει χαμένο: ούτε η πλάνη, ούτε η αντίφαση.
Έμεινε μνημειώδης η πολεμική του Κιβιέ με τον Ζαν Μπατίστ Πιέρ Αντουάν ντε Μονέ ντε Λαμάρκ (1744-1829), πιο γνωστό απλά ως Λαμάρκ.
Ο Λαμάρκ γεννήθηκε από ευγενή, αλλά φτωχή οικογένεια: είχε 10 αδέλφια. Οι γονείς του, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής τον ήθελαν κληρικό. Ο πληθωρισμός όμως των ιερέων είχε καταλήξει στο αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει και ο Κλήρος πρόβλημα συντήρησης. Οι ιερείς στρέφονταν προς κάθε επάγγελμα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το βιοπορισμό τους. Οι λιγότερο τυχεροί έφταναν να κάνουν τους αμαξάδες, ενώ οι πιο τυχεροί γίνονταν εφημέριοι πλούσιων οικογενειών, λύνοντας έτσι το οικονομικό τους πρόβλημα. Πληροφορίες πολύτιμες δίνουν στοίχοι του Κάρλο Πόρτα, για τον οποίον έχουμε ήδη μιλήσει.
Ο Λαμάρκ πάντως δε φαίνεται να ήταν γεννημένος για κληρικός, αφενός γιατί η προσκόλληση στο δογματικό χαρακτήρα του καθολικισμού του ήταν αδιανόητη και αφετέρου γιατί θεωρούσε προϋπόθεση για την ενάσκηση του κοινωνικού προορισμού του ατόμου την πίστη στην αποστολή του. Έτσι ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του δούκα ντε Μπρολί στις τελευταίες μάχες του Επταετούς Πολέμου.
Ο Λαμάρκ διακρίθηκε στις πολεμικές επιχειρήσεις για τον ηρωισμό του. Ο πόλεμος όμως αυτός ήταν προς το τέλος του και το 1763 με τις συνθήκες των Παρισίων και του Χουμπέρτουσμπουργκ, ο Λαμάρκ ξαναγύρισε στους στρατώνες. Εκεί άρχισε να πλήττει και το 1765 αποφάσισε να εγκαταλείψει το στρατό και να αναζητήσει στο Παρίσι μια νέα δραστηριότητα που θα του επέτρεπε να τελειώσει τις σπουδές του χωρίς να επιβαρύνει την οικογένειά του.

ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΦΥΣΙΟΔΙΦΗΣ
Τα χρόνια εκείνα, στον ορίζοντα των φυσιογνωστικών μελετών δέσποζε η μορφή του Μπιφόν. Ο Λαμάρκ, που ήταν τότε 21 ετών, αλλά καθυστερημένος στις σπουδές σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του, αφοσιώθηκε στη σπουδή της ιατρικής και των βοτανικών επιστημών, και επισκεπτόταν τακτικά το Βοτανικό Κήπο.
Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν, ο Λαμάρκ έγινε μαθητής και φίλος του μεγάλου βοτανικού Μπερνάρ ντε Ζισιέ, που εκτιμώντας τον πρώην αξιωματικό, τον κάλεσε σε συνεργασία.
Έχουμε επανειλημμένα μιλήσει για τα προβλήματα που παρουσίαζε η ταξινόμηση των φυτών και των ζώων, παρά το γιγάντιο έργο του Λινναίου και το έργο του Μπιφόν που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ο Λαμάρκ συνέλαβε αμέσως τις δυσκολίες του αρχάριου να ταξινομήσει ένα φυτό με βάση τις περιγραφές των βιβλίων. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να επινοήσει ένα σύστημα που να συνδυάζει την απλότητα με την ακρίβεια και την εύκολη εφαρμογή. Ο Μπιφόν βλέποντας την προσπάθεια αυτή με καλό μάτι, πήρε τον Λαμάρκ υπό την προστασία του. Οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όσο ο Λαμάρκ συνέχιζε την εντατική του προσπάθεια, ώσπου κάποια στιγμή κατέληξε σε μια θαυμάσια λύση για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να ξεχωρίζει τα φυτά μεταξύ τους με το να αντιπαρατάσσει γνωρίσματα που υπάρχουν στο ένα και λείπουν από το άλλο, π.χ. την ύπαρξη ανθέων: φυτά με άνθη και φυτά χωρίς άνθη. Στην πρώτη ομάδα ξεχώριζε φυτά με άνθη που διέθεταν σέπαλα και πέταλα και φυτά με άνθη χωρίς σέπαλα. Προχωρώντας έτσι έφτανε στην ονομασία του γένους και του είδους του φυτού.
Το σύστημα αυτό έδινε μια θαυμάσια λύση στο πρόβλημα της ταξινόμησης, που χάρισε μεγάλη φήμη στον Λαμάρκ, ο οποίος το εξέθεσε για πρώτη φορά στο έργο του «Γαλλική χλωρίδα» (Παρίσι, 1778). Το σύστημα του Λαμάρκ ισχύει στην ταξινόμηση των φυτών και σήμερα.

Ο ΛΑΜΑΡΚ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Η δημοσίευση του έργου αυτού έφερε απότομα τον Λαμάρκ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντας του επιστημονικού κόσμου, που του εξέφρασε τον ειλικρινή θαυμασμό του με την απονομή του τίτλου του μέλους της Ακαδημίας των Επιστημών ύστερα από ένα χρόνο. Η εκτίμηση του Μπιφόν στο πρόσωπό του εκδηλώθηκε με την παράκληση του πρώτου να συνοδεύσει ο Λαμάρκ το γιο του σε ένα ταξίδι δύο ετών στην Ευρώπη (1781-1782).
Ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι ο Λαμάρκ διαπίστωσε πόσο λίγο χρησίμευσαν οι τιμές που του είχαν απονεμηθεί στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Το μόνο που κατόρθωσε να πετύχει ήταν ένας μέτριος μισθός από το Εργαστήριο Φυσικής Ιστορίας. Στη διάρκεια του ταξιδιού του με το γιο του Μπιφόν, είχε στο μεταξύ παντρευτεί.

ΤΑ ΝΕΦΗ ΠΥΚΝΩΝΟΥΝ
Η προστασία του Μπιφόν υπήρξε πολύτιμη για τον Λαμάρκ, ώσπου μεσολάβησε ο θάνατος του πρώτου (1788). Ακολούθησε η Επανάσταση. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας είχαν να αντιμετωπίσουν το χάος των οικονομικών προβλημάτων που τους είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κατάσταση, και είχαν ακόμα την αναρχία στο εσωτερικό και την εχθρότητα προς το νέο καθεστώς από τα άλλα κράτη της Ευρώπης στο εξωτερικό.
Η ανάγκη για αυστηρές οικονομίες και πολιτική λιτότητας οδήγησε την Εθνοσυνέλευση στην απόφαση να καταργήσει πολλές θέσεις σε οργανισμούς που εξαρτιόνταν απευθείας από το κράτος. Στους οργανισμούς αυτούς ανήκε και ο Βασιλικός Κήπος, γνωστός τότε ως Βοτανικός Κήπος. Ανάμεσα στις θέσεις που καταργήθηκαν ήταν και η θέση του Λαμάρκ. Ο Γάλλος σοφός αντιμετώπιζε το φάσμα της δυστυχίας.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ευτυχώς ζούσε ακόμα ένας θαυμάσιος συνεργάτης του Μπιφόν με κύρος αμείωτο: ο Λουί Ζαν Μαρί Ντομπεντόν (1716-1799).
Ο άνθρωπος αυτός που είχε θαυμάσει το έργο του Λαμάρκ, κατόρθωσε με τις υψηλές γνωριμίες του να τον επαναφέρει στην παλαιά του θέση και το 1793 να του προσφερθεί η έδρα της ζωολογίας των ασπόνδυλων στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το νέο ίδρυμα στο οποίο είχε μετασχηματιστεί ο Βοτανικός Κήπος.
Η νέα απασχόληση του Λαμάρκ, ενώ από τη μια έδινε λύση στο πρόβλημα του βιοπορισμού του, από την άλλη του δημιουργούσε μια δυσκολία αφάνταστη. Σε ηλικία περίπου 50 ετών ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει ό,τι τον είχε απασχολήσει επί 20 ολόκληρα χρόνια και να ξαναρχίσει από την αρχή, αυτός που δεν είχε ποτέ του σχεδόν ασχοληθεί ουσιαστικά με τη ζωολογία και ακόμα λιγότερο με τα ασπόνδυλα ζώα, οι γνώσεις γύρω από τα οποία ήταν τότε ελλιπείς και συγκεχυμένες. Παρόλα αυτά ο Λαμάρκ αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό και επιμονή στο νέο γι’ αυτόν τομέα της γνώσης και οι καρποί δεν άρχισαν να έλθουν. Οι συνεργάτες του ήταν πολύ νεότεροι από αυτόν: ο Ζωρζ Κιβιέ και ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Η παρουσία τους τον παρωθούσε σε μια προσπάθεια άμιλλάς χωρίς διακοπή.
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Λινναίος είχε ταξινομήσει τα ασπόνδυλα σε δύο τάξεις: έντομα και σκώληκες. Ο Λαμάρκ έχοντας αντιληφθεί την αξία των ιδεών των νεαρών συνεργατών του για τα μορφολογικά σχέδια και των ταξινομικών εννοιών του Κιβιέ και αξιοποιώντας συγχρόνως τη σχετική πείρα του στον τομέα της Βοτανικής, κατόρθωσε να πετύχει θαυμάσια αποτελέσματα. Το έργο του «Φυσική ιστορία των ασπόνδυλων», που ο πρώτος τόμος του εκδόθηκε στο Παρίσι το 1815 και ο έβδομος το 1822, επτά χρόνια πριν το θάνατό του, εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται σαν ένα κλασικό έργο.
Ο Λαμάρκ, όμως, προχώρησε ακόμα πιο πολύ. Στη διάνοιά του έσμιγαν δύο αντίθετες νοοτροπίες. Η μια στρεφόταν προς την ακριβολόγο, τη σχολαστική ανάλυση. Η άλλη τον ωθούσε προς τη γενική σύλληψη των πραγμάτων, προς τη συνθετική τους ερμηνεία.
Η δεύτερη αυτή τάση του ήταν που οδήγησε τον Λαμάρκ προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία γίνεται αισθητή σε μια περιοδική έκδοση που παρουσίαζε κάθε χρόνο από το 1800 έως το 1810 με τον τίτλο «Μετεωρολογικό Ημερολόγιο», και που διακρίνεται για την ειρωνεία και τον σκεπτικισμό του. Η άλλη άρχισε με μια σκληρή κριτική κατά των νεαρών συνεργατών του και εναντίον όλου του επιστημονικού κόσμου και τελικά τον οδήγησε στη δόξα. Η τάση αυτή εκδηλώνεται στα έργα του «Εισήγηση» στις παραδόσεις της ζωολογίας των ασπόνδυλων, του έτους 1800, «Εισαγωγή στο σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» (Παρίσι, 1802) και τέλος στο βασικό έργο του «Ζωολογική φιλοσοφία» (Παρίσι, 1809), που είχε μια δεύτερη έκδοση ένα χρόνο μετά το θάνατο του Λαμάρκ και τρίτη το 1873.
Στα τρία αυτά έργα συναντούμε την πρώτη πλήρη διατύπωση (έστω και προορισμένη να υποστεί αργότερα βασικές τροποποιήσεις) της θεωρίας εκείνης της εξέλιξης που πρώτος διαισθάνθηκε ο Μπιφόν και η οποία επρόκειτο να αναστατώσει τις βιολογικές μελέτες και να δημιουργήσει σκληρές πολεμικές, ιδίως με τον Κιβιέ.
«Συμβαίνει... να σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο τύπος της... μορφής των ζώων δεν είναι αμετάβλητος και ότι η φύση τους... μπορεί να παραλλάζει και να μεταβάλλεται τελείως με τον καιρό, ότι για τον ίδιο λόγο τα ατελέστερα, τα πιο λεπτοφυή, τα ογκωδέστερα, τα λιγότερο οπλισμένα κλπ. Ζωικά είδη έχουν κιόλας εξαφανιστεί ή θα εξαφανιστούν με τον καιρό».
Τα λόγια αυτά διαβάζουμε στο κείμενο του λόγου που ο Μπιφόν εκφώνησε το 1773 μπροστά στα μέλη της Ακαδημίας της Ντιζόν, επαναλαμβάνοντας και αναπτύσσοντας πιο πολύ ό,τι είχε την τόλμη να υποστηρίξει στο βιβλίο του «Φυσική Ιστορία» και στη συνέχεια να αναιρέσει υπό την πίεση των εκκλησιαστικών αρχών. Μετά το 1753, που είχε αναιρέσει τις ιδέες του αυτές στις πρώτες σελίδες του τέταρτου τόμου της «Φυσικής Ιστορίας» του, οι μελέτες του που ακολούθησαν τον έπειθαν όλο και πιο πολύ ότι η γη δεν ήταν δυνατόν να έχει την ηλικία που της απέδιδαν, παρερμηνεύοντας τις Γραφές. Η ηλικία της έπρεπε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη ώστε να επιτρέπει γεωλογικές μεταβολές τέτοιου βαθμού, που να έχουν τον αντίκτυπό τους στη χλωρίδα και στην πανίδα της.
Προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση αυτή ο Μπιφόν προχώρησε σε μια τολμηρή υπόθεση σχετικά με τον μηχανισμό των μεταβολών των ζωντανών πλασμάτων. Πίστεψε ότι με τις βαθιές και απότομες μεταβολές του φλοιού της γης τα πρώτα ζώα χωρίστηκαν μεταξύ τους με την παρεμβολή ανάμεσα στις διάφορες ομάδες τους απέραντων θαλασσών ή αδιάβατων ξηρών. Έτσι τα ζώα δέχτηκαν διαφορετικές κλιματικές επιδράσεις που με το πέρασμα του χρόνου κατέληξαν να τους αλλάξουν τη μορφή και τη φύση.
Στα λόγια του Μπιφόν συμπυκνώνονται οι καταβολές της θεωρίας του Κιβιέ για τους κατακλυσμούς και της θεωρίας του Λαμάρκ για την εξέλιξη των ζωικών ειδών, λόγω προσαρμογής σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος.

Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ
Ο Μπιφόν δεν προχώρησε περισσότερο. Κι αν τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν ενοχλήθηκε και πάλι από την εκκλησία του, αυτό το οφείλει στη στοργική του φίλη Μαντάμ Νέκερ. Και με ό,τι πάντως είχε διατυπώσει, μπορούμε να πούμε ότι ο κύβος είχε ριφθεί και ο σκεπτόμενος άνθρωπος είχε αρχίσει να διαβαίνει τον Ρουβίκωνα της ερμηνείας της ιστορίας της γης και της ζωής με βάση το γράμμα και όχι το πνεύμα των Γραφών.
Στο πρώτο τολμηρό βήμα είχαν προστεθεί άλλα: α) μια θεωρία για την προέλευση του ηλιακού συστήματος από ένα αρχικό νεφέλωμα με πρώτον υποστηρικτή τον Κάντιο το 1755 και αργότερα τον Λαπλάς, θεωρία επάνω σε εξελικτική βάση, β) το «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» του Ντιντερό, δημοσιευμένο πολύ αργότερα, το 1830, στο οποίο αναπτύσσονται εξελικτικές ιδέες, γ) τέλος, η ομάδα των «φιλοσόφων της φύσης» που αν και ξεκίνησαν με αρκετή μεταφυσική στις θεωρίες τους, είχαν φθάσει σε αντιλήψεις όπως το ενιαίο του σχεδίου της κατασκευής στους διάφορους «τύπους» των ζώων.
Οι «φιλόσοφοι της φύσης» είχαν π.χ. παρατηρήσει ένα ενιαίο σχέδιο κατασκευής στα σπονδυλωτά, στο οποίο επαναλαμβάνονταν με σταθερή σχέση τα ίδια βασικά στοιχεία: εσωτερικός σκελετός αποτελούμενος από σπονδυλική στήλη, κρανίο και άκρα, κεντρικό νευρικό σύστημα σε ραχιαία και καρδιά σε κοιλιακή θέση κοκ. Με βάση τέτοιες παρατηρήσεις είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διάφορες «τάξεις» στις οποίες διαιρείται κάθε «τύπος» δεν ήταν παρά παραλλαγές του ίδιου σχεδίου κατασκευής και ότι τα «απλά είδη» δεν ήταν παρά ελαφρές παραλλαγές του σχήματος μιας «τάξης».
Ο ίδιος ο Γκαίτε, εραστής με πάθος των φυσικών επιστημών, επηρεασμένος κι αυτός από τη «φιλοσοφία της φύσης» είχε συμβάλλει αρκετά στη διατύπωση τέτοιων ιδεών. Με αφορμή το ενιαίο του σχεδίου της Κατασκευής των φυτών, ο Γερμανός σοφός δημοσίευσε το 1790 ένα μικρό έργο με τον τίτλο «Μεταμορφώσεις των φυτών». Η άποψη της μεταμόρφωσης, αντίθετη με το αμετάβλητο της αριστοτελικής σκέψης, σημειώνει τη μετάβαση στις εξελικτικές αντιλήψεις.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Οι βάσεις της θεωρίας του Λαμάρκ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο έργο του «Σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» που εκδόθηκε το 1802. Η θεωρία αυτή βρίσκεται ολοκληρωμένη στη «Ζωολογική φιλοσοφία» του, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1809, ξεσηκώνοντας αμέσως θυελλώδη πολεμική, για να λησμονηθεί στη συνέχεια μέχρι τη στιγμή που θα την ξαναφέρει ανανεωμένη στην επιφάνεια ο Κάρολος Δαρβίνος.
Στο έργο αυτό του Λαμάρκ εκτίθενται τόσο η παραδοσιακή, όσο και η δική του εξελικτική αντίληψη με τα ακόλουθα λόγια: «Η φύση (ή ο δημιουργός της), δημιουργώντας τα ζώα, προέβλεψε όλες τις δυνατές συνθήκες, υπό τις οποίες θα ήταν υποχρεωμένα να ζήσουν, και έδωσε σε κάθε είδος τους μια σταθερή οργάνωση, καθώς και μια καθορισμένη και αμετάβλητη στα μέρη μορφή, που υποχρεώνουν κάθε είδος να ζει στους τόπους και τα κλίματα που αυτό βρίσκεται και να διατηρεί τις συνήθειές που το χαρακτηρίζουν» (η παραδοσιακή αντίληψη). «Η φύση, παράγοντας διαδοχικά όλα τα είδη των ζώων και αρχίζοντας από τα ατελέστερα και απλούστερα για να τελειώσει το έργο της με τα τελειότερα, έκανε την οργάνωσή τους βαθμιαία πιο πολύπλοκη, και με την εξάπλωση των ζώων σε όλες γενικά τις κατοικήσιμες περιοχές της υδρογείου, κάθε είδος πήρε από τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, τις συνήθειες που γνωρίζουμε και τις μεταβολές των τμημάτων του που η παρατήρηση αποκαλύπτει» (η εξελικτική αντίληψη του Λαμάρκ).
Ο Λαμάρκ αποδεικνύει ότι η παραδοσιακή αντίληψη βασιζόταν σε γεωλογικές παραστάσεις που οι μελέτες της εποχής του είχαν διαψεύσει. Και συνεχίζει: «Για να αποδειχθεί ότι αυτό το δεύτερο συμπέρασμα (δηλαδή το δικό του) στερείται βάσης, είναι πρώτα - πρώτα ανάγκη να αποδειχθεί ότι κάθε σημείο της επιφάνειας της γης δεν αλλάζει ποτέ τη φύση του, την έκθεσή του στον ήλιο, την ψηλή ή χαμηλή θέση του, το κλίμα του κλπ. Και να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι κανένα τμήμα των ζώων δεν υφίσταται, ακόμα και μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε μεταβολή λόγω αλλαγής των συνθηκών και λόγω της ανάγκης που πιέζει σ’ ένα άλλο είδος ζωής και δράσης, που δεν είναι εκείνο στο οποίο είναι συνηθισμένα».
Όσο για την ύπαρξη μεταβολών στην επιφάνεια της γης, αποδείξεις δεν διέθετε μόνον ο Λαμάρκ, αλλά και οι αντίπαλοί του και ιδίως ο Κιβιέ, τέτοιες μάλιστα που να του επιτρέπουν να μιλάει για κατακλυσμούς. Σχετικά με την εμφάνιση αλλεπάλληλων μεταβολών στο σώμα των ζώων, υπό την επίδραση της αλλαγής των συνθηκών του περιβάλλοντος, ο Λαμάρκ, όπως αργότερα και ο Δαρβίνος, είχαν στηριχθεί στα αποτελέσματα της εξημέρωσης των άγριων ζώων και του εξευγενισμού των άγριων φυτών. Ο Λαμάρκ το υπογραμμίζει: «Αν είναι αλήθεια ότι ένα ζώο που έχει από πολύ καιρό μεταβληθεί σε κατοικίδιο διαφέρει από το άγριο είδος από το οποίο προήλθε και αν στο κατοικίδιο αυτό είδος βρίσκεται μεγάλη διαφορά μορφολογίας μεταξύ των ζώων που υποβλήθηκαν σε ορισμένη συνήθεια και των ζώων που υποχρεώθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες, είναι βέβαιο ότι το πρώτο συμπέρασμα (δηλαδή, η παραδοσιακή θέση) δεν συμβιβάζεται με τους νόμους της φύσης, ενώ αντίθετα το δεύτερο (η δική του θέση) βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μαζί τους». Συνεπώς, η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο θέσεις έγκειται στο εξής: «Δεν είναι πια η μορφή, τόσο του σώματος, όσο και των τμημάτων του που γεννούν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ζώων, αλλά... αντίθετα είναι οι συνήθειες, ο τρόπος της ζωής και όλες οι άλλες συνθήκες που επιδρούν, που συγκρότησαν με το πέρασμα του χρόνου τη μορφή του σώματος των ζώων και των επιμέρους τμημάτων του. Με τις νέες μορφές, νέες ιδιότητες αποκτήθηκαν και σιγά - σιγά η φύση έφτασε να διαμορφώσει τα ζώα, όπως τα βλέπουμε σήμερα».
Αυτή είναι η πρώτη θεωρία της εξέλιξης, όσο κι αν ο Λαμάρκ εξακολουθεί να μιλάει για «μετασχηματισμό» και να αγνοεί τον όρο που χρησιμοποίησε ο Δαρβίνος παίρνοντας τον όρο από τον Λάιελ.

ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Η θεωρία του Λαμάρκ συγκεκριμενοποιείται σε δυο νόμους: Ο πρώτος βεβαιώνει ότι η χρησιμοποίηση ενός οργάνου από κάποιο ζώο το δυναμώνει, το αναπτύσσει και του δίνει ισχύ ανάλογη με τη διάρκεια της χρησιμοποίησής του, ενώ η μη χρησιμοποίησή του το κάνει σιγά - σιγά να ατροφεί και να χάνει σε δύναμη μέχρι τέλειας εξαφάνισης. Ο δεύτερος υποστηρίζει το κληρονομήσιμο των επίκτητων χαρακτηριστικών, ότι δηλαδή οι συνέπειες της χρήσης ή της αχρησίας ενός οργάνου μεταβιβάζονται στους απογόνους. Ασφαλώς ο Λαμάρκ δεν μπορούσε να φανταστεί την απλοϊκότητα των ερμηνειών του και πόσο λίγο θα άντεχαν στην επιστημονική κριτική τα συμπεράσματα των παρατηρήσεων με τα οποία αποδείκνυε την ορθότητα της θεωρίας του. Πάντως, η θεωρία του Λαμάρκ δεν παύει να αποτελεί ένα επιβλητικό βήμα προς τα εμπρός σε όλα τα πεδία των ιατρικών και των βιολογικών σπουδών.


ΟΙ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΙ
Τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσε ο Λαμάρκ για την απόδειξη της θεωρίας του ήταν στην πραγματικότητα κάπως αφελή. Για παράδειγμα, αναφέρουμε την άποψή του ότι ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης έγινε τόσο μακρύς προοδευτικά, από την ανάγκη να φτάνει το ζώο τα φύλλα που ήταν απαραίτητα για τη διατροφή του, στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων. Επιπλέον, τα απολιθώματα των ζώων δεν προσέφεραν καμιά σαφή εικόνα βαθμιαίων μεταβολών στην κατασκευή των οργάνων του σώματός τους. Όλα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία δυσπιστίας απέναντι των θεωριών του Λαμάρκ από μέρους του Κιβιέ, ο οποίος όμως δεν έπαυε να τον εκτιμά ως ζωολόγο.
Ο Κιβιέ αντεπιτέθηκε τέλος αποφασιστικά κατά του γηραιού συναδέλφου του, κατά των θεωριών της εξέλιξης, με κύριο όπλο του τα παλαιοντολογικά ευρήματα που αποτελούσαν βοερές διαψεύσεις των αντιλήψεων του Λαμάρκ. Αυτός τότε έσβηνε σιγά - σιγά καθώς ήταν περιορισμένος σε αδράνεια λόγω της τύφλωσής του και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει στην πολεμική που αντιμετώπιζαν οι ιδέες του. Αντί γι’ αυτόν μπήκε στον αγώνα ο Σεντ Ιλέρ. Η διαμάχη Κιβιέ και Σεντ Ιλέρ έφτασε πολλές φορές σε σημείο τραχύτητας. Νικητής αναδείχθηκε τελικά ο Κιβιέ. Η εξελικτική όμως ιδέα, απαλλαγμένη από το βάρος των αφελών επιχειρημάτων του Λαμάρκ, τελικά θα επικρατήσει.
Μπορεί να είχε άδικο ο Κιβιέ, πολεμώντας στην περίπτωση του Λαμάρκ και του Σεντ Ιλέρ την ιδέα του μεταβλητού των ζωικών ειδών. Όμως, χάρις στα αποτελέσματα της συγκριτικής του μεθόδου και στην ιδέα του ότι η ορθή ταξινόμηση των ζώων και των φυτών πρέπει να στηρίζεται και σε κριτήρια της εσωτερικής κατασκευής τους, έδωσε τεράστια ώθηση σε όλους τους τομείς των βιολογικών μελετών. Ένα μεγάλο μέρος της προ-δαρβινικής βιολογικής έρευνας ακολούθησε το δρόμο που υπέδειξε ο Κιβιέ.
Στη διερεύνηση των γνώσεων και στον προσανατολισμό της έρευνας προς νέους ορίζοντες συνετέλεσε ουσιαστικά ένα ακόμα γεγονός: οι εξερευνήσεις. Και κατά το 18ο αιώνα, κάτω από την επίδραση πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, ο άνθρωπος στράφηκε προς άγνωστες περιοχές της επιφάνειας της γης και προχώρησε στον αποικισμό τους, πράγμα που άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωολογία και τη βοτανική. Όμως, ο 19ος αιώνας είναι εκείνος που μπορεί να ονομαστεί ο αιώνας των μεγάλων εξερευνήσεων.

Φυσική ιστορία και βιολογία [77]

Ο ιστορικός Φλέγων, από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας, που έζησε στην εποχή του Αδριανού, διηγείται ότι τον καιρό της βασιλείας του Τιβερίου (14-34 μ.Χ.) ένας ισχυρός σεισμός έπληξε τη Ν. Ιταλία και ιδίως τις ανατολικές ακτές της Σικελίας και μερικές πόλεις κοντά στο Ρήγιο (Ρέτζιο). Με τον σεισμό η γη άνοιξε σε πολλά σημεία και οι κάτοικοι είδαν κατάπληκτοι να βγαίνει στην επιφάνεια ένας μεγάλος αριθμός γιγαντιαίων οστών.
Μετά την πρώτη ανησυχία και τον τρόμο που προκάλεσαν στους κατοίκους οι διαστάσεις των οστών αυτών, αντιπρόσωποί τους ξεκίνησαν να αναφέρουν στον αυτοκράτορα το γεγονός. Έφερναν μαζί τους και ένα πελώριο δόντι, μήκους 30 περίπου εκατοστών, το οποίο ανήκε σε κάποιο γιγαντιαίο πλάσμα που κατά τη γνώμη τους θα είχε ζήσει την εποχή που ο Δίας ανέβαινε στο θρόνο των θεών.
Ο Τιβέριος, αφού θαύμασε το γεγονός, δε δέχθηκε, από φόβο ότι θα ήταν ασέβεια, να μεταφέρουν ολόκληρο σκελετό στη Ρώμη: θα ήταν βεβήλωση της ιερότητας των νεκρών! Θέλοντας όμως να σχηματίσει μια ιδέα για τις διαστάσεις του πλάσματος, στο οποίο θα έπρεπε να ανήκει το δόντι εκείνο, κάλεσε ένα γεωμέτρη της εμπιστοσύνης του, τον Πούλχο, και του ανέθεσε να ετοιμάσει ένα άγαλμα που οι διαστάσεις του να αναλογούν στο μέγεθος του δοντιού.
Πράγματι ο Πούλχος, βασιζόμενος στο δόντι, ετοίμασε ένα άγαλμα με ανάλογες διαστάσεις και μορφή και το παρουσίασε στον Τιβέριο. Αυτός ικανοποιήθηκε από το έργο του, ευχαρίστησε εκείνους που του είχαν φέρει το δόντι και τους έδωσε την εντολή να επιστρέψουν στον τόπο τους και να το αφήσουν εκεί που το είχαν βρει.

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ 1800 ΧΡΟΝΙΑ
Με το άγαλμά του, που κατασκεύασε οδηγούμενος από ένα μόνο δόντι, ο Πούλχος είχε προηγηθεί κατά 18 ολόκληρους αιώνες ενός από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες των αιώνων, τον Ζωρζ Κιβιέ, και 1600 χρόνια από την ίδρυση της επιστήμης της συγκριτικής ανατομικής.
Ο Πούλχος πρέπει να είχε στη διάθεσή του ένα δόντι μαστόδοντου ή άλλου γιγαντιαίου προϊστορικού ζώου. Πιστεύοντας όμως ότι το δόντι αυτό ανήκε σε άνθρωπο, κατέληξε να κατασκευάσει έναν κύκλωπα ύψους 20 μέτρων, όσο θα αντιστοιχούσε στις διαστάσεις του δοντιού.
Η ιδέα του Πούλχου δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη. Του έλειπαν όμως οι θεμελιώδεις γνώσεις που άρχισαν να κατακτώνται στα μισά του 16ου αιώνα με την ανατομική επανάσταση του Κανάνο και Βεσάλιου, και έφτασαν στους επόμενους αιώνες σε τέτοια τελειότητα, ώστε να επιτρέψουν στον Κιβιέ να ανασυστήσει ολόκληρο σκελετό, ξεκινώντας από λίγα απολιθωμένα οστά. Του έλειπε η συγκριτική ανατομική, που εισηγήθηκε ο Γαλιλαίος, θεμελίωσε ο ΜαλπίγγιΠερί του εξωτερικού οργάνου της αφής») και έφτασε στα ανώτατο σημείο των εφαρμογών της με το έργο του Georges Léopold Chrétien Frédéric Dagobert Cuvier.

Ο ΖΩΡΖ ΚΙΒΙΕ (1769-1832)
Ο Ζωρζ Κιβιέ γεννήθηκε το 1769 στο Μομπελιάρ του γαλλικού Ιούρα, που ανήκε τότε στο μεγάλο δουκάτο της Βυρτεμβέργης. Έτσι ο Κιβιέ, που ανήκε σε προτεσταντική οικογένεια, σπούδασε αντί για το Παρίσι στη Στουτγάρδη. Το περίεργο είναι ότι ο άνθρωπος που επρόκειτο να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες όλων των εποχών, τέλειωσε τις σπουδές του με πτυχίο διοικητικών επιστημών. Στην Καρολίνεια Ακαδημία, πάντως, που σπούδαζε, διδάσκονταν συμπληρωματικά και οι φυσικές επιστήμες. Την έδρα κατείχε ο Φρίντριχ Κίελμαγιερ, τέσσερα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από το νεαρό Κιβιέ. Αυτός άσκησε πάνω του αποφασιστική επιρροή.
Βγαίνοντας από την Ακαδημία, ο Κιβιέ αναγκάστηκε για οικογενειακούς λόγους να εργαστεί ως παιδαγωγός στο σπίτι του κόμη του Ερσύ στο Φικαινβίλ της Νορμανδίας. Στην περιοχή αυτή που η απήχηση της Γαλλικής Επανάστασης έφτανε εξασθενημένη, ο Κυβιέ μπόρεσε να αφοσιωθεί με σχετική ηρεμία στη μελέτη της φυσικής ιστορίας που από τον καιρό των σπουδών του τον είχε συγκινήσει περισσότερο από τις διοικητικές επιστήμες. Η μελέτη των θαλασσίων ζώων, που ήταν ακόμα στο μεγαλύτερό τους μέρος άγνωστα, του πρόσφερε ένα γόνιμο πεδία εργασίας.
Επιδέξιος σχεδιαστής καθώς ήταν, συνόδευε τα κείμενα του, το «Ζωολογικό Ημερολόγιο», με θαυμάσιους πίνακες. Οι μελέτες του επί των βραχιονοπόδων και των μαλακίων τράβηξαν τότε την προσοχή ενός σοφού, που αποφεύγοντας την επαναστατική θύελλα είχε καταφύγει στη Νορμανδία. Ήταν ο αβάς Τεσσιέ. Αυτός έστειλε μερικά χειρόγραφα του νεαρού Κυβιέ στους φίλους του τού Βοτανικού Κήπου, τον Λουί-Ζαν-Μαρί Ντομπετόν, τον Ετιέν Ζοφρουά-Σεντ Ιλέρ, τον Αντουάν Λωράν ντε Ζισιέ και τον Αντουάν Ογκιστέν Παρμαντιέ. Αυτοί ενήργησαν ώστε να έλθει ο Κιβιέ στο Παρίσι και να καταλάβει το 1795 την έδρα των Φυσικών Επιστημών στις κεντρικές σχολές του Πανθέου και στη συνέχεια να γίνει βοηθός του Μερτρύντ στο Βοτανικό Κήπο, όπου άρχισε να συγκεντρώνει μια σπουδαία ανατομική συλλογή. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε μέλος του ιδρύματος.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ
Θαυμάσιος διδάσκαλος, εξαίρετος ομιλητής, ευφυής κριτικός, υπέροχος συντονιστής και οξυδερκής παρατηρητής, ο Κιβιέ έγινε σύντομα διάσημος, χάρις ιδίως στον ενθουσιασμό που ενέπνεε στους μαθητές του. Ήταν ακόμα υπόδειγμα εργατικότητας, πράγμα που του επέτρεψε να αφήσει ένα τεράστιο σε έκταση, αλλά και σε αξία, έργο. Η δραστηριότητά του εκτείνεται στα πεδία της ανατομικής, της παλαιοντολογίας, της ιστορίας της βιολογίας και των πρακτικών εφαρμογών. Δυο φορές ταξίδεψε στην Ιταλία (1801, 1810) και μια στην Ολλανδία (1819) για να μελετήσει στα ξένα πανεπιστήμια τυχόν μεταρρυθμίσεις των γαλλικών σπουδών. Το 1813 έγινε από τον Ναπολέοντα μέλος του Κρατικού Συμβουλίου.
Οι πολιτειακές μεταβολές στη Γαλλία (Επανάσταση, Ναπολέων, Παλινόρθωση), δεν επηρέασαν διόλου τη δημόσια θέση του Κιβιέ. Το 1818 μάλιστα του προσφέρθηκε το υπουργείο Εσωτερικών, θέση που δε δέχτηκε, ενώ το 1823 δέχθηκε την προσφορά του Κάρολου 10ου να καταλάβει τη θέση του Προέδρου του τμήματος φυσικών επιστημών του Κρατικού Συμβουλίου, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τη διδασκαλία και την έρευνα. Όταν με τη σειρά του ο Λουδοβίκος Φίλιππος ετοιμαζόταν να υπογράψει το διάταγμα που θα τον έκανε Πρόεδρο του Κρατικού Συμβουλίου, ο μεγάλος σοφός πέθανε από χολέρα σε ηλικία 62 ετών, έχοντας δηλαδή ακόμα μπροστά του πολλά χρόνια δραστηριότητας. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, η αντοχή στους κόπους, η αυστηρή μέθοδος με την οποία εργαζόταν, η μετρημένη ζωή που ζούσε (δεν εγκατέλειψε ποτέ το μικρό σπίτι της σημερινής οδού Κιβιέ) του είχαν επιτρέψει να παράγει ένα απέραντο έργο σε πολλούς τομείς, με την ίδια πάντοτε βαθύτητα και οξύνοια.

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
Η παραγωγική δραστηριότητα του Κιβιέ στράφηκε προς πολλές κατευθύνσεις, όχι πάντως ξένες τη μια από την άλλη.
Αρχικά ανακάλυψε σφάλματα και κενά στην ταξινόμηση του Λινναίου, που οφείλονταν στα τεχνητά, κατά μεγάλο μέρος, κριτήρια με τα οποία είχε γίνει. Ο Κιβιέ, ξεκινώντας από την αντίληψη ότι ο ζωικός οργανισμός είναι μια αδιαίρετη ενότητα, της οποίας κάθε τμήμα και συνεπώς και οι σχετικές λειτουργίες βρίσκονται σε τέτοια μεταξύ τους ισορροπία ώστε η μεταβολή μιας να συνεπάγεται αλλαγές και σε όλες τις άλλες, συνέλαβε ορισμένους βασικούς μορφολογικούς τύπους, τους οποίους έθεσε σαν βάση του δικού του ταξινομικού συστήματος.
Οξυδερκής και ευφυής παρατηρητής, όπως ήταν, αντιλήφθηκε σύντομα ότι δεν μπορούσε να αναγάγει την οργάνωση των ζώων σ’ ένα και μοναδικό σχέδιο κατασκευής, όπως έκανε ο Σεντ Ιλέρ, παλαιός στοργικός φίλος του και μετά πολέμιός του. Διέκρινε λοιπόν 4 τύπους: σπονδυλωτά, μαλάκια, αρθρόποδα και ακτινωτά και αυτά τα ταξινόμησε με βάση νέο ανατομοφυσιολογικό κριτήριο που είχε σαν βάση του το νόμο του συσχετισμού των διαφόρων τμημάτων του σώματος των ζώων.
Το νέο ταξινομικό σύστημα του Κιβιέ αποτελούσε πρόοδο για την επιστήμη, γιατί αντικαθιστούσε τα εμπειρικά κριτήρια του Λινναίου με πιο επιστημονικά. Παρόλα αυτά και το σύστημα του Κιβιέ δέχθηκε την ανασχετική επίδραση των φυσιολογικών ιδεών που επικρατούσαν τότε και δεν απέδωσε ό,τι μπορούσε να προσφέρει. Για τον ίδιο λόγο, ο Κιβιέ δε στάθηκε ικανός να αναγάγει τη συγκριτική ανατομική, που τόσο κατείχε, σε πραγματική μορφολογική θεωρία. Όμως, η βαθιά της γνώση του επέτρεψε να επιτελέσει αληθινά θαύματα.

Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΖΩΩΝ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΠΡΙΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Στο Βοτανικό Κήπο των Παρισίων, κοντά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, διατηρούνταν αρκετά απολιθώματα οστών που ανήκαν σε προϊστορικούς ελέφαντες. Από τη μελέτη τους ο Κιβιέ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προϊστορικός ελέφαντας πρέπει να είχε διαφορετική μορφή από τον σημερινό. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε να αφοσιωθεί με το συνηθισμένο του πάθος στη μελέτη των απολιθωμάτων με βάση τις γνώσεις του από τη συγκριτική ανατομική. Έτσι κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει ολόκληρους σκελετούς προϊστορικών ζώων με εκπληκτική ακρίβεια: ένας σκελετός που ανακαλύφθηκε τυχαία ανέπαφος εκατομμύρια χρόνια ύστερα από το θάνατο του ζώου, βρέθηκε πανομοιότυπος με εκείνον που είχε ανασυστήσει ο Κιβιέ.
Ο Γάλλος σοφός υπήρξε ακόμα ο πρώτος που σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει τα απολιθώματα για τον προσδιορισμό των γεωλογικών εποχών, μέθοδος που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Στα χέρια βέβαια ενός υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης τέτοια δεδομένα θα έδιναν άλλα αποτελέσματα από εκείνα που έδωσαν στα χέρια του Κιβιέ. Αυτός, γοητευμένος από το ότι ανακάλυψε ότι προ πολλών εκατομμυρίων ετών ζούσαν στη γη είδη ζώων που στις μέρες του δεν υπήρχαν πια, δεν απέδωσε το γεγονός στη δυνατότητα μιας εξέλιξης το ζωικού κόσμου, όπως είχε σκεφθεί παλαιότερα ο Μπιφόν και διακήρυττε τα χρόνια εκείνα ο Λαμάρκ. Μια τέτοια σκέψη θα πρόσβαλε κατά τον Κιβιέ, που διαπνεόταν στο σημείο αυτό από το πνεύμα του Λινναίου, την αυθεντία της Αγίας Γραφής. Πιστεύοντας βαθειά στη Δημιουργία και πεπεισμένος για το ευμετάβλητο των ειδών, ο Κιβιέ προσπάθησε να ερμηνεύσει τα παλαιοντολογικά του ευρήματα με τη θεωρία των «κατακλυσμών» και των «διαδοχικών δημιουργιών». Η εξαφάνιση των ζώων μιας εποχής οφειλόταν σε κάποιον κατακλυσμό, τον οποίον ακολουθούσε μια νέα δημιουργία με νέα είδη ζώων με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο που τελικός του σκοπός ήταν η εμφάνιση στη γη του ανθρώπου.
Με τη θεωρία του αυτή ο Κιβιέ αγωνίστηκε όχι μόνον ενάντια στις αντίθετες αντιλήψεις, αλλά και κατά των συμπερασμάτων των δικών του ερευνών.
Οι εκτεταμένες και βαθιές μελέτες του Κιβιέ στο πεδίο της συγκριτικής ανατομικής είχαν δύο άμεσα αποτελέσματα: τη διαπίστωση από το Γάλλο σοφό ενός νέου ταξινομικού συστήματος, κατά πολύ πιο ακριβούς από εκείνο του Λινναίου, και τη διαμόρφωση ορισμένων αντιλήψεων που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Πιστεύοντας, πράγματι, ότι μια ικανοποιητική ταξινόμηση του ζωικού κόσμου θα έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση ενός ζώου, αλλά και στους εσωτερικούς ανατομικούς του χαρακτήρες, προχώρησε στη συγκριτική μελέτη των διαφόρων οργάνων, τόσο από πλευράς κατασκευής, όσο και από πλευράς λειτουργίας. Έτσι έφθασε στη διατύπωση ορισμένων εννοιών, όπως η συμμετρία, η μεταμέρεια, η ομολογία και η αναλογία που θεωρούνται και σήμερα βασικές.
ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΕΡΕΙΑ
Και οι δύο είναι καθαρά μορφολογικές έννοιες. Ο πρώτος τύπος της συμμετρίας, η αμφοτερόπλευρη συμμετρία, εκφράζει τους χαρακτήρες της γενικής οργάνωσης του σώματος στα ζώα που οι ανατομικοί σχηματισμοί τους (μέλη, όργανα), είναι έτσι κατανεμημένα, ώστε να μπορούν τα ζώα αυτά να διαιρεθούν με μια μόνο τομή σε δύο συμμετρικά μέρη.
Ο δεύτερος τύπος της συμμετρίας, η ακτινωτή συμμετρία αποδίδει το σχηματισμό ζώων, όπως τα κοιλεντερωτά (π.χ. οι μέδουσες), που το σώμα τους μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά συμμετρικά μισά, αρκεί το επίπεδο της τομής να περνά από τον κύριο άξονα του σώματός τους. Αυτό θα συνέβαινε π.χ. με μια ομπρέλα: κάθε τομή που το επίπεδό της θα περνούσε από τη λαβή της, θα μας έδινε δύο συμμετρικά μισά του καλύμματός της.
Η μεταμέρεια, αντίθετα, αποδίδει τη γενική οργάνωση του σώματος ζώων, όπως οι σκώληκες και τα αρθρόποδα ή ανατομικών σχηματισμών, όπως η σπονδυλική στήλη, που απαρτίζονται από μια σειρά εντελώς όμοιων στοιχείων, όπως οι δακτύλιοι στους σκώληκες ή σχετικά όμοιων, όπως οι σπόνδυλοι στη σπονδυλική στήλη. Τα στοιχεία αυτά τοποθετημένα το ένα ύστερα από το άλλο, βρίσκονται κατά μήκος του κεφαλουραίου άξονα του ζώου, όπως μια σειρά κρίκων γύρω από ένα μπαστούνι.
Βοηθούμενες από τις έννοιες αυτές, ο Κιβιέ όχι μόνο κατόρθωσε να ταξινομήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια από το Λινναίο μεγάλο αριθμό ζώων, αλλά έθεσε και τις βάσεις της σύγχρονης ταξινόμησης των ασπόνδυλων (ο Λινναίος τα διέκρινε απλά σε έντομα και σκώληκες). Με βάση τη μέθοδο του Κιβιέ, ο Λαμάρκ, που υπήρξε πολέμιός του στο θέμα της ιστορίας της ζωής στη γη, δημιούργησε μια δική του ταξινόμηση, πολύ πιο κοντά στη σημερινή.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ
Αυτές είναι δύο πολύ γόνιμες σε συνέπειες έννοιες που προέκυψαν από τον συνδυασμό συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας.
Συγκεντρώνοντας τις συγκριτικές ανατομικές έρευνές του στα επί μέρους όργανα και μελετώντας συγχρόνως τη λειτουργία τους, ο Κιβιέ παρατήρησε ότι τα όργανα με όμοια ανατομική κατασκευή εκτελούσαν διαφορετικές λειτουργίες στα διάφορα ζώα. Ένα παράδειγμα: τα άνω (το μπροστινό) άκρο του ανθρώπου, του αλόγου, του τυφλοπόντικα, της νυχτερίδας, της χελώνας είναι ένας ανατομικός σχηματισμός που αποτελείται από 3 βασικά στοιχεία: βραχίονα, αντιβράχιο με δυο οστά (κερκίδα, ωλένη) και άκρα χείρα (οστά του καρπού, μετακάρπια, φάλαγγες των δακτύλων), αναπτυγμένα με ποικίλους συνδυασμούς ανάλογα με τη λειτουργία του άκρου. Πράγματι, στις περιπτώσεις που αναφέραμε, το άνω άκρο λειτουργεί αντίστοιχα ως όργανο σύλληψης, στήριξης και βάδισης, ανασκαφής, πτήσης, κολύμβησης και βάδισης. Τέτοια όργανα χαρακτηρίζονται από τον Κιβιέ ως ομόλογα.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν όργανα σε διάφορα είδη ζώων, που εκτελούν την ίδια λειτουργία, έχουν όμως τελείως διαφορετική ανατομική κατασκευή, δεν αποτελούνται από τα ίδια τμήματα. Τα φτερά π.χ. της πεταλούδας, ενός πουλιού της νύχτας, της νυχτερίδας, ενώ εκτελούν όλα την ίδια λειτουργία της πτήσης, έχουν τελείως διαφορετικό σχέδιο κατασκευής. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για όργανα ανάλογα.
Με τις έννοιες αυτές, ο Κιβιέ, κατόρθωσε να μεταμορφώσει τη συγκριτική ανατομική από περιγραφική σε συνθετική και ερμηνευτική επιστήμη. Την πρώτη θαυμάσια πρακτική εφαρμογή της στην ταξινόμηση του βασιλείου των ζώων, συναντάμε στα δύο βασικά έργα του Κυβιέ: στη μεγάλη πραγματεία «Το ζωικό βασίλειο ταξινομημένο με βάση την οργάνωσή του» (Παρίσι, 1817) και στη «Φυσική Ιστορία των ιχθύων».
Το δεύτερο αυτό έργο που είχε αναλάβει ο Κιβιέ σε συνεργασία με τον Ασίλ Βαλανσιέν, περατώθηκε από τον δεύτερο μήνα του 1849, 17 χρόνια μετά το θάνατο του διδασκάλου του, όταν τυπώθηκε ο 22ος τόμος του, που κατά τους δύο συνεργάτες του δεν προοριζόταν για τελευταίος.
Στη «Φυσική ιστορία των Ιχθύων» που είχε αρχίσει να δημοσιεύεται από το 1828, περιγράφονται περισσότερα από 5.οοο είδη ψαριών, διαιρεμένα σε δύο μεγάλες ομάδες: τους χονδρόστεους και τους τελεόστεους. Οι τελεόστεοι, με τη σειρά τους, υποδιαιρούνται σε ακανθοπτερύγιους, μαλακοπτερύγιους, πλεκτογνάθιους και λοφοβράγχιους.
Παρόλο που οι τελευταίοι τόμοι δεν στέκουν στο ύψος των πρώτων, το έργο εξακολουθεί να είναι βασικό για τη μελέτη των ιχθύων, κυρίως για τις ωραιότατες εικόνες του, που και σήμερα χρησιμοποιούνται σε διάφορα συγγράμματα ως αναντικατάστατες.

15/5/09

Ο 19ος αιώνας – Γενικοί χαρακτήρες [76]

Το τεράστιο ερευνητικό και οργανωτικό έργο που πραγματοποιήθηκε το 17ο και το 18ο αιώνα επάνω στις γραμμές που χάραξαν ο Βάκων, ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος, έφτασε στο αποκορύφωμά του το 19ο αιώνα. Η θετικιστική βιολογική αντίληψη που επικράτησε το 18ο αιώνα χάρις στο έργο ανθρώπων όπως ο Σπαλαντσάνι και ο Μοργκάνι, παρόλο που στο τέλος του αιώνα αυτού νοθεύτηκε από μια μορφή ιδεαλισμού, είναι εκείνη που άνοιξε το δρόμο του αιώνα για τον οποίον θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Οι προϋποθέσεις της τεράστιας ανάπτυξης της επιστήμης, με την πιο σύγχρονη έννοια του όρου, πρέπει να αναζητηθούν στα ιστορικά και πνευματικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών του 18ου αιώνα.
Από τις ιδέες του Διαφωτισμού δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής αναστάτωση πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων, που αποκορυφώνεται στο κατά κάποιο τρόπο τραγικό και γεμάτο σφάλματα γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης, για να διαδοθεί στη συνέχεια στην Ευρώπη με την καταιγίδα των Ναπολεόντειων πολέμων.
Στο κλίμα του φλογερού ενθουσιασμού που αναπτύχθηκε έτσι στο πνευματικό πεδίο, παρά τις αντιφάσεις και τις αντιδραστικές όψεις του, μπόρεσαν να αναπτυχθούν, όπως ήταν επόμενο, οι γονιμότερες και πιο επαναστατικές ιδέες, που οι καταβολές τους είχαν τεθεί από τους δυο προηγούμενους αιώνες. Σ’ αυτό, συνέβαλε πολύ η νέα κατεύθυνση που έδωσε στη φιλοσοφία ο Καντ. Ο Γερμανός φιλόσοφος έλαβε υπόψη του τη θετική πλευρά αφενός του ορθολογιστικού ρεύματος, εκτιμώντας στο μέτρο της την αναγκαιότητα του «απριορισμού» για την οικοδόμηση μιας επιστήμης άξιας του ονόματός της και αφετέρου του εμπειρισμού, αναγνωρίζοντας τη σημασία της εμπειρίας, για να αποφεύγονται οι αφηρημένες πνευματικές κατασκευές. Συγχρόνως όμως διακήρυττε τα ανυπέρβλητα όρια που έμπαιναν από τα πράγματα, τόσο στον καθαρό ορθολογισμό, όσο και στον καθαρό εμπειρισμό, λόγω της ατέλειας των διαβεβαιώσεων του πρώτου και της ανικανότητας της καθολικής σύλληψης της γνώσης από τον δεύτερο.
Με τέτοιες αντιλήψεις, οι αυστηρότεροι εμπειριστές όπως ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) κατέληξαν να πέσουν σ’ ένα βαρύ σκεπτικισμό. Υποστήριξαν ότι είναι αδύνατη για το ανθρώπινο πνεύμα η οικοδόμηση μιας καθολικής επιστήμης, ενός νόμου π.χ. που να ισχύει για όλα τα εκκρεμή, σε όσα ο άνθρωπος πειραματίστηκε και πρόκειται ακόμα να πειραματιστεί. Ένας τέτοιος όμως σκεπτικισμός δεν συμβιβαζόταν με τα αποτελέσματα της σωστής εφαρμογής της πειραματικής μεθόδου. Πώς μπορούσε όμως να βεβαιώσει θεωρητικά ο εμπειριστής το αδύνατο της οικοδόμησης μιας επιστήμης με καθολική ισχύ, όταν οι επιστήμονες, με μοναδικό στήριγμα το πείραμα, οικοδομούσαν την επιστήμη κατά τρόπο μοναδικό;
Ο Καντ, με το να έχει συλλάβει τα ελαττώματα του εμπειρισμού, όπως και του ορθολογισμού, τοποθέτησε τις βάσεις της σύγχρονης σκέψης και πρόσφερε στις γενιές που ακολουθούσαν τα βασικά όργανα για την οικοδόμηση της γνώσης. Η διαπίστωση αυτή δεν παύει να έχει την ισχύ της και παρά τις τροποποιήσεις, συχνά δε και τον πόλεμο που υπέστησαν οι ιδέες του. Ο Καντ παρακίνησε το ανθρώπινο πνεύμα σε επανάσταση, ανοίγοντας νέους δρόμους, ξεκαθαρίζοντας τους παλιούς, θέτοντας νέα προβλήματα και υποδεικνύοντας καινούργιες δυνατότητας για την επίλυσή τους.

Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Από τον καιρό της ουμανιστικής επανάστασης και ακόμα πιο πολύ από την ανακάλυψη της τυπογραφίας κατά την Αναγέννηση, παρατηρείται σε εντεινόμενο ρυθμό ένα φαινόμενο: η διάδοση του πολιτισμού που βγαίνοντας από τα τείχη των μοναστηριών έμπαινε στα σπίτια των λαϊκών τάξεων.
Η εξέλιξη όμως του φαινομένου αυτού είχε τα όριά της. Είναι γεγονός ότι τη θέση των μοναστηριών κατέλαβαν οι αυλές των φωτισμένων ηγεμόνων, οι ακαδημίες και τα κέντρα ερευνών που εκείνοι ίδρυαν, οι δε επιστήμονες που σύχναζαν εκεί ήταν λαϊκοί. Παρόλα αυτά και οι άνθρωποι αυτοί ανήκαν σε κλειστές ομάδες. Η μόρφωση συνέχιζε να είναι προνόμιο των λίγων. Δεν είχε ακόμα προσεγγίσει το λαό.
Με τον «αιώνα των φώτων» η μόρφωση εκλαϊκεύεται περισσότερο. Οι ιδέες για την ισότητα των ανθρώπων και την καθολική ισχύ της λογικής ήταν τα κίνητρα των «διαφωτιστών» προς την οδό της εκλαΐκευσης. Έτσι βλέπουμε να κυκλοφορούν εφημερίδες πολιτικής και κοινωνικής ενημέρωσης και περιοδικές εκδόσεις, στις οποίες δημοσιεύονται οι μελέτες και τα πορίσματα των ερευνών μεγάλων επιστημόνων. Βλέπουμε ακόμα να εκδίδεται η «Εγκυκλοπαίδεια ή Λεξικό των Επιστημών, των Τεχνών και των Επαγγελμάτων» σε 28 τόμους, μεταξύ 1751 και 1772, γραμμένη από τους διαπρεπέστερους «διαφωτιστές».

Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΜΟΡΦΩΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΔΑ
Αλλά οι εκδηλώσεις αυτές δεν σταματούν εκεί. Γράφονται εκλαϊκευμένα εγχειρίδια π.χ. «Η αστρονομία για κυρίες» και «Τα μαθηματικά για κυρίες». Ο κόσμος καταλαμβάνεται από τη μανία της εξερεύνησης του ουρανού με τη βοήθεια οπτικών οργάνων, της παρατήρησης της φύσης (των εντόμων, των φύλλων των ανθέων) με μεγεθυντικούς φακούς. Η χρήση των γυαλιών γίνεται μόδα: ήθελαν να παρατηρήσουν τα πάντα μέσα από το φακό, που κάπου - κάπου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα απλό, αλλά ωραία διακοσμημένο γυαλί. Φυσικά επρόκειτο πια για υπερβολές που άγγιζαν τα όρια του γελοίου, ήταν όμως συγχρόνως και η απόδειξη του γεγονότος ότι η επιστήμη είχε πια μπει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Με τον τρόπο αυτό και με τις καθημερινές εφαρμογές της τεχνικής, η επιστήμη καταλάμβανε ξεχωριστή θέση στη ζωή των λαών. Οι κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν τη σημασία της μεταβολής, άλλες, όπως του Ναπολέοντα, από δική τους πρωτοβουλία και άλλες, λιγότερο φωτισμένες, υπό την πίεση των πραγμάτων και ενδιαφέρθηκαν για την πρόοδο της επιστήμης. Το 19ο αιώνα οι επιστημονικές αποστολές που οργανώνονται από τις κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών γίνονται όλο και πιο συχνές, τα επιστημονικά κέντρα πολλαπλασιάζονται και τα επιστημονικά έντυπα γίνονται ανάρπαστα. Αναγνώστες κάθε τάξης σχηματίζουν ουρά έξω από τα βιβλιοπωλεία για να αποκτήσουν μια νέα έκδοση που περιγράφει κάποια ανακάλυψη, μια νέα θεωρία ή το ταξίδι κάποιου εξερευνητή.

ΤΑ ΠΕΡΠΕΤΕΙΩΔΗ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η στροφή του ανθρώπου προς την επιστήμη φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να επηρεάσει και το περιπετειώδες ανάγνωσμα δια μέσου των πιο εκλεκτών εκπροσώπων του.
Έτσι, ενώ από τη μια ανθεί το ρομαντικό μυθιστόρημα με κύριους εκπροσώπους τον Ουώλτερ Σκοτ, τον Βίκτορα Ουγκώ και σε λαϊκότερο επίπεδο τον Αλέξανδρο Δουμά πατέρα, με τους «Τρεις σωματοφύλακες», βλέπουμε να διευρύνεται ο κύκλος των μυθιστοριογράφων του τύπου του Ιούλιου Βερν, που παίρνουν τα θέματά τους από την επιστήμη. Οι εμπνεύσεις τους κατευθύνονται από την ενθουσιώδη αισιοδοξία που είχαν γεννήσει στις ψυχές όλων των ανθρώπων, κάθε μόρφωσης και τάξης, οι εντυπωσιακές ανακαλύψεις και τα επιτεύγματα της τεχνικής. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τη μεγάλη αίθουσα μελέτης του πλοιάρχου Νέμο στον «Ναυτίλο» του, τις εικόνες της υποβρύχιας ζωής που εκτυλίσσονται εμπρός στα κρυστάλλινα φινιστρίνια του σκάφους που έπλασε η φαντασία του Βερν, τα υποβρύχια, τις τηλεοράσεις, τα τηλέφωνα και τις τεχνητές ηπείρους του Ρομπίντα, για να καταλάβει το φλογερό ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για κάθε τι το σχετικό με την επιστήμη.

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η κατάσταση αυτή, όπως διαμορφώθηκε, είχε τις απαιτήσεις της. Η έρευνα, όσο γινόταν πιο πολύπλοκη, τόσο πιο εξειδικευμένο προσωπικό απαιτούσε, πράγμα που προϋπόθετε ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Τα νοσοκομεία πολλαπλασιάζονταν και μερικά από αυτά μεταβάλλονταν σε πρότυπα κέντρα έρευνας και ινστιτούτα ιδρύονταν έξω από κάθε εξάρτηση από το διδακτικό έργο των πανεπιστημίων. Όλα αυτά δημιουργούσαν προβλήματα ικανά να λυθούν μόνο με την ομαδική εργασία. Με βάση την πειραματική μέθοδο οι ιατρικές και γενικότερα οι βιολογικές έρευνες προωθήθηκαν κυρίως προς τρεις κατευθύνσεις: τη μορφολογία, τη φυσιολογία και τη μικροσκοπική έρευνα, που μετά τη στασιμότητα του 18ου αιώνα παίρνει νέα ώθηση.
Οι τελειοποιήσεις των οργάνων που κληροδότησε ο προηγούμενος αιώνας επέτρεψαν όχι μόνο μεγαλύτερες μεγεθύνσεις με λιγότερα σφάλματα, αλλά ανανέωσαν τη μελέτη των μικροοργανισμών. Αποφασιστικής σημασίας γεγονός στον τομέα της μικροσκοπίας υπήρξε η ανακάλυψη από τον Τζιοβάνι Μπατίστα Αμίτσι (1786-1863) του καταδυτικού φακού: ο αντικειμενικός φακός του μικροσκοπίου ήταν βυθισμένος σ’ ένα ομοιογενές μέσο, υγρό με τον ίδιο σχεδόν δείκτη διάθλασης με το υλικό στο οποίο είχε προσηλωμένο το παρατηρούμενο αντικείμενο, πράγμα που επέτρεπε την εκμετάλλευση των ιδιοτήτων του φωτός στο ανώτερο δυνατό σημείο. Με το φακό αυτό η διακριτική ικανότητα του μικροσκοπίου έφθανε το όριο των 15 δεκάκις χιλιοστών του χιλιοστόμετρου.
Με μια τέτοια ανακάλυψη οι δισταγμοί και οι επιφυλάξεις του 17ου αιώνα απέναντι στην οπτική μεγέθυνση λόγω των σφαλμάτων των φακών, που είχαν οδηγήσει στη στασιμότητα της μικροσκοπίας το 18ο αιώνα, καταρρέουν. Η μικροσκοπική έρευνα θα οδηγήσει τώρα κατευθείαν στο κύτταρο και τα μικρόβια.

12/5/09

Η χειρουργική [75]

Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε την κατάσταση που επικρατούσε στη χειρουργική το 18ο αιώνα με τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν σε άλλους τομείς της ιατρικής, θα δυσκολευτούμε πολύ να ανακαλύψουμε κάποιο αποφασιστικό σταθμό προόδου της μεγάλης αυτής ιατρικής ειδικότητας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι επιτυχίες του Ιταλού Αντόνιο Σκάρπα και του Γερμανού Λόρεντς Χάιστερ.
Το γεγονός δεν πρέπει να εκπλήσσει. Για να πετύχει η χειρουργική τις προόδους της βιολογίας ή της φυσιολογίας, θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή της κάποιο μέσο με σημασία ανάλογη με εκείνη που απέκτησε το μικροσκόπιο για τις επιστήμες που αναφέραμε. Και ναι μεν η μικροσκοπία παρουσιάζεται κι αυτή στάσιμη το 18 αιώνα, οι πρόοδοί της όμως που είχαν προηγηθεί είχαν ανοίξει πλατιούς ορίζοντες για τους επιστήμονες του αιώνα εκείνου. Κάτι ανάλογο για τη χειρουργική θα προσφέρει ο 19ος αιώνας: την ασηψία και την αντισηψία.
Αν μελετήσει κανείς τις σελίδες του έργου του Ιπποκράτη για τις κακώσεις της κεφαλής («Περί των κεφαλή τρωμάτων») και αναλογιστεί τα επιτεύγματα της χειρουργικής, στα πρώτα χρόνια της εισαγωγής της χρήσης των πυροβόλων όπλων, καταλαβαίνει ότι χωρίς την απόκτηση κάποιου καινούργιου μέσου, ό,τι είχε να ειπωθεί στον τομέα της χειρουργικής ήταν κιόλας καλά ειπωμένο από αιώνες.

ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΙ
Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της χειρουργικής στη Γαλλία του 18ου αιώνα υπήρξαν ο Ντομινίκ Ανέλ (1679-1730), ο Ζαν Λουί Πετί (1674-1760), ο Πιέρ Ζοζέφ Ντεσώ (1738-1795) και ο Φρανσουά Σοπάρ (1743-1795).
Ο Ανέλ ήταν χειρουργός του στρατού του Λουδοβίκου ΙΔ'. Μέχρι τότε τα τραύματα θεραπεύονταν με τη μέθοδο του Παρέ: απομυζούσαν, συνήθως με το στόμα, το τραύμα για να περιορίσουν το αιμάτωμα και στη συνέχεια το άλειφαν με λάδι ή με κάποιο μίγμα με βάση το αυγό. Ο Ανέλ θεωρούσε τελείως ανώφελη την επάλειψη του λαδιού και είχε επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίον γινόταν η απομύζηση του τραύματος, που όμως θεωρούσε απαραίτητη. Για το σκοπό επινόησε μια σύριγγα, την οποία εφάρμοζε και στη θεραπεία συριγγίων που οφείλονταν σε αφροδίσια νοσήματα: χωρίς να προκαλεί βλάβες των ιστών άδειαζε τα συρίγγια αυτά από το πυώδες περιεχόμενό του.
Με το όνομα το Ανέλ συνδέεται και μια τολμηρή επέμβαση, που εκτελείτο αργότερα και από τους μεγάλους Ιταλούς χειρουργούς. Ήταν η θεραπεία των δακρυϊκών συριγγίων με ενέσεις στο δακρυϊκό ασκό. Ο Ανέλ τελειοποίησε ακόμα μια επέμβαση για τη θεραπεία των ανευρυσμάτων, που είχε συχνά τόσο καλά αποτελέσματα, ώστε να αποκτήσει σύντομα μεγάλη διάδοση.
Κι ο Πετί υπήρξε στην αρχή στρατιωτικός χειρουργός. Όταν παραιτήθηκε από αυτή τη θέση, το 1700, άνοιξε μια ιδιωτική χειρουργική σχολή στο Παρίσι.
Στον Πετί οφείλονται αξιόλογες ανατομικές ανακαλύψεις και ορισμένες τεχνικές πρόοδοι στη χειρουργική, που είναι γνωστές με το όνομά του. Κυριότερο έργο του είναι η «Πραγματεία χειρουργικής», το οποίο θεωρείτο για πολλά χρόνια μοναδικό στο είδος του.
Στο ανατομικό πεδίο ανακάλυψε το ομώνυμο τρίγωνο μεταξύ λαγονίου ακρολοφίας, έξω λοξού κοιλιακού και πλατέως ραχιαίου μυός («τρίγωνο του Πετί») και τον ομώνυμο πόρο στην ακτινωτή ζώνη του οφθαλμού, κοντά στον κρυσταλλοειδή φακό.
Στο χειρουργικό πεδίο, όχι μόνον επινόησε νέα όργανα, αλλά επιπλέον βελτίωσε την τεχνική των ακρωτηριασμών κι έκανε αξιόλογες μελέτες στα θέματα της αιμόστασης, των αιμορραγιών και των καταγμάτων («νάρθηκας του Πετί» για την ακινητοποίηση των καταγμάτων της κνήμης).
Το όνομα του Σοπάρ έφτασε στις μέρες μας συνδεδεμένο με τη μέθοδο του ακρωτηριασμού του άκρου ποδός που γίνεται στο ύψος της γνωστής, επίσης με το όνομά του εγκάρσιας διάρθρωσης του ταρσού («Χοπάρτιος διάρθρωση»).
Σύγχρονος και φίλος του Σοπάρ υπήρξε ο Ντεσώ, που θεωρείται ομόφωνα ιδρυτής της τοπογραφικής ή χειρουργικής ανατομικής και της κλινικής χειρουργικής διδασκαλίας στα νοσοκομεία. Ο Ντεσώ απέκτησε φήμη με την εισαγωγή νέων τεχνικών μεθόδων στη χειρουργική, όπως η «επίδεση Ντεσώ» στο κάταγμα της κλείδας και η απολίνωση της μηριαίας αρτηρίας στον πόρο των προσαγωγών. Ο Ντεσώ δεν άφησε συγγραφικό έργο. Από τους μαθητές του όμως προήλθαν οι καλύτεροι Γάλλοι χειρουργοί του επόμενου αιώνα. Από αυτούς ακριβώς προέρχονται και οι πληροφορίες μας για τον Ντεσώ. Έτσι ο Κάσσιους συγκέντρωσε τη διδασκαλία του διδασκάλου του στο βιβλίο «Θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα εξωτερικής κλινικής» (Παρίσι, 1779) και ο Μπισά στο «Χειρουργικά έργα» του (Παρίσι, μεταξύ 1798-1803). Ίσως ο Ντεσώ να ακολουθούσε την άποψη του Σωκράτη ότι τα βιβλία μένουν σιωπηλά για τον αναγνώστη αν θελήσει νατα ρωτήσει κάτι και συνεπώς είναι ανώφελο να γράφονται.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
Η αγγλική προσφορά υπήρξε σημαντική στο χειρουργικό τομέα, με δύο κυρίως πρόσωπα: τον Πέρσιβαλ Ποτ (1714-1788) και τον Τζων Χάντερ (1828-1793), που με τον αδελφό του Ουίλιαμ (1718-1783) εκτέλεσαν θεμελιώδεις μελέτες επί των ανευρυσμάτων και του έλκους του στομάχου.
Το γνωστότερο από τα τρία αυτά ονόματα είναι του Ποτ. Ακόμα και σήμερα η φυματιώδης σπονδυλίτιδα χαρακτηρίζεται ως «Πόττειο κακό».
Ο Ποτ εργάστηκε περισσότερο από 40 χρόνια στο Νοσοκομείο Σαιντ Μπαρτόλομιου του Λονδίνου (1744-1787). Η δραστηριότητά του κάλυψε όλους τους τομείς της χειρουργικής και τραυματολογίας. Το κάταγμα που φέρει το όνομά του (κάταγμα του Ποτ = αμφισφύριο κάταγμα με απαγωγή) μελέτησε στον ίδιο του τον εαυτό, όταν πέφτοντας από το άλογο σε κάποιο δρόμο του Λονδίνου, έσπασε το πόδι του. Κοντά στο «Πόττειο κακό» και το «κάταγμα του Ποτ» έχουμε ακόμα τη «γάγγραινα του Ποτ» (γεροντική γάγγραινα) και τη «νόσο του Ποτ» (καρκίνος του οσχέου των καπνοδοχοκαθαριστών), καταστάσεις που μελέτησε σε βάθος. Τα κείμενά του, που πραγματεύονται τις κήλες, τις υδροκήλες και τον καταρράκτη, διαβάζονται και σήμερα με πολύ ενδιαφέρον, ενώ οι θεραπευτικές του υποδείξεις διατηρούν ακόμα ολόκληρη την ισχύ τους.
Εκτός από τον Ποτ και τους αδελφούς Χάντερ πρέπει να αναφέρουμε μια ακόμα φυσιογνωμία της αγγλικής χειρουργικής του 18ου αιώνα: τον Ουίλιαμ Τσέζελντεν (1688-1753) θεράποντα μεγάλων προσωπικοτήτων, όπως ο Νεύτων και ο ποιητής Αλεξάντερ Ποπ.
Άνθρωπος με πολύμορφο ταλέντο, ο Τσέζελντεν είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το σχέδιο και την αρχιτεκτονική: πολλές από τις εικόνες των έργων του είναι σχεδιασμένες από τον ίδιο.
Εκτός από την επίδρασή του στην ανατομική, ο Τσέζελντεν, έγινε ονομαστός ιδιαίτερα στη χειρουργική της ουροδόχου κύστης και των οφθαλμών. Επί αιώνες η λιθίαση της ουροδόχου κύστης θεραπευόταν από τους κουρείς-χειρουργούς με διάνοιξη του οργάνου διαμέσου μιας υπερηβικής τομής. Την τομή αυτή ανέβασε ο Τσέζελντεν σε επιστημονική περιωπή. Η μέθοδος της υπερηβικής τομής ήταν λιγότερο επικίνδυνη από τη λεγόμενη «τομή του Κέλσου» ή την «τομή του Μαριάνο», πιο γρήγορη στην εκτέλεσή της και λιγότερο οδυνηρή. Ήταν δε τέτοιος ο βαθμός της τελειότητας, στην οποία είχε αναγάγει τη μέθοδο αυτή ο Τσέζελντεν, ώστε κατόρθωνε να τελειώσει την επέμβαση μέσα σε 54''. Την πείρα και τις παρατηρήσεις του εξέθεσε ο διακεκριμένος χειρουργός στο έργο του «Πραγματεία περί της υψηλής εγχείρησης της λιθίασης» (Λονδίνο, 1723), που χαρακτηρίστηκε αριστούργημα χειρουργικής συγγραφής. Τέλος, στον οφθαλμολογικό τομέα της χειρουργικής, επινόησε την ιριδοτομία από πίσω προς τα μπροστά, καταλαμβάνοντας έτσι ξεχωριστή θέση στην ιστορία της οφθαλμολογίας. Όσο δε για την επίδοσή του στην ανατομική, αρκεί να αναφέρουμε ότι η «Ανατομική του ανθρώπινου σώματος» που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1713, είχε φτάσει το 1778 την 11η έκδοσή της!

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Στη χειρουργική της Γερμανίας του 18ου αιώνα δεσπόζει η μορφή του Λόρεντς Χάιστερ. Ο Χάιστερ, που γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1683, σπούδασε στο Γκίσεν, το Λέιντεν και το Άμστερνταμ κάτω από δασκάλους, όπως ο Μπούρχαβε, ο Ρούις και ο Αλμπίνους. Άρχισε τη σταδιοδρομία του, όπως και τόσοι άλλοι, ως στρατιωτικός χειρουργός, ιδιότητα υπό την οποία υπηρέτησε και στον ολλανδικό στρατό. Στη συνέχεια κατέλαβε θέση καθηγητή της χειρουργικής στο Άλτντορφ και κατόπιν στο Χέλμσετ, όπου και πέθανε το 1758.
Ο Χάιστερ δεν υπήρξε καινοτόμος, υπήρξε όμως μεγάλος δάσκαλος τόσο στην προφορική του διδασκαλία όσο και με το συγγραφικό του έργο. Από τη σχολή του προήλθαν όλοι οι μεγάλοι της σύγχρονης γερμανικής χειρουργικής. Το βιβλίο του «Επιτομή των θεσμών ή των θεμελίων της ιατρικής», που δημοσιεύτηκε στη Νυρεμβέργη το 1718, μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες και χαρακτηρίστηκε ως το πιο εκτεταμένο και πληρέστερο και το περισσότερο διδακτικό χειρουργικό σύγγραμμα του 18ου αιώνα.

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Ύστερα από μια περίοδο πνευματικής απουσίας, από τα μισά του 17ου μέχρι τα μισά του 18ου αιώνα, η Ιταλία ξαναδίνει το παρόν στην ευρωπαϊκή επιστήμη με τρεις μεγάλες φυσιογνωμίες: τον Σπαλαντσάνι, τον Βόλτα και τον Γκαλβάνι. Την ίδια εποχή άκμασαν αξιόλογοι εκπρόσωποι της ανατομικής και της χειρουργικής, ο Αντόνιο Σκάρπα (1752-1832), ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μοντέτζια (1762-1815) και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Παλλέτα (1748-1832). Τα ονόματα των δύο τελευταίων είναι συνδεδεμένα με την ιστορία της μαιευτικής.
Ο Παλλέτα υπήρξε οπαδός του Μοργκάνι. Σε προχωρημένη ηλικία δημοσίευσε ένα πράγματι μνημειώδες έργο, τις «Παθολογικές ασκήσεις» (Μιλάνο, 1820 και 1826), που η καθυστερημένη του έκδοση το έκανε να φαίνεται αναχρονιστικό απέναντι στις επιστημονικές προόδους που είχαν στο μεταξύ μεσολαβήσει. Η φήμη του συνδέεται με την καταπολέμηση της γνώμης που ήταν τότε διαδεδομένη, ότι η υστερεκτομή (η αφαίρεση της μήτρας), εκτός από την περίπτωση της πρόπτωσης, είναι δήθεν θανατηφόρα λόγω της μεγάλης αιμορραγίας ή αδύνατη γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί η μήτρα από τον κόλπο.
Ο Μοντέτζια πάλι, υπήρξε θερμός θιασώτης της πειραματικής μαιευτικής επί του πτώματος, όχι μόνο για την άσκηση των υποψηφίων μαιευτήρων, αλλά και ως μέθοδος έρευνας του μηχανισμού των δύσκολων τοκετών και των επιβαλλομένων χειρισμών.Ο Σκάρπα με τη σειρά του, ένας από τους καλύτερους μαθητές του Μοργκάνι, πραγματοποίησε πρωτότυπες μελέτες στον τομέα της συγκριτικής ανατομικής. Η συμβολή του στη χειρουργική και την παθολογική ανατομική των οστών και των αρτηριών και οι μελέτες του για τη νεύρωση της καρδιάς και τη σημασία της νευρικής διέγερσης ως ερέθισμα της σύσπασης των μυών είναι σημαντικές. Ο Σκάρπα ασχολήθηκε ακόμα με επιτυχία με την ορθοπεδική, την περιγραφική ανατομική και την ωτορινολαρυγγολογία και κατέλαβε αξιόλογη θέση στην ιστορία της ιατρικής.

9/5/09

Η κοινωνική ιατρική - Β' [74]

Ο ΛΟΥΙΤΖΙ ΣΑΚΟ
Ένας από τους μαθητές αυτούς ήταν κι ο Λουίτζι Σάκο, πνεύμα ευφυές κι ιδιαίτερα δεκτικό σε προβλήματα αυτού του είδους. Έτσι η είδηση της πρωτοβουλίας του Τζένερ δεν μπορούσε παρά να ενθουσιάσει τον νεαρό μαθητή του διάσημου υγιεινολόγου. Ο Σάκο που είχε ανδρωθεί πνευματικά μελετώντας τα έργα του Σπαλαντσάνι, ήταν ιδιαίτερα κατάλληλος να κατανοήσει το έργο του μεγάλου Άγγλου ιατρού.
Έτσι ο Σάκο έγινε ενθουσιώδης απόστολος του δαμαλισμού, όχι μόνο για την Ιταλία, όπου κατόρθωσε να διαδώσει ταχύτατα τη σωτήρια αυτή προληπτική μέθοδο στη Λομβαρδία και τη Βενετία, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Η φήμη του Σάκο έφτασε στα πιο μακρινά σημεία της Ανατολής, από όπου του έγραφαν για να ζητήσουν τις συμβουλές του.
Το 1800, δύο χρόνια ύστερα από τη δημοσίευση της πραγματείας του Τζένερ, ο Σάκο παρουσίασε το βιβλίο του «Πρακτικές παρατηρήσεις επί της χρήσεως της δαμαλείου λύμφης δια την πρόληψη της ευλογιάς του ανθρώπου». Ακολούθησε το 1803 το «Υπόμνημα επί του δαμαλισμού, μοναδικού μέσου δια την πλήρη εκρίζωση της ευλογιάς του ανθρώπου». Το 1809 δημοσιεύεται ένα μεγάλο έργο του «Περί δαμαλισμού» που μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες και γνώρισε ανάλογο αριθμό εκδόσεων. Μετά από πολλά χρόνια, το 1832, ο Σάκο, μιλώντας εμπρός στους άριστους του ιατρικού κόσμου της Ευρώπης, υποστηρίζει την ανάγκη του καθολικού υποχρεωτικού δαμαλισμού. Με το στόμα του μιλούν οι δυο μεγάλοι πρωτοπόροι, ο Τζένερ και ο Φρανκ. Ο Ναπολέων είχε τότε κιόλας εφαρμόσει την ιδέα του Σάκο, καθιερώνοντας υποχρεωτικό δαμαλισμό για τους άνδρες των στρατιών του. Η οδυνηρή εμπειρία της πανώλης που είχε πλήξει το στρατό του στη Γιάφα στη διάρκεια της εκστρατείας της Αιγύπτου, υπήρξε προφανώς ένα σκληρό μάθημα για τον μεγάλο Κορσικανό.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΣΙΑ
Παρόλο που τα ανέκδοτα δεν κάνουν την ιστορία, όμως πολλές φορές δίνουν μια τόσο εύγλωττη εικόνα των γεγονότων, όση δεν μπορούν να προσφέρουν οι σοβαρότερες πηγές.
Το 1813, κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Γερμανία, ένας συγγενής του Τζένερ, κάποιος λοχαγός Μίλμαν, είχε φυλακιστεί και μεταφερθεί από τους Γάλλους στο Βερντέν.
Όταν το έμαθε ο Τζένερ, έστειλε προσωπική επιστολή στον αυτοκράτορα, ζητώντας την απελευθέρωση του συγγενούς του. Διηγούνται ότι μόλις ο Ναπολέων διάβασε την επιστολή είπε: «Α! είναι ο Τζένερ! Τίποτα δεν μπορώ να αρνηθώ στον Τζένερ!» Ίσως ο Ναπολέων να μην είπε ακριβώς τα ίδια λόγια. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η αναγνώριση της ειρηνικής μεγαλοφυΐας του Τζένερ από την πολεμική μεγαλοφυΐα του Ναπολέοντα, πάνω από σύνορα, εχθρότητες και φιλίες, υπήρξε ένα ελπιδοφόρο σημείο για την ανθρωπότητα. Και είχε δίκιο ο Ναπολέων προσφέροντας μια τέτοια αναγνώριση. Η ανακάλυψη του Τζένερ, έστω κι αν προηγήθηκε η λαϊκή εμπειρία, είναι μια από τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας της ιατρικής. Χάρις σ’ αυτήν γεννήθηκε ένας νέος κλάδος της σύγχρονης ιατρικής: η ανοσολογία. Ο δαμαλισμός υπήρξε μεγαλειώδης ανακάλυψη. Άνοιξε νέες προοπτικές για την κοινωνική υγιεινή και εγκαινίασε μια νέα αντίληψη στην ιατρική: την πρόληψη, που στην εποχή μας τείνει να πάρει το προβάδισμα απέναντι στη θεραπεία.
Το πνεύμα του «αιώνα των φώτων», για το οποίο συχνά μιλάμε, είχε τον αντίκτυπό του και στην ιατρική. Η υγεία, από ατομική υπόθεση του καθενός, άρχισε να θεωρείται κοινωνικό αγαθό. Το ενδιαφέρον για τα πλατύτερα κοινωνικά στρώματα που μέχρι τότε συντηρείτο μόνον από τη χριστιανική ευσπλαχνία, στηρίζεται πια στη λογική διαπίστωση της κοινωνικής ζημιάς που προκαλείται από την άσκοπη σπατάλη της ανθρώπινης ζωής. Η ανάγκη για την επέκταση της ιατρικής μέριμνας γίνεται αισθητή: τα Νοσοκομεία ενισχύονται και τα ειδικά ιδρύματα για τη μητρότητα, τα ορφανά, τους ηλικιωμένους και τα καθυστερημένα παιδιά αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Το ενδιαφέρον για τα μέσα της επιβίωσης επεκτείνονται και στα προβλήματα της διατροφής.
Πράγματι, δεν ήταν μόνον οι περιοδικές επιδημίες της ευλογιάς που μάστιζαν τους λαούς της εποχής εκείνης. Υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από καταστάσεις που παλαιότερα δεν είχαν κινήσει καθόλου την προσοχή, παρόλο που χάραζαν συχνά τα ίχνη τους με τρόπο δραματικό σε ολόκληρα κεφάλαια της ανθρώπινης ιστορίας.
Η έλλειψη και των πιο στοιχειωδών μέτρων υγιεινής ήταν μια από τις αιτίες που διευκόλυναν την εκδήλωση των επιδημιών. Ο αέρας ήταν γεμάτος από κάθε είδους αναθυμιάσεις. Οι άρρωστοι στα Νοσοκομεία ήταν στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σε χώρους βουτηγμένους στην ακαθαρσία. Και τι να πει κανείς για την ιατρική μέριμνα της υπαίθρου, όπου βέβαια μπορούσε να γίνεται λόγος; Οι γυναίκες γεννούσαν με τη βοήθεια άξεστων χωρικών, που η παρουσία τους, με την έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων υγιεινής, ήταν ικανή να δημιουργήσει επιπλοκές και από τον πιο φυσιολογικό τοκετό. Η κακή διατροφή, εκτός από τον αντίκτυπό της στην παιδική θνησιμότητα, υπέσκαπτε τους οργανισμούς, για να τους κάνει εύκολη λεία των επιδημιών. Η πελλάγρα (βαριά αβιταμίνωση) ήταν σε μερικές περιοχές ενδημική. Αλλά και οι σπουδές της ιατρικής, με την έλλειψη κάθε οργάνωσης, δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Όλα αυτά τα προβλήματα, καθώς προβάλλονταν με όλη τους τη δραματικότητα εμπρός στα μάτια του επιστήμονα του 18ου αιώνα, απαιτούσαν επιτακτικά τη λύση τους.

ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΠΕΙΓΟΥΝ
Υπό την πίεση των πραγμάτων και υπό την ώθηση των αντιλήψεων του Διαφωτισμού, εκδηλώνεται μια μεταρρυθμιστική κίνηση στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, ύστερα από τη Συνθήκη του Άαχεν (1748), με την οποία έκλεισαν οι πόλεμοι της Διαδοχής που είχαν για άλλη μια φορά αιματοκυλίσει την Ευρώπη.
Τότε οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν ότι παράλληλα με τη θορυβώδη δυστυχία του πολέμου, στη διάρκεια του οποίου οι άνθρωποι πέθαιναν στα πεδία των μαχών ανάμεσα στις φλόγες και τον ορυμαγδό των πυροβόλων όπλων, κινείται η αθόρυβη δυστυχία της ειρήνης, στη διάρκεια της οποίας πεθαίνουν οι άνθρωποι μέσα στην αθλιότητα των βιοτικών συνθηκών. Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι από τους οποίους ζητάμε, έλεγε ο Φρανκ, να προτάξουν τα στήθη τους για να υπερασπιστούν την πατρίδα. Όμως η κοινωνία τους αφήνει να πεθαίνουν από τη φτώχεια, τις στερήσεις και τις αρρώστιες, ενώ όσο ζουν η ζωή τους δεν διαφέρει από τη ζωή ενός υποζυγίου.
Όλα αυτά απαιτούσαν ριζικές μεταρρυθμίσεις. Στο έργο αυτό, ο ρόλος των ιατρών, που βρίσκονται σε άμεση και καθημερινή επαφή με την αθλιότητα, δεν υπήρξε μικρότερος από το ρόλο των νομομαθών και των κοινωνιολόγων που μελετούσαν τις μεταρρυθμίσεις.

Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΔΕΣΠΟΤΙΣΜΟΣ
Οι ιδέες του 18ου αιώνα είχαν το αποκορύφωμά τους, τραγικό και αιματοβαμμένο, στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη δεν έφτασαν στα άκρα. Οι λόγοι ήταν δύο: Αφενός στις άλλες, εκτός από τη Γαλλία, χώρες της Ευρώπης, η ζωή ήταν καλύτερη και επικρατούσαν πιο σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις, με τυπικό παράδειγμα την Αγγλία. Αφετέρου η κεντρική εξουσία βρισκόταν στα χέρια ισχυρών και αποφασιστικών ανδρών, με πλατειές αντιλήψεις και αρκετή ευφυΐα, ώστε να προωθούν ειρηνικά την επικράτηση των ιδεών του αιώνα τους. Ο «φωτισμένος δεσποτισμός», όπως ονομάστηκε το φαινόμενο αυτό, αντικατέστησε την επανάσταση.
Ο φωτισμένος ηγεμόνας, έχοντας αρκετή αντίληψη για τα ανθρώπινα και τα κοινωνικά προβλήματα, χρησιμοποιούσε μια σειρά από συνεργατών για την πραγματοποίηση των σκοπών του. Ήταν η «αστυνομία» του, κάτι διαφορετικό από ό,τι εννοούμε σήμερα με την ονομασία αυτή, ένα όργανο με ευρύτερες δικαιοδοσίες, που περιλάμβαναν φυσικά και την έννοια της δικαστικής αστυνομίας.
Η «αστυνομία» στο πλαίσιο του φωτισμένου δεσποτισμού είναι ένας οργανισμός που ελέγχει κάθε άποψη της κοινωνικής ζωής, που ανακαλύπτει τις ελλείψεις κάθε κοινωνικού τομέα, και φυσικά και του τομέα της υγείας και ενημερώνει ιεραρχικά τον ηγεμόνα. Εκείνος με τη σειρά του, επεμβαίνει με κάθε διαθέσιμο μέσο για να προβεί στις μεταρρυθμίσεις που κρίνει απαραίτητες και ακόμα εγγυάται την γρήγορη εκτέλεσή τους.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
Έτσι ένα κύμα μεταρρυθμίσεων εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής στην Ευρώπη του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Τα κέντρα των πανεπιστημιακών σπουδών , τα Νοσοκομεία, τα φαρμακεία, αναδιοργανώνονται. Μια αγροτική μεταρρύθμιση αρχίζει με τη Μαρία Θηρεσία και συνεχίζεται από τον Ιωσήφ Β'. Ακόμα και η Ρωσία, μισοασιάτικη δύναμη, βρίσκει στο πρόσωπο της Αικατερίνης της Μεγάλης, την ενσάρκωση του φωτισμένου δεσποτισμού. Δεν είναι άσχετη με το γεγονός αυτό η μετάκληση του Γιόχαν Πέτερ Φρανκ στη Ρωσία ως σύμβουλος της Τσαρίνας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων για 5 χρόνια (1804-1809).
Ένα παράδειγμα του τι σήμαιναν για την πολιτιστική ζωή της Ευρώπης οι μεταρρυθμίσεις αυτές, δίνει η περίπτωση του Πανεπιστημίου της Παβίας. Το παλαιό αυτό πνευματικό ίδρυμα, αφού είχε υποστεί τις συνέπειες των πολέμων της Διαδοχής και της ισπανικής κακοδιοίκησης είχε περιέλθει σε συνθήκες αθλιότητας. Ήταν αρκετές όμως οι μεταρρυθμίσεις της Μαρίας Θηρεσίας και του Ιωσήφ Β', που είχαν, προκειμένου για την ιατρική σχολή, ανατεθεί στον Φρανκ, για να μεταβληθεί μέσα σε λίγα χρόνια η πόλη της Παβίας σε «κλεινόν άστυ» και το πανεπιστήμιό της σε κόσμημα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.

Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΤΟΠΟΙΙΑ
Εκτός από την αντιμετώπιση της ευλογιάς, την οργάνωση των κέντρων σπουδών, των Νοσοκομείων και των φαρμακείων, τους μεταρρυθμιστές απασχόλησε και η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η κατασκευή του ψωμιού, η πελλάγρα και η οστεομαλάκυνση της λοχείας.
Η κατάσταση της ατμόσφαιρας απασχόλησε ιδιαίτερα τους Πιέτρο Μοσκάτι και Μαρσίλιο Λαντριάνι. Ήταν μάλιστα τέτοιο το πάθος της έρευνας που τους κατείχε, ώστε ο πρώτος, όταν ήταν καθηγητής στην Παβία, το 1765, έκανε το εξής τόλμημα: στη διάρκεια μιας καταιγίδας συνέδεσε το σώμα του δια μέσου ενός αγωγού με τον πύργο του Κολλεγίου Γκισλιέρι. Έτσι παραλίγο να περάσει το όνομά του στις σελίδες του επιστημονικού μαρτυρολογίου, μόνο και μόνο για να δώσει κάποια λύση στο πρόβλημα της ρύπανσης του αέρα, που τόσο τον απασχολούσε.
Το άλλο σοβαρό πρόβλημα ήταν της κατασκευής του ψωμιού. Οι φτωχοί, οι χωρικοί, οι εργάτες έτρωγαν ψωμί άζυμο, πολλές φορές καμωμένο με αλλοιωμένο αλεύρι από σιτάρι ανάμικτο με καλαμπόκι και σίκαλη. Η παρουσία αυτής της τελευταίας μέσα στο αλεύρι σήμαινε έναν ακόμα κίνδυνο για τους δυστυχισμένους που έτρωγαν από το ψωμί αυτό, αν είχε προσβληθεί από ερυσιβώδη όλυρα, ένα παράσιτο που προκαλούσε πολύ βαριά δηλητηρίαση.
Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε και ο Μοσκάτι, κυρίως όμως ο Μικέλε Ρόζα (1731-1812), καθηγητής της πρακτικής ιατρικής στην Παβία. Αυτός τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση την ανάγκη αυστηρού ελέγχου πάνω στην αρτοποιία και βελτίωση της ποιότητας του ψωμιού, ενός τροφίμου που αποτελούσε το κύριο στοιχείο της διατροφής των λαϊκών τάξεων.

Η ΠΕΛΛΑΓΡΑ ΚΑΙ Η ΟΣΤΕΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ ΤΗΣ ΛΟΧΕΙΑΣ
Τις ίδιες αυτές τάξεις της κοινωνίας έπλητταν κυρίως και η πελλάγρα και η οστεομαλάκυνση της λοχείας, νόσοι που οφείλονταν στην κακή διατροφή, τραγικό αποτέλεσμα της φτώχειας, που σύμφωνα με τα λόγια του Φρανκ ήταν «η μητέρα των ασθενειών».
Η προέλευση των δύο αυτών νόσων δεν αναγνωρίστηκε με την ίδια ευκολία. Αυτό συνέβηκε μόνο για την οστεομαλάκυνση, ενώ ο συσχετισμός της πελλάγρας με την κακή διατροφή άργησε να διαπιστωθεί.
Ο πρώτος που αναγνώρισε το ρόλο της δυστυχίας στην πρόκληση της οστεομαλάκυνσης ήταν ο Μοντέτζια, που διαδέχθηκε το 1799 τον Μασκάτι στην έδρα της χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. «Από ό,τι φαίνεται», γράφει ο Μοντέτζια, «οι περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές συνέβαιναν σε ανθρώπους φτωχούς και κακοθρεμένους, έτσι που η έλλειψη ή η κακή ποιότητα της τροφής να πρέπει να θεωρηθούν ως αιτία που προδιαθέτει στη νόσο».
Όσο για την πελλάγρα, σε μια πρώτη φάση είχε χαρακτηριστεί από τον Φραντσέσκο Φράπολι ως δερματοπάθεια. Το γεγονός όμως ότι παρουσίαζε ενδημική μορφή σε ορισμένες ιδίως περιοχές, προσέλκυσε την προσοχή ερευνητών και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Β. Σ. Γιάνσεν που δημοσίευσε μια μικρή πραγματεία με τον τίτλο «Περί της πελλάγρας, νόσου ενδημικής στο Δουκάτο του Μιλάνου» (Λέιντεν, 1788).
Το γεγονός ότι ο Γιάνσεν υιοθετεί το όνομα της νόσου στη διάλεκτο της Λομβαρδίας, μαρτυρεί ότι η νόσος ήταν περισσότερο από αλλού διαδεδομένη στην περιοχή αυτή της Ιταλίας και υπό μορφή τόσο σοβαρή, ώστε να επιβάλλεται και στην επιστημονική γλώσσα η ονοματοθεσία της στη διάλεκτο του τόπου που ενδημούσε.
Μπορεί ο Φράπολι να χαρακτήρισε στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις επί της πάθησης της καλουμένης κοινώς πελλάγρας» (1771), τη νόσο ως δερματοπάθεια, έστρεψε όμως την προσοχή των επιστημόνων στη μελέτη της, που δεν άργησε να καρποφορήσει. Το 1799 ο Μικέλε Γκεραρντίνι (1752-1825) δημοσίευσε το βιβλίο του «Περί πελλάγρας», στο οποίο αποκλείει ότι πρόκειται για μεταδοτική νόσο και μάλιστα οφειλόμενη σε ζωντανό οργανισμό και προσανατολίζεται προς την τροφική της προέλευση. Μόνον που τη θεωρούσε ως αποτέλεσμα δηλητηρίασης.
Παρά το σφάλμα αυτό, δικαιολογημένο εξαιτίας του επιπέδου των γνώσεων της εποχής του, οι παρατηρήσεις του Γκεραρντίνι έστρεψαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων προς τον τρόπο της διατροφής των αρρώστων από πελλάγρα. Έτσι, ύστερα από μερικά χρόνια ο Γκ. Στράμπιο, που μελέτησε εξαντλητικά τη νόσο στο ειδικό Νοσοκομείο για αρρώστους από πελλάγρα που είχε ιδρύσει ο Ιωσήφ Β' στο Λενιάνο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις αιτίες που προκαλούν την πελλάγρα είναι η κακή διατροφή.Η διαπίστωση όμως αυτή έφερνε στην επιφάνεια αυτομάτως την κοινωνική βάση της νόσου: οι φτωχοί έπρεπε να αποκτήσουν το δικαίωμα να σιτίζονται καλά για να εξαφανιστεί η πελλάγρα. Σήμερα με την αφθονία και την καλή ποιότητα των τροφίμων και με το νόμο φρουρό απέναντι σε κάθε εκτροπή που θα στοίχιζε την υγεία του λαού, είναι λίγο δύσκολο να τοποθετηθούμε στη θέση των ανθρώπων της όχι και τόσο παρωχημένης αυτής εποχής. Χρειάστηκαν μακροί και σκληροί αγώνες για την κατάκτηση του δικαιώματος της υγείας για κάθε άνθρωπο!

8/5/09

Η κοινωνική ιατρική - A' [73]

Όλο τον 17ο και 18ο αιώνα, μια ατέλειωτη σειρά από επιδημίες, αλλά και ενδημικές νόσους, ήταν μόνιμη μάστιγα της ανθρωπότητας, προκαλώντας χιλιάδες θύματα κάτω από τα μάτια των γιατρών, που ήταν ανίκανοι να αντιδράσουν. Η πανώλης, η χολέρα, η ιλαρά, η ευλογιά έκαναν περιοδικά την εμφάνισή τους στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης σπέρνοντας παντού τον τρόμο. Τόσο λίγα γνώριζαν οι γιατροί για τη φύση των νόσων αυτών, ώστε τις ονόμαζαν αδιακρίτως όλες με το κοινό όνομα «λοιμός». Έτσι η διαφοροποίηση των συμπτωμάτων της μιας από την άλλη ήταν θεωρητικά αδύνατη. Έφτανε, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς διαβάζοντας στα κείμενα της εποχής εκείνης την περιγραφή των συμπτωμάτων των επιδημιών, να χαρακτηρίζεται ως πανώλης μια νόσος που ήταν οπωσδήποτε ελονοσία ή εξανθηματικός τύφος ή ακόμα και ιλαρά.
Το βαθύ σκοτάδι μέσα στο οποίο παρέπαιαν οι γιατροί της εποχής εκείνης, συνετέλεσε αφάνταστα στη μεγάλη άνθηση της συγγραφικής τους παραγωγής με θέμα την πανώλη, για την οποία γράφηκαν αρκετά συγγράμματα από τους αρχαίους χρόνους μέχρι την Αναγέννηση. Ακόμα κι η σύφιλη, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά την επιστροφή του Κολόμβου από την Αμερική, με τη μορφή εκτεταμένης επιδημίας, χαρακτηρίστηκε ως πανώλη.

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΔΙΕΓΕΙΡΕΙ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Ο ιατρικός κόσμος και οι πιο μορφωμένοι δεν ήξεραν προς τα πού να στραφούν. Κατηγορούσαν τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, τις επιδράσεις των άστρων, τη διαδοχή των εποχών, εχθρικές δυνάμεις που έπρεπε να εξευμενίσουν.
Στην Ιλιάδα τα βέλη του Απόλλωνα πετώντας για 9 μέρες πάνω από το στρατόπεδο των Αχαιών ήταν η αιτία της «νούσου», του λοιμού, που αποδεκάτιζε το στρατό που πολιορκούσε την Τροία. Στη συγκέντρωση των Ελλήνων αρχηγών αναζητείται τρόπος να εξευμενιστεί ο «δαίμονας» για να σωθεί το στρατόπεδο!
Χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι αντιλήψεις δεν είχαν αλλάξει: οι αρχές του Μιλάνου οργανώνουν λιτανεία ύστερα από αίτηση του πληθυσμού και με την έγκριση του καρδιναλίου Φεντερίκο Μπορρομέο, για να απομακρύνουν την πανώλη! Οι «δηλητηριαστές» που έφεραν τη νόσο διαπομπεύονται στους δρόμους της πόλης και καταδικάζονται σε τραγικό θάνατο.
Η σύγχυση γύρω από την προέλευση των επιδημιών φαίνεται στις γραμμές του μεγάλου ιστορικού του Πελοποννησιακού Πολέμου, του Θουκυδίδη. Μιλώντας για τον μεγάλο «λοιμό» του 429 π.Χ. στην Αθήνα, γράφει: «οι πρώτοι που μολύνθηκαν ήταν οι κάτοικοι του Πειραιώς, για τους οποίους λεγόταν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στις στέρνες: στον Πειραιά, πράγματι, δεν υπήρχαν ακόμα κρήνες με τρεχούμενο νερό»: Δεν ξέρουμε βέβαια αν αναζητήθηκαν οι «δηλητηριαστές», πράγμα που πάντως έγινε στο Μιλάνο, 20 αιώνες αργότερα.
Είναι γεγονός ότι είχαν επιχειρηθεί μερικές πιο σοβαρές απόπειρες αντιμετώπισης του κακού. Έκαιγαν τους νεκρούς και τα ρούχα τους και απομόνωναν τους αρρώστους. Η νήσος Τιβερίνα στην αρχαία Ρώμη, ήταν ένας θαυμάσιος τόπος απομόνωσης και γι’ αυτό προφανώς ιδρύθηκε εκεί αργότερα το μεγαλύτερο Νοσοκομείο της πόλης. Ή απομονώνονταν οι υγιείς από τους ασθενείς, όπως μας περιγράφει ο Βοκκάκιος για τους ήρωες του «Δεκαημέρου» του, που είχαν αποσυρθεί σε μια βίλα έξω από την πόλη και περίμεναν εκεί να περάσει η επιδημία της πανώλης, ενώ διηγούνταν τις πασίγνωστες ιστορίες τους.
Τι μπορούσε όμως κανείς να περιμένει από τόσο γενικά μέτρα, όταν τίποτα δεν ήταν γνωστό για τη φύση των επιδημιών και δεν υπήρχε ούτε υποψία για ασηψία και αντισηψία;

ΟΙ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΙΣ ΔΕΝ ΑΡΚΟΥΝ
Ούτε κι όταν ο Φρακαστόρο μίλησε με την ευκαιρία της σύφιλης για «ζωντανή μόλυνση», κατόρθωσε να βελτιώσει την κατάσταση, έστω και για λίγο.
Οι θεραπευτικές συμβουλές του ιδίου εξακολουθούσαν να μένουν στο επίπεδο που ήταν πριν χιλιάδες χρόνια. Συμβούλευε για τη θεραπεία της σύφιλης ραντισμούς που γίνονταν με νερό με τη βοήθεια ενός μικρού κλαδιού από ιερόξυλο. Και όταν κατά τη διάρκεια της γνωστής συνόδου του Τριδέντρου, όπου ο Φρακαστόρο ήταν ο επίσημος ιατρός, ξέσπασε επιδημία, το μόνο που συμβούλευε ήταν η μεταφορά των πατέρων σε άλλη πόλη και η τήρηση ορισμένων στοιχειωδών κανόνων υγιεινής.

ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
Με την ανατροπή της θεωρίας της αυτόματης γένεσης και την ανακάλυψη του ακάρεως σαν αίτιο της ψώρας, η επιστήμη βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Στον ίδιο αιώνα, όμως είχε δημιουργηθεί και ο κατάλληλος άνθρωπος για τις νέες ιδέες, ο επιστήμονας με την πειραματική νοοτροπία, οξύς παρατηρητής και θαρραλέος πειραματιστής.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με ορισμένες μεγαλοφυείς εμπνεύσεις, που θα θεωρηθούν ως οι πιο επιτυχείς ανακαλύψεις του 18ου αιώνα, θα οδηγήσουν στον πρώτο καρπό της νέας επιστήμης στο πεδίο της κοινωνικής ιατρικής: στην αξιοποίηση του δαμαλισμού κατά της ευλογιάς.

Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΙΑΣ
Σε όλο το 18ο αιώνα η ευλογιά δεν έλειψε καθόλου από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Ύστερα από μια επιδημία στο Τσέστερ της Αγγλίας (1774) οι υγειονομικές αρχές έκαναν μια έρευνα, από την οποία διαπίστωσαν ότι μόνον το 15% του πληθυσμού δεν είχε προσβληθεί σε προηγούμενες επιδημίες. Το 53% του πληθυσμού που είχε προσβληθεί την τελευταία φορά παρουσίασε θνησιμότητα 17% που αν γινόταν αναγωγή της στο σύνολο του πληθυσμού έπεφτε στο 9%. Αυτό σήμαινε ότι αν η προηγούμενη προσβολή της ευλογιάς ήταν ελαφριά ώστε να επιζήσει το άτομο, το έκανε απρόσβλητο από μελλοντικές επιδημίες.
Τότε έγινε στη Δύση γνωστό ότι η ανοσοποίηση κατά της ευλογιάς προκαλείτο τεχνητά από αιώνες στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Τη σχετική ανακοίνωση έκανε στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου το 1713 ο Έλληνας από τη Χίο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάδοβα Εμμανουήλ Τιμόνης υπό τον τίτλο: «Περί της δια εντομών ή εμβολιασμού παραγωγής της νόσου της ευλογίας, ως τελείται στην Κωνσταντινούπολη».
Άλλος Έλληνας γιατρός, ο αρχίατρος του Μ. Πέτρου της Ρωσίας, Ιάκωβος Πυλαρινός (1659-1718) από την Κεφαλληνιά, έκανε νέα ανακοίνωση στη Royal Society το 1716 υπό τον τίτλο: «Νέα και ασφαλή μέθοδος πρόκλησης της ευλογιάς με μετεμφύτευση».
Δυστυχώς οι δυο αυτές ανακοινώσεις δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον που έπρεπε. Το ενδιαφέρον των επιστημόνων κινήθηκε από μια γυναίκα, τη λαίδη Μαίρη Γουόρτλυ Μόνταγκιου που είχε εμβολιάσει τα παιδιά της κατά της νόσου στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή έπεισε τον περίφημο Ρίτσαρντ Μιντ να γίνει ο απόστολος της προληπτικής αυτής μεθόδου.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ «ΕΥΛΟΓΙΑΣΜΟΥ»
Με τη μέθοδο των Τιμόνη και Πυλαρινού εξασφαλιζόταν μεν ισόβια ανοσία, υπήρχε όμως πάντοτε ο κίνδυνος μιας βαριάς εξέλιξης των συμπτωμάτων του εμβολιασμού. Παρόλα αυτά η μέθοδος διαδιδόταν. Στην Ιταλία οι πρώτοι εμβολιασμοί κατά της ευλογιάς έγιναν ιδιωτικά από τον Μπερναρντίνο Μοσκάτι το 1761 και από το γιο του Πιέτρο σε δημόσια κλίμακα το 1778.

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΤΖΕΝΕΡ (EDWARD JENNER)
Εκείνος που κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους κινδύνους του «ευλογιασμού», όπως λεγόταν η τεχνητή πρόκληση μιας ήπιας μορφής της νόσου και να απαλλάξει τους ανθρώπους από τη μάστιγα της ευλογιάς ήταν ο Έντουαρντ Τζένερ (1749-1823).
Ο σεμνός επιστήμονας, υπόδειγμα γιατρού κατά τα πρότυπα του Σύντενχαμ και μια από τις σπάνιες ενσαρκώσεις των αρχών του Ιπποκράτη, γεννήθηκε στο Μπέρκλεϋ. Υπήρξε ο ευνοούμενος μαθητής του Τζων Χάντερ, χάρις στην προστασία του οποίου θα μπορούσε να έχει μια θαυμάσια επαγγελματική καριέρα. Προτίμησε όμως να γυρίσει ως κοινοτικός ιατρός στο χωριό όπου γεννήθηκε, γοητευμένος προφανώς από τα ιδανικά της ανθρώπινης συναδέλφωσης που τόσο διακηρύσσονταν, χωρίς υποχρεωτικά και να εφαρμόζονται, στον αιώνα του.
Το χωριό τού πρόσφερε ένα αντικείμενο έρευνας μεγάλης σπουδαιότητας. Στις κτηνοτροφικές περιοχές οι χωρικοί ισχυρίζονταν πως όποιος είχε μια φορά μολυνθεί από την ευλογιά των αγελάδων (τη δαμαλίδα), δεν προσβαλλόταν πια από την ευλογιά του ανθρώπου. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούσαν ειδικά σε εκείνους που άρμεγαν αγελάδες, επειδή οι εκδηλώσεις της δαμαλίδας εντοπίζονται πιο πολύ στους μαστούς του ζώου.
Όταν το έμαθε αυτό ο Τζένερ το 1771, αποφάσισε να το ελέγξει προσωπικά. Αν αποδεικνυόταν αληθινό γεγονός, θα ήταν μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία της ιατρικής.
Από τότε που πήρε ο Τζένερ την πρώτη πληροφορία μέχρι τότε που έκανε το πρώτο του πείραμα πέρασαν σχεδόν 25 χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα μελετούσε, παρατηρούσε, δοκίμαζε απογοητεύσεις και φλογιζόταν από ελπίδες.
Όταν νόμισε ότι είχε συμπληρώσει πια τις μελέτες και τις παρατηρήσεις του, αποφάσισε να δράσει. Στις 14 Μαΐου 1796 εμβολίασε για πρώτη φορά τον μικρό James Phipps με πύον που πήρε από μια φλύκταινα του δέρματος της χωρικής Sarah Nelmes που είχε μολυνθεί με δαμαλίδα.
Οι φλύκταινες των χεριών της άρρωστης θα εικονογραφήσουν το θεμελιώδες έργο του «Έρευνα επί των αιτιών και των αποτελεσμάτων της ευλογιάς της δαμάλας», που θα δημοσιευθεί στο Λονδίνο το 1798.


Η ΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
Δεν ήταν, όμως, μόνον η περίσκεψη που είχε κάνει τον Τζένερ να καθυστερήσει τόσο την εφαρμογή και να περιμένει άλλα δύο χρόνια για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δαμαλισμού. Υπήρχαν δύο σοβαροί λόγοι. Ο ένας ήταν: ο δαμαλισμός που γινόταν με πύον προερχόμενο από μολυσμένο άνθρωπο, θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με τον ενοφθαλμισμό της νόσου απευθείας από το ζώο; Και ο δεύτερος: θα ίσχυε αυτό και για εμβολιασμούς που θα γίνονταν με πύον που θα προερχόταν από άνθρωπο, εμβολιασμένο προηγουμένως με πύον προερχόμενο από άλλον άνθρωπο;
Η λύση των προβλημάτων αυτών είχε βασική σημασία. Άρρωστα από δαμαλίδα ζώα δεν μπορούσαν να βρεθούν παντού και συνεπώς η εκτέλεση «αλυσιδωτών» δαμαλισμών από άνθρωπο σε άνθρωπο ήταν επιτακτική ανάγκη.
Την 1η Ιουλίου 1796 ο Τζένερ μετέφερε πύον από άνθρωπο με ευλογιά σε παιδί δαμαλισμένο. Το παιδί δεν αρρώστησε! Το πρώτο συνεπώς πρόβλημα ήταν λυμένο.
Ακολούθησαν πειράματα δύο ετών που έδωσαν την απάντηση και στο δεύτερο πρόβλημα: το υλικό του δαμαλισμού, η «δαμάλειος λύμφη» δεν έχανε, περνώντας από άτομο σε άτομο, τις ανοσοποιητικές της ιδιότητες.
Το 1857 οι Άγγλοι ύψωσαν μνημείο προς τιμή του μεγάλου συμπατριώτη τους στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου. Η μεγαλύτερη όμως τιμή στη μνήμη του Τζένερ, είναι η στιγμή που το χέρι του παιδίατρου κάνει στο σώμα του μωρού τον σωτήριο σκαριφισμό που εκείνος εκτέλεσε για πρώτη φορά εδώ και 213 χρόνια στο απόμερο χωριό του Γκλόστερ, στη Δυτική Αγγλία.
Η ανακάλυψη ή η καθιέρωση του δαμαλισμού από τον Τζένερ ως προληπτικού εμβολιασμού, συνάντησε αρκετή αντίδραση, που αρκετές φορές εκδηλωνόταν με χιούμορ, όχι πάντοτε καλόγουστο.
Πολύς λόγος έγινε τότε γύρω από την πατρότητα της ανακάλυψης που θέλησαν να αποδώσουν σε άλλους ερευνητές, πράγμα που δε συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης, μια και ο άνθρωπος δεν έπαψε να είναι πάντοτε ο ίδιος. Ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ο δαμαλισμός ήταν γνωστός στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπου πραγματοποιείτο από ανθρώπους του λαού. Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγο να θελήσει να αρνηθεί κανείς στον Τζένερ ότι συνέλαβε το θέμα αυτό από μια τελείως νέα άποψη. Ακόμα ότι το υπέβαλε στον επιστημονικό εκείνον έλεγχο που ήταν απαραίτητος για να καθιερωθεί ένα εμπειρικό μέτρο στην ιατρική πράξη, στην περιωπή που απέκτησε ο δαμαλισμός στο πλαίσιο της πρόληψης των νόσων. Και άλλες φορές στην ιστορία της ιατρικής οι παρατηρήσεις του λαού στάθηκαν αφορμή πλουτισμού της ιατρικής φαρέτρας με όπλα πρώτου μεγέθους. Κάθε φορά μεσολαβούσε μια διακεκριμένη προσωπικότητα, που για τον δαμαλισμό υπήρξε ο Τζένερ. Ειδικά, η καθιέρωση του δαμαλισμού δεν ήταν απλώς θρίαμβος της καθαρής επιστημονικής έρευνας, αλλά νίκη κατά του θανάτου που αφορούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτό δεν μπορούσε να το πετύχει ο εμπειρισμός, όσο κι αν η πρώτη παρατήρηση οφείλεται σε αυτόν, γιατί η ακτινοβολία του δε θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια της στενής ανθρώπινης κοινότητας.

Ο ΔΑΜΑΛΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΔΕΤΑΙ
Παρά την κριτική, τις φιλονικίες και τη διακωμώδηση της προσπάθειας του Τζένερ, ο δαμαλισμός επικράτησε. Στα δύο τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα, τέσσερα δηλαδή χρόνια πριν από το θάνατο του Τζένερ, ο δαμαλισμός ήταν κιόλας γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο κι εκτελείτο παντού όπου υπήρχαν πολιτισμένοι άνθρωποι.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε. Στην πρώτη φάση κάθε ανακάλυψης, η ανθρωπότητα που δέχεται μια ευεργεσία προτιμά να αγνοεί τον ευεργέτη που της την προσφέρει. Φυσικά, ανάμεσα στους πολλούς και στο πείσμα της ανοησίας του πλήθους, θα υπάρχουν πάντοτε οι λίγοι, τα φωτισμένα πνεύματα, που με το να είναι σε θέση να συλλάβουν την έκταση της προσφοράς, δεν αρνούνται στον ευεργέτη την τιμή που του αξίζει. Η προσφορά τους ως αντίδοτο κατά της γενικής στάσης δεν είναι λίγη, αφού χάρις σ’ αυτήν απομακρύνεται ο κίνδυνος να χάσει η ανθρωπότητα μια κατάκτηση λόγω της αδράνειας του πνεύματος των πολλών και του φθόνου που υποβόσκει στα βαθύτερα της ανθρώπινης ψυχής εναντίον εκείνου που υπερέχει.

ΤΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Στην πορεία των φωτισμένων πνευμάτων κατατάσσονται κι εκείνοι που με ευθύτητα έσπευσαν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Τζένερ τον απόστολο της σταυροφορίας εναντίον ενός από τους πιο θανάσιμους εχθρούς της ανθρωπότητας.
Πρώτος χρονολογικά ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρξε ο Μπέντζαμιν Γουότερχαους (1754-1846). Πρόκειται για τον πρώτο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Κολεγίου του Χάρβαρντ, που εξελίχθηκε αργότερα στον πανεπιστημιακό κολοσσό που σήμερα γνωρίζουμε. Ο Γουότερχαους όχι μόνον εμβολίασε πρώτο το γιο του, αλλά υπήρξε και φανατικός απόστολος της διάδοσης του δαμαλισμού στο νέο κόσμο.
Εκείνος που βοήθησε σημαντικά, με το παράδειγμα που πρόσφερε, τον Γουότερχαους στο έργο του, υπήρξε ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τόμας Τζέφερσον. Ο Τζέφερσον υπέβαλε σε δαμαλισμό ολόκληρη την οικογένειά του.
Και η Ευρώπη έχει να παρουσιάσει αποστόλους του δαμαλισμού, ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει ο Λουίτζι Σάκο (1769-1836). Ο Σάκο σπούδασε στην Παβία, όπου υπήρξε μαθητής ενός μοναδικού αστερισμού μεγάλων ονομάτων. Διδάσκαλοί του υπήρξαν ο Λάζαρος Σπαλαντσάνι, ο Αλέξανδρος Βόλτα και ο Αντώνιο Σκάρπα. Εκείνος όμως που περισσότερο από κάθε άλλον άφησε τη σφραγίδα του στην επιστημονική του κατάρτιση υπήρξε ο Γιόχαν Πέτερ Φρανκ (1745-1821).

ΓΙΟΧΑΝ ΠΕΤΕΡ ΦΡΑΝΚ
Ο μεγάλος αυτός γιατρός και δάσκαλος άφησε το 1785 το Πανεπιστήμιο του Γκαίτινγκεν για να καταλάβει την έδρα της πρακτικής και κλινικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Εκεί ο Φρανκ έμεινε 10 χρόνια. Στο διάστημα αυτό αναμόρφωσε τις ιατρικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο που δίδασκε, αναδιοργάνωσε τα φαρμακεία και προπαντός εργάστηκε με τέτοια θέρμη για να μεταδώσει στους μαθητές του τους πόθους του για μια καλύτερη κοινωνία, ώστε να αφήσει τα ίχνη της διδασκαλίας του ανεξίτηλα στις ψυχές τους.
Κύριος καρπός του έργου του Φρανκ υπήρξε το σύγγραμμα της ζωής του,
[1] το «Πλήρες σύστημα ιατρικής αστυνομίας». Ο πρώτος τόμος του έργου αυτού δημοσιεύθηκε το 1779 και ο τελευταίος λίγες μέρες πριν από το θάνατο του συγγραφέα (1821).
Στο βιβλίο αυτό ο Φρανκ μελετά τη δημιουργία οργανισμών σε άμεση εξάρτηση από τις διοικητικές αρχές του κράτους, ικανών να επεμβαίνουν εγκαίρως για την εξουδετέρωση «ορισμένων νοσογόνων αιτιών, τα οποία είτε δρουν σε μεγάλη κλίμακα επί των πληθυσμών ή δεν εξαρτώνται από την επέμβαση των ανθρώπων, και των πιο ευφυών» και «πολλά από τα οποία θα μπορούσαν... να τακτοποιηθούν με την πρόληψη ή τη θεραπεία από τις διοικητικές αρχές» (Φρανκ, Αυτοβιογραφία).
Εκτός από αυτό, ο Φρανκ έφτασε να καταγγείλει, μιλώντας εμπρός στους καθηγητές και τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Παβίας, «τη δυστυχία των λαών ως μητέρα των νόσων» (αυτός ήταν και ο τίτλος της ομιλίας του). Στην ίδια ομιλία καλούσε τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Β' να προβεί σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για την εξουδετέρωση της δυστυχίας και τον εκμηδενισμό των αιτιών των νόσων, που μάστιζαν «τους χρησιμότερους πολίτες», όπως αποκαλούσε τα λαϊκότερα στρώματα του πληθυσμού. Ήταν κι αυτός ένας λόγος που η διδασκαλία του χαράχτηκε βαθειά στις ψυχές των μαθητών του.


[1] Από τον τελευταίο τόμο μόλις πρόλαβε να δει τα δοκίμια.

1/5/09

Ιατροί και ασθενείς [72]

Μπορεί, όπως είδαμε, ο 18ος αιώνας να συνδυάζεται με στασιμότητα της μικροσκοπίας, αλλά παρουσίασε μια πρωτοφανή άνθηση της βιολογίας και της φυσιολογίας στο πνεύμα που εννοούμε σήμερα. Και επιπλέον εκτός από τις λύσεις στα προβλήματα της σκέψης και της αναπνοής, μας έδωσε απαντήσεις σε εξίσου σοβαρά και ακόμα σπουδαιότερα θέματα, που μας κάνουν οφειλέτες στον «αιώνα των φώτων».

ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ
Η οφειλή μας στο 18ο αιώνα είναι γεγονός, παρά τις όχι και λίγες υπερβολές που έχουμε να σημειώσουμε σε ορισμένες περιπτώσεις και που δικαιολογούνται μόνον από την έντονη πολεμική κατά της παράδοσης.
Η αντίληψη ότι το σώμα είναι μια μηχανή σύνθετη από πολλές άλλες μικρότερες και η ελπίδα ότι με την αντίληψη αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ολόκληρη σειρά σπουδαιότερων φαινομένων χωρίς τη βοήθεια των παλαιών αφηρημένων και ανεπαρκών βιταλιστικών θεωριών, προέρχεται κατευθείαν από τον Βάκωνα και τον Γαλιλαίο.
Χαρακτηριστική της πορείας που ακολούθησε η ιατρική σκέψη για να φτάσει μέχρις εκεί, είναι η απάντηση που έδινε ο γιατρός του Μεσαίωνα, της εποχής του Ανθρωπισμού ή της Αναγέννησης στην ερώτηση, πώς κατόρθωνε το σπέρμα να γονιμοποιεί το ωάριο. Η απάντηση αυτή, δοσμένη με όλη τη σοβαρότητα, ήταν ότι το σπέρμα διέθετε κάποια «γονιμοποιό δύναμη». Απάντηση που ισοδυναμούσε με μηδέν, αφού η αόριστη έννοια της «δύναμης» ήταν σε κάθε περίπτωση έτοιμη να καλύψει τα κενά της άγνοιας. Με τον ίδιο τρόπο θα απαντούσαν στο ερώτημα για το πώς γίνεται η πέψη των τροφών στο στομάχι επικαλούμενοι μια «πεπτική δύναμη» κοκ. Αν θυμηθούμε τώρα πώς απαντούσε στα ίδια ερωτήματα ο φυσιολόγος του 18ου αιώνα, ο Σπαλαντσάνι για παράδειγμα, μπορούμε να καταλάβουμε το άλμα που μεσολάβησε και που πρέπει να αποδοθεί στην πειραματική μέθοδο.
Από το σημείο όμως αυτό, ως τον «άνθρωπο - μηχανή», μέχρι την αντίληψη δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ένα μηχανικό συγκρότημα, μέσα στο οποίο τα πάντα (εκκρίσεις, απορροφήσεις, χημικές αντιδράσεις) αποτελούν μηχανικές διεργασίες, ότι και η σκέψη είναι η αδενική έκκριση του εγκεφάλου, εκτείνεται ο χώρος της υπερβολής. Ήταν το γέννημα ενός έντονα αντιβιταλιστικού και αντιθεολογικού πνεύματος, που σήμανε ταυτόχρονα και την παρακμή των μελετών του 18ου αιώνα.

Ο «ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΜΗΧΑΝΗ»
Ο «άνθρωπος - μηχανή» υπήρξε το δημιούργημα δύο βασικά ερευνητών: του Γάλλου Ζιλιέν Οφρουά ντε λα Μετρί (1709-1751) και του Γερμανού Πάουλ Χάινριχ Ντίτριχ βαρόνου φον Χόλμπαχ (1723-1789).
Το πρώτο έργο του ντε λα Μετρί ήταν η «Φυσική Ιστορία της ψυχής» (1745). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας καταπολεμούσε την ιδέα ύπαρξης ψυχής και απέδιδε τα πάντα στις αισθήσεις. Το βασικό όμως έργο του «Ο άνθρωπος - μηχανή» δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο Λέιντεν. Η εικόνα του ανθρώπου στο έργο αυτό ήταν πραγματικά άθλια.
Ανάλογη ήταν και η εικόνα που έδινε ο φον Χόλμπαχ στο έργο του «Σύστημα της φύσης ή των νόμων του φυσικού και του ηθικού κόσμου», έργο που δημοσιεύθηκε με ψεύτικο όνομα συγγραφέα και τόπο έκδοσης. Ως συγγραφέας φερόταν κάποιος Ζαν-Μπατίστ Μιραμπό, που είχε πεθάνει δέκα χρόνια πριν τη δημοσίευση και σαν τόπος έκδοσης το Λονδίνο, ενώ ήταν το Άμστερνταμ.
Τα κείμενα των δύο συγγραφέων απέχουν «παρασάγγας» από τα έργα που μας έχουν συνηθίσει οι επιστήμονες του 17ου και 18ου αιώνα. Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα γνωμών, συχνά χωρίς λογικό κριτήριο, για συρραφή ιδεών άλλων, σε ένα σύνολο κάθε άλλο παρά ενιαίο και που αποπνέει όλα τα ελαττώματα ενός «συστήματος».
Και δεν είναι μόνον αυτά τα θλιβερά σημεία του 18ου αιώνα. Είναι και τα πομπώδη εγκαίνια της «λατρείας της θεάς Λογικής», που η ίδια είχε μόλις ανακαλύψει ότι η θρησκεία και συνεπώς η θεότητα είναι μύθος. Θλιβερή εικόνα, αν μάλιστα τη συνδυάσει κανείς με την εμφάνιση των δύο επιστημόνων - φιλοσόφων, που δεν είχαν ούτε το θάρρος να αναλάβουν την πατρότητα των έργων τους και να αναλάβουν την ευθύνη των ιδεών τους.

ΕΥΤΥΧΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
Η διδασκαλία του Τόμας Σύντενχαμ, αφού περιβλήθηκε και το κύρος της ηθικής προσωπικότητας του Μπούρχαβε, στάθηκε ικανή να δώσει ένα πνευματικό οικοδόμημα πολύ διαφορετικό από το παραλήρημα του «ανθρώπου - μηχανή».
Η προσέγγιση (όπως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την επιταγή του Σύντενχαμ) του γιατρού με τον άρρωστο, πήρε το 18ο αιώνα όψεις που ούτε καν υποπτευόταν ο πρώτος διδάξας. Σ’ αυτό συνετέλεσαν οι φωτισμένες ιδέες που επικρατούσαν και οι ιατρικές πρόοδοι που συντελέστηκαν μέσα στον αιώνα αυτόν.
Πριν από κάθε τι άλλο η ιατρική διαφοροποιείται σε ειδικότητες. Η μαιευτική, η οφθαλμολογία, η ψυχιατρική, η υγιεινή και η κοινωνική ιατρική ξεχωρίζουν από τη γενική ιατρική. Ιδιαίτερα η σφραγίδα του 18ου αιώνα αποτυπώνεται στην ψυχιατρική και την κοινωνική ιατρική, με την οποία συνδέεται στενά η υγιεινή.

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ
Προσπάθειες μελέτης των ψυχικών παθήσεων πάνω σε μια πιο σταθερή επιστημονική βάση είχαν γίνει από τους προηγούμενους αιώνες.
Στο έργο του Παράκελσου «Περί των νόσων που στερούν τα άτομα της ψυχικής υγείας» (γράφτηκε το 1525 και δημοσιεύτηκε το 1567), διατυπώνονται ιδέες και ερμηνείες αρκετά προχωρημένες για την εποχή του.
Στην αρχαιότητα οι νευρικές, οι ψυχικές και οι διανοητικές παθήσεις, που δεν ξεχωρίζονταν μεταξύ τους, αποδίδονταν στην επίδραση δαιμονικών δυνάμεων ή αστρικών επιρροών. Η τολμηρή προσπάθεια του Ιπποκράτη να απορρίψει κατηγορηματικά τη θεία φύση της επιληψίας («Περί ιερής νούσου»), δεν είχε συνέχεια. Στο Μεσαίωνα φυσικά ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για κάτι τέτοιο: οι προλήψεις και η αστρολογία είχαν φτάσει σε τέτοια ανάπτυξη, ώστε να παρίσταται κανείς μάρτυρας ομαδικών υστερικών εκδηλώσεων, όπως ο «χορός του αγίου Βίτου», οι λιτανείες των «μαστιγουμένων» κλπ.
Η άγνοια και η ιδιότυπη φύση των ψυχικών παθήσεων ευνοούσαν τη μεταφυσική ερμηνεία τους και την εφαρμογή ανάλογου τύπου θεραπειών: επιζητούσαν συνήθως την εκδίωξη του δαίμονα με τη βοήθεια κάποιου θαυματουργού αγίου. Οι δυστυχισμένοι ασθενείς υφίσταντο απερίγραπτα μαρτύρια: δεμένοι με βαριές αλυσίδες σε αφύσικες θέσεις που τους προκαλούσαν αβάσταχτους πόνους και απομονωμένοι σε ανθυγιεινά κελιά, παρουσιάζονται σε παλαιές παραστάσεις κατά τρόπο που μόνο φρίκη μπορεί να προκαλέσει.
Μια τέτοια αγωγή είχε κιόλας καταδικαστεί από τον Παράκελσο που είχε προτείνει θεραπευτικές μεθόδους, οι οποίες θα βρουν την καθιέρωσή τους αιώνες αργότερα.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛ
Τον καιρό που ο Μπαλίβι μελετούσε τις νευρικές εκδηλώσεις της αραχνίδωσης (δηλητηρίαση από τσίμπημα αράχνης), ο Σταλ δημοσίευσε το έργο του «Περί των παθήσεων της ψυχής» (1708). Στο βιβλίο αυτό ο Σταλ απέδιδε ορισμένες ψυχικές παθήσεις σε φυσικά αίτια και άλλες στην κακή λειτουργία ορισμένων οργάνων. Και όχι μόνον αυτό, αλλά υπήρξε και ο πρώτος που αναγνώρισε την αλληλεπίδραση σώματος και ψυχής. Αν και οι αντιλήψεις του αυτές δεν είχαν καμιά επίδραση στην εποχή του, ο δημιουργός της παράδοξης θεωρίας του «φλογιστού» υπήρξε ο πρώτος που αντιμετώπισε τις «παθήσεις της ψυχής» υπό ένα εντελώς νέο πρίσμα.

ΒΙΝΤΣΕΝΤΣΟ ΚΙΑΡΟΥΓΚΙ
Το κεφάλαιο αυτό της ιατρικής του 128ου αιώνα κλείνει με το έργο του Β. Κιαρούγκι (1759-1820).
Ο Κιαρούγκι σπούδασε στην Πίζα και στη συνέχεια εργάστηκε σε Νοσοκομείο της Φλωρεντίας. Με εντολή του αρχιδούκα Λεοπόλδου Β' ανέλαβε την αναμόρφωση του ψυχιατρικού Νοσοκομείου που εκείνος είχε ιδρύσει. Ως διευθυντής του Νοσοκομείου αυτού ο Κιαρούγκι ανέπτυξε αξιόλογο θεραπευτικό και ερευνητικό έργο.
Φανατικός πολέμιος της θεραπευτικής των ψυχοπαθειών, που συνιστούσε ο Ρωμαίος Κέλσος και που περιλάμβανε τρία φάρμακα: την πείνα, το δέσιμο και το ξύλο, ο Κιαρούγκι υποστήριζε την ανάγκη μιας πιο ανθρωποκεντρικής μεταχείρισης των ψυχοπαθών. Με συνεχή και προσεχτική παρατήρηση, συνέλεξε πολύτιμο υλικό από 1.000 περίπου περιστατικά που είχε υποβάλει σε θεραπεία, όχι βέβαια πάντοτε επιτυχή.
Το βιβλίο του «Περί ψυχοπάθειας γενικά και ειδικά» (Φλωρεντία, μεταξύ 1793 και 1794) μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο σύγχρονο σύγγραμμα ψυχιατρικής. Στο έργο του αυτό, εκτός από τις πλούσιες περιγραφές αλλοιώσεων που είχε παρατηρήσει κατά τη νεκροτομία του εγκεφάλου ψυχοπαθών, προβλέπει κατά κάποιο τρόπο τις απόψεις του Καίπελιν για τη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και κάνει την πρώτη περιγραφή της προϊούσας γενικής παράλυσης, στην οποία περιλαμβάνει και το φαινόμενο της ακαμψίας της κόρης του ματιού.

ΦΙΛΙΠ ΠΙΝΕΛ
Παρόλη αυτήν την προσφορά, το έργο του Κιαρούγκι όχι μόνο δεν είχε την απήχηση που του άξιζε, αλλά υπήρξε και αντικείμενο έντονης κριτικής.
Εκείνος που τον έκρινε αυστηρότερα υπήρξε ο ιδρυτής της γαλλικής ψυχιατρικής σχολής Φιλίπ Πινέλ (1745-1826). Του καταλογίζει προσήλωση στις παραδοσιακές αντιλήψεις και έλλειψη πνεύματος επιστημονικής έρευνας. Άσχετα από την αξία ή μη της κριτικής αυτής, είναι γεγονός ότι το έργο του Πινέλ είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση από το έργο του Κιαρούγκι, προσφέροντας στο Γάλλο γιατρό την τιμή της οριστικής εκτόπισης των παλαιών αντιλήψεων και της διάνοιξης αποφασιστικά νέων δρόμων στην ψυχιατρική πράξη.
Ο Πινέλ, Παρισινός γιατρός πρώτα στο περίφημο Νοσοκομείο Μπισέτρ και ύστερα στη Σαλπετριέρη, είχε εξεγερθεί μπροστά στο θέαμα των θεραπευόμενων ψυχοπαθών και αποφάσισε να σπάσει τις αλυσίδες των «σεληνιασμένων», των οποίων η πτέρυγα του είχε ανατεθεί. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν άνθρωποι αλυσοδεμένοι από 40 και 36 χρόνια, που ελάχιστα απείχαν από την κατάσταση του κτήνους.
Αφού πέτυχε, μετά από προσπάθεια, να τους ελευθερώσει από τα δεσμά τους, τα αποτελέσματα ήταν τόσο ικανοποιητικά, ώστε να πείσουν και τους πιο σκεπτικιστές και να συντελέσουν στη γρήγορη διάδοση της νέας θεραπευτικής τακτικής.
Έτσι ο Πινέλ υπήρξε που πράγματι μετουσίωσε τις νέες ιδέες σε πράξη. Δυστυχώς, το βασικό του έργο «Ιατροφιλοσοφική πραγματεία επί της παραφροσύνης» έπρεπε να περιμένει να περάσουν τα τραγικά γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης για να δει το φως της δημοσιότητας το 1801. Η λεπίδα της λαιμητόμου είχε απειλήσει με θάνατο τα ιδεώδη του «αιώνα των φώτων». Όμως η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου είχε τα θαυμαστά της αποτελέσματα στον ιατρικό τουλάχιστον τομέα. Μια νέα θεραπευτική μέθοδος είχε γεννηθεί, εμπνευσμένη από μεγαλύτερη κατανόηση και αίσθημα συμπαράστασης για τους δυστυχείς που η μοίρα είχε σφραγίσει με την ψυχική νόσο.