29/8/09

Οι τελευταίες μεγάλες κατακτήσεις [88]


Η μεταβολή του κρασιού σε ξύδι και το ξίνισμα του γάλατος είναι μια υπόθεση καθημερινή. Κι όμως οι κοινοτυπίες αυτές στάθηκαν αφορμή για μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της επιστήμης, από την οποία ακριβώς γεννήθηκε η σύγχρονη μικροβιολογία.
Οι παραγωγοί μερικών εκλεκτών γαλλικών κρασιών ήταν αναστατωμένοι λόγω των ζυμώσεων που υφίσταντο τα κρασιά τους, προκαλώντας τους τεράστιες οικονομικές ζημιές. Για το θέμα τους απευθύνθηκαν στον τότε υφηγητή της έδρας της χημείας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Επρόκειτο για τον Λουί Παστέρ (Louis Pasteur) (1822-1895), που είχε γίνει υφηγητής το 1852, αφού προηγουμένως είχε διδάξει χημεία - από το 1848 - στο Λύκειο της Ντιζόν.
Γιος βυρσοδέψη από το Αρμπουά, ο Παστέρ είχε πάρει δίπλωμα φιλολογίας από την Μπεζανσόν το 1840 σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ύστερα από δύο χρόνια έπαιρνε και το πτυχίο των μαθηματικών από το Πανεπιστήμιο της Ντιζόν. Οι διδάσκαλοί του είχαν χαρακτηρίσει την επίδοσή του στη χημεία μέτρια! Μήπως όμως και ο Τζιουζέπε Βέρντι δεν είχε απορριφθεί στη μουσική σύνθεση λόγω ανεπαρκούς επίδοσης;
Από ένα όμως παιχνίδι της τύχης έγινε αμέσως μετά την κρίση του αυτή γνωστός, όταν ήταν βοηθός στον Αντώνιο Μπαλάρ (1802-1876) στην École Normale στο Παρίσι. Επρόκειτο για μια περίεργη χημική ανακάλυψη: οι κρύσταλλοι του τρυγικού οξέος έτρεφαν το επίπεδο του πολωμένου φωτός. Ο Παστέρ συσχέτισε αμέσως το φαινόμενο με την ημιεδρικότητα των κρυστάλλων αυτών.
Τα νεανικά του πειράματα συνέχισε από την πανεπιστημιακή πια έδρα. Τότε ανακάλυψε ότι το «penicillium glaucum» (είδος μύκητα από τον οποίον σήμερα παράγεται η πενικιλίνη) τρεφόταν μόνο με τη δεξιόστροφη μορφή του τρυγικού οξέος. Συνεπώς οι ζωντανοί οργανισμοί ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν μεταξύ τους τις οπτικά ενεργείς μορφές μιας ένωσης που οι χημικές τους ιδιότητες ήταν όμως οι ίδιες. Οι μελέτες και οι παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν τον Παστέρ να ασχοληθεί με τους μικροοργανισμούς.
Σύμφωνα με τις μηχανιστικές θεωρίες της εποχής του, οι μικροοργανισμοί ήταν αυτόματα προϊόντα της χημικής διεργασίας της ζύμωσης. Η θεωρία δηλαδή της αυτόματης γένεσης ξαναζούσε υπό νέα μορφή: από τη ζύμωση προέρχονταν λευκωματούχες ενώσεις όπως η μαγιά, που αποτελούσαν την ουσία από την οποία γεννιόνταν κατόπιν αυτόματα οι μικροοργανισμοί.
Ο Παστέρ όμως, ανακαλύπτοντας την παρουσία διαφόρων μικροοργανισμών σε όλες τις γνωστές ζυμώσεις (του κρασιού, της μπύρας, του γάλατος), έκανε τη σκέψη ότι αντί αυτά να είναι τα προϊόντα, μπορούσαν να είναι τα αίτια των ζυμώσεων. Γιατί πώς θα μπορούσαν να προκύψουν τόσο διαφορετικοί μικροοργανισμοί από την ίδια χημική διεργασία; Δεν θα ήταν λογικότερη η σκέψη ότι μικροοργανισμοί διαφορετικοί, βρίσκοντας το κατάλληλο περιβάλλον δημιουργούσαν την ίδια χημική διεργασία;

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Ο Παστέρ επανέλαβε τα πειράματα του Σπαλαντσάνι υπό τελειότερη μορφή. Οι αποδείξεις του κατά της αυτόματης γένεσης έδειχναν οριστικές. Την αντίδραση εναντίον του ανέλαβε ο Φ.Α. Πουσέ (1800-1872), διάσημος καθηγητής της ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν. Οι αντιρρήσεις του προέρχονταν από τον Νίντχαμ, προπαντός δε μία: όταν υποβάλουμε σε θέρμανση μια ουσία, δεν υφίσταται ζύμωση και συνεπώς δεν γεννά πια μικροοργανισμούς, γιατί η θέρμανση της αλλοιώνει τη φύση.
Ο Παστέρ απάντησε με ένα πείραμα αναμφισβήτητης τελειότητας. Έβαλε σε διάφορες φιάλες ζωμό και τις υπέβαλε στην επίδραση πολύ υψηλής θερμοκρασίας (τις αποστείρωσε). Μερικές άφησε ανοιχτές για να μπαίνει ο αέρας ελεύθερα. Άλλες τις εφοδίασε με ένα κυρτό λαιμό που εφάρμοσε απόλυτα, αλλά το στόμιό του έμενε ανοικτό: εκεί τοποθέτησε βαμβάκι ώστε ο αέρας που έμπαινε να φιλτράρεται. Στις πρώτες φιάλες σύντομα ο ζωμός υπέστη αποσύνθεση, ενώ στις δεύτερες δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Πήρε τότε τα βύσματα του βαμβακιού που έκλειναν τα στόμια των λαιμών τους και τα έβαλε σε αποστειρωμένο ζωμό. Αυτός υπέστη αποσύνθεση, ταχύτατα, πράγμα που σήμαινε ότι τα βύσματα ήταν γεμάτα από τα σπέρματα της αποσύνθεσης, που δεν είχαν μπορέσει να εισδύσουν στα εσωτερικό των φιαλών.

ΜΗΠΩΣ ΟΙ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ;
Η σκέψη αυτή γεννήθηκε έντονη στη διάνοια του Παστέρ. Και τώρα, όπως και στην περίπτωση του ταπεινού δικηγόρου του Λόντι, του Αγκοστίνο Μπάσσι, οι μεταξοσκώληκες επρόκειτο να δώσουν την πρώτη απάντηση.
Η βιομηχανία του μεταξιού ήταν ζωτικής σημασίας για τη γαλλική οικονομία: τα γαλλικά μεταξωτά και φυσικά η γαλλική μόδα ήταν κυρίαρχοι του καλού γούστου σε διεθνή κλίμακα. Φυσικό λοιπόν ήταν να συγκινηθεί ιδιαίτερα η γαλλική κυβέρνηση από μια νόσο των μεταξοσκωλήκων, που αποδεκάτιζε το προσοδοφόρο έντομο. Απευθύνθηκαν στον Παστέρ. Κι αυτός, ύστερα από μακρά και εμπεριστατωμένη μελέτη ανακάλυψε το αίτιο. Επρόκειτο για το μικρόβιο «νόσημα του βόμβυκος» που μεταδιδόταν με τον αέρα. Τα μέτρα που πρότεινε έσωσαν την μεταξοπαραγωγή.
Από τους μεταξοσκώληκες ο Παστέρ ο Παστέρ πέρασε στη μελέτη των αιτιών άλλων νόσων. Ανακάλυψε το μικρόβιο του άνθρακος, το μικρόβιο της ερυθράς των χοίρων, τη μικροβιακή προέλευση της λύσσας και τον στρεπτόκοκκο που προκαλούσε τον επιλόχειο πυρετό.
Πειραματίστηκε εμβολιάζοντας ζώα με μικρόβια μειωμένης λοιμογόνου δύναμης και διαπίστωσε ότι σπάνια νοσούσαν τα ζώα ή και παρουσίαζαν ύστερα από αυτό ανοσία. Τα συμπεράσματά του συνέβαλαν σημαντικά στη μετέπειτα πρόοδο των εμβολιασμών.
Όταν το 1895 ο Παστέρ πέθανε στην Γκαρς, η θεωρία της ζωντανής μόλυνσης είχε θριαμβεύσει. Τα «νοσηρά σπέρματα» του Φρακαστόρο είχαν αποκαλυφθεί πραγματικότητα κάτω από το μικροσκόπιο. Έτσι αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι η θεωρητική σκέψη και εμπειρία πρέπει να στηρίζουν η μία την άλλη, αν πρόκειται να προσφέρουν αληθινή γνώση.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΒΗΜΑΤΑ
Ο δρόμος ήταν πια ανοικτός για μια σύγχρονη παθολογία. Μπορεί ο Καρλ Ροκιτάνσυ (1802-1878) να μην επηρεάστηκε από την πρόοδο και να έμεινε ο τελευταίος ανατόμος και παθολόγος σε «στυλ Μοργκάνι», αλλά ο Ρούντολφ Φίρχοβ (Rudolph Virchow) (1821-1902) διατύπωσε την κυτταρική παθολογία με σύγχρονους όρους: τα νοσηρά φαινόμενα ήταν εκδήλωση των αντιδράσεων των κυττάρων στο αίτιο της νόσου, της οποίας η ουσία βρισκόταν στην αλλοίωση ενός τμήματος του οργανισμού, είτε για κύτταρο επρόκειτο είτε για κυτταρικό σύνολο (ιστό ή όργανο). Το άρρωστο μέρος του σώματος βρισκόταν σε παρασιτική σχέση με τον υπόλοιπο οργανισμό. Πολλές από τις ερμηνείες της παθολογίας του Φίρχοβ αποδείχθηκαν αργότερα λανθασμένες, η βασική του όμως θέση ωφέλησε την παθολογία τεράστια.
Περίπου 2.300 χρόνια πριν από τον Φίρχοβ έγραφε ο μεγάλος Ιπποκράτης: «Το σώμα είναι σε όλα και καθ’ όλα ίδιο και όμοιο προς εαυτό και έχει όλα του τα μέρη, μικρά και μεγάλα, κατασκευασμένα κατά τον ίδιο τρόπο. Και αν το τραυματίσουμε, αφαιρώντας του ένα μικρό τμήμα, θα υποφέρει από αυτό το σώμα ολόκληρο, οποιοδήποτε κι αν είναι το μικρό εκείνο τμήμα, μια και το ελάχιστο τμήμα του σώματος έχει όλα όσα έχει και το πιο μεγάλο». Πριν από 300 περίπου χρόνια έγραφε ο Μαλπίγγι στον πρόλογο του έργου του «Περί της λεπτής κατασκευής των σπλάγχνων»: «Αν θίξουμε τα ‘ελάχιστα’, αυτό έχει αντίκτυπο σε όλη την αρμονία ενός ζωντανού πλάσματος και ολόκληρο το σώμα του κινητοποιείται από τις κινήσεις του πόνου ή της ηδονής που προέρχονται από αυτό και αντίστροφα είναι αναπόφευκτο να παίρνουν μέρος τα ‘ελάχιστα’ όταν πάσχουν τα μεγαλύτερα και κύρια σπλάγχνα». Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς το μεγαλείο του πνεύματος όταν βλέπει τη μεγαλειώδη προαίσθηση του Ιπποκράτη και τη διαπίστωση του Μαλπίγγι να παίρνει το σωστό όνομα «κύτταρο» ύστερα από χιλιετηρίδες για τον πρώτο, αιώνες για τον δεύτερο, από τον Γερμανό σοφό του 19ου αιώνα.

Ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ
Τώρα η παρατήρηση είναι προσεκτικότερη, οξύτερη, η αναζήτηση των συμπτωμάτων πιο λεπτομερής. Ο γιατρός που ο Λουκιανός ειρωνευόταν «μυριστή αγγείων και ριζοσυλλέκτη», ανακάλυψε το στηθοσκόπιο [Θεόφιλος-Ρενέ Λαεννέκ (Théophile René Hyacinthe Laënnec), 1781-1826] και νίκησε τον επιλόχειο πυρετό [Ιγκνάτς Φιλίπ Ζέμμελβαϊς (Ignác Fülöp Semmelweis), 1818-1865], παρά τις αντιδράσεις εκείνων που δεν παραδέχονταν τα μικρόβια ως αιτία των νόσων.












Πολλοί ήταν οι μεγάλοι επιστήμονες της εποχής εκείνης που δεν πίστεψαν στο ρόλο των μικροβίων. Έφτασε όμως να τον παραδεχθεί ο Τζόζεφ Λίστερ (Joseph Lister) (1827-1912), και μόλις εξακρίβωσε ότι το φαινικό οξύ εξόντωνε τα μικρόβια, σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει σε ψεκασμούς του χώρου του χειρουργείου και των χειρουργικών εργαλείων. Αυτό έγινε για πρώτη φορά το 1865: ήταν τα γενέθλια της αντισηψίας.
Μια ακόμα κληρονομιά άφησε ο 19ος αιώνας στους επιγόνους: την ίδρυση του «Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», - πρωτοπόρος της ιδέας του οποίου υπήρξε ένας Ιταλός, ο Φερντινάντο Παλασιάνο (Ferdinando Palasciano) (1815-1891), - με τη συμφωνία της Γενεύης το 1864.

Με ιδιαίτερο σεβασμό πρέπει να μνημονεύσουμε το όνομα της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ (Florence Nightingale) (1820-1910) που δημιούργησε την πρώτη σχολή νοσοκόμων, έργο που στο παρελθόν ήταν αποκλειστικότητα της μοναστηριακής ιατρικής. Η φροντίδα των ασθενών ήταν κάτι που είχαν για αιώνες κρατήσει τα μοναστήρια, όπως και αυτή τη διδασκαλία της ιατρικής.
Με τις σύντομες αυτές παρατηρήσεις κλείνουμε τη συνοπτική μας ανασκόπηση της ιστορίας της ιατρικής και της βιολογίας. Ό,τι θα ακολουθούσε δε θα ήταν πια ιστορία. Θα ήταν το σήμερα, η δική μας ιατρική και η δική μας βιολογία.Το έργο όμως θα συνεχιστεί με την παρουσίαση των κυριότερων μορφών των νεότερων χρόνων που στάθηκαν οι θεμελιωτές των όσων ανακαλύπτει και εφαρμόζει η σύγχρονη επιστήμη, και ο αντίλαλος του έργου των οποίων είναι αισθητός σε κάθε ιατρική πρόοδο του αιώνα μας.

28/8/09

Η συνεργασία των φυσικών επιστημών [87]

Παρά το μεγάλο βήμα των Βέλερ και Λήμπιχ, ο δρόμος για την οριστική συμφιλίωση επιστημονικής έρευνας και ιπποκρατικής ιατρικής ήταν ακόμα μακρύς και γεμάτος εμπόδια. Αυτά προκαλούνταν σε μεγάλο βαθμό από την έκταση που είχε λάβει, συγκριτικά βέβαια με την εποχή, η ειδίκευση.
Μια σαφή ιδέα της αβύσσου που χωρίζει τη νεώτερη εποχή από την αρχαία, όσον αφορά τη γενική αντίληψη για την επιστήμη, μπορεί να σχηματίσει κανείς μόνον αν συγκρίνει το έργο του Αριστοτέλη με τα συγγράμματα π.χ. του Σπαλαντσάνι: στο πρώτο η λογική, η ρητορική, η φιλολογική κριτική και η ηθική καταλαμβάνουν παράπλευρη θέση με τη φυσική, την αστρονομία, τη βιολογία, την ανατομική και τη φυσιολογία, πράγμα που ούτε κατά διάνοια μπορούσε να φανταστεί ο δεύτερος. Στο κείμενο αυτό έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι υπάρχουν όρια για την παρεμβολή φιλοσοφικών απόψεων σ’ ένα έργο επιστημονικής έρευνας, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη ριζική αλλαγή που επήλθε δια μέσου των αιώνων στην ιδέα περί επιστήμης γενικά και περί ιατρικής ειδικότερα.
Το χάσμα ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα αντίληψη ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του αποτέλεσμα των ιδεών του Γαλιλαίου και του Βάκωνα και η ειδίκευση αναπόφευκτη συνέπεια του πνεύματος αυτού. Έτσι η φιλοσοφική θεωρία αποχωρίστηκε από την επιστημονική σκέψη και επιπλέον μέσα στα πλαίσια της ίδιας της επιστημονικής έρευνας ξεχώρισαν οι διάφοροι κλάδοι σε σημείο που να αποξενωθούν τελείως ο ένας από τον άλλο: ο φυσιολόγος από τον βιολόγο, ο βιολόγος από τον ανατόμο, και όλοι μαζί από αυτόν που ασκεί την ιατρική.
Την ανάγκη ακριβώς μιας νέας οργάνωσης της επιστήμης με τους κλάδους της να αποτελούν ενιαίο σύνολο και με τη φιλοσοφία να κατέχει τη δική της θέση μέσα στο πλαίσιο αυτό, έξω από τη λαμπρή της απομόνωση, πρώτοι ένιωσαν οι θετικιστές εκείνον ακριβώς τον αιώνα. Η νέα οργάνωση με τον κάθε επιστημονικό κλάδο στην κατάλληλη θέση, θα ήταν έργο της φιλοσοφίας που θα έπαυε πια να ασχολείται με την αναζήτηση των πρώτων αιτιών και θα έκανε έργο της τη μεθοδολογία της επιστήμης. Ο πρώτος που τόνισε την ανάγκη αυτή και εξέφρασε τη νέα άποψη ήταν ο Ογκίστ Κοντ (August Comte) (1798-1857) που κατέληξε στο να αναθέσει στη φιλοσοφία το έργο της ταξινόμησης των επιστημών.

Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
Ενώ η βιολογία είχε κιόλας αρχίσει τη συνεργασία της με τη χημεία, θέτοντας τις βάσεις της βιοχημείας, η φυσιολογία, συνεχίζοντας τη μελέτη του νευρικού συστήματος που είχαν αρχίσει ο Ουίλλις, Λαντσίζι και Ρολάντο, είχε καταλήξει στη συνεργασία με τη συγκριτική ανατομική και τη φυσική. Από την πρώτη πήρε τις γνώσεις για τον ηλεκτρισμό: επάνω εκεί θεμελιώθηκε η νεώτερη φυσιολογία.

Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Όταν το 1712 ο Λαντσίζι δημοσίευε τη «Διατριβή του περί της έδρας της λογικής ψυχής», ενώ πολεμούσε την αντίληψη του Καρτέσιου, σύμφωνα με την οποία το κωνάριο ήταν η έδρα την ψυχοσωματικών ανταλλαγών που εξασφάλιζαν τη διανοητική ζωή και την επικοινωνία με το περιβάλλον, έθετε πρόβλημα εγκεφαλικών εντοπίσεων. Παραδεχόταν πράγματι ότι παρατηρώντας τις ψυχικές ιδιότητες ενός ατόμου και παραβάλλοντάς τις μετά το θάνατό του με την κατασκευή του εγκεφάλου του, θα μπορούσε να συναντήσει κανείς αντιστοιχίες, ικανές, όπως έγραφε ο ίδιος, «να διευρύνουν τους ορίζοντες της φιλοσοφίας».
Στο έργο του Λαντσίζι αποθησαυρίζονται οι παρατηρήσεις και οι θεωρίες που είχαν γίνει και διατυπωθεί από τον Μαλπίγγι, τον Ουίλλις, τον Αντόνιο Πακκιόνι (1665-1726) και τον Ντομένικο Μιστικέλλι (1675-1715), από τότε που είχε καταρριφθεί η θεωρία του Γαληνού για το «θαυμάσιο δίκτυο». Για το θέμα όμως των εντοπίσεων στον εγκέφαλο υπήρχε μια σημαντική συμβολή, την οποία αγνοούσε ο Λαντσίζι. Αυτή οφειλόταν στον Γάλλο χειρουργό Φρανσουά ντε λα Πεϋρονί (1678-1747), που, όπως αναφέρεται σε μια ανακοίνωσή του που είχε κάνει το 1708 στη Βασιλική Εταιρεία των Επιστημών στο Μονπελιέ, είχε εφαρμόσει κιόλας σε 6 περιπτώσεις την ανατομοκλινική μέθοδο στη μελέτη του εγκεφάλου.
Το πρόβλημα εξακολουθούσε να κινεί το ενδιαφέρον, να παρακινεί σε παρατηρήσεις και να δημιουργεί πολεμικές, όπως εκείνη μεταξύ των δύο στενών φίλων του Πακκιόνι και του Λαντσίζι.
Τον 19ο αιώνα, δυο μεγάλοι ερευνητές, ο Τσαρλς Μπελ (Charles Bell) (1774-1842) και ο Φρανσουά Μαζαντί (Francois Magendie) (1783-1855) εκτελώντας πειράματα και χρησιμοποιώντας στην ερμηνεία τους όρους της φυσικής και της χημείας, κατέληξαν σε μια ανακάλυψη, για την προτεραιότητα της οποίας είχαν αργότερα διένεξη.
Ο Μπελ παρατήρησε ότι αν έκοβε σ’ ένα ζωντανό ζώο την οπίσθια ρίζα ενός νωτιαίου νεύρου, δεν παρατηρούσε καμιά σύσπαση των αντίστοιχων μυών, ενώ αρκούσε να αγγίξει την πρόσθια του ρίζα για να προκληθεί μια έντονη σύσπασή του. Ο Μαζαντί πάλι, εκτός από την ίδια ανακάλυψη, δηλαδή την ανακάλυψη της κινητικής λειτουργίας των πρόσθιων ριζών, αναγνώρισε και την αισθητική λειτουργία των οπίσθιων ριζών των νωτιαίων νεύρων.
Έτσι αποδείχθηκε ότι είναι δυνατόν με το πείραμα να διερευνηθούν και οι νόμοι της λειτουργίας του νευρικού συστήματος, αντίθετα με την ως τότε πεποίθηση που επικρατούσε ότι λειτουργίες που είναι εκφράσεις της ψυχής, είναι αδύνατον να αναλυθούν με μηχανικούς όρους.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΞΟΧΩΝ
Οι μελέτες των Μπελ και Μαζαντί άνοιξαν οριστικά το δρόμο προς τη σύγχρονη φυσιολογία του νευρικού συστήματος. Στο έργο αυτό συνέβαλαν με τις έρευνές τους οι Ζιλιέν Λεγκαλλουά (1770-1814) και ο Φραντς Γιόζεφ Γκαλ (Franz Joseph Gall) (1758-1828). Ο πρώτος έκανε τη θεμελιώδη διαπίστωση ότι ο τραυματισμός μιας ορισμένης περιοχής του προμήκους μυελού, προκαλεί στα ζώα άπνοια. Αυτό υπήρξε ένα σημαντικό στοιχείο για την επιβεβαίωση της δυνατότητας μιας μηχανιστικής ερμηνείας για όλα τα νευρικά φαινόμενα και για την προώθηση μιας νεωτεριστικής αντίληψης ως προς τα φαινόμενα της αίσθησης, της κίνησης και αυτών ακόμα των διανοητικών λειτουργιών.
Ο Γκαλ, φυσιογνωμία παράξενη, συνδυασμός αφηρημένου θεωρητικού, αγύρτη και παρατηρητή από τους λίγους, διατύπωσε με τη σειρά του μια πλήρη θεωρία περί εγκεφαλικών εντοπίσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ψευδεπιστήμη, η «φρενολογία», που και μετά το θάνατο του ιδρυτή της εξακολουθούσε να διαδίδεται από τους επιτήδειους.
Ο Γκαλ πίστευε ότι κάθε πνευματική και ηθική ιδιότητα του ατόμου εντοπίζεται σε ιδιαίτερο σημείο του εγκεφαλικού φλοιού, και ότι στον χαρακτήρα του επικρατούν οι ιδιότητες που αντιστοιχούν στην περιοχή του εγκεφάλου του με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Εξαιτίας ακριβώς της ανάπτυξης αυτής, προκαλείται στο κρανίο κάθε ατόμου ένα ανάλογο εξόγκωμα, που μπορούμε, εξετάζοντάς το προσεκτικά, να το ανακαλύψουμε. Με βάση τη θεωρία αυτή είχαν ανακαλύψει στο κρανίο του Δαρβίνου τη... θρησκευτική προεξοχή.
Ο Γκαλ όμως υπήρξε και τυχερός παρατηρητής και ορισμένες από τις παρατηρήσεις του συνέβαλαν σημαντικά στην πρόοδο της φυσιολογίας. Στην ογκώδη «Ανατομική και φυσιολογία του νευρικού συστήματος γενικά και του εγκεφάλου ειδικά», που δημοσίευσε στο Παρίσι από το 1810 έως το 1819, βρίσκουμε πολύτιμες παρατηρήσεις: τη διάκριση λευκής και φαιής ουσίας, τη διαπίστωση ότι οι νευρικές ίνες είναι αγωγοί και την ανακάλυψη των δεσμών του νωτιαίου μυελού, από τις οποίες μία φέρει το όνομά του.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΙΓΟ ΣΟΒΑΡΕΣ, ΑΛΛΑ ΠΟΛΥ ΧΡΗΣΙΜΕΣ
Το δρόμο της θεώρησης του Γκαλ, που όσο κι αν σύμφωνα με τη γνώμη πολλών υπήρξε τελείως τρελή, ακολούθησαν παρόλα αυτά, επιστήμονες πιο σοβαροί από τον Γερμανό ανατόμο που μπόρεσαν να τοποθετήσουν το θέμα των εγκεφαλικών εντοπίσεων σε αυστηρά επιστημονικά πλαίσια.
Ο πρώτος από αυτούς υπήρξε ο Πιέρ Πωλ Μπροκά (Pierre Paul Broca) (1824-1880) που κατόρθωσε το 1861 να εντοπίσει ένα πραγματικό κέντρο, το φερώνυμό του «κινητικό κέντρο του λόγου» στην καλυπτική μοίρα της κάτω μετωπιαίας έλικας στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου: η καταστροφή της περιοχής αυτής προκαλούσε «κινητική αφασία», αδυναμία δηλαδή ομιλίας, χωρίς τα όργανα της ομιλίας (λάρυγγας, στόμα, γλώσσα) να παρουσιάζουν κάποια βλάβη.
Η ανακάλυψη αυτή που αναστάτωσε τα τελευταία βιταλιστικά υπολείμματα, αφενός αποκάλυψε το καλό που μπορούσε να προέλθει από μια μη σοβαρή θεωρία και αφετέρου την αξία των παρατηρήσεων των Μπελ και Μαζαντί.
Ακολούθησαν οι εργασίες των Γκούσταφ Φριτς (1838-1891), του Έντουαρντ Χίτσιλ (1838-1907) και του Νταβίντ Φερριέ (1843-1928), που συμπλήρωσαν τις βάσεις, επάνω στις οποίες επρόκειτο να θεμελιωθεί η σύγχρονη φυσιολογία του νευρικού συστήματος.
Στους πρωτοπόρους αυτούς, παρά τα λάθη και τις υπερβολές τους και μέσα από πολεμικές και διαφωνίες, οφείλεται η κατάρριψη και των τελευταίων οχυρών του βιταλισμού που άνοιξε το δρόμο στον Ιβάν Πέτροβιτς Παβλόφ (Ivan Petrovich Pavlov) (1849-1936) με τα επαναστατικά «συμβατικά (εξαρτημένα) αντανακλαστικά» του, στον Τσαρλς Σκοτ Σέρινγκτον (Charles Sherrington) (1857-1952) και στον Έντγκαρ Ντάγκλας Έιντριαν (Edgar Douglas Adrian) (1889-1977). Ένα νέο, σημαντικό διάστημα δρόμου είχε διανυθεί προς την οριστική σύμπραξη των φυσικών επιστημών με την Ιατρική και των ιατρικών κλάδων μεταξύ τους.

Παρακολουθώντας την επιστήμη της φυσιολογίας στην ανάπτυξή της, βλέπουμε ότι αφενός συνεργαζόταν στενά με τη χημεία και τη μηχανική και αφετέρου δεχόταν τις υποδείξεις της συγκριτικής ανατομικής, που ο Κιβιέ και η σχολή του είχαν αναγάγει σε περιωπή.
Το επόμενο βήμα για την οριστική συνεργασία των διαφόρων κλάδων των φυσικών επιστημών με την ιατρική, οφείλεται στο γιο ενός ταπεινού τσαγκάρη, τον Γιοχάνες Πέτερ Μίλερ.
Ο Μίλερ γεννήθηκε στο Κόμπλεντς το 1801 και σπούδασε πρώτα στο Βερολίνο και στη συνέχεια στη Βόννη, όπου το 1822 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα. Δυο χρόνια αργότερα το πανεπιστήμιο της Βόννης του επέτρεψε να διδάσκει ως ιδιώτης μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, και ύστερα από άλλα δύο χρόνια τον έκανε έκτακτο και σε άλλα τέσσερα τακτικό καθηγητή του.
Το 1832 πέθανε στο Βερολίνο ο Καρλ Άσμουντ Ρουντόλφι, παλιός καθηγητής του Μίλερ, από τον οποίον ο τελευταίος είχε δεχθεί έντονη την επίδραση της βιταλιστικής αντίληψης των φαινομένων της ζωής: εξακολουθούσε να πιστεύει στην αυτόματη γένεση των παρασίτων. Ο Μίλερ ανέλαβε τότε την έδρα του διδασκάλου του και την κράτησε μέχρι του θανάτου του το 1858.

ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Όταν βάλει κανείς το δάκτυλό του μέσα σε καυτό νερό και στη συνέχεια το βάλει αμέσως σε νερό λιγότερο ζεστό, έχει την εντύπωση ότι το δεύτερο είναι κρύο. Αν πάλι κρατήσει το δάκτυλό του για λίγο στον πάγο και μετά το βυθίσει στο νερό που μόλις πριν είχε φανεί κρύο, τώρα θα το αισθανθεί ζεστό. Οι παρατηρήσεις αυτές, γνωστές στον καθένα, είχαν θέσει από αιώνες υπό αμφισβήτηση την εμπιστοσύνη στις αισθήσεις και περιέπλεκαν απροσδόκητα το πρόβλημα της γνώσης.
Πώς μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τις πληροφορίες των αισθήσεών του, στις οποίες στηρίζονται όλες οι γνώσεις μας, όταν αυτές μας προδίδουν με τέτοιο τρόπο, πληροφορώντας μας ότι το ίδιο νερό είναι συγχρόνως κρύο και ζεστό; Έρχεται λοιπόν ο σκεπτικισμός και ισχυρίζεται ότι η αληθινή γνώση είναι ανέφικτη φια τον άνθρωπο. Έρχεται όμως και η μεταφυσική σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για να μας βεβαιώσει ότι ο νους είναι σε θέση να υπερνικήσει την προδοσία των αισθήσεων και να συλλάβει την αναλλοίωτη αιώνια πραγματικότητα.
Η αμφιβολία όμως δεν υποχωρεί. Τη βλέπουμε να σηκώνει κεφάλι ακόμα και σε περιόδους που δεν πάσχουν από έλλειψη πίστης, όπως ο Μεσαίωνας. Μια τέτοια τάση τη βλέπουμε να πραγματοποιείται από τον Νικολά ντ’ Οτρεκούρ (περίπου 1300-1350) που τον ονόμασαν γι’ αυτό «Χιουμ του μεσαίωνα».
Εκεί όμως που ο σκεπτικισμός παρουσιάζεται τολμηρός στη σκηνή της ευρωπαϊκής σκέψης είναι η Αγγλία με τους εμπειρικούς της και ιδιαίτερα τον Νταίηβιντ Χιουμ. Σύμφωνα μ’ αυτόν, μια επιστήμη στην κυριολεξία, μια επιστήμη καθολική, που να ξεπερνά τα όρια της εμπειρίας, είναι αδύνατη για τον άνθρωπο, που να μπορεί να γνωρίσει μόνον ό,τι του υπαγορεύουν οι αισθήσεις του και συνεπώς είναι έρμαιο των ιδιοτροπιών τους.
Το πρόβλημα δεν υπήρχε μόνο στους φιλοσόφους. Οι γιατροί, ειδικότερα οι ανατόμοι, επιχειρούσαν συχνά, και κάποτε με επιτυχία, να εντοπίσουν τα αισθητήρια και να προσδιορίσουν τις λειτουργίες τους και τις σχέσεις τους με τα φαινόμενα της σκέψης και της θέλησης. Τα θέματα αυτά απασχόλησαν με πάθος και τους επιστήμονες του 19ου αιώνα.

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ
Οι φιλόσοφοι δεν εγκατέλειψαν στο μεταξύ το πρόβλημα των σχέσεων αίσθησης και γνώσης. Νέα εποχή είχε εγκαινιάσει στην ιστορία της σκέψης ο Καντ, τη λεγόμενη «κοπερνικιανή επανάσταση»: το άτομο δε δέχεται παθητικά την εμπειρία σαν ερέθισμα που ξεκινάει από τα αντικείμενα, αλλά την κατασκευάζει, μετατρέποντας την αντίληψη των αντικειμένων που προσφέρουν οι αισθήσεις σε αίσθηση, πράγμα που πετυχαίνει πλαισιώνοντας τα δεδομένα των αισθήσεων σε σχήματα, όπως ο χώρος και ο χρόνος, που μόνον αυτός κατέχει και που χωρίς την παρέμβασή τους δεν υπάρχει αίσθηση. Η εμπειρία συνεπώς είναι το προϊόν της υποκειμενικής επεξεργασίας των δεδομένων των αισθήσεων, και μόνο σ’ αυτήν μπορεί να θεμελιωθεί η επιστήμη. Αυτή δεν μπορεί να έχει την αξίωση να γνωρίσει κάτι περισσότερο από τα φαινόμενα, τα προϊόντα δηλαδή της υποκειμενικής επεξεργασίας για τα οποία μιλήσαμε, γιατί αναζητώντας την αντικειμενική πραγματικότητα των αντικειμένων, ανεξάρτητα από την παρέμβαση του υποκειμένου, γίνεται μεταφυσική.
Από τις αντιλήψεις αυτές ξεκινά το ιδεαλιστικό φιλοσοφικό ρεύμα που θεωρεί το Εγώ δημιουργό της πραγματικότητας, το Πνεύμα δημιουργό της φύσης. Αυτή είναι η «φιλοσοφία της φύσης» του Σέλινγκ (Schelling), που είδαμε πόση επίδραση άσκησε στους φυσικούς επιστήμονες της εποχής του, αλλά και των κατοπινών χρόνων.

Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΝΤ
Ο Μίλερ που είχε μορφωθεί στη σχολή αυτή και είχε κληρονομήσει και τις περιορισμένες αντιλήψεις της, κατόρθωσε παρόλα αυτά να εμπνευστεί από την ίδια μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στην ιστορία της φυσιολογίας.
Ο Μίλερ παρατήρησε ότι κάθε αισθητήριο όργανο αντιδρά με τον ίδιο πάντοτε ειδικό τρόπο, άσχετα από το είδος του ερεθίσματος που δεχόταν: το μάτι είτε δεχθεί το φυσιολογικό ερέθισμα του φωτός είτε υποστεί την επίδραση ενός ηλεκτρικού, μηχανικού ή χημικού ερεθίσματος, δημιουργεί την αίσθηση του φωτός. Έτσι ο Μίλερ κατέληξε στη διατύπωση του «νόμου της ειδικότητας των αντιδράσεων» ή «της ειδικής νευρικής ενέργειας».
Ο νόμος αυτός είναι θεμελιώδης, όχι μόνο από φυσιολογική, αλλά κι από βιολογική άποψη: ισχύει για κάθε όργανο, για κάθε εξειδικευμένο κύτταρο. Τα μυϊκό κύτταρο, ό,τι ερέθισμα κι αν δεχθεί θα αντιδράσει με σύσπαση, το αδενικό με έκκριση, το γονιμοποιημένο ωάριο με πολλαπλασιασμό κοκ.
Ερεθίσματα όμως δεν προέρχονται μόνον από το εξωτερικό, αλλά και από το εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού: είναι εκείνα που προκαλούν τις παραισθήσεις και συντελούν στη δημιουργία των ψευδαισθήσεων. Ο νόμος έχει και τότε την ισχύ του.
Η αρχή του Μίλερ έχει μια ακόμα σημασία, που ξεπερνά τα καθαρά βιολογικά όρια. Εκφράζει την υποκειμενικότητα των εικόνων που μας προσφέρονται με τις αισθήσεις, υποδηλώνοντας την ατέλεια των γνώσεων που έχουμε για τον κόσμο. Μπορεί λοιπόν να μη δικαιώνει τη «φιλοσοφία της φύσης», από την οποία ο Μίλερ ήταν διαποτισμένος και στην οποία οφείλει την έμπνευση των ερευνών του, δικαιώνει όμως τον Καντ: ο εξωτερικός κόσμος είναι εκείνο που είναι, δεν τον δημιουργούμε εμείς. Μπορούμε να τον γνωρίσουμε μόνον όπως τον βλέπουμε, όπως δηλαδή μας τον προσφέρουν τα αισθητήριά μας.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Με τέτοιες αντιλήψεις, ιδεαλιστικές από τη φιλοσοφική τους άποψη, βιταλιστικές από βιολογικής πλευράς, καταλαβαίνει κανείς πώς θα έβλεπε ο Μίλερ ερευνητές όπως ο Μπελ κι ο Μαζαντί, που ήταν εκ πεποιθήσεως μηχανιστές. Δε δίσταζε όμως να μιμείται τον Σενέκα που όπως ο ίδιος έλεγε, ενώ ήταν στωικός, δεν απαξιούσε κάπου - κάπου να μπαίνει στο στρατόπεδο των Επικούρειων για να λαφυραγωγήσει κανένα πολύτιμο στοιχείο. Έτσι λοιπόν και ο Μίλερ ύστερα από τις έρευνές του επί των αισθητηρίων, άρχισε να επαναλαμβάνει τα πειράματα των Μπελ και Μαζαντί, χρησιμοποιώντας όμως ζώα μεγαλύτερης αντοχής από τους σκύλους που είχαν χρησιμοποιήσει οι αντίπαλοί του και συγκεκριμένα βατράχους. Στα πειράματα αυτά ο Μίλερ εφάρμοσε στη φυσιολογία με μεγαλοφυή τρόπο, τις αρχές της συγκριτικής ανατομικής. Τις παρατηρήσεις του και τις ερμηνείες που τους έδωσε, καταχώρισε στο έργο του «Σύγγραμμα φυσιολογίας του ανθρώπου», που δημοσιεύθηκε στο Κόμπλεντς μεταξύ 1833-1834: στο βιβλίο αυτό συγκέντρωσε περισσότερες από 200 προηγούμενες ανακοινώσεις.
Ο Μίλερ υπήρξε διδάσκαλος σχεδόν όλων των πιο διάσημων Γερμανών φυσιολόγων και ανατόμων του 19ου αιώνα: Τέοντορ Σβαν (1810-1882), Φρ. Γκ. Γ. Χένλε, Ερνέστος Β.Ρ. φον Μπρύκκε (1819-1892), Ε. Ντυμπουά Ραϊμόν, Ρούντολφ Φίρχοβ (Rudolf Virchow) (1821-1902), Χ.Λ.Φ. φον Χέλμχολτς (Herman Ludwig Ferdinand von Helmholtz) (1821-1894), Κ.Μπ. Ράιχερτ, Ν. Λίμπερκυν, Ρ. Ρέμακ.

ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ
Ο δρόμος ήταν πια ανοικτός και οι συνεργάτες πολλαπλασιάζονταν. Ο Γιούλιους Ρόμπερτ Μάγερ (Julius Robert von Meyer) (1814-1878) και ο Χέρμαν φον Χέλμχολτς (1821-1894) καθιέρωσαν τη συνεργασία της φυσικής και των μαθηματικών με τη φυσιολογία, διατυπώνοντας το «νόμο της αφθαρσίας της ενέργειας».
Συγχρόνως οι μελέτες για το ζωντανό ηλεκτρισμό, που είχαν ουσιαστικά σταματήσει από τον καιρό της διαμάχης μεταξύ Βόλτα και Γκαλβάνι (Luigi Galvani) (1737-1798), ξανάρχισαν σε πιο σταθερές βάσεις. Τότε ο Κάρλο Ματτεούτσι (1811-1868) ανακάλυψε ότι οι μύες κατά τη συστολή τους παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα και ότι η ηλεκτρική εκκένωση της νάρκης (τσούχτρας) καθορίζεται από το ζώο κατά βούληση.
Την ίδια εποχή αφοσιώθηκαν στη μελέτη της ηλεκτροφυσιολογίας ο Εμίλ Ντυμπουά Ραϊμόν (1818-1896) και ο Καρλ Φρίντριχ Βίλχελμ Λούντβιχ (1816-1895), το έργο των οποίων συνέβαλε σημαντικά στην πρόοδο της ιατρικής.

Όταν μιλούσαμε για τον Γαλιλαίο και την πειραματική μέθοδο, σημειώναμε ότι η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί σ’ έναν απλοϊκό εμπειρισμό, αλλά έχει την ανάγκη του λόγου, που με τις μαθηματικές του αποδείξεις θεμελιώνει την επιστήμη. Ο ίδιος ο Γαλιλαίος στο έργο του «Διάλογος περί των δύο μεγίστων συστημάτων» βάζει έναν από τους ήρωες του να λέγει πάνω στο θέμα της ανακάλυψης των «μαθηματικών αποδείξεων» ότι ο Πυθαγόρας ποτέ δε θα έβρισκε την απόδειξη του θεωρήματός του, αν δεν τη συλλάμβανε με τη δύναμη του λόγου. Με άλλα λόγια η επιστημονική γνώση δεν προέρχεται μόνον από την εμπειρία αλλά απαιτεί ενόραση, που η επιβεβαίωσή της με την εμπειρία την αποδεικνύει μέσω της λογικής οδού ως επιστημονική αλήθεια.
Γιατί άραγε δύο διαφορετικές διάνοιες, μπροστά στο ίδιο φαινόμενο, π.χ. της φαινομενικής κίνησης του ήλιου, να έδωσαν κάτω από διαφορετικές ιστορικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες δύο διαφορετικές ερμηνείες του φαινομένου, διατυπώνοντας το «γεωκεντρικό» και το «ηλιοκεντρικό», ή το «πτολεμαϊκό» και το «κοπερνικιανό» σύστημα; Αν η επιστημονική αλήθεια ήταν απλό γέννημα της εμπειρίας, δεν θα έπρεπε η λύση του προβλήματος να είναι η ίδια; Αλλά και κάτι άλλο. Το πτολεμαϊκό σύστημα, αν το μελετήσουμε, δε θα το βρούμε να σφάλει λογικά. Μόνον που δε θα ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Το παράδειγμα βεβαιώνει ότι μπροστά στο ίδιο φαινόμενο, διαφορετικές διάνοιες μπορούν να διατυπώσουν διαφορετικές υποθέσεις και επάνω τους να θεμελιώσουν διαφορετικά συστήματα, να δώσουν δηλαδή διαφορετικές ερμηνείες στο συγκεκριμένο φαινόμενο ή στο σύνολο των φαινομένων που συγκροτούν την επιστημονική γνώση μιας εποχής. Μας πληροφορεί επίσης ότι η απλή παρατήρηση δεν αποτελεί επιστήμη χωρίς τη βοήθεια της υπόθεσης, πάνω στην οποία θεμελιώνεται ένα «σύστημα». Τέλος επιτρέπει το συμπέρασμα ότι κανένα «σύστημα» δεν είναι έγκυρο, χωρίς την επιβεβαίωση της εμπειρίας, αλλά και της «μαθηματικής απόδειξης», που προϋποθέτει κάποια «υπόθεση».
Η επιστημονική γνώση συνεπώς ακολουθεί τα επόμενα βήματα. Η καθημερινή εμπειρία παρουσιάζει μια σειρά φαινομένων που ζητούν εξήγηση. Ο πρωτόγονος άνθρωπος θα τη δώσει με τη βοήθεια του μύθου: ο κεραυνός εξακοντίζεται από τον οργισμένο Δία. Εδώ έχουμε απλώς μια υπόθεση που για τον πρωτόγονο είναι αρκετή. Ο πιο προοδευμένος άνθρωπος θα διατυπώσει μια υπόθεση λογική και επάνω της θα στηρίξει ένα σύστημα, το ίδιο λογικό, αλλά δε θα ασχοληθεί με την επιβεβαίωσή του στο πεδίο της εμπειρίας. Αυτός είναι ο λεγόμενος «ρασιοναλισμός», που η πιο ακραία μορφή του αποτελεί τον «δογματικό». Τέλος, εκείνος που ακολουθεί τη γραμμή του Γαλιλαίου διατυπώνει τη λογική του υπόθεση, ζητάει την επιβεβαίωσή της με το πείραμα, κι αν αυτό πράγματι συμβεί, την μετατρέπει σε «επιστημονικό νόμο». Αντίθετα ο «εμπειριστής» περιορίζεται στην περιγραφή του φαινομένου, χωρίς να του δίνει οποιαδήποτε εξήγηση, γιατί αρνείται ότι είναι δυνατή η οικοδόμηση επιστημονικής γνώσης με καθολική ισχύ.

Ο ΚΛΩΝΤ ΜΠΕΡΝΑΡ
Είναι προφανές ότι από όλες τις περιπτώσεις που αναφέραμε, η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική επιστήμη είναι η περίπτωση του πειραματισμού. Πράγματι, ακολουθώντας αυτόν και μόνον το δρόμο, μπόρεσε η επιστήμη να διανύσει τη θαυμάσια πορεία που μέχρις εδώ παρακολουθήσαμε.
Αυτόν το δρόμο ακολούθησε και ο Κλωντ Μπερνάρ, που μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους μεγαλύτερους φυσιολόγους όλων των εποχών.
Ο Κλωντ Μπερνάρ γεννήθηκε στο Σαιν Ζιλιέν το 1813 από οικογένεια χωρικών. Στο Παρίσι που πήγε να σπουδάσει, τράβηξε, χάρις στην ισχυρή του θέληση και την επιτηδειότητα των χεριών του, την προσοχή του Μαζαντί που τον έκανε βοηθό του. Τελικά διαδέχθηκε τον διδάσκαλό του, τόσο στη Σορβόννη όσο και στο Κόλεζ ντε Φρανς. Οι συνθήκες όμως κάτω από τις οποίες ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται, υπέσκαψαν την υγεία του και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα πειράματα και να ασχοληθεί με τη θεωρητική εργασία, που είναι κι αυτή, όπως και το πειραματικό του έργο, μεγάλης αξίας.
Ο Κλωντ Μπερνάρ πέθανε το 1878 γεμάτος τιμές και δόξες.

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ
Αντίθετα από τη γραμμή του διδασκάλου του, ο Κλωντ Μπερνάρ δεν εμπιστευόταν μόνο το πείραμα, αλλά θεωρούσε εξίσου απαραίτητη και την υπόθεση στην οικοδόμηση της επιστημονικής γνώσης. Δεν του διέφευγε όμως το ότι η υπόθεση μόνη ήταν εξίσου ανεπαρκής.
Το σπουδαιότερο επίτευγμα της μεθόδου του ήταν η ανακάλυψη της γλυκογενετικής λειτουργίας του ήπατος. Με αυτήν όλος ο μεταβολισμός των ζώων μπαίνει κάτω από νέο φως. Ο ζωικός οργανισμός δεν περιορίζεται σε λειτουργίες αποσύνθεσης, αλλά πραγματοποιεί και συνθετικές διεργασίες. Και το ήπαρ, που είχε εκθρονιστεί από τη θέση του ως κέντρου του φυσιολογικού συστήματος των ζώων, αποκτά νέα σημασία που δεν περιορίζεται στα ανατομοφυσιολογικά πλαίσια, αλλά παίρνει και τη θέση της στην ιστορία της ιατρικής: η ανακάλυψη του Κλωντ Μπερνάρ ανατρέπει τη μηχανιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία τα ζώα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν τα υλικά που παίρνουν έτοιμα από τα φυτά και γενικά από τις ουσίες που τρέφονται για τη συγκρότηση του σώματός τους.
Το έργο του Κλωντ Μπερνάρ δεν είναι σημαντικό μόνον από της πλευράς των ανακαλύψεων. Το σύγγραμμά του «Εισαγωγή στη σπουδή της πειραματικής ιατρικής», δηλαδή της μελέτης της νόσου δια μέσου της τεχνητής πρόκλησης φυσικών ή χημικών διεργασιών, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι από το 1855 ως το 1868 από σημειώσεις μαθητών του, παραμένει κλασικό μέχρι σήμερα. Ανάλογη διαύγεια διατύπωσης, σοβαρότητα τοποθέτησης και μεγαλοφυΐα σύλληψης και ερμηνείας, συναντά κανείς και στο έργο του «Μαθήματα περί των φαινομένων της ζωής, τα οποία είναι κοινά στα ζώα και τα φυτά», που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι τη χρονιά του θανάτου του.

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ
Συγχρόνως με τον Κλωντ Μπερνάρ που συμβίβαζε υλισμό και βιταλισμό στο θέμα του σχηματισμού του εμβρύου μέσα στο αυγό οποιουδήποτε ζώου, ένας μεγάλος σύγχρονος και συμπατριώτης του, ο Λουί Παστέρ (1822-1895) συνέδεσε και πάλι, αδιάσπαστα πια, τη μικροσκοπική έρευνα και την ιατρική στην ιπποκρατική της έννοια, την έννοια δηλαδή της ανακούφισης του πόνου και της αποκατάστασης της υγείας του αρρώστου.
Ο Σμπαράλια, πολέμιος των μικροσκοπιστών στην εποχή του, τους αντέτασσε ότι οι έρευνές τους δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της πρακτικής ιατρικής. Κι αν κάτι τέτοιο υποστήριξε για τις ανατομικές μικροσκοπικές έρευνες πόσο περισσότερο ανώφελη θα μπορούσε να του φανεί η μικροσκοπική μελέτη των εγχυματοζώων.
Παρόλα αυτά οι μικροσκοπιστές συνέχισαν το έργο τους. Τα μονοκύτταρα αυτά όντα που πρώτος ανακάλυψε ο Λέβενχουκ τράβηξαν το ενδιαφέρον ανθρώπων όπως ο Ο.Φ. Μίλερ, ο Κ. Γκ. Έρενμπεργκ, ο Φ. Ντυζαρντέν κι ο Τυφφόν Ζίμπολτ (Siebold), που τα μελέτησαν ως τις τελευταίες τους λεπτομέρειες.
Με τις εργασίες των ανθρώπων αυτών που οδήγησαν στην πεποίθηση ότι ένα και μόνο κύτταρο μπορεί να κάνει ανεξάρτητη ζωή, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι γεννήθηκε η σύγχρονη μικροβιολογία.

ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ
Οι Μπονόμι και Τσεστόνι είχαν φέρει σε φως το γεγονός ότι ορισμένες τουλάχιστον ασθένειες προκαλούνται από οργανισμούς ελάχιστων διαστάσεων που μεταφέρουν τη νόσο από τον άρρωστο στον υγιή.
Επάνω στη γραμμή αυτή, ένας δικηγόρος του Μαϊράγγο, ο Αγκοστίνο Μπάσσι (1775-1856) έκανε μια ανακάλυψη, που μπορεί να θεωρηθεί προδρομική σε σχέση με το έργο του Παστέρ.
Ο Μπάσσι, επειδή η όρασή του ήταν αδύνατη, εγκατέλειψε τη δικηγορία και επιδόθηκε στη διαχείριση των κτημάτων του. Μελετητής της βιολογίας με πάθος, ασχολείτο με τη σηροτροφία, πράγμα που αποτέλεσε την αφορμή να πραγματοποιήσει μια επαναστατική ανακάλυψη: απέδειξε ότι μια νόσος των μεταξοσκωλήκων οφείλεται σε φυτικό παράσιτο, ένα μικροσκοπικό μύκητα που αργότερα τιμήθηκε με το όνομά του («μποτρύτις μπασσιάνα»). Την ανακάλυψή του παρουσίασε μ’ ένα βιβλιαράκι που δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο από το 1835 ως το 1836. Στο έργο του ανέφερε ότι τα σπέρματα του μύκητα αυτού διαδίδονταν με τον αέρα. Κατόρθωσε λοιπόν να τον καλλιεργήσει και επιπλέον να αποδείξει ότι η συνέχιση της καλλιέργειάς του εξασθενεί τη λοιμογόνο ικανότητά του. Την ασθένεια αντιμετώπιζε καίγοντας τους άρρωστους μεταξοσκώληκες και απολυμαίνοντας τα κουτιά.Στο έργο του Μπάσσι υποτυπώνεται η νεώτερη αντίληψη περί μόλυνσης που διατύπωσε σε όλη της την έκταση ο Παστέρ προκαλώντας επανάσταση στη νεώτερη παθολογία.

24/8/09

Η κάλυψη του χάσματος [86]

Η χρήση του μικροσκοπίου σαν όργανο έρευνας και η εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου, έστω κι αν αυτό γινόταν από διαφορετικές σκοπιές (ιατρομηχανικοί-ιατροχημικοί) τον 17ο αιώνα, ώθησε την ιατρική προοδευτικά προς την καθαρή έρευνα, απομακρύνοντάς την από το προσκέφαλο του ασθενούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ατέλεια των τότε οπτικών οργάνων, που οδηγούσε σε όχι λίγα σφάλματα παρατήρησης και ερμηνείες λανθασμένες δικαιολογούν κάπως εκείνους που ακολουθώντας τη γραμμή του Σύντενχαμ, κατηγορούσαν τους ερευνητές ότι έπαψαν να είναι γιατροί. Πλειοδοτούσαν μάλιστα λέγοντας ότι για την πραγματική ιατρική που βασικό της καθήκον είναι η θεραπεία του ασθενούς, τα αμφίβολα ευρήματα του μικροσκοπίου ήταν άχρηστα!
Ο Σμπαράλια, στην πολεμική του με τον Μαλπίγγι, έφτανε να υποστηρίζει ότι το μικροσκόπιο δεν είναι απλώς άχρηστο, αλλά και επικίνδυνο λόγω την πλανών στις οποίες μπορεί να οδηγήσει. Πρόκειται φυσικά για μια υπερβολή, που περιείχε, όμως, κάποιο στοιχείο αλήθειας. Βέβαια, τα σφάλματα του Μαλπίγγι δεν υπήρξαν πολλά: αν νόμισε ότι είδε στον φλοιό του εγκεφάλου αδένες, αυτό δεν υπήρξε τόσο σφάλμα του μικροσκοπικού του παρασκευάσματος όσο το αποτέλεσμα της προκατειλημμένης ερμηνείας του: οι αδένες, ή για την ακρίβεια η προβολή μερικών τεχνητών ευρημάτων που εκείνος ερμήνευε ως αδένες, ήταν δικό του δημιούργημα. Αν όμως συνέβαιναν με τον Μαλπίγγι αυτά τα πράγματα, μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα γινόταν με λιγότερο ευφυείς και ευσυνείδητους μικροσκοπιστές!
Οι επιφυλάξεις του Σμπαράλια εξακολουθούσαν να ισχύουν και στον 19ο αιώνα. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί η στάση του μεγάλου Μπισά που απέκρουε επιδεικτικά τη χρήση του μικροσκοπίου.
Μεγάλη όμως ήταν η διάσταση που είχε κληρονομήσει κυρίως ο 17ος αιώνας στους αιώνες που ακολούθησαν, μεταξύ της παραδοσιακής, της ιπποκρατικής ιατρικής και της επιστημονικής έρευνας. Η διάσταση αυτή γίνεται τον 18ο αιώνα μεγαλύτερη: τι σχέση μπορεί να υπάρξει μεταξύ του γιατρού που αγρυπνά στο προσκέφαλο του αρρώστου και ενός γιατρού όπως ο Λάζαρος Σπαλαντσάνι.

Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Από τη διάσταση αυτή πάντως, δεν είχαν προκύψει μόνο ζημιές. Από εδώ γεννήθηκαν η βιολογία, η φυσιολογία, η συγκριτική ανατομική, κλάδοι που ο υψηλός βαθμός της εξειδίκευσής τους είχε οδηγήσει σε βασικής σημασίας ανακαλύψεις για την ιατρική. Έλειπε όμως ο κοινός παρονομαστής για να βρουν οι κλάδοι αυτοί τη θέση τους σε ένα ενιαίο σύνολο με τον κορμό από τον οποίο είχαν απομακρυνθεί, ένα σύνολο βέβαια πολύ πιο πολυσύνθετο από το Ιπποκρατικό Σώμα ή το έργο του Γαληνού.
Ο κοινός αυτός παρονομαστής ήταν το κύτταρο, γύρω από το οποίο συσφίγγονται και πάλι οι σχέσεις της ιστολογίας, της βιολογίας, της φυσιολογίας και της παθολογίας, που είχαν επωφεληθεί από τις προόδους της χημείας και της φυσικής, δίνοντας έτσι στην ιατρική τη σύγχρονη μορφή της.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ
Η συμφιλίωση πάντως δεν πραγματοποιήθηκε αυτόματα. Στα πρώτα της μάλιστα βήματα η πολεμική οξύνθηκε: η αντίθεση μεταξύ των δύο γνωστών από το 17ο αιώνα θέσεων, της βιταλιστικής και της μηχανιστικής, έφτασε στην κρίσιμη φάση της.
Το πεδίο της βιοχημείας, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν ο χώρος που τα δύο ρεύματα αντιμετωπίστηκαν αποφασιστικά. Επρόκειτο για τις ουσίες που παράγονται από τα ζώα και τα φυτά κατά τη διάρκεια των διαφόρων λειτουργιών της ζωής.
Το πρόβλημα υπήρχε ήδη για τους ερευνητές όπως ο Λαβουαζιέ και ο Σπαλαντσάνι, που είχαν διαπιστώσει ότι ορισμένα φυσιολογικά φαινόμενα, όπως η αναπνοή και η πέψη, είναι χημικές διεργασίες. Το δρόμο της χημικής ερμηνείας ακολούθησαν οι φυσιολόγοι του 19ου αιώνα, αφού πρώτα διαπίστωσαν ότι μερικά ζωικά προϊόντα δεν είναι τίποτε άλλο από χημικές ενώσεις (κιτρικό οξύ, ουρία, γαλακτικό οξύ) ή ενώσεις τους. Η ερμηνεία που έδωσε εκπροσωπώντας τους ο Γιένς Γιάκομπ Μπερζέλιους (Jöns Jacob Berzelius) (1779-1848), ήταν σαφώς αντιβιταλιστική.
Η βιταλιστική άποψη ήταν ότι οι ουσίες που αποτελούν το σώμα των ζωντανών πλασμάτων ή που παράγονται από αυτά, διαφέρουν από τις ουσίες που υπάρχουν στον ανόργανο κόσμο ή από εκείνες που μπορεί ο χημικός να παρασκευάσει στο εργαστήριό του. Πρέπει συνεπώς να παρεμβαίνει κάποια «ζωική δύναμη» για τη σύνθεση των οργανικών αυτών ουσιών.
Στη θέση αυτή ο Μπερζέλιους απαντούσε ότι η καταφυγή σε «ζωικές δυνάμεις» αποτελούσε απόπειρα δογματικής εξήγησης μιας άγνωστης χημικής διεργασίας. Η ετικέτα «ζωικές δυνάμεις» δεν άξιζε περισσότερο από την επιγραφή των παλαιών χαρτογράφων στις ανεξερεύνητες περιοχές της Αφρικής: «εδώ υπάρχουν οι λέοντες». Αυτοί πάντως, όπως και να είχαν τα πράγματα, γνώριζαν τουλάχιστον τους λέοντες, που οπωσδήποτε υπήρχαν στις ανεξερεύνητες περιοχές, ενώ τις «ζωικές δυνάμεις» κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ύπαρξή τους.

ΕΝΑΣ ΤΟΛΜΗΡΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Το πρόβλημα ήταν τώρα ποιος θα εισδύσει στα εδάφη που «υπήρχαν οι λέοντες» για να τα εξερευνήσει. Το θάρρος για τη μεγάλη επιχείρηση απέδειξε πως είχε ο Φρίντριχ Βέλερ (Friedrich Wöhler), μαθητής του Μπερζέλιους.
Ο Βέλερ γεννήθηκε το 1800 στο Έσερχαϊμ, κοντά στη Φραγκφούρτη, και σπούδασε διαδοχικά στο Μάρμπουργκ και στη Χαϊδελβέργη, όπου πήρε το διδακτορικό τίτλο. Προς τη χημεία στράφηκε υπό την καθοδήγηση του Λέοπολντ Γκμέλιν (Leopold Gmelin) (1788-1853), καθηγητή της ιατρικής και της χημείας στη Χαϊδελβέργη. Αυτός του γνώρισε προφανώς τις θεωρίες του Μπερζέλιους, του οποίου ήταν σκληρός αντίπαλος. Ο νεαρός επιστήμονας ένιωσε να ελκύεται αμέσως από τη σκέψη του αντιπάλου του διδασκάλου του και το 1823 πήγε στη Στοκχόλμη, όπου ο Μπερζέλιους ήταν καθηγητής της χημείας στο Καρολίνειο Ίδρυμα και άρχισε να εργάζεται κάτω από την καθοδήγησή του.
Ο Βέλερ γυρίζοντας στη Γερμανία πήρε πρώτα μια μέτρια θέση: καθηγητής της χημείας στην Εμπορική Σχολή του Βερολίνου. Εκεί δίδαξε 11 χρόνια, ως το 1836, που κλήθηκε να αναλάβει την έδρα της χημείας στο πανεπιστήμιο του Γκαίτινγκεν, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του το 1882.

Ο ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΙΣ «ΖΩΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ»
Ο Βέλερ που διαθέτει τίτλους μοναδικούς στην ιστορία της χημείας, υπήρξε επίσης ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα στην ιστορία της ιατρικής, χάρη σε μια χημική του επιτυχία, την ανυπολόγιστη σημασία της οποίας δεν είχε συλλάβει προφανώς ούτε ο ίδιος. Επρόκειτο για τη σύνθεση μιας οργανικής ουσίας, της ουρίας, από μια ανόργανη, το κυανιούχο αμμώνιο. Θέρμανε πράγματι την ουσία αυτή σε υψηλή θερμοκρασία και κατάπληκτος την είδε να μεταβάλλεται σε ζωικό προϊόν, σε ουρία.
Όταν το 1828 ανακοίνωσε τα πειράματά του στον επιστημονικό κόσμο, το τελευταίο οχυρό του βιταλισμού έπεφτε: είχε δημιουργηθεί οργανική ουσία χωρίς να μεσολαβήσει ζωντανός οργανισμός. Ο ισχυρισμός του Μπερζέλιους ότι η προσφυγή στις «ζωικές δυνάμεις» σήμαινε ομολογία της άγνοιάς μας, δεν μπορούσε να βρει πιο λαμπρή επιβεβαίωση.
Η ανακάλυψη όμως του Βέλερ σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από την ήττα του βιταλισμού. Ήταν η πρώτη πράξη της συμφιλίωσης μεταξύ επιστημονικής έρευνας και ιπποκρατικής ιατρικής που βρίσκονταν σε τέτοια διάσταση από το 17ο αιώνα: αποδείκνυε όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά και την ανάγκη της συνεργασίας χημείας και βιολογίας.

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Ένας μεγάλος συνεργάτης του Βέλερ, παρά το γεγονός ότι ορισμένες αντιλήψεις του ήταν στενές, υπήρξε ο Γιούστους φον Λήμπιχ (Justus von Liebig) (1803-1873). Τον συναντάμε στην Χαϊδελβέργη, τον καιρό που στο πανεπιστήμιό της δίδασκε ο Βέλερ, να ασχολείται με το λάδι του πικραμύγδαλου και να ανακαλύπτει μαζί του το βενζόλιο.
Ο Λήμπιχ τελειοποίησε με επιτυχία τις πρωτόγονες ακόμα τότε μεθόδους της αναλυτικής χημείας και ανάγαγε τα συστατικά της ζωντανής ύλης στις τρεις ομάδες: λευκώματα, λίπη, υδατάνθρακες. Κατέρριψε επιπλέον την αντίληψη ότι η ζωική θερμότητα είναι συμφυής με την έννοια του ζώου, αποδεικνύοντας ότι είναι αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης καύσης. Ο ενθουσιασμός του όμως τον παρέσυρε σε μια άκριτη πολεμική εναντίον σε κάθε τι που θύμιζε βιταλισμό, πράγμα που τον έφερε αντιμέτωπο με τον Παστέρ, που υποστήριζε ότι τα φαινόμενα της ζύμωσης συνδέονται με τα φαινόμενα της ζωής.
Παρά, όμως, την υπερβολική του πίστη στα χημικά φαινόμενα και παρά την τάση του να δώσει μια ερμηνεία της φύσης και των φαινομένων της ζωής, εμπνεόμενη από τη «φιλοσοφία της φύσης», της οποίας υπήρξε πιστός οπαδός, όπως αποκαλύπτεται στις περίφημες «Χημικές επιστολές» του (Χαϊδελβέργη, 1844), ο Λήμπιχ υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της επιστήμης του 19ου αιώνα.Το γεγονός ότι οι γενικές ιδέες του έρχονται σε αντίθεση με τη φρόνηση και την ευφυΐα του, επέσυρε την αυστηρή κριτική του Γιάκομπ Μόλεσχοτ (Jacob Moleschott) (1822-1893), καθηγητή της φυσιολογίας πρώτα στη Χαϊδελβέργη και στη συνέχεια στο Τορίνο και τη Ρώμη και τολμηρού υλιστή. Παρόλα αυτά ο Λήμπιχ με τον Βέλερ οροθετούν την αρχή της στενής συνεργασίας χημείας και βιολογίας.