15/10/09

Καρλ Λαντστάινερ (Karl Landsteiner) [105]


Το κυκλοφορικό μας σύστημα είναι το καλύτερο μεταφορικό σύστημα του κόσμου. Διακινεί 5 λίτρα αίματος το λεπτό και 7.200 λίτρα το εικοσιτετράωρο. Έχει μήκος περισσότερο από το διπλάσιο της περιφέρειας της γης και επιπλέον παράγει μόνο του το διακινούμενο υλικό, αντικαθιστώντας συνεχώς τα γερασμένα κύτταρα του αίματος με νέα που προέρχονται από τα αιμοποιητικά όργανα.
Το πρώτο σοβαρό κεφάλαιο στην ιστορία της ιατρικής για την κυκλοφορία του αίματος γράφτηκε το 1628 από τον Ουίλιαμ Χάρβεϊ. Η επόμενη ισάξια ανακάλυψη θα γίνει το 1900 από τον παθολογοανατόμο της Βιέννης Καρλ Λαντστάινερ: είναι η ανακάλυψη των ομάδων του αίματος. Ο Χάρβεϊ είχε ανατρέψει τις απόψεις των οπαδών του Γαληνού για την κυκλοφορία του αίματος. Ο Μαλπίγγι είχε ανακαλύψει τα τριχοειδή αγγεία. Ο Λέβενχουκ είχε περιγράψει, στις περίφημες επιστολές του προς τη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, από το 1678 και πέρα, και είχε μετρήσει με καταπληκτική ακρίβεια τη διάμετρο «των σφαιριδίων που δίνουν στο αίμα μας το ροδοκόκκινο χρώμα του». Από το 1870 είχαν αρχίσει να θεωρούν το αίμα εναιώρημα κυτταρικών στοιχείων. Ο Έρλιχ ανακάλυψε ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι το τελικό στάδιο του μετασχηματισμού κυττάρων που παράγονται αλλά και απέδειξε ότι τα λευκά αιμοσφαίρια δημιουργούνται στο μυελό των οστών και τα λεμφογάγγλια. Από τις πρώτες αυτές εργασίες αναπτύχθηκε όλη η σύγχρονη αιματολογία.
Σύντομα το αίμα απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους παθολόγους, τους χημικούς και τους φυσιολόγους. Τι 1895 ο Βέλγος Ζιλ Μπορντέ (1870-1961) ανακάλυψε την ικανότητα του πλάσματος του αίματος να συγκολλά τα ξένα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η ανακάλυψη αυτή ήταν το κλειδί της ερμηνείας των αιτίων του κυκλοφορικού «collapses» που παρουσιαζόταν όταν σ’ ένα ζώο γινόταν μετάγγιση αίματος από άλλο είδος ζώου: τα ξένα ερυθρά αιμοσφαίρια πάθαιναν συγκόλληση μέσα στα αιμοφόρα αγγεία του λήπτη.
Μερικά χρόνια αργότερα (1901) ο Καρλ Λαντστάινερ νεαρός παθολόγος της Ιατρικής Σχολής της Βιέννης (όπου είχε γεννηθεί το 1868) ανακάλυπτε ότι το φαινόμενο αυτό μπορεί να συμβεί και μεταξύ δύο ανθρώπων: το πλάσμα του αίματος ορισμένων ανθρώπων συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια μερικών άλλων ατόμων και όχι μόνο των ζώων. Σχεδόν συγχρόνως ο Ρισέ ανακάλυπτε το φαινόμενο της αναφυλαξίας στο σκύλο «Ποσειδών».
Ο Λαντστάινερ συνέλαβε την ιδέα να φέρει σε επαφή ερυθρά αιμοσφαίρια ενός ανθρώπου με τον ορό του αίματος ενός άλλου. Όπως γράφει στο ημερολόγιό του: «μερικές φορές τα σωματίδια συγκολλούνται, ενώ άλλες φορές το φαινόμενο δεν παρουσιάζεται. Μήπως γιατί κάποιος από τους αιμοδότες είναι άρρωστος ή όχι φυσιολογικός;».
Πήρε τότε αίμα από όλους τους βοηθούς του εργαστηρίου του και μετά από μακρά σειρά πειραμάτων ανακάλυψε 4 τουλάχιστον τύπους αίματος: Γράφει και πάλι: «Αυτό σημαίνει ότι το αίμα δεν είναι το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους, αλλά διαφέρει φυσιολογικά λόγω της παρουσίας ή της απουσίας ορισμένων ιδιοσυστατικών ιδιοτήτων, με βάση τις οποίες μπορούμε να χωρίσουμε τα άτομα σε καλώς καθορισμένες και αμετάβλητες ομάδες».
Το πρόβλημα των δυσάρεστων συνεπειών των μεταγγίσεων αίματος από άτομο σε άτομο του ίδιου είδους, που απασχολούσε τον ιατρικό κόσμο επί δύο αιώνες, είχε λυθεί. Ήταν η ασυμβατότητα του αίματος που συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του δότη: οι θρόμβοι που σχηματίζονταν έτσι οδηγούντο από την κυκλοφορία στα μικρά αγγεία του εγκεφάλου ή των πνευμόνων και τα έφραζαν.
Έμενε το πρόβλημα που είχε μείνει αναπάντητο από τον Ρισέ. Πώς το αίμα ενός ατόμου αναγνωρίζει το ξένο αίμα; Και πώς το αίμα ενός ανοσοποιημένου ατόμου αναγνωρίζει το μικρόβιο που το είχε προηγουμένως μολύνει;
Από την αρχαιότητα ήταν γνωστό ότι άτομα που είχαν περάσει νόσους, όπως η ευλογιά ή η ιλαρά, δεν αρρώσταιναν δεύτερη φορά από αυτές. Ο δαμαλισμός υπήρξε στη συνέχεια ένα σπουδαίο γεγονός στον τομέα αυτόν. Η μέθοδος του Τζένερ βρήκε την πανηγυρική της επιβεβαίωση στα εμβόλια του Παστέρ. Το πρόβλημα έγινε πλέον αντικείμενο σοβαρής μελέτης.
Ο Μπέρινγκ, ανακαλύπτοντας τη δυνατότητα της παθητικής ανοσοποίησης κατά του τετάνου και της διφθερίτιδας με ορό ζώων που είχαν περάσει τις νόσους, απέδειξε ότι το φαινόμενο οφείλεται στις αντιτοξίνες του αίματος των ανοσοποιημένων ζώων: οι τοξίνες των μικροβίων είχαν ενεργήσει ως αντιγόνα, παράγοντας ουσίες που τις εξουδετέρωναν τα αντισώματα. «Μήπως αυτό είναι το κλειδί του φαινομένου της συγκόλλησης;» διερωτάται ο Λαντστάινερ.
Ο Έρλιχ διατύπωσε τότε μια περίεργη θεωρία: τα αιμοσφαίρια και το πλάσμα του αίματος διαθέτουν κλειδιά και κλειδαριές διαφόρων τύπων. «Μέσα στο αίμα ενός δότη, ποτέ δε αντιστοιχεί φυσιολογικά το κλειδί στην κλειδαριά. Αλλά όταν γίνεται ανάμειξη που κάνει να συμπίπτει το κλειδί με την κλειδαριά, αποδεσμεύονται οι μηχανισμοί και παρουσιάζονται τα φαινόμενα της συγκόλλησης». Ο Έρλιχ υπονοεί ότι τέσσερα είδη «κλειδιών» και άλλα τόσα «κλειδαριών», ενώ ο Λαντστάινερ αποδεικνύει με τα πειράματά του ότι αρκούν δύο ομάδες «κλειδιών» και άλλες τόσες «κλειδαριών» για να εξηγήσουν τα φαινόμενα της συγκόλλησης. Διακρίνει 4 ομάδες αίματος και τις ονομάζει Α, Β, ΑΒ και Ο (μηδέν).
Εμβαθύνοντας στα προβλήματα της ανοσίας, αποδεικνύει την ύπαρξη νέων ουσιών, άγνωστων στη φύση, που το αίμα μπορεί να μάθει να τις αναγνωρίζει με ένα μηχανισμό που εξαρτάται από τη χημική σύνθεση των ουσιών που υπάρχουν στο αίμα. Ο ορός του αίματος του λήπτη περιέχει αντισώματα, «συγκολλητίνες», που αντιδρούν ειδικά με τα αντιγόνα, «συγκολλητινογόνα», που υπάρχουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια του δότη. Ο σχηματισμός των συγκολλητινών είναι φυσιολογικό φαινόμενο που γίνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο έντονο. Εκτός από τις «αντιτοξίνες» που εξουδετερώνουν τις τοξίνες των μικροβίων, υπάρχουν ακόμα «ιζηματίνες», που προκαλούν την καθίζηση ορισμένων πρωτεϊνών, «λυσίνες» που προκαλούν τη διάλυσή τους και οι «συγκολλητίνες» που αναφέραμε. Ενώ όμως για την παραγωγή των αντισωμάτων αυτών απαιτείται ευαισθητοποίηση του ατόμου, όταν πρόκειται για τις ομάδες του αίματος τα αντισώματα υπάρχουν από την αρχή.
Η κληρονομικότητα των ομάδων του αίματος ακολουθεί τους νόμους του Μέντελ. Η διαπίστωση αυτή έχει την εξής αξία: όπως όταν γνωρίζουμε τις ομάδες αίματος των γονέων μπορούμε να καθορίσουμε με απόλυτη ακρίβεια την ομάδα του νεογέννητου, μπορούμε να προσδιορίσουμε και σε ποιες ομάδες «δεν» μπορεί να ανήκει. Η ιατροδικαστική, αξιοποιώντας το δεδομένο αυτό, μπορεί να αποφανθεί όχι ότι ένα παιδί προέρχεται από τον τάδε πατέρα, αλλά ότι αποκλείεται να είναι παιδί του δείνα πατέρα. Το ποσοστό στο οποίο μπορεί να φτάσει η δυνατότητα αποκλεισμού της πατρότητας έφτασε σε υψηλά επίπεδα χάρις στην ανακάλυψη πολλών ομάδων και υποομάδων αίματος.
Χιλιάδες παρατηρήσεις απέδειξαν ότι η ομάδα του αίματος είναι σταθερός χαρακτήρας του ατόμου που δεν μεταβάλλεται από καμιά παθολογική κατάσταση. Είναι στοιχείο ταυτότητας όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα, που τίποτα δεν μπορεί να το αλλοιώσει εφόρου ζωής.
Λίγα χρόνια μετά την ανακάλυψη του Λαντστάινερ αποκαλύπτεται ότι η κατανομή των ομάδων του αίματος διαφέρει από φυλή σε φυλή. Όχι ότι υπάρχουν ειδικές φυλετικές ομάδες αίματος, αλλά ότι το ποσοστό που κατέχει κάθε μια μέσα στο σύνολο ενός πληθυσμού, είναι χαρακτηριστικό για τον πληθυσμό αυτό.
Ο Λαντστάινερ συνεχίζει από το 1923 τις έρευνές του στο Ινστιτούτο Rockefeller της Νέας Υόρκης. Εκεί ανακάλυψε την ύπαρξη των παραγόντων Μ και Ν και το 1940, σε συνεργασία με τον Βίνερ, τον παράγοντα «Rhesus», που πήρε το όνομά από ένα είδος πιθήκου της Ινδίας, τον «Macacus rhesus», που πρώτος χρησιμοποιήθηκε στα πειράματα αυτά. Η σημασία της ανακάλυψης του παράγοντα «Rh» είχε θεωρηθεί στην αρχή ακαδημαϊκής φύσης.
Το 1930 ο Λαντστάινερ πήρε το Βραβείο Νόμπελ. Στη συνέχεια οι μελέτες του στρέφονται, σε συνεργασία με το μαθητή του Αλεξάντερ Βίνερ, προς τις ομάδες αίματος των πιθήκων, για να διαλευκανθούν ορισμένα ζωολογικά και ανθρωπολογικά προβλήματα.
Μετά την ανακάλυψη των ομάδων αίματος, δεν έπρεπε πια να παρουσιάζονται φαινόμενα συγκόλλησης όταν γίνονταν μεταγγίσεις αίματος της ίδιας ομάδας με το αίμα του λήπτη. Κι όμως αυτό συνέβαινε σ’ ένα ποσοστό 2 τοις χιλίοις. Το κλειδί του αινίγματος ήταν ο παράγοντας «Rh».
Εκεί, στο Ινστιτούτο Rockefeller, οι δυο ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο ορός του αίματος του κουνελιού που μόλις συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του πιθήκου Rhesus, τα συγκολλούσε πολύ πιο έντονα ύστερα από μια μετάγγιση αίματος του πιθήκου στο κουνέλι. Ο ορός αντι-Rhesus που δημιουργήθηκε έτσι, μπορούσε να συγκολλήσει και το αίμα ορισμένων ανθρώπων. Με τη βοήθειά του διαπιστώθηκε ότι σε 100 άτομα, τα 85 είναι Rhesus θετικά (Rh+), που η ανάμειξη του αίματός τους με αίμα Rhesus αρνητικό (Rh-) προκαλούσε τα φαινόμενα της ασυμβατότητας που είχαν παρατηρήσει οι Λαντστάινερ και Βίνερ. Για την αποφυγή, συνεπώς, των συμβάντων αυτών, έπρεπε πριν από κάθε μετάγγιση να γίνεται εκτός από τον προσδιορισμό της ομάδας αίματος και η ανίχνευση του παράγοντα Rhesus.
Η γνώση του παράγοντα Rhesus επέτρεψε στον Φίλιπ Λέβιν να ανακαλύψει το αίτιο της «αιμολυτικής νόσου των νεογνών». Αυτή παρουσιάζεται όταν η γυναίκα Rhesus αρνητική (Rh–) συλλάβει παιδί με άνδρα Rhesus θετικό (Rh+). Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνει μερικά ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου να περάσουν στην κυκλοφορία της μητέρας. Ο οργανισμός της παράγει τότε αντισώματα αντί-Rh, που μπαίνοντας στη συνέχεια στην κυκλοφορία του εμβρύου, προκαλούν στο αίμα του το φαινόμενο της αιμολυσίας.Ο Καρλ Λαντστάινερ πέθανε το 1943, όταν στα πεδία των μαχών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες ανθρώπινες ζωές σώζονταν με τις μεταγγίσεις αίματος που έκαναν δυνατές οι ανακαλύψεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: