18/9/09

Πάουλ Έρλιχ (Paul Ehrlich) [98]

Μετά τον Παστέρ και τον Κοχ έρχεται στη μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων ο Πάουλ Έρλιχ. Ο άνθρωπος που θεμελίωσε τη χημειοθεραπεία, δηλαδή τη χρήση χημικών προϊόντων στη θεραπευτική, γεννήθηκε στο Στρέλεν της Σιλεσίας το 1854. Σαν παιδί ήταν ένα πολύ προσγειωμένο και θετικό μυαλό. Όταν στο γυμνάσιο του Μπρέσλαου που φοιτούσε τους είχαν δώσει για θέμα έκθεσης «Η ζωή είναι ένα όνειρο», ο νεαρός Έρλιχ παρέδωσε την κόλλα του μέσα σε πέντε λεπτά. Έγραφε όλες-όλες τις ακόλουθες γραμμές: «Η ζωή είναι προπαντός προϊόν φυσιολογικών οξειδώσεων. Τα όνειρα είναι λειτουργία του εγκεφάλου. Οι λειτουργίες του εγκεφάλου δεν είναι τίποτε άλλο από οξειδώσεις. Τα όνειρα συνεπώς είναι ένα είδος φωσφορισμού του εγκεφάλου». Στις γραμμές αυτές αποκαλύπτονται εκ προοιμίου οι αντιλήψεις που θα δεσπόσουν αργότερα στο επιστημονικό έργο του Πάουλ Έρλιχ. Όταν σπούδαζε ιατρική στη Λειψία είχε φήμη αντάρτη απέναντι στην παραδοσιακή επιστημονική μεθοδολογία. Αντί π.χ. να κάνει τις νεκροτομές σύμφωνα με τις υποδείξεις του καθηγητή του Βαλντάγιερ (Wilhelm von Waldeyer) (1836-1921), εκτελούσε λεπτές τομές των ιστών, που στη συνέχεια χρωμάτιζε με παράγωγα της ανιλίνης. Ιδιαίτερα τον ενδιέφεραν οι δηλητηριάσεις από μόλυβδο, για την ανίχνευση του οποίου στους ιστούς είχε ανακαλύψει μια χρώση με φουξίνη. Αυτή ακριβώς η ανακάλυψή του, του είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι μερικοί ιστοί παρουσιάζουν εκλεκτική συγγένεια προς ορισμένες χημικές ουσίες. Όλη η κατοπινή ιατρική σκέψη του θα ακολουθήσει τη γραμμή αυτή.
Ύστερα από λίγο ο Κοχ, χρωματίζοντας ένα άρρωστο ήπαρ παρατηρεί πρώτος κάτι που στην αρχή του έδωσε την εντύπωση ενός κρυστάλλου. Ήταν ένα μικρόβιο φυματίωσης. Αμέσως πρότεινε μια ευφυέστατη μέθοδο για τη χρώση του, που δε διαφέρει πολύ από εκείνη που χρησιμοποιείται και σήμερα στα εργαστήρια. Οι γιατροί της εποχής εκείνης δεν δίσταζαν προκειμένου να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για γνώση. Ο Έρλιχ, αδελφικός φίλος του Κοχ, κάνει στον εαυτό του ένεση με μικρόβια φυματίωσης για να παρατηρήσει το αποτέλεσμα. Αρρώστησε και υποχρεώθηκε να ζήσει 7 χρόνια στο κλίμα της Αιγύπτου.
Η χημεία ήταν η πίστη του Έρλιχ. Θεωρούσε τα πάντα χημεία και στους ιστούς του ανθρώπου δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά βενζολικούς δακτυλίους και πλευρικές αλύσεις. Στο έργο του «Οι ανάγκες του οργανισμού σε οξυγόνο» διατυπώνει την άποψη ότι υπάρχει εκλεκτική συγγένεια μερικών ιστών του οργανισμού προς ορισμένες χημικές ενώσεις και θέτει τις πρώτες βάσεις της περίφημης «θεωρίας των πλευρικών αλύσεων». Εμπνευστής του υπήρξε η υπόθεση του Κεκιλέ (Friedrich August Kekulé von Stradonitz) (1829-1896) για τον δακτύλιο του βενζολίου που τον φανταζόταν ως ένα σταθερό εξαγωνικό πυρήνα, τις κορυφές του οποίου καταλάμβαναν 6 άτομα άνθρακος, και που συνδεόταν με ασταθείς πλευρικές αλύσεις υδρογόνου που μπορούσαν να υποκατασταθούν εύκολα. Έτσι είδε ο Έρλιχ το μόριο του πρωτοπλάσματος: ένα σταθερό πυρήνα με ασταθείς πλευρικές αλύσεις, τους υποδοχείς, που του επέτρεπαν να ενώνεται με τις τροφές και να εξουδετερώνει τις τοξίνες, αποβάλλοντας στη συνέχεια στο αίμα τις συνδεδεμένες μαζί της πλευρικές αλύσεις. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε τη βάση της μελέτης της ανοσίας και των ορολογικών αντιδράσεων. Ο Βάσερμαν έλεγε αργότερα ότι χωρίς τη θεωρία αυτή δε θα είχε ποτέ ανακαλύψει την περίφημη αντίδρασή του. Κατά τον ίδιο τρόπο και τα σώματα των μικροβίων αντιδρούν σε διαφορετικό βαθμό στις χημικές ουσίες με τις οποίες συγγενεύουν περισσότερο. Ο Έρλιχ διέβλεψε ότι ήταν δυνατόν να συμβαίνει το ίδιο και όταν τα μικρόβια βρίσκονται ως παράσιτα στους ιστούς. Αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πρακτικά με την ανακάλυψη ουσιών που να έχουν χημική συγγένεια και τοξικότητα για τα μικρόβια, ενώ θα είναι συγχρόνως αβλαβείς για τα υγιή κύτταρα του οργανισμού.
Το 1890 ο Έρλιχ επέστρεψε από την Αίγυπτο και ονομάσθηκε καθηγητής των λοιμωδών νοσημάτων στο Ινστιτούτο Κοχ στο Βερολίνο. Ήταν η εποχή που ο Μπέρινγκ (Emil von Behring) (1854-1917) ετοίμαζε ένα αντιδιφθεριτικό ορό και ο Ιάπωνας Κιταζάτο αναζητούσε ένα φάρμακο κατά του τετάνου. Το 1896 έγινε διευθυντής του Πρωσικού Ορολογικού Ινστιτούτου. Έτσι διέθετε πια ένα πλούσιο εργαστήριο για τις έρευνές του. Από το Βερολίνο πήγε τότε στη Φραγκφούρτη (του Μάιν) όπου βρίσκονταν τα μεγαλύτερα εργαστήρια συνθετικών χρωμάτων. Εκεί (το 1901) διάβασε μια εργασία του Λαβεράν, που είχε ανακαλύψει το μικρόβιο της ελονοσίας, για τα τρυπανοσώματα. Στην τρυπανοσωμίαση ακριβώς των ζώων πέτυχε ο Έρλιχ τα πρώτα αποτελέσματα, χρησιμοποιώντας ως φάρμακο τη φουξίνη, το κυανού και το ερυθρό του τρυπανίου. Τις χρωστικές αυτές έδινε υπό μορφή ενέσεων στα άρρωστα ζώα στις κατάλληλες δόσεις. Με τον τρόπο αυτόν επιβεβαίωσε ότι μπορούν να εξοντωθούν τα παράσιτα με χημικά μέσα χωρίς βλάβη του οργανισμού. Το αποτέλεσμα που πέτυχε το ονόμασε «μείζονα αποστείρωση».

Παρόλα αυτά, η μείζων αυτή αποστειρωτική θεραπεία δε θα πετύχει ποτέ τελείως. Από τα πρώτα κιόλας πειράματα μετά τα τρυπανοσώματα, ο Έρλιχ διαπίστωσε ότι η χορήγηση ανεπαρκούς δόσης για τη «μείζονα αποστείρωση», ανοσοποιεί τα παράσιτα προς τις δόσεις του φαρμάκου που θα ακολουθήσουν. Τότε ο Έρλιχ εργαζόταν πια στο ειδικό ινστιτούτο Georg Speier Haus και μπορούσε να πραγματοποιηθεί η φιλοδοξία του να αφιερωθεί συστηματικά στην ανάπτυξη της χημειοθεραπείας. Ο πιο σπουδαίος στόχος του ήταν η έρευνα των θεραπευτικών αποτελεσμάτων του αρσενικού στη σύφιλη.
Τον ίδιο εκείνο καιρό ένας ερευνητής του Μικροβιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, ο Φριτς Σάουντιν, ανακοίνωσε την ανακάλυψη του μικροβίου της σύφιλης, που οι επιστήμονες αναζητούσαν από 20 και πλέον χρόνια: του «τρεπονήματος του ωχρού», όπως ονομάστηκε για τον ασθενή χρωματισμό του. Η ανακάλυψη αυτή, ισότιμη σε σπουδαιότητα με την ανακάλυψη του μικροβίου της φυματίωσης, αποτελεί ορόσημα στη μελέτη της σύφιλης. Όταν ο Έρλιχ διάβασε την ανακοίνωση του Σάουντιν, εντύπωση του έκανε η παρατήρηση ότι η ωχρά σπειροχαίτη (συνώνυμο: τρεπόνημα το ωχρό) δεν είναι στην κυριολεξία βακτηρίδιο αλλά ανήκει στο ζωικό βασίλειο. Η άποψη αυτή, για την οποία σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι εσφαλμένη, αποτέλεσε όμως για τον Έρλιχ αφετηρία στις έρευνές του που ακολούθησαν.
Ο Έρλιχ αφοσιώθηκε ύστερα από αυτό στη μελέτη των αρσενικούχων παρασκευασμάτων. Από τα πειράματα του Λαβεράν και του Μενίλ είχε αποδειχθεί ότι το αρσενικώδες οξύ, όπως και ορισμένες χρωστικές, μπορούσαν να φονεύσουν στο πειραματόζωο τα τρυπανοσώματα. Οι συνεργάτες του Έρλιχ συνέχιζαν τα πειράματα αυτά χωρίς διακοπή, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ώσπου κάποια στιγμή χρησιμοποίησαν το παρασκεύασμα 606. Αφού στην αρχή το χορήγησαν με επιτυχία στη νόσο του ύπνου, ο Έρλιχ θυμήθηκε την εικασία του Σάουντιν για την ύπαρξη συγγένειας μεταξύ τρυπανοσώματος και σπειροχαίτης και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το 606 κατά της σύφιλης. Και παρόλο που η υπόθεση του Σάουντιν ήταν εσφαλμένη, η έμπνευση του Έρλιχ δικαιώθηκε πανηγυρικά. Στις 31 Αυγούστου 1909 ο Έρλιχ, μαζί με τον Ιάπωνα συνεργάτη του Χάτα, έκαναν το πρώτο πείραμα σ’ ένα κουνέλι μολυσμένο με σπειροχαίτη. Το ανοιχτοκίτρινο διάλυμα δόθηκε υπό μορφή ένεσης στη φλέβα του αυτιού του ζώου. Την επομένη δεν υπήρχαν σπειροχαίτες στο αίμα του και τα έλκη είχαν αρχίσει να επουλώνονται. Το 606 συνεπώς θεράπευε τη σύφιλη. Ίσχυε όμως αυτό και για τον άνθρωπο; Ένας φίλος του Έρλιχ, ο γιατρός Κόνραντ Αλτ ανέλαβε να πειραματισθεί στους ασθενείς του προτού γίνει η επίσημη ανακοίνωση για το νέο φάρμακο. Τα αποτελέσματα ήταν τόσο ενθαρρυντικά, ώστε η παρουσίαση του φαρμάκου το 1910 στο επιστημονικό συνέδριο του Königsberg ήταν ένας θρίαμβος για τον Έρλιχ.
Ο Γερμανός σοφός, διακοπτόμενος από χειροκροτήματα, ανακοίνωσε ότι με τη «σαλβαρσάνη», όπως λεγόταν πια το «606», η αβέβαιη θεραπεία της σύφιλης με υδράργυρο ήταν πια ξεπερασμένη. Ανέφερε την περίπτωση συφιλιδικού που ο λαιμός του είχε κλείσει τόσο, ώστε να τρέφεται με καθετήρα, και που σε 6 ώρες μετά την ένεση της σαλβαρσάνης μπόρεσε να τραφεί κανονικά.

Κανένα φάρμακο μέχρι τότε στον κόσμο δεν είχε δώσει τέτοια αποτελέσματα. Το Ινστιτούτο Georg Speier άρχισε να παράγει υπό έκτακτες συνθήκες προφυλάξεων (ίχνη αέρος μπορούσαν να μεταβάλουν το φάρμακο σε δηλητήριο) σημαντικές ποσότητες του νέου φαρμάκου. Ο Έρλιχ, που τότε ακριβώς προσβλήθηκε από διαβήτη, έκανε τον έλεγχο των περιπτώσεων που υποβάλλονταν σε θεραπεία. Από τα 65.000 περιστατικά, αρκετά δεν παρουσίαζαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι παρενέργειες δεν ήταν λίγες: άρχιζαν με εμετούς και λόξυγκα για να καταλήξουν σε σπασμούς των μυών, και σε μερικές περιπτώσεις και στο θάνατο.
Ο Έρλιχ άρχισε να αναζητεί κάτι καλύτερο. Εκατοντάδες αρσενικούχων ενώσεων δοκιμάσθηκαν για να καταλήξουν στο τέλος στο παρασκεύασμα υπ’ αριθμό «914», τη «νεοσαλβαρσάνη» που θα μείνει από τότε, μέχρι την ανακάλυψη της πενικιλίνης, το μοναδικό φάρμακο για τη θεραπεία της σύφιλης.Η εικόνα του Έρλιχ θα έμενε ατελής χωρίς δυο λόγια για την ανθρώπινη πλευρά της. Ο Γερμανός σοφός συνδύαζε καλοσύνη, ευθύτητα χαρακτήρα, ζωηρότητα πνεύματος, ενεργητική ιδιοσυγκρασία και λεπτό χιούμορ. Μια επιστολή ευγνωμοσύνης από ένα θεραπευμένο άρρωστο τον συγκινούσε περισσότερο απ’ όλες τις ακαδημαϊκές τιμές που του είχαν αποδοθεί ανάμεσα στις οποίες ήταν το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική του 1908.

Δεν υπάρχουν σχόλια: